Μάρτιος - Ἀπρίλιος 2015
«Φῶς Χριστοῦ»
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ
Ι . Ν. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΒΟΥΝΕΝΟΙΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΝΙΤΣΗΣ,
Τ.Κ. 30002, ΒΟΝΙΤΣΑ
Μάρτιος - Ἀπρίλιος 2015, Ἔτος 5ο, Φύλλο 25ο.
· Ἤδη, κι ὅμως ὄχι ἀκόμη
Τοῦ Θανάση Ν. Παπαθανασίου.
Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ συντριβή τοῦ θανάτου, τήν ὁποία ἀκοῦμε σέ πολλούς πασχάλιους ὕμνους (π.χ. «τριήμερος ἐξανέστης (Κύριε), Ἀδάμ ἐγείρας ἐκ φθορᾶς καί καταργήσας θάνατον»); Τί κέρδισε ὁ ἄνθρωπος μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ὅτι μετά τόν ἀτομικό θάνατο καθενός ἀνθρώπου, ἡ ψυχή του κερδίζει μία καλή ἐπουράνια θέση; Μά, εἶναι αὐτό κάτι καινούργιο; Δέν εἶναι αὐτό πού κάλλιστα μποροῦσε νά γίνεται καί πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση;
Τέτοια ἐρωτήματα μᾶς φέρνουν σέ ἀμηχανία, ἡ ὁποία γίνεται τόσο πιό ἔντονη, ὅσο πιό ἀστόχαστα ἀπομονώνουμε καί συνθηματολογικά χρησιμοποιοῦμε διάφορα ἀποσπάσματα ἀπό ὕμνους, πατερικά ἔργα κ.λ.π., καί παραθεωροῦμε τούς θεμελιώδεις ἄξονες τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης, τούς ὁποίους ὅλα τά ἐπιμέρους ἔργα (ὑμνολογικά, πατερικά κ.λ.π.) ἀπαραιτήτως προϋποθέτουν.
Αὐτό πού συχνά ἔχουμε στό νοῦ μᾶς εἶναι μία εἰκόνα στατική: Ὁ ἀνθρώπινος κόσμος μοιάζει νά ἀποτελεῖ τόν κάτω ὄροφο ἑνός διωρόφου κτιρίου, τοῦ ὁποίου ὁ ἐπάνω ὄροφος εἶναι οἱ οὐρανοί. Σωτηρία, στό πλαίσιο αὐτοῦ του μοντέλου, εἶναι ὁ ἀπεγκλωβισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν κάτω ὄροφο τῶν βασάνων, γιά νά ἀναπαυθεῖ στόν ἐπάνω ὄροφο. Ὅσο αἰώνια, ὅμως, εἶναι ἤ κατ' αὐτόν τόν τρόπο διάταξη τῶν ὀρόφων, τόσο αἰώνιος εἶναι καί ὁ
θάνατος, ἀφοῦ εἶναι τό ἀπαραίτητο ὄργανο γιά τή λύτρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τόν κόσμο. Ποῦ χωράει σ' αὐτό τό σχῆμα ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ;
Ἡ κυριαρχία αὐτοῦ τοῦ σχήματος μᾶς ἔχει κάνει νά παραθεωροῦμε μία θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας: Ὅτι ἡ ἴδια ἡ δημιουργία εἶναι πρόσκληση σέ ἀναδημιουργία. Ἀπό τήν πρώτη, δηλαδή, στιγμή τῆς δημιουργίας του τό σύμπαν (μέ πηδαλιοῦχο τόν ἄνθρωπο), κλήθηκε, ἀπό τό Δημιουργό Του νά ἔρθει σέ κοινωνία μαζί Του, καί ἄρα νά γίνει μέτοχος τῆς ἄφθαρτης ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Ἡ κτίση δέν βρίσκεται σέ στάση, ἀλλά σέ κίνηση, σέ μία πορεία πρός μία τελική συνάντηση, κατά τήν ὁποία ὁλόκληρος ὁ κόσμος θά ἀνακαινιστεῖ˙ δέν θά λυτρωθεῖ ἡ ψυχή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ὁ κόσμος ἀπό τό θάνατο. Γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία προσδοκᾶ «ἀνάστασιν νεκρῶν», κι ὄχι αἰώνια ἀποσύνθεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία ἔχει τά χαρακτηριστικά πού ἔχει κάθε πορεία τήν ὁποία τελοῦν ζωντανά πρόσωπα, μέ δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἀποδοχῆς ἤ ἀπόρριψης τῆς πρόσκλησης σέ ἀνακαίνιση. Ὅταν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, δέν μετέτρεψε αὐτομάτως, μαγικά κι ἀναγκαστικά ὅλους τους ἀνθρώπους σέ ἄφθαρτες, ἀναστημένες ὑπάρξεις, ἀλλά τούς προσφέρει μία ὁλότελα νέα ὑπαρξιακή δυνατότητα, ἡ ὁποία δύναται νά θέσει ὁριστικό τέρμα στό θάνατο. Ὁ ἀναστᾶς Χριστός (ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ ἡ παρομοίωση) εἶναι σάν τό φάρμακο πού ἐπιτέλους φτιάχτηκε γιά νά καταπολεμήσει μία χρόνια ἀρρώστια. Αὐτό δέν συνεπάγεται ὅτι τό φάρμακο θά βρεθεῖ μαγικά στά στομάχια τῶν ἀσθενῶν. Αὐτοί καλοῦνται ἐλεύθερα νά τό ἐμπιστευθοῦν, νά τό θελήσουν καί νά τό λάβουν, σέ μίαν ὁλόκληρη πορεία, ὅπως εἶναι ἡ πορεία μίας ἀγωγῆς πρός τήν τελική θεραπεία. Ὁ Θεός ἀπεργάζεται τή σωτηρία δρώντας μέσα στήν ἱστορία καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ συνέργεια στό ἔργο Του.
Ἐμεῖς λοιπόν, οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, δέν βρισκόμαστε στό τέρμα οὔτε σέ κάποιον ἀκίνητο χωρόχρονο. Βρισκόμαστε καθ' ὁδόν πρός τό τέρμα, τό ὁποῖο ἔχει μέν σκάσει μύτη, ἀλλά δέν ἔχει μεσουρανήσει ἀκόμη. Μέ τοῦτο ἐννοῶ ὅτι ἡ ὑλοποίηση τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ (ἡ ἀνάπλαση τῆς κτίσης Του) ξεκίνησε μέ τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, κορυφώθηκε μέ τήν Ἀνάστασή Του καί θά ὁλοκληρωθεῖ στήν ἔσχατη καί καθολική Ἀνάσταση. Ἡ Ἀνάσταση, συνεπῶς, τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα γεγονός πού ἔγινε, τελείωσε στό παρελθόν καί παραμένει ἔγκλειστο ἐκεῖ, ἀλλά τό ξεκίνημα μίας διαδικασίας πού συνεχίζεται καί πού θά ὁλοκληρωθεῖ στό μέλλον. «Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο», μᾶς λέει ὁ Παῦλος στό καταπληκτικό 15ο κεφάλαιο τῆς Α' πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του (: «Ὁ Χριστός ἔχει Ἀναστηθεῖ, κάνοντας τήν ἀρχή γιά τήν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν»). Καί συνεχίζει: «Ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος» (: Ὁ τελευταῖος ἐχθρός πού θά συντριφθεῖ εἶναι ὁ θάνατος»). Τίς ἴδιες διαβεβαιώσεις βρίσκουμε καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται ὡς ὁ «πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν» (Πράξ. 26: 23), «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολοσ. 1: 18). «ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν» (Ἀποκ. 1: 15). Οὔτε εἶναι τυχαῖο ὅτι τή Μ. Παρασκευή τό βράδυ, μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἐπιταφίου στό ναό, διαβάζουμε τήν περίφημη προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ (37: 1-14), ἡ ὁποία δέν περιγράφει ἁπλῶς μία ἐμπειρία πού εἶχε κάποτε ἕνας προφήτης ἐνώπιον ξηρῶν ὀστῶν, ἀλλά προδηλώνει τί θά κάνει ὁ Θεός στίς ἔσχατες ἡμέρες: «Ἐλάλησα καί ποιήσω, λέγει Κύριος Κύριος». Ὁ ἀναστᾶς, λοιπόν, εἶναι ἡ μαγιά καί, ταυτόχρονα, ἡ φανέρωση τοῦ τί θά γίνει στό τέλος.
Βάσει αὐτῶν τῶν ἀξόνων, μποροῦμε νά κατανοήσουμε ὀρθά τίς φράσεις περί καταργήσεως τοῦ θανάτου. Τό μεσοδιάστημα ἀπό τήν Ἀνάσταση, εἶναι συνέχιση τοῦ πολέμου μέ τό κακό, τό ὁποῖο ὑπάρχει καί παραϋπάρχει ἀκόμη, ἀλλά ψυχορραγεῖ ἀνάμεσα στήν ἀποφασιστική μάχηπού ἔχει ἤδη κερδηθεῖ, καί τήν τελική νίκη τῆς Ζωῆς πού δέν ἔχει ὁλοκληρωθεῖἀκόμη. Εἶναι αὐτό πού ὡραιότατα δηλώνει ἡ ἕκτη ὠδή τῆς Μ. Παρασκευῆς: Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, «βασιλεύει, ἀλλ' οὐκ αἰωνίζει ἅδης τοῦ γένους τῶν βροτῶν». Εἶναι τό ἴδιο ποῦ λέει ὁ Χρυσόστομος στόν Κατηχητικό Λόγο ποῦ διαβάζεται στήν ἀναστάσιμη λειτουργία: «Ποῦ, σού, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη, τό νίκος; Ἀνέστη Χριστός, καί σύ καταβέβλησαι» (: Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό φαρμακερό κεντρί σου; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου; Ὁ Χριστός Ἀναστήθηκε καί σύ ἔχεις κατανικηθεῖ»). Ὅλα αὐτά - τό ἐπαναλαμβάνουμε- δέν παραπέμπουν οὔτε σέ αἰώνια ζωή ψυχῶν ἀσωμάτων (κάτι τέτοιο θά σήμαινε κραταίωση τοῦ θανάτου), οὔτε σέ ἐξάλειψη τοῦ θανάτου ἀπό τήν τωρινή φάση τῆς ἱστορίας, ἀλλά στό ὅτι ἄνοιξε ἐπιτέλους ὁ δρόμος γιά τήν τελική κατάργησή του ἀπό τήν κτίση σύμπασα. «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτής, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν» (Κυριακή του Πάσχα, ζ' ὠδή).
Ἔχουμε λόγο, λοιπόν, νά πανηγυρίζουμε μέ μνήμη τό Ἤδη, καί μέ ὅραμα τό Ὄχι Ἀκόμη. Ἔχουμε λόγο νά γιορτάζουμε τό γεγονός ὅτι ἀνθρωπίνως ἔχουμε μερδικό στό ἀνθρωπίνως ἀκατόρθωτο. Κι ἔχουμε κάθε χρέος νά σαρκώσουμε αὐτή τήν ἐκρηκτική ἐλπίδα σέ δημιουργική ἱστορική πορεία.
· Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ
τοῦ Φώτη Κόντογλου
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; ...Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Χριστὸς ἀνέστη!
· Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου
Τοῦ Δημητρίου Τζαφέρη, Θεολόγου
Ἡ σημερινή ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ ἔχει τήν δική της σημειολογία στόν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου δήλ. τῆς περιόδου ἐκείνης ἀπό τό Ἅγιο Πάσχα μέχρι τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία ἦταν σέ πλήρη ἐξέλιξη καί ἄρχιζε σταδιακά ἡ φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀνθρωπότητα. Πρίν ἀπό τό Πάθος Τοῦ ὁ Ἰησοῦς εἶχε πεῖ στούς μαθητές Του: «Ἐγώ ὅμως σᾶς λέγω τήν ἀλήθεια , ὅτι εἶναι συμφέρον σας νά φύγω. Διότι ἄν δέν φύγω, ὁ Παράκλητος δέν θά ἔλθει σέ ἐσᾶς». Χωρίς νά γίνει ἐκείνη τήν στιγμή κατανοητό ὁ Ἰησοῦς δέν ἐννοοῦσε τήν πρόσκαιρη ἀπουσία τοῦ ἐξαιτίας τῆς Σταύρωσης καί ἀποδείχθηκε ἀπό τά γεγονότα πού ἀκολούθησαν μετά τήν Ἀνάστασή Του.
