Γιὰ νὰ μὴν λυπᾶσθε

2025-04-26 10:29
Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
 
    «Δὲν θέλω, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγνοεῖτε ὅσα ἔχουν σχέση μὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶσθε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. Γιατί, ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι καὶ ὁ Θεός, ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, ὄντας ἑνωμένοι μαζὶ τοῦ μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ, θὰ τοὺς πάρει κοντὰ Τοῦ» (Α’ Θέσ. 4, 13). 
 
    1. Ἂς δοῦμε λοιπόν, πρῶτα ἀπ’ ὅλα αὐτό: Γιατί δηλαδή, ὅταν μιλάει ὁ Ἀπόστολος γιὰ τὸν Χριστό, χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη «θάνατο», ἐνῷ ὅταν μιλάει γιὰ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὀνομάζει τὸ θάνατο «κοίμηση», καὶ ὄχι θάνατο. Μιλάει γιὰ ὅσους ἔχουν «κοιμηθεῖ» καὶ ὄχι γιὰ ὅσους ἔχουν «πεθάνει». Γιατί λέει: «Αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ, θὰ τοὺς πάρει Ἐκεῖνος κοντά Του». 
    Καὶ στὴ συνέχεια λέει: «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, ποὺ θὰ μείνουμε πίσω καὶ θὰ εἴμαστε στὴ ζωή, ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος, δὲν θὰ προφθάσουμε ὅσους θὰ ἔχουν κοιμηθεῖ» (Α’ Θέσ. 4, 16) 
    Οὔτε ἐδῶ βέβαια εἶπε «αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔχουν πεθάνει», ἀλλά, μολονότι μιλάει τρίτη φορὰ γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, πάλι ὀνόμασε τὸ θάνατο «κοίμηση». Ὅταν ὅμως μιλάει γιὰ τὸν Χριστό, λέει: «Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε». Δὲν λέει «κοιμήθηκε», ἀλλὰ «πέθανε». 
    Γιατί λοιπόν, γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποίησε τὴ λέξη «θάνατο», ἐνῷ τὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὀνόμασε «κοίμηση»; Δὲν χρησιμοποίησε, ἀσφαλῶς, ὁ Ἀπόστολος ἄσκοπα καὶ ἐπιπόλαια αὐτὲς τὶς λέξεις, ἀλλὰ θέλησε, μὲ αὐτὴ τὴ διάκριση, νὰ διδάξει κάτι πολὺ σπουδαῖο καὶ μεγάλο. 
    Γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποίησε τὴ λέξη «θάνατο», γιὰ νὰ βεβαιώσει τὸ πάθος Του. Γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους ὅμως χρησιμοποίησε τὴ λέξη «κοίμηση», γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν πόνο μας. 
    Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ μὲ ἄνεση τὴ λέξη «θάνατος». Γιὰ τὴν περίπτωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στηρίζεται στὴν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασής του, χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος τὴ λέξη «κοίμηση». Προσπαθεῖ ἔτσι, νὰ παρηγορήσει τοὺς συγγενεῖς γιὰ τὴν στέρηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε καί, ταυτόχρονα, νὰ ἐνισχύσει τὸ ἠθικό τους, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ. Γιατί, ὅποιος ἔχει κοιμηθεῖ, σίγουρα θὰ ἀναστηθεῖ. Ἐφόσον ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὕπνος βαθὺς καὶ παρατεταμένος. 
    Μπορεῖς βέβαια νὰ πεῖς ὅτι αὐτὸς ποὺ πέθανε δὲν αἰσθάνεται, οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει τίποτα. Κι ἐγώ σου ἀπαντῶ: Καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ κοιμᾶται συμβαίνει τὸ ἴδιο. Θὰ μπορούσαμε μάλιστα νὰ σημειώσουμε ἐδῶ κάτι πολὺ ἀξιοθαύμαστο. Ἡ ψυχὴ δηλαδὴ ἐκείνου ποὺ κοιμᾶται συμμετέχει, κατὰ κάποιο τρόπο, στὸν ὕπνο τοῦ σώματος. Ἡ ψυχὴ ὅμως ἐκείνου ποὺ ἔχει πλέον πεθάνει, παραμένει στὴ ζωὴ καὶ σὲ συνεχῆ ἐγρήγορση. 
    Θὰ μποροῦσε ἴσως κάποιος νὰ πεῖ: Ναί, καλὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πεθαίνει, σὲ λίγο σαπίζει, διαλύεται καὶ γίνεται σκόνη καὶ στάχτη. Τί σημασία ἔχει ὅμως αὐτό, ἀγαπητέ μου; Αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς, ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ χαίρεσαι. Γιατί αὐτὸ κάνει καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θέλει νὰ ξαναφτιάξει ἕνα σπίτι ποὺ ἔχει παλιώσει. Βγάζει δηλαδὴ πρῶτα ἔξω τοὺς ἐνοίκους του καὶ μετά, ἀφοῦ γκρεμίσει τὸ παλιὸ σπίτι, κτίζει ἄλλο, καινούργιο καὶ ὀμορφότερο. Φυσικά, καθόλου δὲν λυποῦνται οἱ ἔνοικοι ποὺ βγῆκαν γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ παλιὸ σπίτι, ἀλλά, ἀντίθετα, χαίρονται πάρα πολύ. Γιατί δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ κατεδάφιση, ἀλλὰ χαίρονται προκαταβολικὰ γιὰ τὴ νέα οἰκοδομὴ ποὺ θὰ ξαναχτιστεῖ. 
    Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κάνει καὶ ὁ Θεός. Ἐπειδὴ θέλει νὰ μᾶς ἀνακαινίσει, διαλύει τὸ σῶμα μας, ἀφοῦ πρῶτα βγάλει ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὴν ψυχή μας. Θὰ ἀνακαινίσει τὸ σῶμα καὶ μετὰ θὰ ἐγκαταστήσει πάλι μέσα τὴν ψυχή, καὶ μάλιστα, μὲ περισσότερη λαμπρότητα καὶ δόξα. 
 
    2. Τὸ ἴδιο θά ‘κανε καὶ ἂν εἶχε κανεὶς ἕνα μεταλλικὸ ἀντικείμενο, σκουριασμένο ἀπὸ τὸ χρόνο. Θὰ τὸ ἔσπαζε σὲ μικρὰ κομμάτια, θὰ τὸ ἔλιωνε στὸ καμίνι καὶ θὰ τὸ ξανάχυνε, φτιάχνοντας ἔτσι ἕνα καινούργιο ἀντικείμενο, πιὸ λαμπρὸ καὶ πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ παλιωμένο. Ὅπως λοιπόν, ἡ διάλυση τοῦ μετάλλου στὸ καμίνι, δὲν ὑπονοεῖ καὶ τὸν ἀφανισμό του, ἀλλά, ἀντίθετα, τὴν ἀνάπλασή του, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, δὲν εἶναι καταστροφὴ κι ἀφανισμός, ἀλλὰ ἀνακαίνιση. Ὅταν λοιπὸν δεῖς νὰ διαλύεται τὸ σῶμα καὶ νὰ σαπίζει, ὅπως λιώνει τὸ μέταλλο στὸ καμίνι, μὴ σταματήσεις σ’ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, ἀλλὰ νὰ προσδοκᾶς τὴν ἀνακαίνιση. Οὔτε πάλι, νὰ σταθεῖς στὴν ἀναλογία τοῦ παραδείγματος μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση, ἀλλὰ γύρισε πάλι τὴ σκέψη σου στὸ παράδειγμα τοῦ μεταλλουργοῦ. 
