Ταξίδια μέ τό γάντι...

2015-11-28 14:30

Θανάσης N. Παπαθανασίου

     Στό πατρικό μου σπίτι, τή μακρινή ἐποχή πού ξεκινοῦσα τό Δημοτικό, ὑπῆρχε τό Σαβουάρ Βιβρ τῆς Ἑλένης Χαλκούση. Συναρπαστικό ἀνάγνωσμα, γιατί σέ πολλές σελίδες τοῦ ἔβρισκα κάτι ἀπό ἐπιστημονική φαντασία, ἡ ὁποία βρισκόταν σέ ἕνα εἶδος στοιχήματος μέ τήν πραγματική ζωή - τουλάχιστον τήν πραγματική ζωή πού εἶχα ἐγώ ὑπ' ὄψιν μου στό μεθόριο Καισαριανής καί Παγκρατίου. Δέν συγκράτησα ποτέ τίς λεπτές διακρίσεις κουταλομαχαιροπίρουνων, συγκράτησα ὅμως μίαν ἀλλιώτικη ὁδηγία, πού ἀφοροῦσε τό χειροφίλημα. Παραθέτω ἀπό μνήμης: «Ἄν ἡ κυρία φορᾶ γάντια, ποτέ ὁ κύριος δέν ἐπιχειρεῖ νά τῆς τά ἀφαιρέσει γιά νά τῆς φιλήσει τό χέρι».

     Τρέχα γύρευε, γιά ποιόν λόγο μου ἔμεινε εἰδικά αὐτή ἡ φράση! Εἶναι κάτι σάν μία καί μόνη ἀστραπή πού σου μένει ἀπό μίαν ὁλόκληρη μέρα βροχῆς καί μοῦ 'χει συμβεῖ σέ πολλά πρώιμα διαβάσματά μου. Πέρα ἀπό τό κωμικό του νά προσπαθεῖ κάποιος νά ἀφαιρέσει γάντι ἀλλουνοῦ (γιά φαντάσου!), αὐτό πού μου καρφώθηκε, ἦταν μία ἐκκρεμότητα, μία ἀντίρρηση: τό γάντι εἶναι ἡ ἐφεύρεση, ὥστε, ὅσο κοντά καί ἄν ἔρθουν οἱ ἄνθρωποι, νά μήν ἀνταμώνουν ἀληθινά! Ἀκόμα καί στή χειραψία, ὅποτε αὐτή ἐπιτρέπεται μέ γάντι, παλάμη ἀπό παλάμη θά ἀπέχει πάντα ἕνα χιλιοστό, ὅσο κι ἄν σφίξεις τό χέρι!

     Μερικά χρόνια ἀργότερα, στό τέλος τοῦ Λυκείου, διάβασα γιά τή φοβερή φράση τοῦ Ἀλέκου Παναγούλη, ὅταν χαιρέτησε μέ χειραψία κάποιον μεγαλοπαράγοντα: «Πρώτη φορά ἐπίασα σκατά μέ τά χέρια μου!». Τά γάντια, μέ πελώριο συμβολικό φορτίο πλέον, φάνηκε νά κερδίζουν μία κάποια δικαίωση. Ἡ συνείδησή μου περνοῦσε πιά στή διά βίου ἄσκησή του νά διακρίνει μεταξύ στιγμῶν καί καταστάσεων.

     Κι ἄλλα χρόνια ἀργότερα, στόν στρατό, ὡς σκαπανέας Πεζικοῦ, χώνεψα πιό πολύ τή διφυία τῶν γαντιῶν, τῶν μάλλινων γαντιῶν πού πουλᾶνε στό Ναύπλιο. Σέ φυλᾶνε ἀπ' τό ἀνυπόφορο κρύο της βραδινῆς σκοπιᾶς, μά γίνονται ἀνυπόφορα μόλις βραχοῦν. Καί σέ κάθε περίπτωση, πρέπει νά τά βγάλεις, ἄν θέλεις νά γυρίσεις τά κουμπιά τοῦ ἀπαγορευμένου τρανζίστορ. Ἄν θέλεις, δηλαδή, νά μή μεσολαβεῖ οὔτε χιλιοστό ἀνάμεσα σέ σένα
καί στό πολύτιμο. Ἀσκήσεων συνέχεια...

     Εἰκοσιπέντε χρόνια ἀργότερα, βράδυ προπαραμονῆς τῶν Χριστουγέννων συνάντησα τόν Χριστό στήν ἄφεγγη Πλατεία Κουμουνδούρου, μέ τόν τρόπο πού ἔχει λεχθεῖ πρίν δύο χιλιάδες χρόνια. Τά χέρια τοῦ βρίσκονταν στή χειρότερη στάση πού μπορεῖ νά βρεθοῦν χέρια ἀνθρώπου: ἀγκαλίαζαν τό ἴδιο του τό σῶμα, σέ μία προσπάθεια νά αὐτό-ζεσταθεῖ, νά αὐτό-στηριχτεῖ, νά αὐτό-ἀντέξει. Τοῦ δώσαμε αὐτά πού εἴχαμε περίσσευμα (σιγά μήν τοῦ δίναμε καί τή μπουκιά μας!)· κάμποσα μελομακάρονα καί κάτι ἄλλα. Τά δέχτηκε μέ πελώρια προθυμία. Τό μισοσκόταδο ἐπέτρεπε νά δοῦμε πώς ἦταν μελαμψός, καί τόν ρώτησα στά Ἀγγλικά: «Ποῦ μένεις;». «Νό σπίτι», μοῦ ἀπάντησε. «Πῶς σέ λένε;». «Χασᾶν». «Εἶσαι μουσουλμάνος;», συνέχισα. «Ναί», ἀποκρίθηκε στά Γαλλικά. «Χριστιανός», τοῦ ἔκανα, δείχνοντας τόν ἑαυτό μου. «Μέ τήν καρδιά», μοῦ ἀπάντησε, ἐξηγώντας πῶς βρίσκει κανείς τόν Θεό καί δείχνοντας ταυτόχρονα τόν οὐρανό καί τό μέρος τῆς καρδιᾶς - ἀριστερά, δηλαδή. Τό βράδυ ἐκεῖνο χαιρέτισα μέ χειραψία τόν Χριστό, ξύλιασμα μέ ξύλιασμα, στήν ὡραιότερη στάση πού μποροῦν νά βρεθοῦν χέρια ἀνθρώπου: στά χέρια ἀλλουνοῦ, σέ μία προσπάθεια νά ζεστάνουν καί νά ζεσταθοῦν, νά στηρίξουν καί νά στηριχτοῦν, νά ἀντέξουν παρέα.