Ὁ Ἀναστᾶς Ἰησοῦς ἐμφανιζόταν ἀνά διαστήματα στούς μαθητές Του πιστοποιώντας μέ τήν παρουσία Του τήν Ἀνάστασή Του, τούς δίδασκε καί τούς εἶχε παραγγείλει νά μήν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Ἡ τελευταία ἐμφάνιση ἔλαβε χώρα στό Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν σαράντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάστασή Του. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν διαφορετική ἀπό τίς λοιπές ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Ἰησοῦ. Ἦταν ἀποχαιρετιστήρια: «... Καί ἐνῶ τούς εὐλογοῦσε -μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς- ἀποχωρίστηκε ἀπό αὐτούς καί ἐφέρετο ἐπάνω εἰς στόν οὐρανό...» ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος συμπληρώνει: «... καί ὁ μέν Κύριος ἀφοῦ τούς μίλησε, ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς καί ἐκάθησε εἰς τά δεξιά τοῦ Θεοῦ...» Στίς Πράξεις ἐπίσης διαβάζουμε: «Ὅταν εἶπε αὐτά, ἐσηκώθηκε εἰς τόν ἀέρα, ἐνῶ ἐκεῖνοι τόν ἐκυττοῦσαν, καί ἕνα σύννεφο τόν ἀπέκρυψε ἀπό τά μάτια τους. Καί καθώς ἐκυττοῦσαν μέ προσοχήν εἰς τόν οὐρανόν, ἐνῶ Αὐτός ἀνυψώνετο, αἴφνης δύο ἄνδρες μέ ἐνδύματα λευκά ἐστάθηκαν κοντά τους καί τούς εἶπαν, Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, γιατί στέκεσθε καί κυττάζετε εἰς τόν οὐρανόν; Αὐτός ὁ Ἰησοῦς πού ἀνελήφθη ἀπό ἐσᾶς εἰς τόν Οὐρανόν, θά ἔλθη κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅπως τόν εἴδατε νά ἀνεβαίνει εἰς τόν Οὐρανόν...».
Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς σήμερα αὐτό τό συγκλονιστικό γεγονός πού ἔλαβε χώρα μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τήν ὁποία ἕνωσε μέ τήν Θεία του φύση ὁ Χριστός ἀχωρίστως, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως κατά τήν διδασκαλία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπαλλαγμένη ἀπό τά δεσμά τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου ἐξαιτίας τῆς Ἀναστάσεως βρίσκεται στόν οὐρανό συμφιλιωμένη μέ τόν Θεό ὅπως χαρακτηριστικά διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ Οὐρανός πρέπει νά εἶναι ὁ προορισμός ὅλων μας.
Καί πῶς θά γίνει αὐτό; Ὅταν μεριμνήσουμε πραγματικά νά ἐπιτύχουμε τήν ἁγιότητα στήν ζωή μᾶς ἐργαζόμενοι τίς ἐντολές Του στήν καθημερινή μας ζωή. Μέσα στήν Ἐκκλησία στήν λατρευτική ζωή ἔχουμε σωματικά παρόντα τόν Ἰησοῦ στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί μέ τήν συμμετοχή μας σέ αὐτό συνειδητά μέ μετάνοια καί ἐπίγνωση κάνουμε ἐφικτό τόν στόχο μας γιά ἁγιότητα βίου.
Ἄς ἔχουμε κατά νοῦ αὐτό πού εἴπανε οἱ Ἄγγελοι μετά τήν Ἀνάληψη στούς μαθητές ὅτι ὁ Ἰησοῦς μέ ὅλη του τήν δόξα θά ξαναεμφανιστεῖ στόν κόσμο καί ὅπως ὁμολογοῦμε καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως θά ἔρθει γιά νά κρίνει ζώντας καί νεκρούς ἄρα θά πρέπει νά ἐκμεταλλευτοῦμε τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ πού στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά ἁγιάσουμε τήν ζωή μας.