    Ὁ μεταλλουργός, ὅταν χύνει τὸ παλιὸ μέταλλο, δὲν ξαναφτιάχνει, γιὰ παράδειγμα, χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα, ἀλλὰ μεταλλικὸ καὶ ἄψυχο. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν κάνει ἔτσι· ἀλλά, ἐνῷ βάζει στὴ γῆ πήλινο καὶ θνητὸ σῶμα, ἀνασταίνει χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα. Δέχεται ἡ γῆ φθαρτὸ καὶ θνητὸ σῶμα καὶ σοῦ ἐπιστρέφει ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο. 
    Μὴ στέκεσαι λοιπὸν σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει πιὰ κλείσει τὰ μάτια του καὶ κοίτεται βουβὸς καὶ ἄφωνος, ἀλλὰ σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀναστηθεῖ. Σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀπολαύσει δόξα ἀνέκφραστη, θαυμαστὴ καὶ ἐξαίσια. Στρέψε τὰ μάτια σου ἀπ’ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, σ’ ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει. Ὀδύρεσαι βέβαια καὶ θρηνεῖς, γιατί ἔχασες τὴν συντροφιὰ ἑνὸς δικοῦ σου ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ὅμως λίγο παράλογο, ἀγαπητέ μου, νὰ παντρεύεις τὴν κόρη σου σὲ ξένο τόπο καὶ νὰ μὴ στενοχωριέσαι ποὺ αὐτὴ θὰ εἶναι στὸ ἑξῆς μακριά σου -ἐφόσον αὐτὴ θὰ περνάει καλὰ καὶ θὰ εἶναι ἐκεῖ εὐτυχισμένη- κι ἐδῶ πού, ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος πῆρε κοντά Του τὸν ἄνθρωπό σου, νὰ θρηνεῖς σπαρακτικὰ καὶ νὰ ὀδύρεσαι; 
    Θὰ μοῦ πεῖς βέβαια: Πῶς μπορῶ νὰ μὴν πονάω; Ἄνθρωπὸς μοῦ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφυγε. Οὔτε ἐγὼ ὅμως σοῦ λέω κάτι τέτοιο. Δὲν σοῦ μιλάω γιὰ τὴ λύπη, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπερβολή. Γιατί, τὸ νὰ λυπᾶται κανείς, εἶναι φυσικό. Τὸ νὰ χτυπιέται ὅμως, πάνω ἀπὸ τὸ μέτρο, εἶναι δεῖγμα μανίας, παραφροσύνης καὶ ἀδυναμίας, πρᾶγμα ποὺ συνήθως ἐκδηλώνει ἡ γυναικεία ψυχή. 
    Πόνεσε, κλάψε, ἀλλὰ μὴν ἀπογοητεύεσαι, μὴ θυμώνεις καὶ μὴν ἀγανακτεῖς. Εὐχαρίστησε τὸν Θεό, ποὺ παίρνει κοντά Του τὸν ἄνθρωπό σου. Ἔτσι, θὰ τιμήσεις ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ θὰ τὸν ἐφοδιάσεις μὲ λαμπρά, ἐντάφια δῶρα. 
    Ἂν ὅμως ἀπελπιστεῖς, καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε δυσκολεύεις καὶ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν πῆρε βλασφημεῖς καὶ τὸν ἑαυτό σου βλάπτεις. Ἀντίθετα, ἂν εὐχαριστεῖς γι’ αὐτὸ τὸν Θεό, καὶ τὸν ἄνθρωπό σου τίμησες καὶ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν πῆρε δόξασες καὶ τὸν ἑαυτό σου ἔχεις ὠφελήσει. 
    Δάκρυσε στὸ μέτρο ποὺ δάκρυσε κι ὁ Κύριός σου γιὰ τὸν Λάζαρο. Δάκρυσε καὶ ὁ Κύριος· κι ἔτσι, μὲ τὸ παράδειγμά Του, ἔχει θέσει καὶ σὲ μᾶς μέτρα, κανόνα καὶ ὅρια τῆς λύπης. Αὐτὰ τὰ ὅρια, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὰ ὑπερβαίνουμε. 
    Τὸ ἴδιο μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Γιὰ ἐκείνους», λέει, «ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, θέλω νὰ ξέρετε, τί ἀκριβῶς συμβαίνει, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶστε, σὰν τοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα». Νὰ λυπᾶσαι, λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ ὄχι σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν ἔχουν ἰδέα γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἐλπίζουν στὴ μέλλουσα ζωή. 
    Σᾶς λέω εἰλικρινὰ πὼς ντρέπομαι καὶ κοκκινίζω, ὅταν περπατάω ἔξω στοὺς δρόμους τῆς πόλης καὶ συναντῶ γυναῖκες νὰ κλαῖνε γοερά, νὰ χτυπιοῦνται, νὰ τραβοῦν τὰ μαλλιά τους καὶ νὰ ξεσκίζουν τὸ πρόσωπό τους. Καὶ τὸ πιὸ χειρότερο, αὐτὰ τὰ κάνουν μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἄλλων, ποὺ εἶναι ἄπιστοι κι εἰδωλολάτρες. Θὰ ἔχουν πάρα πολὺ δίκιο αὐτοί, ἂν ποῦν γιά μας: Αὐτοὶ εἶναι οἱ χριστιανοί, ποὺ πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; Αὐτοὶ εἶναι ἀσφαλῶς, μόνο ποὺ δὲν συμφωνοῦν τὰ λόγια μὲ τὰ ἔργα τους. Μὲ τὰ λόγια πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στὴν πράξη ὅμως συμπεριφέρονται σὰν ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ ἐλπίδα. Ἂν πίστευαν πραγματικὰ πὼς ὑπάρχει ἀνάσταση, δὲν θὰ ἔκαναν ὅλα αὐτὰ ποὺ τώρα κάνουν. Ἂν ἦταν βέβαιοι ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ἔφυγε, γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν ἐπουράνια δωρεά, δὲν θὰ θρηνοῦσαν τώρα ἔτσι ἀπαρηγόρητα. 
    Αὐτὰ καὶ πολὺ περισσότερα μᾶς καταμαρτυροῦν οἱ ἄπιστοι, ὅταν ἀκοῦν τὰ μοιρολόγια μας. Ἂς ντραποῦμε λίγο καὶ ἂς σοβαρευτοῦμε, γιὰ νὰ μὴ βλάπτουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ ὅσους μᾶς βλέπουν νὰ συμπεριφερόμαστε κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. 
    Ἐξήγησέ μου λίγο, γιὰ ποιό λόγο σπαράζεις καὶ μοιρολογὰς ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε; Ἂν ἦταν κακός, πρέπει νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεό, γιατί ἔδωσε τέλος στὴν κακία του. Ἂν πάλι ἦταν καλόγνωμος, πρέπει νὰ χαίρεσαι, γιατί τὸν πῆρε ἔγκαιρα κοντά Του ὁ Θεός, πρὶν ἀλλάξει καὶ χάσει τὴ σύνεσή του, ἐξ αἰτίας τῆς κακίας. Ἔφυγε πιὰ καὶ βρίσκεται σὲ τόπο ποὺ εἶναι ἀσφαλισμένος· κι ἔτσι δὲν κινδυνεύει νὰ χάσει τὴ σωφροσύνη του. 
    Ἴσως ὅμως μοῦ πεῖς ὅτι κλαῖς γιατί αὐτὸς ποὺ ἔφυγε ἦταν νέος. Δόξασε λοιπὸν τὸν Θεό, ποὺ τὸν πῆρε νωρὶς στὴν ἐπουράνια κληρονομιά. Ἀλλὰ κι ἂν ἦταν γέρος, πάλι θὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστεῖς καὶ νὰ δοξάζεις τὸν Θεό, γιατί τὸν πῆρε κοντά Του καὶ τὸν ξεκούρασε. 
    Νὰ σεβαστεῖς, σὲ παρακαλῶ, τὴν ὥρα τῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας. Ψάλλονται τόσα πολλὰ καὶ ὡραῖα τροπάρια, διαβάζονται τόσες εὐχές. Εἶναι συγκεντρωμένος μεγάλος κύκλος πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ πνευματικῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν. Αὐτοὶ παρευρίσκονται, ὄχι γιὰ νὰ βλέπουν ἐσένα ἀγανακτισμένον νὰ κλαῖς καὶ νὰ ὀδύρεσαι, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστοῦν μαζί σου τὸν Θεό, ποὺ ἀνέπαυσε τὸν ἄνθρωπό σου. Γιατί γίνεται κι ἐδῶ κάτι ἀνάλογο μ’ ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει, ὅταν πρόκειται νὰ ἀναλάβει κανεὶς ἕνα σπουδαῖο ἀξίωμα. Προπέμπουν ὅλοι ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα, μὲ ἐπευφημίες καὶ ζητωκραυγές. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ στὴν κηδεία. Φεύγει ὁ πιστὸς καὶ πηγαίνει κοντὰ στὸν Θεό, γιὰ νὰ λάβει τὴν ἐπουράνια κληρονομιὰ καὶ νὰ δεχθεῖ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ περισσότερη δόξα. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸν προπέμπουν μὲ εὐχὲς καὶ ψαλμωδίες, ὄχι μονάχα οἱ συγγενεῖς, ἀλλὰ σύσσωμη ἡ Ἐκκλησία. 
    Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση, εἶναι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κόπους καὶ μέριμνες βιοτικές. Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν δεῖς κάποιον δικό σου νὰ φεύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, μὴν ἀγανακτεῖς, ἀλλὰ στρέψου μὲ κατάνυξη στὸν ἑαυτό σου. Ἐξέτασε τὴ συνείδησή σου. Ἀναλογίσου ὅτι, μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ἴδιο τέλος περιμένει κι ἐσένα. Σοβαρέψου καὶ κάνε τὸ θάνατο τοῦ ἄλλου ἀφορμὴ γιὰ δική σου ἀνάνηψη. Σταμάτησε νὰ ζεῖς ἀδιάφορα. Σκέψου, τί ἔχεις ἐσὺ μέχρι τότε κάνει. Διόρθωσε τὰ λάθη σου, ἄλλαξε τὴ ζωή σου. 
    Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ξεχωρίζει τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς ἄπιστους. Ἀλλιῶς κρίνουν οἱ χριστιανοὶ τὰ πράγματα. Ὁ ἄπιστος κυττάζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν προσκυνάει, γιατί νομίζει ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ Θεός. Στρέφεται ὕστερα στὴ γῆ καὶ τὴ λατρεύει σὰν Θεό, θαυμάζοντας ὅ,τι ὑλικὸ ὑπάρχει ἐπάνω της. 
    Οἱ χριστιανοὶ ὅμως δὲν κάνουν τὸ ἴδιο. Βλέπουν τὸν οὐρανὸ καὶ δοξάζουν τὸν Δημιουργό του. Γιατί πιστεύουν ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι δημιούργημα καὶ ὄχι Θεός. Ἡ θέα τῆς δημιουργίας χειραγωγεῖ τὸν πιστὸ πρὸς τὸν Δημιουργό της. Ὁ ἄπιστος βλέπει τὸν πλοῦτο καὶ τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ σαγηνεύεται. Βλέπει κι ὁ χριστιανὸς τὸν πλοῦτο καὶ τὸν περιφρονεῖ. Εἶναι ὁ ἄπιστος φτωχὸς καὶ ὀδύρεται. Ζεῖ φτωχικὰ ὁ χριστιανὸς καὶ χαίρεται. Διαφορετικὰ λοιπὸν βλέπει ὁ χριστιανὸς τὰ πράγματα κι ἀλλιῶς ὁ ἄπιστος. 
    Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θάνατο. Βλέπει τὸν νεκρὸ ὁ ἄπιστος καὶ τὸν θεωρεῖ ὁριστικὰ χαμένο. Τὸν βλέπει κι ὁ χριστιανὸς καὶ τὸν θεωρεῖ, σὰν νὰ βρίσκεται αὐτὸς σὲ βαθὺ ὕπνο. Συμβαίνει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ θανάτου ὅ,τι γίνεται καὶ μὲ τὰ γράμματα. Ὅλοι ἔχουμε τὰ ἴδια μάτια καὶ βλέπουμε τὰ διάφορα ψηφία. Ἐκεῖνοι ποὺ ξέρουν νὰ διαβάζουν, εἰσπράττουν τὸ μήνυμα ποὺ φέρουν μέσα τους, καθὼς διαβάζονται τὰ γράμματα. Ὅσοι ὅμως δὲν ξέρουν νὰ διαβάζουν, βλέπουν βέβαια τὰ γράμματα, ἀλλὰ δὲν παίρνουν κανένα μήνυμα ἀπὸ τὴν ὕπαρξή τους. 
    Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ στὴ ζωή μας. Μὲ τὰ ἴδια μάτια βλέπουμε τὰ γεγονότα, ἀλλὰ ὄχι καὶ μὲ τὸ ἴδιο πιστεύω. Ἐφόσον λοιπὸν διαφέρουμε ὡς χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς ἄπιστους, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συμπεριφερόμαστε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μ’ αὐτούς, ὅταν συμβεῖ νὰ φύγει κάποιος δικός μας ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ τὴ ζωή; 
 
    3. Ἀναλογίσου, ἀγαπητέ μου, γιὰ ποιό λόγο ἔφυγε ὁ ἄνθρωπός σου ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ τὴ ζωὴ καὶ παρηγορήσου. Αὐτὸς τώρα βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, μὲ τὸ χορὸ ὅλων τῶν Ἁγίων. Ἀναλογίσου πὼς αὐτὸς θὰ ἀναστηθεῖ μὲ μεγάλη δόξα καὶ λαμπρότητα. Μὲ τὰ κλάματα καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς δὲν μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τίποτε ἀπ’ ὅσα ἔχουν ἤδη γίνει. Ἀντίθετα, θὰ κάνεις μεγάλο κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Σκέψου, σὲ ποιούς μοιάζεις μὲ τὰ κλάματα καὶ τὰ μοιρολόγια σου. Μὴ γίνεσαι κοινωνὸς τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀπίστων. Ποιούς μιμεῖσαι μὲ τοὺς ὀδυρμούς σου; Ποιούς ἄραγε ζηλεύεις; Ἀσφαλῶς τοὺς ἄπιστους. Αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα, καθὼς εἶπε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Γιὰ νὰ μὴ λυπᾶστε, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα». Πρόσεξε, τί ἀκριβῶς θέλει νὰ πεῖ ὁ Ἀπόστολος. Δὲν εἶπε ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση, ἀλλὰ «αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα». Γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν ἐλπίζει στὴ μέλλουσα Κρίση, δὲν ἔχει καμιὰ ἐλπίδα. Αὐτὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει Θεός, οὔτε συνειδητοποιεῖ τὴ ματαιότητα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου. Αὐτὸς δὲν πιστεύει στὴν Θεία Πρόνοια, ἡ Ὁποία ἐπιβλέπει καὶ φροντίζει πάντοτε καὶ διαρκῶς γιὰ ὅλους καὶ ὅλα. 