     Τήν ἑπομένη ξανακατεβήκαμε στήν πλατεία. Σκοπεύαμε νά δώσουμε στόν Χασᾶν μπουφάν, κουβέρτα καί γάντια. Ὁ Χασᾶν, ὅμως, ἦταν ἄφαντος. Ἦταν 2007 καί τό τσουβάλιασμα τῶν μεταναστῶν δέν εἶχε περάσει ἀκόμα στά κυβερνητικά εὔσημα. Ὁ Χασᾶν ἀποσύρθηκε μυστικά, φυλάγοντας τή χειραψία μᾶς ἀδιαμεσολάβητη ἀπό τά γάντια.

     Περάσανε ἄλλα ἔξι χρόνια περίπου, μέ πάρα πολλά νερά νά 'χουν κυλίσει στά αὐλάκια τῆς ζωῆς μας, ἀπό τή μία ζείδωρα καί ξεδιψαστικά, ἀπό τήν ἄλλη μνημονιακοί λασποχείμαρροι. Ἡ ζωή ταξιδεύει μέ χίλιους δύο τρόπους, ἕνας τρόπος εἶναι καί οἱ πορεῖες στούς δρόμους τῆς πόλης. Μεροληπτικά (γιατί ἀφορᾶ τή γειτονιά μου, καί γιατί ἦταν ἡ πρώτη μας πορεία μαζί μέ τόν γιό μας), κοντοστέκομαι στό ἀντιφασιστικό συλλαλητήριο τοῦ Βύρωνα, ἀρχές Ὀκτωβρίου 2013. Χαρά, σύν τοῖς ἄλλοις, γιατί ἐπί τέλους πολλά μαγαζάκια δέχτηκαν νά συστεγαστοῦν σέ μία ἐπιχείρηση σπουδαία!
     Περνώντας ἀπό τήν Πλατεία Ταπητουργείου ἔπεσα πάνω στόν Χασᾶν. «Γιά δές μέ!», μοῦ εἶπε, φαρσί αὐτή τή φορά. «Δέν εἶμαι σύνθημα, δέν εἶμαι ποσοστό, δέν εἶμαι κατηγορία. Δέν βρίσκομαι μόνο πάνω σέ τυπωμένο χαρτί ἤ μέσα σέ ἦχο, ἀλλά καί δίπλα, ἐκεῖ πού μοιράζεται ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε, ἡ γῆ ὅπου καθόμαστε, ἡ παλάμη πού περιμένει παλάμη. Ἀλλιῶς, εἶμαι φάντασμα. Τί λές; Εἶμαι φάντασμα;». «Ὄχι!», πῆγα νά τοῦ πῶ. Μά, πρίν προλάβω νά προφέρω τό γιώτα, ὁ Χασᾶν χάθηκε μέσα στούς πεζοπόρους. Ἀπό τά χείλη μου βγῆκε μόνο τό «Ὄχ», κι ἀκούστηκε σάν «Ὤχ!». «Λαχανίασε...», ὑπέθεσαν οἱ φίλοι γύρω.

     Μά, μακάρι νά ἔχουν δίκιο. Ἄν κάτι μπορεῖ νά μέ σώσει, αὐτό εἶναι ἕνα λαχάνιασμα· μία ἀπάντηση ἐκκρεμής, πού λαχταρᾶ τήν ὁλοκλήρωσή της. Ἕνα λαχάνιασμα γιά νά διακρίνω τόν ἀληθινό, πού βρίσκεται ἀπέναντί μου, ἀπό τό φάντασμα μέ τό ὁποῖο τόν ὑποκαθιστῶ στό μυαλό μου. Ἕνα λαχάνιασμα μέχρι νά ἀκούσω τή φωνή τοῦ ἀληθινοῦ ἄλλου, κι ὄχι μονάχα τή δική μου φωνή γιά λογαριασμό τοῦ ἄλλου. Ἕνα λαχάνιασμα, νά ἀκούσει ὁ κάθε διπλανός τή δική μου τή φωνή, κι ὄχι τή φωνή τοῦ φαντάσματος μέ τό ὁποῖο μέ ὑποκαθιστᾶ στό μυαλό του. Ἕνα λαχάνιασμα γιά νά προσέξω τί θά πιάσω μέ τά χέρια μου, ἕνα λαχάνιασμα, ἐντέλει, γιά νά καλοζυγίσω ποῦ θά ρίξω τό γάντι!

- Πηγή: https://www.e-dromos.gr