Περὶ τῆς κενοδοξίας
Ὅταν ὁ Κύριος ἔφυγε ἀπὸ τὴ συναγωγή, πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα καὶ ἐκεῖ θεράπευσε τὴν πεθερά του. «Δύοντος δὲ τοῦ ἡλίου πάντες ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς αὐτόν, δὲ ἐνὶ ἐκάστω αὐτῶν τὰς χείρας ἐπιτιθεῖς ἐθεράπευσεν αὐτούς. Ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἰ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπίτιμων οὐκ εἴα λαλεῖν, ὅτι ἤδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι» (Λκ. 4, 40-41).
Ὄχι μόνο ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἀπαγορεύει νὰ κάνουν γνωστὰ σὲ ὅλους τὰ θαύματά του, αὐτὸ τὸ συναντᾶμε πολλὲς φορὲς στὸ Εὐαγγέλιο, βλέπουμε ὅτι σχεδὸν σ' ὅλες τὶς περιπτώσεις ὁ Κύριος ἔτσι ἐνεργοῦσε. Γιατί; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. «Ὅπως πληρωθεῖ τὸ ρηθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὂν ἠρέτισα, ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὂν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου θήσω τὸ πνεῦμα μου ἐπ' αὐτόν, καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τὶς ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνὴν αὐτοῦ. κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλη εἰς νίκος τὴν κρίσιν» (Μθ. 12, 17-20).
Γι' αὐτό, λοιπὸν διότι ὁ Κύριος εἶναι τὸ πρότυπό της πραότητας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης. Αὐτὸς ποὺ εἶναι Ἀληθινὸς Θεός, Θεὸς Λόγος, κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ἦταν τόσο ταπεινὸς ποῦ δὲν ὑπάρχει πιὸ ταπεινὸς ἀπ' Αὐτὸν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. «Ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβῶν» (Φῖ. 2.7). Ζοῦσε σὰν δοῦλος μεταξύ μας καὶ μᾶς ἔδωσε παράδειγμα ταπεινοφροσύνης. Ὁ Χριστὸς λέει «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία, καὶ εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαις ὑμῶν» (Μθ. 11, 29). Ἂν θέλουμε νὰ βροῦμε ἀνάπαυση γιὰ τὶς ψυχὲς μᾶς πρέπει νὰ εἴμαστε σὰν Αὐτὸν πράοι καὶ ταπεινοί. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἐπέτρεπε νὰ διαλαλοῦν τὰ θαύματά του; Ἐπειδὴ ἦταν ταπεινός, γι' αὐτό. Ἦταν τελείως ξένος πρὸς τὴν κενοδοξία, δὲν ἤθελε νὰ Τὸν ἐπαινοῦν καὶ δὲν ζητοῦσε δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ ἐμεῖς, τί κάνουμε ἐμεῖς; Δὲν ζητᾶμε πάντα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δόξα καὶ ἔπαινο; Δὲν εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ ὑπερηφάνεια; Ποιὸς ἀπὸ μᾶς προσπαθεῖ νὰ κρύψει τὰ καλά του ἔργα, ὅπως τὸ ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός; Ποιὸς περιφρονεῖ τὴν ἀνθρώπινη δόξα καὶ ζητάει δόξα μόνο ἀπὸ τὸν Θεό; Σχεδὸν κανείς. Ὅλοι μας σχεδὸν ἔχουμε αὐτὸ τὸ πάθος. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀπαλλαχθοῦμε ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Μόνο οἱ ἅγιοι εἶναι ἐλεύθεροι ἀπ' αὐτή. Ἐμεῖς ὅλοι, ἀρχίζοντας ἀπὸ μένα, εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ ὑπερηφάνεια.
Ἡ κενοδοξία εἶναι τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο καὶ τὸ πιὸ ἰσχυρὸ πάθος. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα πάθη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ ὀργή, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα. Αὐτὰ ὅμως τὰ πάθη εἶναι τέτοιου εἴδους πού, ὅταν τὰ νικᾶμε, μᾶς ἀφήνουν γιὰ πάντα καὶ δὲν μποροῦν στὸ ἕξης νὰ μᾶς πλησιάζουν. Τὰ δύο ὅμως ἰσχυρότερα πάθη ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια δὲν μοιάζουν μὲ τὰ ὑπόλοιπα. Μπορεῖ νὰ τὰ πολεμᾶμε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μας, αὐτὰ ὅμως μὲ τίποτα δὲν μᾶς ἀφήνουν.
Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα πάθη κατὰ τῶν ὁποίων ὁ ἀγώνας θὰ ἦταν τόσο δύσκολος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν κενοδοξία, καὶ αὐτοὶ ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο, καὶ μοναχοί, ἀκόμα καὶ ἐρημίτες. Ἐμεῖς ποῦ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο γιὰ ποιὰ πράγματα περηφανευόμαστε; Γι' αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει νὰ δίνουμε καμία σημασία καὶ οὔτε πρέπει νὰ τὰ προσέχουμε.
Περηφανευόμαστε λοιπὸν γιὰ τὴν καλή μας φωνή, τὴν ἐξωτερική μας ὀμορφιά, τὰ ἀκριβὰ ροῦχα, τὸν πλοῦτο, τὴν εὐγένεια. Περηφανευόμαστε ἐπίσης γιὰ τὴν ἐξυπνάδα μας καὶ τὴν πρόοδο στὶς ἐπιχειρήσεις μας. Κάθε μᾶς βῆμα εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν κενοδοξία. Ὅλοι μας περηφανευόμαστε.
Οἱ μοναχοὶ γιὰ ποιὰ πράγματα περηφανεύονται; Αὐτοὶ ποῦ ἄφησαν τὸν κόσμο καὶ ἀφιέρωσαν τὴν ζωή τους στὸν Θεὸ γιὰ ποιὰ πράγματα μποροῦν νὰ περηφανεύονται; Καὶ ὅμως περηφανεύονται. Ἀλλὰ ἡ ὑπερηφάνειά τους εἶναι πιὸ ἐκλεπτυσμένη. Μοναχὸς ποὺ νηστεύει πολὺ καὶ κάνει πολλὲς προσευχὲς μπορεῖ νὰ περηφανεύεται ἐπειδὴ ξεπέρασε στὴν νηστεία καὶ προσευχὴ τοὺς ἄλλους μοναχούς. Μπορεῖ κάποιον μοναχό, νὰ τὸν κάνουν ἡγούμενο καὶ νὰ περηφανεύεται γιὰ τὴν προαγωγή του. Προσεύχεται μοναχός, ὅμως τὸ πάθος αὐτὸ δὲν τὸν ἀφήνει. Καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήσει ὥσπου νὰ γίνει τέλειος μοναχὸς καὶ νὰ νικήσει αὐτὸ τὸ πιὸ λεπτὸ καὶ τὸ πιὸ ἰσχυρὸ ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη.
Νὰ ἀποφεύγουμε αὐτὸ τὸ πάθος καὶ νὰ θυμόμαστε πάντα τὸν λόγο ἐκεῖνο τοῦ Χριστοῦ ποῦ λέει «πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;» (Ἴω. 5, 44). Ὅλοι μας ἐπιδιώκουμε τὴν ἀνθρώπινη δόξα, θέλουμε νὰ μᾶς ἐξυπηρετοῦν οἱ ἄνθρωποι, ὅμως τὴν δόξα ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν μόνη ἀληθινὴ δόξα, δὲν τὴν ἐπιζητᾶμε. Σ' αὐτὴν τὴν περίπτωση, λέει ὁ Κύριος, δὲν μποροῦμε, νὰ πιστεύουμε.