    Αὐτὸς βέβαια ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ δὲν πιστεύει στὸν Θεό, εἶναι πιὸ ἀνόητος καὶ ἀπὸ θηρίο, ἐφόσον ἔχει πετάξει ἀπὸ μέσα τοῦ κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο. Γιατί, ὅποιος δὲν περιμένει ὅτι θὰ λογοδοτήσει γιὰ τὰ ἔργα του, αὐτὸς δὲν νοιάζεται ν’ ἀποκτήσει καὶ τὴν ἀρετὴ· κι οὔτε βέβαια ἐνδιαφέρεται νὰ ἀποβάλει τὴν κακία. 
    Ἂς ἀποφεύγουμε λοιπὸν νὰ μοιάζουμε στὴ συμπεριφορὰ μὲ τοὺς ἄπιστους. Τώρα πιὰ ἔχουμε καταλάβει τὸ βάθος τῶν πραγμάτων. Ἔχουμε διαπιστώσει πλέον τὴν ἀνοησία καὶ τὴν παραφροσύνη τῶν ἄπιστων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι θρηνοῦν καὶ κόπτονται κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Γιατί καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο σου ἔφερε τοὺς ἄπιστους ὡς παράδειγμα. Σοῦ τοὺς ἀνέφερε ἀκριβῶς, γιὰ νὰ δεῖς σὲ ποιό λάθος πέφτεις, μὲ τὸ νὰ τοὺς μιμεῖσαι στὴ συμπεριφορά. Νὰ φροντίζεις λοιπόν, νὰ ἀποφεύγεις τὴ συμφωνία μαζί τους καὶ νὰ ἐπανέλθεις στὴ δική σου, τὴ χριστιανικὴ εὐγένεια. 
Αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς τὶς κάνει συχνὰ καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί θέλει νὰ μᾶς δείξει μὲ ποιούς μοιάζουμε στὴ συμπεριφορά, ὥστε νὰ ντραποῦμε ἀπὸ τὰ χάλια μας καὶ νὰ ἀποφεύγουμε πλέον νὰ ὁμοιωνόμαστε στὴν ἁμαρτία μὲ τοὺς ἄπιστους. 
    Γράφοντας λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ἔλεγε: «Καθένας νὰ συγκρατεῖ τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ διατηρεῖ ἁγιασμένο καὶ τιμημένο. Νὰ μὴ γινόσαστε αἰχμάλωτοι τοῦ πάθους της ἀτιμίας, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν Θεὸ» (Α’ Θέσ. 4, 4-5). Καὶ πάλι: «Νὰ μὴ ζεῖτε ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὴ ματαιότητα τοῦ λογισμοῦ τους» (Ἔφεσ. 4, 17). 
    Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, γράφει καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ Ἀπόστολος καὶ λέει: «Δὲν θέλω νὰ ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί μου, ὅσα ἔχουν σχέση μ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶσθε, ὅπως οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα». Γιατί δὲν εἶναι τὰ ἴδια τὰ γεγονότα ποὺ μᾶς κάνουν νὰ λυπόμαστε, ἀλλὰ ἡ προαίρεσή μας. Δὲν εἶναι ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε, ἀλλὰ ἡ ἀδυναμία αὐτῶν ποὺ εἶναι στὴ ζωὴ καὶ θρηνοῦν. 
    Τὸν πιστὸ λοιπὸν ἄνθρωπο, κανένα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν λυπήσει ὑπερβολικά. Ἀντίθετα, ὁ χριστιανὸς διαφέρει ἀπὸ τὸν ἄπιστο καὶ σ’ αὐτὴ ἀκόμη τὴ ζωή. Γιατί ὁ χριστιανός, στηριγμένος στὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων, ἀπολαμβάνει ἀπὸ τώρα τοὺς καρποὺς τῆς πίστης του στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀπέραντη χαρὰ καὶ ἡ διαρκὴς εὐφροσύνη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Νὰ χαίρεστε μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου, πάντοτε» (Φιλιπ. 4, 4). Ὥστε λοιπόν, δὲν εἶναι λίγη ἡ ἀμοιβὴ ποὺ ἔχουμε δεχθεῖ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση. Ἔχουμε λάβει τὴ δωρεά, ὥστε νὰ μὴ μᾶς καταβάλλει κανένα κακὸ ἀπ’ ὅσα μᾶς συμβαίνουν, ἀλλὰ ἡ ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, νὰ γεμίζει τὴν ψυχή μας παρηγοριά. 
    Ὅπως ἐμεῖς κερδίζουμε καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη, ἔτσι καὶ οἱ ἄπιστοι ζημιώνονται καὶ τώρα, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ἐδῶ δηλαδὴ καταβάλλονται ἀπ’ ὅσα λυπηρὰ τοὺς συμβαίνουν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ θάνατο θὰ τιμωρηθοῦν, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας τους στὴν ἀνάσταση. 
Θὰ πρέπει λοιπόν, νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ὄχι μονάχα γιατί θὰ ἀναστηθοῦμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τήν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης, ἡ ὁποία παρηγορεῖ τὴν πονεμένη ψυχὴ καὶ τὴν ἐνισχύει νὰ προσδοκᾶ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ συνάντηση μ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἤδη φύγει ἀπ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. 
    Ἂν πρέπει γιὰ κάποιους νὰ πονᾶμε καὶ νὰ πενθοῦμε, αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται γιὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία καὶ ὄχι γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωή. 
    Αὐτὸ κάνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει στοὺς Κορινθίους καὶ λέει: «Μήπως, ὅταν ἔλθω ἐκεῖ, μὲ ταπεινώσει ὁ Θεὸς καὶ πενθήσω πολλοὺς» (Β’ Κόρ. 12, 21). Δὲν εἶπε, θὰ πενθήσω αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωή, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ ἁμάρτησαν καὶ δὲν ἔχουν μετανοήσει γιὰ ὅ,τι ἔχουν κάνει. 
    Αὐτοὺς πρέπει νὰ κλαῖμε. Ἔτσι συμβουλεύει καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶντας καὶ λέει: «Κλάψε τὸν νεκρὸ ποὺ ἔχασε το φῶς τοῦ ἥλιου. Κλάψε ὅμως καὶ τὸν ἀνόητο, γιατί ἔχασε τὴ σύνεση» (Ἔκκλησ. 22, 10). Κλάψε λίγο γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε. Γιατί ἐκεῖνος ἔχει πλέον ἀναπαυθεῖ. Τοῦ ἀσύνετου ὅμως ἀνθρώπου ἡ ζωή, εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸ θάνατο. Καὶ ἄν, αὐτὸς ποὺ ἔχει χάσει τὴ σύνεση εἶναι ἄξιος θρήνων, τί θά ‘πρεπε νὰ κάνει κανεὶς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει στερηθεῖ κάθε ἀρετὴ καὶ ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό; 
    Αὐτοὺς ἐμεῖς πρέπει νὰ πενθοῦμε. Γιατί αὐτὸ τὸ πένθος ἔχει ἀξία. Αὐτοὺς πολλὲς φορές, μὲ τὸ νὰ τοὺς κλαῖμε σὰν χαμένους, τοὺς διορθώνουμε. Τὸ νὰ θρηνοῦμε ὅμως γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, εἶναι ἐντελῶς ἀνόητο καὶ βλαβερό. 
    Ἂς μὴν ἀντιστρέφουμε λοιπὸν τὰ πράγματα, ἀλλὰ ἂς κλαῖμε μονάχα γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ὅλα τ’ ἄλλα, εἴτε εἶναι φτώχεια, εἴτε ἀρρώστια, εἴτε πρόωρος θάνατος, εἴτε κάποια προσβολὴ ἢ συκοφαντία ποὺ μᾶς ἔγινε, εἴτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο κακό, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, νὰ τὰ ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα. Γιατί, αὐτὲς οἱ συμφορές, ἂν τὶς ἀξιοποιήσουμε, γίνονται ἀφορμὴ γιὰ περισσότερα στεφάνια. 
 
    4. Θὰ μποροῦσες ἴσως νὰ ρωτήσεις: Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος καὶ νὰ μὴν πονάει; Ἐγὼ ὅμως θὰ σοῦ ἀπαντήσω τὸ ἀντίθετο. Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος καὶ νὰ πονάει, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχει τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴ λογική, καὶ παράλληλα, μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν; 
    Ἴσως νὰ μὲ ξαναρωτήσεις. Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος; Σοῦ ἀπαντῶ: Ὑπάρχουν καὶ μάλιστα πολλοί. Ὑπάρχουν παντοῦ στὸν κόσμο, καὶ ἀνάμεσα σ’ ὅσους βρισκόμαστε τώρα στὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν προγόνων μας. Ἄκουσε, γιὰ παράδειγμα, τί εἶπε ὁ Ἰώβ, ὅταν ἔφυγαν ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὅλα τὰ παιδιά του: «Ὁ Κύριος μοῦ τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριος καὶ τὰ πῆρε. Ὅπως θεώρησε ὁ Κύριος καλό, ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἂς εἶναι τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένο» (Ἰὼβ 1, 21). 
    Εἶναι βέβαια, ἀξιοθαύμαστα αὐτὰ καὶ μόνο ποὺ τὰ ἀκούει κανείς. Ἂν ὅμως σταθεῖς μὲ προσοχὴ καὶ τὰ μελετήσεις, τότε θὰ δεῖς καθαρότερα τὸ θαῦμα. Ἀναλογίσου ὅτι δὲν τοῦ πῆρε τὰ μισὰ παιδιὰ καὶ τοῦ ἄφησε τὰ ὑπόλοιπα, οὔτε τοῦ πῆρε τὰ περισσότερα καὶ τοῦ ἄφησε τὰ λιγότερα. Τρύγησε ὁ διάβολος ὅλο τὸν καρπό, ἀλλὰ δὲν ξέκανε τὸ δέντρο. Ἔριξε πάνω του ὅλη τὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα, ἀλλὰ τὸ σκάφος δὲν τὸ καταπόντισε. Ἔβαλε ὅλη τὴ δύναμή του, ἀλλὰ δὲν γκρέμισε τὸν πύργο. Ἔμεινε ὄρθιος ὁ Ἰώβ, ἂν καὶ δεχόταν ἀπὸ παντοῦ χτυπήματα. Ἔμεινε ἀσάλευτος, ἂν καὶ χιλιάδες βέλη ἔπεφταν καταπάνω του. Χτυπήθηκε ἀπὸ παντοῦ, μὰ ἐκεῖνος δὲν πληγώθηκε. Τὰ βέλη ρίχνονταν βροχή, ἀλλὰ αὐτὸν καθόλου δὲν τὸν εὕρισκαν. 
Ἀναλογίσου, πόσο βαρὺ πρᾶγμα εἶναι νὰ δεῖ κανεὶς νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴ ζωὴ ὅλα τὰ παιδιά του μαζί! Τί νὰ πρωτοαντιμετώπιζε ὁ Ἰώβ; Τὸ ὅτι ἔφυγαν τὰ παιδιά του ἢ τὸ ὅτι ἁρπάχθηκαν ὅλα μαζί, σὲ μιὰ ἡμέρα; Τί νὰ πρωτοαντέξει ἕνας πατέρας; Τὸ ὅτι ἦταν ὅλα τὰ παιδιὰ στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους ἢ τὸ ὅτι ὅλα ἦταν καλόγνωμα καὶ ἐνάρετα; Πῶς νὰ ἑρμηνεύσει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔφυγαν αὐτὰ ἀπὸ τὴ ζωή; Πῶς νὰ κατασιγάσει τὴ φλογερὴ ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε γιὰ τὸ καθένα; Πῶς νὰ φιμώσει τὴ φιλόστοργη, πατρικὴ καρδιά του, αὐτὴ ποὺ ἦταν καὶ ἡ μεγαλύτερη πληγή του; Γιατί, ἂν χάσει ἕνας γονιὸς τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ κακότροπα παιδιά του, ἀσφαλῶς πληγώνεται καὶ πονάει, ἀλλὰ ὄχι ὑπέρμετρα. Γιατί ἡ κακία τῶν παιδιῶν μειώνει τὴν ἔνταση τῆς ὀδύνης τοῦ πατέρα. Ὅταν ὅμως τὰ παιδιὰ εἶναι φιλόστοργα καὶ ἐνάρετα, τὸ τραῦμα τοῦ γονιοῦ γίνεται βαθύτερο, ἡ μνήμη τοὺς μένει ἀξέχαστη, ἡ συμφορά του ἀπαράκλητη. Τότε, τὸ δηλητηριασμένο κεντρὶ γίνεται διπλό. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ πονάει ὁ πατέρας, ἐξ αἰτίας τῆς φυσικῆς φιλοτεκνίας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, θρηνεῖ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σωφροσύνη τῶν παιδιῶν του. 
    Ὁ Ἰώβ, σὰν καλὸς πατέρας, φρόντιζε νὰ προσφέρει κάθε πρωὶ θυσίες γιὰ τὰ παιδιά του. Γιατί φοβόταν καὶ ἀνησυχοῦσε γιὰ τὶς ἐνδεχόμενες, κρυφὲς ἁμαρτίες τους. Τίποτα δὲν ἀγαποῦσε ὁ Ἰὼβ περισσότερο ἀπὸ τὰ παιδιά του. Αὐτὸ σαφῶς εἶναι δεῖγμα, ὄχι μονάχα τῆς ἀρετῆς τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς φιλοστοργίας τοῦ πατέρα. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ἦταν τόσο φιλόστοργος καὶ ἀγαποῦσε καὶ ὡς πατέρας τὰ παιδιά του, ἀλλὰ καὶ τὰ φρόντιζε λόγῳ τῆς ἀρετῆς τους, ἡ φωτιὰ καὶ ὁ καϋμὸς τῆς ἔλλειψής τους ἦταν τριπλός. 
