Παναγία ἡ Σουμελᾶ
Ἡ Παναγία ἡ Σουμελά, εἶναι ἀναμφισβήτητα ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ… Δὲν ὑπάρχει Πόντιος ποὺ νὰ μὴ γνωρίζει ἢ νὰ μὴν ἔχει ἀκούσει σχετικὰ μὲ τὴν περίφημη Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Σουμελᾶ στὴν Τραπεζούντα, νὰ μὴν ξέρει τὴ θαυμαστὴ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς της Εἰκόνος, νὰ μὴν ἐπικαλεῖται τὴ χάρη της στὶς δύσκολες στιγμές του…
Γνωρίζοντας ὅλα αὐτά, σκεφτήκαμε ὡς ἐνορία, ὅτι ἦταν ἐπιβεβλημένο ἀπὸ μέρους μας νὰ κάνουμε ὅτι εἶναι δυνατὸ, ὥστε νὰ ἁγιογραφήσουμε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας Σουμελᾶ, ἡ ὁποία θὰ τοποθετηθεῖ στὸν ἐνοριακὸ Ἱερὸ Ναό μας, ὡς καταφύγιο προσευχῆς, ὡς ἰατρεῖο ψυχῶν, ὡς ἀποκούμπι παρηγορίας… Πράγματι, ἡ ἐνορία μας ἀπευθύνθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φανερωμένης Λευκάδος καὶ τῆς ἀνέθεσε τὴν Ἁγιογράφηση τῆς ὡς ἄνω εἰκόνος…
Ἐν τέλει, μὲ τὴν ἀρωγὴ ὅλων τῶν ἐνοριτῶν μας, ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σουμελᾶ ἁγιογραφήθηκε καὶ παραδόθηκε στὴν ἐνορία μας στὶς ἀρχὲς Αὐγούστου τοῦ 2018, πρὸς εὐλογία ὅλων ἡμῶν…
Ἀπὸ τὴν 14η Αὐγούστου 2018 καὶ κατὰ τὸν Ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κάθε ἔτους, καθιερώθηκε ἡ λιτάνευση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ μας, πρὸς εὐλογία τῶν ἐνοριτῶν μας καὶ ὅλου τοῦ κόσμου…
Τὸ ἱστορικό τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Σουμελᾶ[1]
Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας εἶναι ἔργο τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ. Τὸ ὄνομα Σουμελὰ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ὅρος μελὰ καὶ τοῦ ποντιακοῦ ἰδιώματος «σου», ποὺ σημαίνει «εἰς τὸ» ἢ «εἴς του» καὶ ἔγινε Σουμελὰ «εἰς τοῦ Μελᾶ». Τὴν εἰκόνα τῆς Σουμελᾶ, ἔφερε στὴν Ἀθήνα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Λουκᾶ, ὁ μαθητὴς του Ἀνανίας καὶ τὴν τοποθέτησαν σὲ περικαλλῆ ναὸ τῆς Θεοτόκου. Γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο, ἀρχικὰ εἶχε ὀνομαστεῖ ὡς ἡ Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα.
Τὸ 386 μ.Χ. μὲ Βαθιὰ πίστη καὶ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπό της οἱ Ἀθηναῖοι μοναχοὶ Βαρνάβας καὶ Σωφρόνιος ἱδρύουν τὸ μοναστήρι της στὸ ὅρος Μελὰ τῆς Τραπεζούντας, ὅπου ὡς τὸν ξεριζωμὸ τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς ἔζησαν ἑκατοντάδες μοναχοὶ καὶ ἀσκητές.
Ἡ παράδοση λέει ὅτι οἱ μοναχοί, ἀνταποκρινόμενοι στὸ κάλεσμα τῆς Παναγίας, ἀκολούθησαν τὴν πορεία τῆς εἰκόνας της, ποὺ πέταξε ὡς τὸν Πόντο[2]. Πέρασαν ἀπὸ τὰ Μετέωρα, τὴ Χαλκιδικὴ καὶ ἀπὸ τὴν παραλία τῆς μονῆς Βατοπεδίου. Ἓνας ἄγνωστος τοὺς πῆρε μὲ τὸ καράβι του καὶ τοὺς πῆγε ὡς τὴ Μαρώνεια. Ἀπὸ κεῖ, πεζοπορώντας πέρασαν τὴ Ραιδεστό, ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μὲ ἕνα πλοιάριο πῆγαν στὴν Τραπεζούντα.
Ἐκεῖ, τοὺς ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι ἡ Παναγία, πληροφορώντας τους ὅτι ἡ εἰκόνα της προπορεύεται στὸ ὅρος Μελά.
Μὲ πυξίδα τὸν Πυξίτη ποταμό, ἀνηφόρησαν πρὸς τὸ ὅρος, ὅπου βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία σπηλιὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς ὁποίας παρατήρησαν μία χρυσαφένια λάμψη. Ἦταν τὸ φῶς τῆς Εἰκόνας τῆς Ἀθηνιώτισσας.
