Μιὰ ἱστορία ἀπὸ τὸ γεροντικό

2024-12-13 14:04

    Ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθωνας πήγαινε στὴν πόλη νὰ δώσει τὸ ἐργόχειρο τοῦ καὶ νὰ προμηθευτεῖ τὸ λίγο ψωμάκι του, βρῆκε κοντὰ στὴν ἀγορὰ ἕναν φτωχὸ γέρο ἀνάπηρο.

    Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, Ἀββᾶ, ἄρχισε τὰ παρακάλια ὁ γέρος μόλις εἶδε τὸν Ὅσιο, μὴν μὲ ἀφήσεις κι ἐσὺ ἀβοήθητο τὸν δυστυχῆ, πᾶρε μὲ κοντά σου.

    Ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων τὸν ἔβαλε νὰ καθίσει δίπλα του, ἐκεῖ ποὺ ἀράδιασε τὰ καλάθια του γιὰ νὰ τὰ πουλήσει.

    Πόσα λεφτὰ πῆρες, Ἀββᾶ; τὸν ρωτοῦσε ὁ γέρος, κάθε φορὰ ποὺ ἔδινε ἕνα καλάθι.

    Τόσα, τοῦ ἔλεγε ὁ Ὅσιος.

    Καλὰ εἶναι. Δὲν μοῦ ἀγοράζεις ὅμως μιὰ μικρὴ πίτα, Ἀββᾶ; Ἔτσι γιὰ νὰ δεῖς καλό, ποὺ ἔχω ἀπὸ χθὲς βράδυ νὰ φάω.

    Μετὰ χαρᾶς, ἔλεγε ὁ Ὅσιος καὶ ἔκανε ἀμέσως τὴν ἐπιθυμία του.

    Σὲ λίγο τοῦ ζήτησε φροῦτα, ὕστερα ἕνα γλυκό.Έτσι, σὲ κάθε καλάθι ποὺ πουλοῦσε ξόδευε τὰ χρήματα, χάριν τοῦ προστατευομένου του, ἕως ὅτου ἔδωσε ὅλα τὰ καλάθια καὶ ὅλα τὰ χρήματα ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ τοῦ μείνει γιὰ τὸν ἑαυτό του οὔτε δίλεπτο. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, τὸ ἔκανε μὲ μεγάλη προθυμία, ἐνῷ ἤξερε πῶς εἶχε νὰ περάσει τώρα τοὐλάχιστον μία ἑβδομάδα χωρὶς ψωμί.

    Ἀφοῦ ἔδωσε καὶ τὸ τελευταῖο του καλάθι, ἑτοιμάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἀγορά.

    Φεύγεις λοιπόν; τὸν ρώτησε ὁ ἀνάπηρος.

    Ναί, τελείωσα πιὰ τὴν δουλειά μου.

    Ἔ, τώρα θὰ κάνεις ἀγάπη νὰ μὲ πὰς ὡς τὸ σταυροδρόμι κι ἀπὸ κεῖ φεύγεις, εἶπε πάλι παρακαλεστικὰ ὁ παράξενος γέρος.

    Ὁ ἄγαθώτατός Ἀγάθων τὸν φορτώθηκε στὴν πλάτη καὶ τὸν μετέφερε ἐκεῖ ποὺ τοῦ ζητοῦσε μὲ πολλὴ δυσκολία, γιατί ἦταν κατάκοπος ἀπὸ τὴν ἐργασία τῆς ἡμέρας.

    Ὅταν ἔφτασαν στὸ σταυροδρόμι κι ἑτοιμάστηκε νὰ ἀποθέσει κάτω τὸ ζωντανὸ φορτίο του, ἄκουσε γλυκειὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει:

    Εὐλογημένος νὰ εἶσαι, Ἀγάθων, ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν Οὐρανό.

    Σήκωσε τὰ μάτια ὁ Ὅσιος νὰ δεῖ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Ὁ δῆθεν γέρος εἶχε γίνει ἄφαντος, γιατί ἦταν Ἄγγελος σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ δοκιμάσει τὴν ἀγάπη τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: www.sostis.gr