    Ἂν τὰ παιδιὰ ἔφευγαν σὲ διαφορετικὸ χρόνο τὸ καθένα, πάλι κάπως θὰ εὕρισκε ὁ Ἰὼβ παρηγοριά. Γιατί αὐτὰ ποῦ θά ‘μεναν πίσω, θὰ ἀνακούφιζαν τὴ λύπη καὶ τὴ στέρηση ἐκείνων ποὺ ἔφυγαν. Ὅταν ὅμως φεύγουν ὅλα μαζί, ποῦ νὰ γυρίσει καὶ ποιόν νὰ δεῖ ὁ πολύτεκνος Ἰώβ, ἐκεῖνος ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ ἔγινε ἄτεκνος; 
    Μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες συμφορὲς ὅμως, ἔπεσε καὶ αὐτή. Ἁρπάχτηκαν σὲ μιὰ στιγμὴ κι ἔφυγαν ὅλα τὰ παιδιὰ μαζί. Ὅταν φεύγει κανεὶς σὲ διάστημα λίγων ἡμερῶν, ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα τὴν ἔλλειψή του. Πόσο περισσότερο ὅμως θὰ πόνεσε ὁ Ἰώβ, ὁ ὁποῖος τὰ ἔχασε ὅλα μαζί, ὄχι σὲ λίγες μέρες, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμή; Γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ κανεὶς ἔχει χρόνο νὰ τὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ τὰ ἀντιμετωπίσει μὲ τὸ λογικό του, ἔχει τὴ δυνατότητα, ὅσο δύσκολα κι ἂν αὐτὰ εἶναι, νὰ προετοιμάσει τὸν ἑαυτό του ψυχικὰ καὶ νὰ τὰ σηκώσει πιὸ εὔκολα. Κάτι ὅμως ποὺ ἀπὸ μόνο τοῦ εἶναι τόσο βαρύ, φανταστεῖτε πόσο πιὸ ἀσήκωτο γίνεται, ὅταν σ’ αὐτὸ τὸ βάρος προστεθεῖ καὶ τὸ ξαφνικὸ καὶ τὸ ἀπροσδόκητο. Ἐκεῖνο πιὰ γίνεται ἀφόρητο καὶ ξεπερνᾶ κάθε ὅριο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. 
    Θὰ προσθέσω ἀκόμα καὶ κάτι βαρύτερο. Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰὼβ ἦταν νέα, πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Γνωρίζετε, ἀσφαλῶς, τί βάρος καὶ τί συμφορὰ εἶναι ὁ πρόωρος θάνατος καὶ πόσο διαφορετικὸ κάνει τὸ πένθος. Καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰώβ, ὁ θάνατος δὲν ἦταν μόνο πρόωρος, ἀλλὰ καὶ βίαιος, κάτι ποὺ εἶναι σίγουρα βαρύτερο. Γιατί αὐτὰ δὲν ἔφυγαν ἀπὸ τὸ κρεββάτι ποὺ κοίτονταν ἄρρωστα, ἀλλὰ καταπλακώθηκαν ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ γκρεμίστηκε. 
    Γιὰ σκέψου λοιπόν, σὲ τί κατάσταση βρισκόταν ἐκεῖνος ὁ πατέρας, τὴν ὥρα ποὺ ἔσκαβε στὰ χαλάσματα καὶ τραβοῦσε ἕνα μέλος κάποιου παιδιοῦ του! Γιὰ ἀναλογίσου τον, νὰ ἀνασύρει ἕνα χέρι ποὺ ἀκόμα κρατοῦσε τὸ μπουκάλι ἢ ἕνα ἄλλο, ποὺ ἦταν ἁπλωμένο πρὸς τὸ πιάτο. Γιὰ φαντάσου ἐκεῖνον τὸν πατέρα, ποὺ ἔβλεπε λιωμένα τὰ σώματα τῶν παιδιῶν του, ποὺ ἀτένιζε σπασμένο τὸ κεφάλι ἢ τὴ μύτη, βγαλμένα τὰ μάτια, χυμένα τὰ μυαλὰ καὶ γενικά, τὰ πάντα τόσο κακοποιημένα, ὥστε νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση νὰ τὰ ἀναγνωρίσει ἀπ’ τὴ μορφή τους, ἀκόμα κι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ πατέρας τους! 
    Συγκλονιστήκατε, καθὼς τ’ ἀκοῦτε ὅλα αὐτὰ καὶ γέμισαν τὰ μάτια σας δάκρυα; Σκεφθεῖτε λοιπόν, τί ἄνθρωπος ἦταν ἐκεῖνος ὁ πατέρας, ποὺ ἄντεχε νὰ τὰ βλέπει ὅλα αὐτά! Ἂν ἐμεῖς, μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, δὲν ἀντέχουμε οὔτε νὰ τ’ ἀκοῦμε ὅλα αὐτά, παρ' ὅλο ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ ἐμᾶς καὶ τὴ ζωή μας, τί διαμάντι ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος! Πῶς μποροῦσε νὰ τὰ βλέπει καὶ νὰ τὰ ζεῖ ὅλα αὐτά; Καὶ πῶς ἀντιμετώπισε μὲ τόση πίστη καὶ σύνεση ὄχι τὶς ξένες, ἀλλὰ τὶς δικές του συμφορές; 
    Ὁ Ἰὼβ ὅμως οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε εἶπε: Τί ἄραγε νὰ σημαίνουν ὅλα αὐτά; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀμοιβή μου γιὰ τὴν καλοσύνη μου; Γι’ αὐτὸ ἐγὼ εἶχα συνεχῶς ἀνοιχτὸ τὸ σπίτι μου στοὺς ξένους, γιὰ νὰ δῶ αὐτὸ τὸ σπίτι νὰ γίνεται ὁ τάφος τῶν παιδιῶν μου; Γι’ αὐτὸ ἐγώ τους δίδαξα τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ σωστὸ τρόπο ζωῆς, γιὰ νὰ χαθοῦν τώρα μὲ τέτοιο θάνατο; 
    Τίποτε ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶπε ὁ Ἰώβ. Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν σκέφθηκε. Τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ γενναιότητα, ἂν καὶ ὅλα τά ‘χασε, μετὰ ἀπὸ τόση ἀρετὴ καὶ τέτοια φροντίδα. Ἔμοιαζε ὁ Ἰὼβ σὰν ἐκεῖνο τὸν μεταλλουργὸ ποὺ λιώνει χρυσὸ καὶ φτιάχνει ἀνδριάντες. Ἔτσι αὐτὸς παιδαγωγοῦσε κι ἔπλαθε τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν του, στολίζοντάς τες μὲ μύριες καλωσύνες κι ἀρετές. 
    Ἔμοιαζε ἀκόμα ὁ Ἰὼβ μὲ τὸν φιλόπονο ἐκεῖνον γεωργό, ὁ ὁποῖος ποτίζει τὰ φυτώρια μὲ τοὺς φοίνικες καὶ τὰ ἐλιόδεντρα, τὰ περιποιεῖται καὶ τὰ περιβάλλει μὲ φράχτες. Ἔτσι ἔκανε κι αὐτός. Φρόντιζε τοῦ κάθε παιδιοῦ του τὴν ψυχή, σὰν νά ‘ταν ἐλιὰ καρποφόρα, ὥστε μὲ τὴν περιποίηση νὰ τῆς αὐξήσει τὴν καρποφορία τῆς ἀρετῆς. 
    Εἶδε ὅμως ὁ Ἰώβ, σὲ μιὰ στιγμή, ὅλα τὰ φυτά του ξεριζωμένα ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ καὶ πεταμένα κάτω στὸ χῶμα. Ὑπέμεινε ὅμως τὸν τραγικὸ ξεριζωμό τους, χωρὶς νὰ ξεστομίσει κάτι βλάσφημο ἐνάντια στὸ Θεό. Ἀντίθετα, Τὸν εὐχαριστοῦσε καὶ Τὸν δοξολογοῦσε, δίνοντας ἔτσι θανάσιμο πλῆγμα στὸν Πονηρό. 
 
    5. Μπορεῖ ἴσως κάποιος νὰ πεῖ: Ναί, ἀλλὰ ὁ Ἰὼβ εἶχε πολλὰ παιδιά, ἐνῷ ὁ ἄλλος ἔχει χάσει τὸ μονάκριβό του. Συμφωνῶ μ’ αὐτό. Πρέπει ὅμως νὰ ξέρεις ὅτι τοῦ Ἰὼβ τὸ πένθος εἶναι πολὺ βαρύτερο. Γιατί, ποιό ἦταν, ἀλήθεια, τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν πολυτεκνία του; Δέχτηκε πολλαπλὲς συμφορές. Χτυπήθηκε τόσες φορές, ὅσα ἦταν καὶ τὰ παιδιά του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν μεγαλύτερη ἡ συμφορὰ καὶ πικρότερη ἡ ὀδύνη του. 
    Θέλεις ὅμως νὰ σοῦ μιλήσω καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο ποὺ εἶχε κι αὐτὸς ἕνα μονάκριβο παιδὶ κι ἐπέδειξε τὴν ἴδια, γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ μεγαλύτερη ἀνδρεία, ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Ἰώβ; Ἀναλογίσου τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ πεθαμένο, ἀλλὰ τοῦ συνέβη κάτι χειρότερο καὶ πιὸ ὀδυνηρό. Πῆρε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σφάξει ὁ ἴδιος τὸ παιδί του! Κι ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἀντιλόγισε, δὲν ὀργίστηκε κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ οὔτε πάλι Τοῦ εἶπε κάτι σὰν κι αὐτό: Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἐπέτρεψες, Θεέ μου, νὰ γίνω πατέρας; Γιὰ νὰ μὲ κάνεις τώρα παιδοκτόνο; Καλύτερα θὰ ἦταν νὰ μὴ μοῦ τὸν εἶχες καθόλου χαρίσει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὸν Ἰσαάκ, παρὰ τώρα ποὺ μοῦ τὸν ἔδωσες, νὰ μοῦ τὸν πάρεις, καὶ μάλιστα, μὲ τέτοιο τρόπο. Θέλεις τώρα νὰ τὸν πάρεις; Ἂς εἶναι. Γιατί ὅμως μὲ βάζεις νὰ τὸν σκοτώσω ἐγὼ καὶ νὰ μολύνω τὸ χέρι μου μὲ τὸ αἷμα τοῦ παιδιοῦ μου; Ἐσὺ δὲν ἤσουν Ἐκεῖνος ποὺ μοῦ εἶχες ὑποσχεθεῖ ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ θὰ γέμιζες τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὴν γενιά μου; Πῶς λοιπὸν τώρα θὰ δώσεις τοὺς καρπούς, ἀφοῦ ἔδωσες ἐντολὴ νὰ καταστραφεῖ ἡ ρίζα; Πῶς πάλι μοῦ ὑπόσχεσαι ἀπογόνους, ἀφοῦ τώρα προστάζεις νὰ σφάξω μὲ τὰ χέρια μου τὸ παιδί μου; Πότε ἄλλοτε ἔγινε καὶ πότε ἀκούστηκε κάτι παρόμοιο στὸν κόσμο; Μήπως δὲν ἔχω καταλάβει καλὰ τούτη τὴν προσταγῇ ἢ μήπως ἔχω χάσει πιὰ τὰ λογικά μου; 
    Δὲν εἶπε ὅμως τίποτα τέτοιο ὁ Ἀβραάμ, οὔτε κἂν ποὺ πέρασε κάτι τέτοιο ἀπ’ τὸ μυαλό του. Δὲν ἀντιμίλησε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἔδινε τὴν ἐντολή, οὔτε πάλι Τοῦ ζήτησε γι’ αὐτὴν εὐθύνες. Ἀντίθετα, μόλις πῆρε τὸ πρόσταγμα ποὺ ἔλεγε «πᾶρε τὸ παιδί σου τὸ ἀγαπημένο, αὐτὸ ποὺ τόσο ἀγάπησε ἡ ψυχή σου, τὸν Ἰσαάκ, κι ἀνέβασέ το πάνω στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ» (Γέν. 22, 2), μὲ τόσο μεγάλη προθυμία ἐκπλήρωσε τὴν ἐντολή, ὥστε ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ κάνει περισσότερα ἀπ’ ὅσα ἡ Θεία ἐντολή του ζητοῦσε. Γιατί, οὔτε στὴ γυναῖκα του εἶπε τίποτα ὁ Ἀβραάμ, οὔτε στοὺς ὑπηρέτες ποὺ εἶχε μαζί του, αὐτοὺς μάλιστα τοὺς ξεγέλασε καὶ τοὺς ἄφησε πίσω. Πῆρε μονάχα ἐκεῖνον ποὺ προοριζόταν γιὰ τὴ θυσία, κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἔτσι ἐφάρμοσε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του ὁ Ἀβραὰμ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. 
    Ἀναλογίσου λοιπόν, τί ἀξιοθαύμαστο ποὺ ἦταν νὰ μιλάει μονάχος του μὲ τὸ παιδί! Καὶ μάλιστα, ὄντας μέσα τοῦ τόσο πληγωμένος καὶ πονεμένος! Ἡ πικραμένη στοργή του, ἐκείνη τὴ στιγμή, θὰ ἀναζητοῦσε ἀσφαλῶς τρόπο γιὰ περισσότερο ἔντονη ἔκφραση. Κι αὐτό, ὄχι γιὰ λίγο, γιὰ μιά-δυὸ στιγμές, ἀλλὰ γιὰ πολλές, συνεχεῖς ἡμέρες. 
    Πράγματι, ἂν ὁ Ἀβραὰμ ἐκτελοῦσε ἀμέσως τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, θὰ ἦταν βέβαια πολὺ θαυμαστὸ πρᾶγμα. Τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο ὅμως δὲν ἦταν αὐτό, ἀλλὰ τοῦτο ποὺ θὰ σᾶς πῶ στὴ συνέχεια: Βασάνιζε καὶ γύμναζε τὴν ψυχή του γιὰ πολλὲς ἡμέρες ὁ Ἀβραάμ, χωρὶς νὰ τοῦ συμβεῖ κάτι, ποὺ καθένας θά ‘νιωθε, ἀπέναντι στὸ μελλοθάνατο παιδί του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Θεὸς σήκωσε τὸν πῆχυ τοῦ ἀθλήματος, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις καὶ σὺ τώρα, ἄνθρωπε, τὸ ἄθλημα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀνθρώπου. 