Γονατιστοὶ καὶ δακρυσμένοι, εὐχαρίστησαν τὴν Παναγία καὶ τῆς ὑποσχέθηκαν ὅτι στὸ σημεῖο, θὰ χτίσουν πρὸς τιμὴν της ναό. Μὲ μοναδικὰ ἐφόδια τὴν πίστη, τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ἐργατικότητα, οἱ δύο ἐρημίτες μοναχοί, κατόρθωσαν νὰ χτίσουν τὴν ἐκκλησία τῆς Σουμελιώτισσας, σκαλιστὴ μέσα στὸ βουνό. Ἀπὸ τότε ἔγινε γνωστὴ ὡς Παναγία Σουμελά.
Μὲ τὸν ξεριζωμὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας θάφτηκε ἀπὸ τοὺς τελευταίους μοναχοὺς στὰ ἁγιασμένα χώματά της. Δέκα χρόνια ἀργότερα, ὁ μητροπολίτης Ξάνθης, Πολύκαρπος Ψωμιάδης καὶ ὁ ὑπουργὸς Λεωνίδας Ἰασωνίδης, ζήτησαν τὴ μεσολάβηση τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς εἰκόνας. Μετὰ τὴν ἔγκριση τοῦ αἰτήματος ἀπὸ τὸν Τοῦρκο πρωθυπουργὸ Ἰσμὲτ Ἰνονού, πῆγε στὸν Πόντο ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμβρόσιος, ἀπὸ τοὺς τελευταίους μοναχούς τῆς μονῆς καὶ ὕστερα ἀπὸ ἀγωνιώδεις προσπάθειες βρῆκε τὴν εἰκόνα, τὸν πολύτιμο σταυρὸ μὲ τὸ Τίμιο Ξύλο ποὺ εἶχε δωρίσει στὸ μοναστήρι ὁ αὐτοκράτορας τῆς Τραπεζούντας Ἐμμανουὴλ Γ’ ὁ Κομνηνός, τὸ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο τοῦ Ὁσίου Χριστόφορου, ποὺ εἶχαν ἐνταφιαστεῖ μαζὶ μὲ τὴν εἰκόνα. Τὰ μετέφερε στὴν Ἀθήνα καὶ τὰ παρέδωσε στὸν μητροπολίτη Τραπεζούντας καὶ κατοπινὸ ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρύσανθο Φιλιππίδη, ὅπου ἐκεῖνος τὸ ἐναπόθεσε προσωρινὰ στὸ βυζαντινὸ μουσεῖο Ἀθηνῶν.
Ἡ εἰκόνα παρέμεινε εἴκοσι χρόνια λησμονημένη στὸ μουσεῖο. Τὸ 1951 ἱδρύεται στὴ Θεσσαλονίκη τὸ σωματεῖο Παναγία Σουμελὰ μὲ πρωτεργάτη τὸν γιατρὸ Φίλωνα Κτενίδη ἀπὸ τὴν Κρώμνη τοῦ Πόντου καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1952, ὕστερα ἀπὸ σοβαρὲς καὶ ὑπεύθυνες προσπάθειες, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐνθρονίστηκε μὲ ἐπισημότητα στὸν ναὸ ποὺ χτίστηκε στὸ ὅρος Βέρμιο σὲ περιοχὴ ποὺ παραχώρησε ἡ κοινότητα τῆς Καστανιᾶς. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 παραδόθηκαν ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ μουσεῖο Ἀθηνῶν ὁ πολύτιμος Σταῦρος καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ὁσίου Χριστόφορου.
Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐγκατάστασῆς της στὸ Βέρμιο, ἄρχισαν νὰ συσσωρεύουν χιλιάδες προσκυνητὲς μὲ τὴ συμπαράσταση τῶν ὁποίων ὁλοκληρώνεται ἕνα ἔργο ἀξιόλογο, θρησκευτικό, ἐθνικό, κοινωνικὸ καὶ πολιτιστικό.
Ἀπολυτίκιον Παναγίας Σουμελᾶ
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σουμελᾶ ἐκ τοῦ ὄρους τοῦ ἐν Πόντῳ Πανύμνητε, ἡ ἁγία Εἰκών σου ὥσπερ θεῖον κειμήλιον, εἰς Βέρμιον μετήχθη εὐλαβῶς, πηγάζουσα ἡμῖν ἁγιασμόν· οἱ προσπίπτοντες Παρθένε πανευσεβῶς, ἀπό ψυχῆς βοῶμέν σοι· δόξα τῇ παρθενίᾳ σου Ἁγνή, δόξα τοῖς μεγαλείοις σου, δόξα τῇ πρός ἡμᾶς σου χρηστότητι, Δέσποινα.
Μεγαλυνάριο
Σκέπε τήν Ἑλλάδα πάσαν, Ἁγνή, ὡς τόν Πόντον πάλαι περιέσκεπες θαυμαστῶς, τήν εἰσδεξαμένην ὡς δώρημά σου μέγα, τήν θείαν σου Εἰκόνα, Σουμελιώτισσα.
[1] https://users.sch.gr/aiasgr/Theotokos_Maria/Istorikes_eikones_kai_Mones/Panagia_h_Soumela.htm.
[2] Ἡ παράδοση θέλει ὅτι ἅγιοι ἄγγελοι ἦταν αὐτοὶ ποὺ μετέφεραν τὴν ἱερὰ εἰκόνα ὡς τὸν Πόντο.