Ὅπως βλέπετε τὴν βαθιά, ἀληθινὴ καὶ καθαρὴ πίστη μποροῦν νὰ ἔχουν μόνο αὐτοὶ ποῦ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας. Αὐτοὶ ποῦ σὲ ὅλα τὰ ἔργα τοὺς ἐπιζητοῦν ὄχι τὴν δική τους δόξα ἀλλὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποῦ τὸ καλὸ ποῦ ἔχουν τὸ θεωροῦν ὄχι δικό τους κατόρθωμα, ἀλλὰ τὸ ἀποδίδουν στὸν Θεό, διότι πραγματικὰ τὸ καλὸ δὲν εἶναι κάτι δικό μας, ἀλλὰ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμα καὶ ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος λέει γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ «οὐ γὰρ ὁ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ' ὁ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω» (Ρῶ. 7-19) . Ἂν ἔτσι ἔλεγε ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀπόστολος τότε ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι τί νὰ ποῦμε; Δὲν πρέπει νὰ μετανοήσουμε γιὰ τὴν κενοδοξία μας καὶ νὰ καταλάβουμε ἐπιτέλους ὅτι τὸ καλὸ ποῦ ἔχουμε τὸ ἔχουμε ἀπὸ τὸν Θεό; Ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητᾶμε τὴν δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὑπάρχουν στὴν Ἁγία Γραφὴ δύο παραδείγματα,θὰ ἔλεγα πολὺ χτυπητά, τὰ ὁποῖα μᾶς δείχνουν πῶς ὁ Θεὸς τιμωροῦσε τὴν κενοδοξία. Τὸ πρῶτο παράδειγμα ἀναφέρεται στὸν βασιλιὰ Ἐζεκία, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ ἐνάρετος ἄνθρωπος καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους βασιλεῖς στὸν Ἰσραήλ. Μία φορὰ ὁ Ἐζεκίας ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἔπρεπε νὰ πεθάνει. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε 15 χρόνια ζωῆς. Ὁ βασιλιὰς τῆς Βαβυλωνίας ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἔστειλε κάποιους δικούς του ἀνθρώπους μὲ πλούσια δῶρα νὰ παρηγορήσουν τὸν βασιλιὰ στὴν ἀσθένειά του.
Ὁ Ἐζεκίας, ὁ ὅποιος ἤδη εἶχε γίνει καλά, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὴν κενοδοξία ἔδειξε στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλωνίας τοὺς θησαυρούς του. Ὅταν αὐτοὶ ἔφυγαν, ὁ προφήτης Ἠσαΐας ρώτησε τὸν Ἐζεκία ποιοὶ ἦταν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποῦ σὲ ἐπισκέφθηκαν, γιατί μιλήσατε, τί τοὺς ἔδειξες; Ὃ Ἐζεκίας ἀναγκάστηκε νὰ πεῖ στὸν προφήτη ὅτι τοὺς ἔδειξε τοὺς θησαυρούς του. Τότε ὁ Ἠσαΐας τοῦ εἶπε ὅτι γιὰ τὴν κενοδοξία τοῦ ὁ Θεὸς θὰ τὸν τιμωρήσει, τοὺς θησαυρούς του θὰ τοὺς πάρει ὁ βασιλιὰς τῆς Βαβυλωνίας καὶ ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ὁδηγηθεῖ στὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία.
Καὶ ἕνα δεύτερο παράδειγμα ἐπίσης πολὺ χαρακτηριστικό. Ὁ βασιλιὰς Ὀζίας, παπποὺς τοῦ Ἐζεκία, περηφανευόταν πολὺ γιὰ τὴ δύναμή του καὶ γιὰ τὶς νίκες τοῦ κατὰ τῶν γειτονικῶν λαῶν. Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ κενοδοξία τοῦ ἔφτασε στὸ βαθμὸ νὰ θέλει νὰ μπεῖ στὸ ἱερό του ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ νὰ θυμιάσει. Ὃ ἀρχιερέας καὶ οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ προσπάθησαν νὰ ἀποτρέψουν τὸν βασιλιὰ ἀπ' αὐτὴ τὴν ἀσέβεια. Ἐκεῖνος ὅμως ὄχι μόνο δὲν τοὺς ἄκουσε, ἀλλὰ καὶ ὀργίσθηκε ὅταν τοῦ τὸ εἶπαν. Μόλις σήκωσε τὸ χέρι του γιὰ νὰ θυμιάσει ἐμφανίστηκε λέπρα σ' ὅλο τὸ σῶμα του. Ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κάθεται σὲ ἀπομόνωση καὶ τὴν χώρα κυβερνοῦσε ὁ γιός του.
Ἂς σκεφτοῦμε καλὰ τὰ φοβερὰ αὐτὰ παραδείγματα τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ κατὰ τῶν ὑπερηφάνων καὶ τῶν κενοδόξων καὶ ἂς ἀκολουθήσουμε τοὺς ταπεινοὺς ὅπως μᾶς λέει ὁ Χριστὸς ὁ Σωτήρας μας καὶ Θεός. Σ' Αὐτὸν δόξα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.