Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ

2015-07-11 12:34

     «Ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν· καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἒδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ».

     Ἡ θέση τοῦ τυφλοῦ της σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἦταν τραγική. Ἡ θλίψη τοῦ βαριά. Ζοῦσε μέσα σ' ἕνα ἀδιαπέραστο σκοτάδι. Παντοῦ καί πάντοτε νύκτα. Ὅλα γύρω του εἶχαν καλυφθεῖ ἀπό πυκνό σκοτάδι. Ἄκουε, ἀλλά δέν ἔβλεπε. Τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου τήν αἰσθανόταν ἀπό τήν θερμότητα πού ἔστελνε στή γῆ, ἀλλά δέν τήν ἔβλεπε. Ἄγνωστη ἦταν γι' αὐτόν ἡ πολυσύνθετη ἁρμονία τῶν χρωμάτων, ἡ ποικιλομορφία τῶν ἀντικειμένων. Ἐπιπλέον ἦταν φτωχός. Ἐπαιτοῦσε τήν βοήθεια τῶν ἄλλων γιά νά μπορέσει νά ἐπιβιώσει. 

     Καί τώρα ὁ Κύριος, ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος, τοῦ χάρισε τό φῶς, τοῦ θεράπευσε τήν τύφλωση, τοῦ ἔδωσε τήν ὅραση, ὥστε νά μπορεῖ νά βλέπει καθαρά, νά κινεῖται ἄφοβα καί ἐλεύθερα. Ἡ καρδιά τοῦ πρώην τυφλοῦ πλημμύρισε ἀπό εὐγνωμοσύνη. Τό στόμα τοῦ ἄνοιξε γιά δοξολογία, ὅπως καί τό στόμα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων πού εἶδαν τό θαῦμα. Ὁ πρώην τυφλός «ἠκολούθει αὐτῶ δοξάζων τόν Θεόν· καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῶ».

     Ἡ σκηνή αὐτή ὅπως μᾶς τήν περιέγραψε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι συγκινητική. Μυριόστομη ἡ εὐγνωμοσύνη καί ἡ δοξολογία πρός τόν Θεό. Ἕνα τέτοιο ὅμως φαινόμενο δέν εἶναι συνηθισμένο. Συνήθως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅταν βρισκόμαστε σέ θλίψη, σέ δοκιμασία, σέ πειρασμό καταφεύγουμε στόν Θεό καί ζητᾶμε τήν προστασία του, νά μᾶς λυτρώσει. Ἀλλά ὅταν πάρουμε αὐτό πού ζητᾶμε, ξεχνᾶμε τόν εὐεργέτη. Κρατᾶμε κλειστή τήν καρδιά μας σέ αἰσθήματα καί ἔκφραση εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας. 

     Ζοῦμε μέσα στήν ὡραιότητα τῆς δημιουργίας, βλέπουμε καί ἀπολαμβάνουμε ἀκατάπαυστα αὐτό τό θαῦμα πού λέγεται κόσμος. Κι ὅμως πολύ σπάνια ὑψώνουμε τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας πρός τόν Δημιουργό, γιά τοῦ ποῦμε μαζί μέ τόν προφήτη Δαβίδ· «ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφία ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου» .

     Ὅλος ὁ κόσμος, γῆ καί οὐρανός, διηγοῦνται τά μεγαλεία, τά ὁποία ὁ πανάγαθος Θεός ἔχει δημιουργήσει γιά χάρη μας. Τό ταπεινό, μικρό ἄνθος τοῦ ἀγροῦ μέ τήν πολύχρωμη μυρωδάτη στολή του, ὅμοια πρός τήν ὁποία οὔτε ὁ Σολομώντας «ἐν ὅλη τή δόξη αὐτοῦ» δέν φόρεσε, μέχρι τά ἀναρίθμητα τρισεκατομμύρια τῶν ἀστρικῶν νεφελωμάτων μέ τά δισεκατομμύρια τῶν ἥλιων, τά πάντα προβάλλουν ἔντονα καί δοξολογοῦν μέ τόν τρόπο τούς τά μεγαλεία τοῦ Θεοῦ. 

     Ἄν πάρει κάποιος τό μικροσκόπιο καί ἐξετάσει τά ἀόρατα στό γυμνό μάτι νεῦρα ἑνός ἄσημου ἀφανῆ μικροοργανισμοῦ θά μείνει ἔκπληκτος μπροστά στήν ἁρμονία, στήν ποικιλία καί στή σοφή σκοπιμότητα τῆς συστάσεώς τους. Ἄν ἀκόμη βυθίσει τά μάτια του στίς ἀπέραντες θάλασσες καί δεῖ τά ἀναρίθμητα ζῶα καί φυτά, πού στολίζουν τό βυθό, θά πλημμυρίσει ἀπό θαυμασμό καί θά διακηρύξει ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀλλά τά πάντα «διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ».

     Τότε ἀκριβῶς θά δικαιολογήσει πλήρως τό θεόπνευστο προφήτη Δαβίδ, ὁ ὁποῖος καλεῖ τούς πάντες καί τά πάντα νά δοξολογοῦν συνεχῶς τόν Δημιουργό. «Αἰνεῖτε αὐτόν, λέει, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ... Αἰνεῖτε αὐτόν ἥλιος καί σελήνη... πάντα τά ἄστρα καί τό φῶς... Βασιλεῖς τῆς γής καί πάντες λαοί, ἄρχοντες καί πάντες κριταί γής· νεανίσκοι καί παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων· αἰνεσάτωσαν τό ὄνομα Κυρίου».