Ὅπως οἱ μαθητές τότε ἐκείνη τήν στιγμή -θαρρῶ ἀτενίζουμε καί ἐμεῖς τούτη τήν ἱερή ὥρα τόν οὐρανό καί μέ προσδοκία καί ἱερή λαχτάρα ναί μέν ἀποχαιρετοῦμε τόν Ἰησοῦ Ἀναληφθέντα εἰς τούς οὐρανούς μέ τήν βεβαιότητα δέ καί τήν ἐμπειρία τῆς ἐκπλήρωσης ὅλων τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μᾶς ἀναμένουμε καί ἐπιθυμοῦμε καί τήν δική μας προσωπική ἄνοδο στόν οὐρανό.
· Ἡ χαρά τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μας
τοῦ π. Ἀνδρέα Ἀγαθοκλέους
Τό 40ο γράμμα ἀπό τόν πνευματικό πατέρα.
Ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κατά τή διάρκεια τῆς Μ. Σαρακοστῆς δίνει τήν αἴσθηση τοῦ πρό - Πάσχα. Ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα ὑποχωρεῖ καί μένει ἡ χαρά τῆς μεγάλης γιορτῆς. Γι' αὐτό ἄλλωστε γίνεται καί «κατάλυσις ἰχθύος». Τά τροπάρια, οἱ πανηγυρισμοί καί ὅ,τι ἄλλο συνθέτει μία Θεομητορική ἑορτή σπάζουν τό πένθιμο τῶν ἡμερῶν καί μᾶς προσφέρουν τή δυνατότητα νά χαροῦμε τόν Εὐαγγελισμό, ὅπως καί ἡ λέξη σημαίνει, ὡς εὐχάριστη ἀγγελία - εἴδηση ὅτι γεννιέται, ἔρχεται Αὐτός πού θά λυτρώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς καί τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ παρουσία τῆς Ἐθνικῆς ἑορτῆς καλύπτει, γιά κάποιους, τήν Ἐκκλησιαστική. Ἐγώ θά ἔλεγα τήν συμπληρώνει, γιά μᾶς τούς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες. Ἕνα ἔθνος, σκλαβωμένο καί ταλαιπωρημένο, ἀλλ' ὄχι μίζερο, δέχεται τό εὐχάριστο μήνυμα τῆς παλιγγενεσίας του, τῆς ἐλευθερίας του. Δέν εἶναι σημαντικό αὐτό;
Ὅμως ὅ,τι σημαντικό καί νά σημαίνει Ἐκκλησιαστικά ἤ Ἐθνικά μία ἑορτή, ἄν σέ προσωπικό ἐπίπεδο δέν λέει τίποτε, παύει νά ἔχει ἀξία προσωπική κι ἄρα οὐσιαστική. Ὅπως ἕνας πού ἀπολαμβάνει τήν ἀξία τῆς ἐλευθερίας καί ἔχει τά ἀνθρώπινά του δικαιώματα δέν μπορεῖ νά κατανοήσει τόν φυλακισμένο, ἔτσι κι ὁ φυλακισμένος εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά καταλάβει τή σημασία τῆς ἐλευθερίας καί νά χαρεῖ βαθειά, ὅταν τήν ἀποκτήσει.
Κάπως ἔτσι, κι ἴσως πιό πολύ, κατανοεῖται τό «ἀπ' αἰῶνος ἀπόκρυφο μυστήριο» πού φανερώνεται μέ τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Εὐρισκόμενους μέσα στό χάος πού μᾶς ἔριξε ἡ πτώση, ἔρχεται ὁ Λυτρωτής καί μᾶς ἀνεβάζει στό Φῶς Του! Ζώντας στά δεσμά τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, ἔρχεται Ἐκεῖνος πού τά συντρίβει καί μᾶς ἐλευθερώνει!
Ὅλα τά πιό πάνω θά φαντάζουν κάπως ὡραῖα, ἀλλά ὄχι θέματα πού ἀφοροῦν ἄμεσα τήν καθημερινότητα, τή ζωή μας. Ὅμως δέν μπορεῖ νά πεῖ τό ἴδιο ὅποιος ἐβίωσε τό Ἅδη τοῦ ἑαυτοῦ του, τή σκλαβιά τῶν παθῶν του· ὅποιος, στήν πορεία τῆς ζωῆς του, ἔζησε τήν ἀπελπισία ἀπό τήν ἁμαρτία του καί τόν πόνο ἀπό τή μοναξιά σ' ὅλη της τήν ἔκταση. Αὐτός γνωρίζει τί σημαίνει χάος καί τί σημαίνει θάνατος. Γι' αὐτόν ἡ χαρούμενη εἴδηση, ὁ Εὐαγγελισμός του, εἶναι ἡ στιγμή πού μέσω κάποιου τρόπου ἐβίωσε στήν καρδιά τοῦ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού τόν ἐλευθέρωσε καί τόν ἀνέστησε.
Ἔτσι, γιά ἄλλους χριστιανούς ὁ Εὐαγγελισμός θά εἶναι μία γιορτή πού σπάζει τή ρουτίνα καί τήν πένθιμη πορεία τῆς Μ. Σαρακοστῆς, γιά ἄλλους ὅμως θά εἶναι πηγή χαρᾶς μεγάλης, γιατί θά γίνεται ὑπόμνηση τῆς προσωπικῆς τους λύτρωσης. Τό Ἐκκλησιαστικό γεγονός γίνεται προσωπικό καί ἡ χαρά αὐξάνει.
Κανείς δέν μπορεῖ νά χαρεῖ τόν Παράδεισο μές τήν καρδιά τοῦ τόσο, ὅσο αὐτός πού βίωσε τήν Κόλαση.
Κανείς δέν μπορεῖ νά εὐχαριστήσει τό Θεό τόσο, ὅσο αὐτός πού κατάλαβε τήν ἀδυναμία του καί ἀφέθηκε στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί λυτρώθηκε, ὅπως καί κανείς δέν ἀπολαμβάνει τή γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τόσο, ὅσο αὐτός πού ἐνίωσε μέσα τοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά τόν «καθαρίζει ἀπό κάθε κηλίδα» καί τό Χριστό «κατοικοῦντα καί μένοντα ἐν τή καρδία αὐτοῦ».
· Πατερικὴ Σοφία
Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου
«Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πολύ λίγοι ὅμως εἶναι αὐτοί πού τή βλέπουν καθαρά καί αὐτοί πού δέν τήν εἶδαν, δέν μποροῦν νά προσκυνήσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Ἅγιο καί Κύριο....
Καί τό ἱερότατο λόγιο ποῦ καθημερινά ἔχουμε στό στόμα, δέ λέει «Ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστεύοντες» ἀλλά τί; «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν τόν μόνον ἀναμάρτητον».
Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Ἅγιο Πνεῦμα νά λέμε ὅτι εἴδαμε αὐτήν ποῦ δέν εἴδαμε, ἀφοῦ μάλιστα μία φορά ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πρίν χίλια χρόνια κι οὔτε τόν εἶδε κανείς νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ Ἁγία Γραφή θέλει νά λέμε ψέματα;
Ὄχι βέβαια ἀλλά αὐτό πού μᾶς προτρέπει νά ὁμολογοῦμε εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐπειδή ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συντελεῖται μέσα στόν κάθε πιστό κι ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα θά λέγαμε, ἀφοῦ αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας καί λαμπροφορεῖ καί ἀπαστράπτει τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος.
Γιατί ἡ φωτοφόρος παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ μᾶλλον μᾶς ἀξιώνει νά δοῦμε αὐτόν τόν ἴδιο τόν Ἀναστάντα. Γι' αὐτό καί λέμε: «Θεός εἶναι ὁ Κύριός μας καί φανερώθηκε σέ μᾶς» (ψάλμ.117, 27).
Σ' ὅσους λοιπόν ἀποκαλυφθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, πάντως πνευματικά ἐμφανίζεται στά πνευματικά τους μάτια. Γιατί, ὅταν ἔρχεται σέ μᾶς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἐκ νεκρῶν, μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς δίνει τή χάρη νά Τόν βλέπουμε μέσα μᾶς ὁλοζώντανο, Αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἀνώλεθρο καί νά γνωρίζουμε πλήρως, ὅτι Αὐτός μας συνανασταίνει καί μᾶς συνδοξάζει, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή».
· Διδάγματα ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ὅπως κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει αὐτὸν ποὺ στέκεται κοντὰ στὸν βασιλιά, ἔτσι οὔτε ὁ Σατανᾶς μπορεῖ νὰ κάνει κάτι εἰς βάρος μας, ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Γιατὶ λέει: «Πλησιάστε με καὶ θὰ σᾶς πλησιάσω κι ἐγώ.
· Ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς περιόδου
«Πάσχα τό τερπνόν΄ Πάσχα Κυρίου Πάσχα΄ Πάσχα πανσεβάσμιον ἠμίν ἀνέτειλε». Μέ αὐτούς τούς ὑπέροχους καί πανηγυρικούς στίχους ὁ θεσπέσιος ὑμνογράφος τῆς Ἀναστάσεως ἀναγγέλλει στούς πιστούς τήν ἔλευση τῆς πλέον λαμπρῆς καί εὐφρόσυνης ἑορτῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Σύμπας ὁ ἅγιος λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ «εὐσεβής καί φιλόθεος», ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἐν ἐνί στόματι καί μία καρδία», μέ δάκρυα χαρᾶς στά μάτια, ὑμνεῖ τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν καί νικητή τοῦ θανάτου, Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Μέ αἰσθήματα βαθύτατης συγκίνησης καί ἀπέραντης ἀγαλλίασης κατακλύζει τούς λαμπροστόλιστους καί ὁλόφωτους ναούς γιά νά ἑορτάσει τή Θεία Ἔγερση καί νά ἀπολαύσει τόν ἀνείπωτο πλοῦτο τῆς χρηστότητας τοῦ Κυρίου. Σπεύδει γιά νά ἑορτάσει τόν πιό σπουδαῖο θρίαμβο, τήν πιό μεγάλη καί ἀπερίγραπτη νίκη τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας: Τόν θάνατο τοῦ θανάτου μας!
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητοῦ
· Ἕνας ἄγνωστος Ἅγιος
Ἡ Ἁγία Εὔα ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυρας ἡ Νέα
Ἡ Ἁγία Ὀσιοπαρθενομάρτυς Εὔα ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἡγούμενη τῆς μονῆς Κόλτινγκχαμ, τῆς μεγαλύτερης μονῆς τῆς Σκωτίας. Ἡ μονὴ αὐτὴ εἶχε ἱδρυθεῖ ὑπὸ τῆς Ὁσίας Εὔας τῆς Πρεσβυτέρας († 25 Αὐγούστου), ἀδελφῆς τῶν βασιλέων Νορθάμπερλαντ Ὀσβάλδου καὶ Ὄσγουϊ.
Τὸ ἔτος 870 μ.Χ., κατὰ τὴν διάρκεια εἰσβολῆς Δανῶν πειρατῶν στὶς ἀκτὲς τῆς μονῆς, ἡ Ὁσία ἀνήσυχη ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ζωῆς της ἀλλὰ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἁγνότητάς της καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, μόλις οἱ ἐπιδρομεῖς εἰσέβαλαν στὸν περίβολο τῆς μονῆς, συγκέντρωσε τὶς μοναχὲς στὸ ἡγουμενεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ συγκινητικὲς συμβουλὲς ἀπέκοψε μὲ λεπίδα τὴν μύτη καὶ τὸ ἄνω χεῖλος της. Τὴν πράξη αὐτὴ μιμήθηκαν ὅλες οἱ ἀδελφές. Οἱ εἰσβολεῖς, ὅταν εἰσῆλθαν στὸ χῶρο ὅπου οἱ μοναχὲς ἦταν συναγμένες, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ ἕνα φρικιαστικὸ θέαμα. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοὺς ἐμπόδισε νὰ πυρπολήσουν τὴν μονὴ καὶ νὰ κάψουν ζωντανὴ τὴν Ὁσία Εὔα μαζὶ μὲ ὅλες τὶς μοναχές.
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας τιμᾶται στίς 2 Ἀπριλίου.