Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν (Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας)

2025-03-31 09:13
    Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι περίοδος στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ τὰ παιδιά της σὲ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ περισυλλογή. Εἶναι περίοδος μετανοίας. Κυριακὴ Πέμπτη τῶν Νηστειῶν, προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα μία γυναῖκα ποὺ μετανόησε καὶ ἐπέστρεψε στὸ Θεό. εἶναι ἡ ὅσια Μαρία ἡ Αἰγύπτια ἑορτάζει δύο φορὲς τὸ χρόνο, τὴν 1η Ἀπριλίου καὶ σήμερα. Γύρω ἀπὸ τὸν βίο της θὰ στραφεῖ ὁ λόγος. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ζοῦσε στὴν ἔρημο ἕνας ἀσκητής, ὁ Ζωσιμάς. Ἡ φήμη του προσείλκυε πολλὲς ψυχές. Ἦταν ὄντως ἅγιος. Ἄλλα μία μέρα του πέρασε ἕνας λογισμός - ἀρκεῖ καὶ ἕνας λογισμὸς γιὰ νὰ κάνη τὸν ἄνθρωπο ν' ἁμαρτήσει. 
 
    Ὁ σατανᾶς του ἔλεγε «Ζωσιμά, εἶσαι ὁ ἁγιότερος ἄνθρωπος!». Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Ζωσιμά, διὰ ὁράματος τοῦ εἶπε «Δὲν εἶσαι σὺ ὁ ἁγιότερος κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ὑπάρχει κάποιος ἀνώτερος ἀπὸ σένα». Ὑπήκουσε καὶ πῆγε στὸν Ἰορδάνη, σ' ἕνα ξακουσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ εἶχαν συνήθεια, τὴν πρώτη μέρα τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὅλοι οἱ καλόγηροι νὰ φεύγουν ἀδείαζαν τὸ μοναστήρι, ἔβγαιναν στὴν ἔρημο, κ' ἐκεῖ ἔμεναν 40 μέρες. Ἐπέστρεφαν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν ὅλοι μαζὶ τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔκανε κι ὁ ἅγιος Ζωσιμάς. Βγῆκε στὴν ἔρημο. Καθὼς περπατοῦσε, βλέπει μία σκια. Φοβήθηκε. Πλησιάζει. Δὲν ἦταν φάντασμα, ἦταν μία γυναῖκα ἡ Μαρία ἡ Αἰγύπτια. 
 
    Εἶχε γίνει πετσὶ καὶ κόκαλο ἄπ' τὴ νηστεία. Ὁ Ζωσιμὰς τὴ ρώτησε πὼς βρέθηκε ἐκεῖ, καὶ αὐτὴ διηγήθηκε τὸν βίο της. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπε μάθαμε γιὰ αὐτὴν τὰ ἑξῆς. Ἡ ὅσια Μαρία ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ ἐνδόξου βασιλέως τοῦ Βυζαντίου Ἰουστινιανοῦ (527-565). Γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν τότε πόλις ξακουσμένη, κέντρο γραμμάτων καὶ ἐπιστημῶν, σπουδαῖο λιμάνι τῆς Μεσογείου, ἑστία κοσμικῆς ζωῆς. Ἐκεῖ γεννήθηκε. Ἄλλα εἶχε τὸ ἀτύχημα νὰ πεθάνουν οἱ γονεῖς τῆς κ' ἔμεινε ὀρφανῆ. Στὸ περιβάλλον ἐκεῖνο ἡ Μαρία γλίστρησε καὶ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία. Λόγῳ δὲ τῆς ἐκτάκτου καλλονῆς της ἔγινε διάσημος ἑταίρα, πόρνη. Ἔζησε ἔτσι 17 χρόνια, ἐμπορευόμενη τὸ σαρκίον της. Ἔζησε μὲ πολυτέλεια ὁ,τι ἐπιθυμοῦσε τὸ εἶχε. 
 
    Οἱ ἐρασταί της ἔδιναν ἄφθονα χρήματα. Φαγητά, ποτά, ἀρώματα, ἄνθη, κοσμήματα, ἔπιπλα, ἁμάξια, μέγαρο, ὁ,τι φανταστὴ κανείς, εἶχε στὴ διάθεσή της. Μία μέρα, κοντὰ στὴν ἑορτὴ τοῦ σταυροῦ, ἡ Μαρία κατέβηκε στὸ λιμάνι. Εἶδε καράβια ἕτοιμα ν' ἀναχωρήσουν γιὰ τοὺς ἁγίους Τόπους μὲ προσκυνητές. Μπῆκε σὲ ἕνα, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ πάει νὰ προσκύνηση. Πῆγε, ὅπως πηγαίνουν πολλοὶ στὶς ἑορτές, ὄχι γιὰ νὰ τιμήσουν τοὺς ἁγίους, ἄλλ' ἁπλῶς γιὰ νὰ διασκεδάσουν. Ναῦλο δὲν πλήρωσε ναῦλο ἦταν τὸ σῶμα της. Στὸ ταξίδι ὀργίασε. Ἔφθασε στοὺς ἁγίους Τόπους καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Καθὼς ὅμως πῆγε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους νὰ μπεῖ στὸ ναό, μία ἀόρατος δύναμις δὲν τὴν ἄφηνε τὴν ἀπωθοῦσε. Προσπάθησε πολλὲς φορὲς ἀδύνατον. Τότε συναισθάνθηκε, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί. 
 
    Παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ τὴ βοηθήσει νὰ προσκύνηση κι αὐτὴ τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Ἡ Παναγία ἄκουσε τὴν προσευχή της σὲ λίγο, χωρὶς ἐμπόδιο, εἰσῆλθε καὶ μὲ δάκρυα ἀσπάσθηκε τὸν τίμιο σταυρό. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ ναό, ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος. Κάρβουνο μπῆκε, διαμάντι βγῆκε. Μετανόησε, ἔκλαψε, ἀποφάσισε νὰ κόψη πλέον τὴν ἁμαρτία. Βρῆκε πνευματικὸ πατέρα καὶ ἐξομολογήθηκε, γιὰ πρώτη φορά, μὲ δάκρυα τὰ ἁμαρτήματά της. Ὁ πνευματικὸς τῆς εἶπε «Πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ πολλὴ ἀνάπαυση θὰ εὔρης». Πέρασε τὸν Ἰορδάνη κ' ἔφθασε στὴ βαθιὰ ἔρημο. Ἐκεῖ ἔζησε σκληρὰ ζωὴ ἀσκήσεως, προσευχῆς καὶ λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ περιγράψει τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔκανε στῆθος μὲ στῆθος μὲ τὸ διάβολο; 
 
    Ὁ σατανᾶς προσπαθοῦσε μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ τὴν ἐπαναφέρει στὴν Αἴγυπτο. Ζωγράφιζε ἐμπρός της τὰ θέλγητρα, τοὺς ἐραστές, τὶς ἡδονές, τὰ συμπόσια, τὶς διασκεδάσεις, τὸν πλοῦτο ποὺ ἐγκατέλειψε... Ἐκείνη πολεμοῦσε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια ὁ σατανᾶς τὴν ἄφησε. Ἔζησε ἐκεῖ ἡ ὅσια Μαρία, μακριὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ὕστερα ἀπὸ σαράντα χρόνια τὴ συνάντησε ὁ ἅγιος Ζωσιμάς, ὅπως εἴπαμε, καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅλα αὐτά. Τὸν παρακάλεσε δέ, νὰ ξανάρθει στὸ ἴδιο μέρος, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει. Πράγματι μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ὁ ἅγιος Ζωσιμὰς ἦρθε πάλι μὲ τὸ ἅγιο ποτήρια. Καμιὰ ψυχὴ δὲν κοινώνησε μὲ τόση κατάνυξη. Ἡ ὅσια εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ ποὺ τὴν ἀξίωσε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Παρακάλεσε δὲ τὸν ἅγιο Ζωσιμά, νὰ ἔρθει καὶ τοῦ χρόνου. 
 
    Ξαναπῆγε ὁ Ζωσιμάς. Ἄλλα δεν τη βρῆκε. Ψάχνοντας στὴν ἔρημο τὴ βρῆκε νεκρὰ πλέον, ξαπλωμένη στὴν ἄμμο μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια. Δίπλα εἶχε γράψει «Ζωσιμά, θάψε τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτωλῆς Μαρίας». Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ σκάψει καὶ τὸ συναξάρια λέει κάτι, ποὺ μπορεῖ σὲ κάποιους νὰ φαίνεται ἀπίστευτο, ἀλλὰ γιὰ τὸ Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά. Ἐνῷ, δηλαδή, συλλογιζόταν πὼς θὰ σκάψει, ξαφνικὰ ἔρχεται ἕνα λιοντάρι καὶ μὲ τὰ νύχια του ἔσκαψε λάκκο. Ἐκεῖ ἔθαψε τὸ λείψανο τῆς ὄσιας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας. Τί μᾶς διδάσκει ὁ βίος της; Πρῶτον οἱ ὑπερήφανοι ταπεινώνονται. Γιὰ αὐτὸ κανεὶς μὴ ὑπερηφανεύεται. Κι ἂν ἀκόμη εἶναι Ζωσιμὰς καὶ τὸν θεωροῦν ἅγιο, αὐτὸς νὰ ἔχη τὸ συναίσθημα ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ὅτι ἔχει πολλὴ «λάσπη» μέσα του. 
 
    Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀπάτη. Ὑπερηφανεύθηκε ὁ Ζωσιμὰς ὅτι εἶναι ὁ ἁγιότερος κι ὅμως δὲν ἦταν αὐτός, ἀλλὰ μία γυναῖκα. Ὑπερηφανεύθηκε κι ὁ ἅγιος Ἀντώνιος κι ὅμως ἀπεδείχθη, ὅτι ἕνας τσαγκάρης τῆς Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ ἁγιότερος ἄνθρωπος τῶν ἥμερών του. Κακὸ πρᾶγμα, μεγάλη ἁμαρτία ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὴ γκρέμισε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸν ἑωσφόρο καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Ὁτιδήποτε κι ἂν ἔχουμε κάνει, ποτὲ νὰ μὴν ἔχουμε ὑψηλὸ φρόνημα. Πάντοτε νὰ ἔχουμε ταπεινὸ φρόνημα, τὸ ὅποιο ἐκτιμᾶ καὶ βραβεύει ὁ Κύριος. Δεύτερο δίδαγμα. Ἡ ὅσια Μαρία δὲν εἶναι μόνη. Σήμερα ὑπάρχουν ὄχι μία ἑταίρα ἀλλὰ χιλιάδες. Γέμισε ὁ κόσμος διεφθαρμένες γυναῖκες. Φρικτὸ πρᾶγμα ἡ πορνεία. 
 
    Θὰ καταδικάσουμε τὶς γυναῖκες αὐτές; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Εἶναι θύματα μίας κοινωνικῆς συμφορᾶς. Κάποια μάνα φταίει, κάποιος πατέρας, κάποιος ἄντρας - ἐλεεινὸ ὑποκείμενο ποὺ ἐγκατέλειψε τὴ γυναῖκα. Κι ὅπως ἐπάνω στὴν κοπριὰ φυτρώνουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι στὴν βρωμερὰ κοινωνία φυτρώνει ἡ πορνεία. Δὲν καταδικάζουμε αὐτὲς καταδικάζουμε τὸ καθεστώς, τὴν κοινωνία, ὅλους τους παράγοντας ποὺ ἀμέλησαν τὸ καθῆκον τους. Τὶς γυναῖκες αὐτὲς μὴν τὶς καταδικάσετε. Διότι μέσ' στὴ λάσπη μπορεῖ νὰ κρύβεται ἕνα μαργαριτάρι. Αὐτὸ ἀπέδειξε ἡ ὅσια Μαρία ἡ Αἰγύπτια. Μὴν καταδικάζετε τὶς γυναῖκες αὐτές. Τώρα ποὺ πλησιάζει Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ θ' ἀκούσουμε τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα νὰ κλαίει ἐνώπιόν του Κυρίου, ἂς ἔχουμε ἕνα ἔλεος γιὰ αὐτές. 
 
    Γιατί μπορεῖ αὐτὲς νὰ σωθοῦν, καὶ ἐμεῖς ποὺ νομίζουμε ὅτι εἴμεθα ἅγιοι νὰ κολαστοῦμε. Μὴν κατακρίνετε, γιὰ νὰ μὴ κατακριθεῖτε. Τὸ ἕνα δίδαγμα οἱ ὑπερήφανοι ταπεινώνονται. Τὸ δεύτερο ἄνθρωποι, μὴν κατακρίνετε γιὰ νὰ μὴ κατακριθεῖτε. Καὶ τὸ τρίτο καὶ σπουδαιότερο Ἁμαρτωλοί, λάβετε θάρρος! Ὅσες κι ἂν εἶναι οἱ ἁμαρτίες σας, συγχωροῦνται. Κάθε ἁμαρτία, λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶναι κάρβουνο ἀναμμένο. Ὅσα κάρβουνα κι ἂν μαζέψεις, καὶ ἂν γίνουν ἕνα βουνὸ σὰν τὸν Ὄλυμπο, μόλις τὰ ρίξεις μέσ' στὴ θάλασσα σβήνουν. Ἡ θάλασσα νικᾶ τὴ φωτιά, κι ὄχι ἡ φωτιὰ τὴ θάλασσα. Θάλασσα εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νικάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. 
 
    Τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος σήμερα (βλ. Ἔβρ. 9,11-14) μία σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσε ὁ Κύριός μας ἐπάνω στὸ σταυρό —ἂν πιστεύεις—, γίνεται ὠκεανός. Μέσα στὸν ὠκεανὸ αὐτὸν ἐλᾶτε ὅλοι νὰ πλύνουμε ὁποιεσδήποτε ἁμαρτίες διὰ τῆς μετανοίας. Εὔχομαι, ἀγαπητοί μου, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἥμερες, ὅλοι νὰ μιμηθοῦμε τὴν ὅσια Μαρία. Κανεὶς ἀμετανόητος, κανεὶς ἀνεξομολόγητος. Ἂς ἀκούσουμε ὅλοι, γέροντες καὶ παιδιά, λαὸς καὶ κλῆρος, τὸ σάλπισμα «Μετανοεῖτε» (Μάτθ. 3,2' 4,17), καὶ ἂς σπεύσουμε στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Τότε θὰ αἰσθανθοῦμε κ' ἐμεῖς αὐτὸ ποὺ αἰσθάνθηκε ἡ ἁγία, καὶ «χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὔρανω ἐπὶ ἔνι ἄμαρτωλω μετανοοῦντι» (Λούκ. 15,7). 
 
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης 
 
Πηγή: www.patirxristos.gr