     Ἀλλά καί ὁ καθένας μᾶς ἔχει προσωπικές ἀφορμές γιά νά εὐγνωμονεῖ καί νά δοξολογεῖ τόν Κύριο. Ἄν ἐξετάσουμε κάπως προσεκτικά τήν ζωή μας, θά δοῦμε πολλές περιστάσεις, φανερές καί μή, κατά τίς ὁποῖες μέ ἄπειρη ἀγάπη καί στοργή μᾶς βοήθησε καί μᾶς συμπαραστάθηκε ὁ Κύριος. Κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς εἶναι γεμάτη ἀπό τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἄν καί μερικές περνοῦν σχεδόν ἀπαρατήρητες. Ζοῦμε κυριολεκτικά μέσα στόν ὠκεανό τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ ἔστω κι ἄν αὐτό δέν τό αἰσθανόμαστε πάντοτε.

     Ὁ Κύριος ἀπό ἄπειρη ἀγάπη κινούμενος, χωρίς καμία ἀνάγκη δική του ἤ ὑποχρέωση, μᾶς ἔδωσε τήν ὕπαρξη. Μᾶς προίκισε μέ ἀθάνατη ψυχή «κατ' εἰκόνα» δική του καί «καθ' ὁμοίωσιν». Μᾶς χάρισε ἕνα ὀργανισμό, θαυμαστό ὄχι μόνο στό σύνολό του ἀλλά καί στίς ἐπί μέρους ὀργανικές συνθέσεις καί λειτουργίες, μολονότι κι αὐτόν τόν ἀλλοίωσε καί τόν ἔφθειρε ἡ ἁμαρτία. Μᾶς ἔδωσε διάνοια, χάρις στήν ὁποία σκεπτόμαστε, κρίνουμε, δημιουργοῦμε στήν ζωή μας. Μᾶς χαρίζει ὑγεία, δύναμη νά ἐργαζόμαστε, τροφές καί ἐνδύματα γιά νά συντηρούμαστε. Μᾶς προφυλάσσει καθημερινά ἀπό κινδύνους, ἀκούει τίς προσευχές μας, κάνει θαύματα γιά χάρη μας. Μεταβάλλει γιά τό καλό καί τό συμφέρον μας κι αὐτές ἀκόμη τίς θλίψεις καί τῆς περιπέτειες τῆς ζωῆς.

     Τό πλέον σπουδαῖο καί ἀνεκτίμητο εἶναι, ὅτι μᾶς φανερώνει τό θεῖο Τοῦ θέλημα, μᾶς προσφέρει τόν πλοῦτο τῆς χάριτος, μᾶς τοποθετεῖ καί μᾶς ὁδηγεῖ στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνει θεό τόν ἄνθρωπο. Ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καί «τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», γιά νά ἀνυψώσει τούς ἀνθρώπους στόν οὐρανό, στούς κόσμους τῶν ἀγγέλων, νά τούς χαρίσει τήν θεία υἱοθεσία, ἀπό τήν ὁποία, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας τούς εἶχαν ἐκπέσει. Καί γιά νά ἐπιτύχει ὅλα αὐτά, γιά νά μᾶς δωρίσει τήν ἀνεκτίμητη λύτρωση, πρόσφερε γιά χάρη ὅλων ἐμᾶς τῶν ἁμαρτωλῶν, τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό του, μέ τήν λυτρωτική θυσία Τοῦ πάνω στό Σταυρό. 

     Κατάπληκτος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μπροστά στό ἀνεκτίμητο αὐτό δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ λέει· «συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἠμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἠμῶν, Χριστός ὑπέρ ἠμῶν ἀπέθανε» . Πρωτοφανές καί χωρίς προηγούμενο αὐτό τό δεῖγμα τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καί νά σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά τόν καθένα προσωπική. Ὅταν ὁ Χριστός πρόσφερε τήν θυσία αὐτή, εἶχε, μέσα στήν ἄπειρη σοφία του, μπροστά του τόν καθένα μᾶς προσωπικά. Καί ἔχει ἑτοιμάσει γιά μᾶς «ἀπό καταβολῆς κόσμου» τόν Παράδεισο, ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται τά αἰώνια ἀγαθά, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».

     Εἶναι, λοιπόν, πολύ, ἐάν γιά ὅλα αὐτά καί γιά πολλά ἄλλα ἀκόμη, εὐγνωμονοῦμε καί δοξολογοῦμε τόν Κύριο; Ὅλη μας ἡ ζωή θά ἔπρεπε νά εἶναι, μέ λόγια καί μέ πράξεις, μία ἀκατάπαυστη δοξολογία πρός τόν Πανάγαθο Πατέρα μας. Ἐάν ἔχουμε αὐτή τήν εὐγνώμονα συμπεριφορά γινόμαστε ἄξιοι περισσοτέρων ἀγαθῶν. Ὁ Θεός ἔχει ὑποσχεθεῖ «τούς δοξάζοντας μέ δοξάσω» . Ἄς ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας κι ἄς ἀφήσουμε σάν προσφορά εὐχαριστίας νά ἀνεβεῖ πρός τόν οὐρανό ἡ εὐγνωμοσύνη μας. Νά δείξουμε πώς ἀναγνωρίζουμε ὅσα «ἐποίησε καί ποιεῖ» γιά τόν καθένα μας ὁ πανάγαθος Θεός. Ἡ ζωή μας νά γίνει θυμίαμα εὐάρεστο. Θυσία δεκτή ἀπό τόν Κύριο. Ἀνταπόκριση στό πλῆθος τῶν εὐεργεσιῶν Τοῦ «τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν» καί στήν ἄπειρη ἀγάπη Του. Ἀμήν.
                                               Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Παϊσίου Λρεντζάκη, Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης