Κυριακή ΙΒ΄ Λουκᾶ
Πολύ συγκινητικό εἶναι τό γεγονός πού μᾶς περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στή σημερινή περικοπή. Δέκα λεπροί ἄνθρωποι πού ἔχουν χάσει κάθε ἐλπίδα θεραπείας. Ἄνθρωποι καί φάρμακα δέν μποροῦν νά τούς χαρίσουν αὐτό πού ζητοῦν. Τήν ὑγεία τους. Ἕνας εἶναι δυνατόν νά τούς σώσει. Εἶναι ὁ Κύριος, ἀπό τόν ὁποῖο ζητοῦν μέ δυνατή κραυγή τήν θεραπεία τους. «Ἦραν φωνήν λέγοντες: Ἰησοῦ ἐπιστάτα ἐλέησον ἠμᾶς». Καί τότε ὁ Κύριος, ὁ μεγάλος ἰατρός ὄχι μόνο τῶν ψυχῶν ἀλλά καί τῶν σωμάτων, τούς στέλνει στούς ἱερεῖς νά δείξουν τά γιατρεμένα τούς κορμιά. Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ἱερεῖς, ἐκτός τῶν ἄλλων καθηκόντων τους, πιστοποιοῦσαν τή σωματική ὑγεία κάποιου. Τηρώντας τόν νόμο ὁ Κύριος, ἐφόσον τούς στέλνει στούς ἱερεῖς, προλέγει καί σχεδόν ταυτόχρονά τους χαρίζει τή σωματική τους ὑγεία. Ὅλοι τους καί οἱ δέκα δέχονται τήν θεραπεία τοῦ σώματος, ἐνῶ μόνο ἕνας, ὁ εὐγνώμων θεραπευθεῖς λεπρός δέχεται καί τήν σωτηρία του. Ἐδῶ βλέπουμε δύο ἀγαθά νά χαρίζει ὁ Κύριος, τήν ὑγεία τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, τό δεύτερο ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό τό πρῶτο. Κι αὐτό τό κερδίζει ἕνας μόνο.
Ὁ Κύριος καί Θεός μᾶς ἔχει μία φιλάνθρωπη, ἀγαθή καί ἀπαρασάλευτη θέληση νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Μέ ἕνα ὄρο ὅμως. Ποιός εἶναι αὐτός; Δέν θέλει νά καταργήσει τήν προσωπικότητά του. Χωρίς νά δεσμεύσει τήν ἐλευθερία του. Ἔρχεται νά σώσει τόν κάθε ἄνθρωπο, τόν πονεμένο, τόν ψυχικά τραυματισμένο, τόν ταλιπωρημένο. «Δεῦτε πρός μέ πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ἠμᾶς» λέει στόν καθένας μας τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου.
Στέλνει Προφῆτες γιά νά διδάξουν τόν Ἰσραήλ καί νά προκαταγγείλουν τήν ἔλευσή του. Κι ὅταν ἔρχεται τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ Λόγος γίνεται σάρξ καί βροντοφωνεῖ: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν...». Καί προσφέρει τήν ὑπέρτατη θυσία γιά τήν σωτηρία μας.
Ἀλλά καί κάθε μέρα, σέ κάθε Θεία λειτουργία, μέ ἕνα πιστό φίλο, μέ ἕνα πνευματικό βιβλίο μᾶς προσκαλεῖ νά δεχθοῦμε τή σωτηρία. Νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τόν σωματικό καί ἰδιαιτέρως ἀπό τόν πνευματικό πόνο.
Ἐδῶ ὅμως παρουσιάζεται ὅλη ἡ τραγικότητα τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πολλές φορές δέν νιώθει τήν ἀνάγκη τοῦ λυτρωτοῦ καί δέν τόν ζητάει. Δέν φωνάζει: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα ἐλέησον ἠμᾶς». Ἤ ζητάει ἀπό ἀλλοῦ τήν λύτρωση. Ἀπό ἀνθρώπους, ἀπό ἀνθρώπινα συστήματα, ἀπό τήν πρόοδο ἤ τήν ἐπιστήμη. Καί ποιό τό ἀποτέλεσμα; Νά μήν βρίσκει αὐτό πού ποθεῖ. Τήν ψυχική ἱκανοποίηση, τήν ἐσωτερική εἰρήνη, πού χαρίζει μόνο ὁ Λυτρωτής Ἰησοῦς Χριστός.
Ἄς τό ἐπαναλάβουμε γιά ἄλλη μία φορά. Ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ εἶναι μία. Νά σώσει τόν ἄνθρωπο, νά τοῦ προσφέρει τό θεία τοῦ δῶρα, νά τόν ἀνυψώσει ἀπό τά γήϊνα, ἀπό τά ὑλικά, νά τοῦ χαρίσει τά «τίμια καί μέγιστα ἐπαγγέλματα». Φθάνει μόνο νά τό θέλουν καί οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι ἐμεῖς.
Ἡ προσφορά τῆς ἀνθρώπινης θέλησης, ἡ θετική ἀνταπόκριση στό θεϊκό κάλεσμα εἶναι τό πρῶτο σκαλοπάτι γιά νά πλησιάσουμε τόν Κύριο, νά γίνουμε δοχεῖα τῆς Χάριτός Του.
Καί θά ἀνεβοῦμε τό σκαλοπάτι αὐτό ὅταν καταλάβουμε ἐκεῖνο πού ἐνίωσαν οἱ δέκα λεπροί. Ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ μόνος, πού μπορεῖ νά μᾶς δώσει αὐτό πού ποθοῦμε.
Ὁ Κύριος εἶναι ὁ μεγάλος γιατρός, ὁ γιατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Αὐτός δίδει τήν θεραπεία τοῦ σώματος ἀλλά καί τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, τήν γαλήνη τῆς συνειδήσεως, τή δύναμη στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, δῶρα πολύτιμα, πού κανείς ἄλλος δέν μπορεῖ νά μᾶς τά προσφέρει.
Ὁ Κύριος εἶναι παντοῦ καί πάντοτε παρών. Δίπλα μας, κοντά μας. Ἀρκεῖ ἐμεῖς σ' ὅποια δυσκολία κι ἄν βρισκόμαστε, σωματικός εἶναι ὁ πόνος, ψυχικό εἶναι τό τραῦμα, νά Τόν ἀναζητοῦμε. Νά ἁπλώσουμε τά χέρια μᾶς σ' Αὐτόν καί θά δοῦμε ὅτι Ἐκεῖνος ἔχει ἤδη ἁπλώσει τά δικά του παντοδύναμα χέρια. «Πρό τοῦ σέ φωνῆσαι, ἰδού ἐγώ παρειμι». Εἶναι κοντά μας καί πρίν ἀκόμα τόν ζητήσουμε μέ τήν προσευχή μας. Δέν μᾶς ξεχνάει, εἶναι πάντοτε στό πλευρό μας ἀκόμα κι ὅταν ἐμεῖς τόν λησμονοῦμε καί τόν βγάζουμε ἀπό τήν ζωή μας. Ἀμήν.