    Ἦταν, στ’ ἀλήθεια, ἀθλητὴς ὁ Ἀβραάμ. Γιατί δὲν πάλεψε μὲ ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια, τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῆς φύσης. Ποιά λόγια θὰ μποροῦσαν, πραγματικά, νὰ παραστήσουν τὴν ἀνδρεία του; Ἀνέβασε στὸ βωμὸ τὸ παιδί, τὸ ἔδεσε χειροπόδαρα, τὸ ἔβαλε πάνω στὰ στοιβαγμένα ξύλα καὶ ἅρπαξε τὸ μαχαίρι, ἕτοιμος γιὰ νὰ δώσει σὲ μία στιγμὴ τὸ χτύπημα. 
    Πῶς νὰ τὸ πῶ; Δὲν ξέρω μὲ ποιόν τρόπο νὰ τὸ ἱστορήσω. Μονάχα ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔκανε ὅλα αὐτά, μονάχα αὐτὸς γνωρίζει τα καθέκαστα. Γιατί, ποτὲ καὶ κανένας λόγος, δὲν θὰ μπορέσει νὰ παραστήσει πὼς ἔγινε καὶ δὲν ξεράθηκε τὸ χέρι του. Πὼς δὲν παρέλυσαν τὰ νεῦρα του. Πὼς δὲν συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸ ἄκακο βλέμμα τοῦ χιλιοαγαπημένου μοναχογιοῦ του. 
    Θὰ ἄξιζε ὅμως ἐδῶ νὰ θαυμάσουμε καὶ τὸν Ἰσαάκ. Γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως κι ὁ πατέρας του, ὁ Ἀβραάμ, ὑπάκουσε στὸν Θεό. Ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὅταν πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐντολή, δὲν ζήτησε τὸ λόγο, δὲν ρώτησε τὴν αἰτία ποὺ ἔκανε τὸν Θεὸ νὰ δώσει ἕνα τέτοιο πρόσταγμα, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Ἰσαάκ. Ὅταν τὸν ἔδεσε ὁ πατέρας του καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ βωμό, δὲν εἶπε: Γιατί τὸ κάνεις αὐτό, πατέρα μου; Ἀντίθετα, ἔσκυψε ὑποτακτικὰ τὸν αὐχένα στὸ χέρι τὸ πατρικό. 
    Ἔτσι μποροῦσε κανεὶς νὰ δεῖ τὸν πατέρα συγχρόνως καὶ ἱερέα. Καὶ νὰ προσφέρεται παράλληλα ἀναίμακτη θυσία, ὡς ὁλοκαύτωμα, ἀλλὰ χωρὶς φωτιά. Θυσία ποὺ προτύπωνε, μὲ ἐκεῖνο ποὺ γινόταν πάνω στὸ βωμό, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιατί ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἔσφαξε, ἀλλὰ συγχρόνως, δὲν ἔσφαξε τὸ παιδί του. Δὲν τὸ ἔσφαξε μὲ τὸ χέρι, ἀλλὰ μὲ τὴν προθυμία ποὺ ἔδειξε στὴν ἐκτέλεση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια γι’ αὐτό του ἔδωσε μιὰ τέτοια ἐντολή, ὄχι γιατί ἦταν θέλημά Του νὰ χυθεῖ αἷμα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξει σὲ σένα, ἄνθρωπέ μου, τὴ διάθεση τοῦ πατριάρχη. Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ κάνει γνωστὸ σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἐκεῖνον τὸν γενναῖο ἄνθρωπο. 
    Ἔτσι διδάσκει κι ἐμᾶς, τοὺς μεταγενέστερους, ὅτι πρέπει καθένας μας νὰ προτιμάει νὰ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, περισσότερο καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ παιδιά του· περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴ ἀκόμα τὴ ζωή του. 
Κατέβηκε ἔτσι ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸ βουνό, ἔχοντας ζωντανὸ τὸν μάρτυρα γιὸ τοῦ Ἰσαάκ. 
    Λέγε μου τώρα, ποὺ θὰ βροῦμε ἐμεῖς ἔλεος! Τί ἀπολογία θὰ δώσουμε ἐμεῖς στὸν Θεὸ πού, ἐνῷ ἔχουμε δεῖ ἐκεῖνον τὸν γενναῖο Ἀβραὰμ νὰ ὑπακούει τόσο πρόθυμα στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τοῦ τὰ δίνει ὅλα γιὰ ὅλα, δυσφοροῦμε καὶ ἀντιδροῦμε γιὰ ὅ,τι μᾶς βρίσκει στὴ ζωή; 
    Μὴ μοῦ μιλήσεις γιὰ πένθος ἢ γιὰ βαριὰ συμφορά. Τούτο μόνο νὰ προσέξεις καλά, ὅτι δηλαδὴ ὅλο αὐτὸ τὸ βαρὺ χτύπημα τὸ ξεπέρασε ὁ Ἀβραάμ. Ἦταν ἀρκετή, καὶ μόνο ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν φέρει σὲ πολὺ δύσκολη θέση καὶ νὰ κλονίσει τὴν πίστη του σ’ Αὐτόν. Γιατί ποιός ἄλλος στ’ ἀλήθεια θὰ ἐξακολουθοῦσε, μετὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐντολή, νὰ πιστεύει ὅτι δὲν τὸν εἶχε ξεγελάσει ὁ Θεός, μ’ ὅσα τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ, μὲ τὸ πλῆθος δηλαδὴ τῶν ἀπογόνων ποὺ θ’ ἀποκτοῦσε; Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως καθόλου δὲν σκέφθηκε κάτι τέτοιο γιὰ τὸν Θεό. 
    Ὁ Ἰώβ, ἐπίσης, ἐπέδειξε τὴν ἴδια πίστη κατὰ τὴν ὥρα τῆς συμφορᾶς του. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐδῶ, κυρίως, πρέπει κανεὶς νὰ τὸν θαυμάζει: Μετὰ ἀπὸ τόση ἀρετή, μετὰ ἀπὸ τόσες φιλανθρωπίες καὶ ἐλεημοσύνες καὶ χωρίς, τόσο ἡ δική του συνείδηση, ὅσο καὶ τῶν παιδιῶν του, νὰ βαρύνεται γιὰ κάτι πονηρό, ὅταν εἶδε τὴν παράδοξη, ἀπροσδόκητη καὶ ὑπέρμετρη συμφορά -συμφορὰ ποὺ ποτὲ καὶ σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους κακούργους δὲν εἶχε συμβεῖ- δὲν ἀντέδρασε, ὅπως θὰ ἀντιδροῦσε καθένας ἀπὸ μᾶς. Δὲν θεώρησε ὅτι ἄσκοπα καὶ ἀνώφελα ζοῦσε ἐνάρετη ζωή, οὔτε εἶπε πὼς ἦταν λάθος καὶ πὼς ἦταν ἀνυπόστατα ὅλα ἐκεῖνα ποὺ πρὶν πίστευε. 
    Γι’ αὐτὰ λοιπὸν πρέπει καὶ τοὺς δυὸ αὐτοὺς νὰ τοὺς θαυμάζουμε, νὰ τοὺς ζηλεύουμε καὶ νὰ μιμούμαστε τὴν ἀρετή τους. 
    Καὶ ἂς μὴ μοῦ πεῖ κανεὶς ὅτι αὐτοὶ οἱ δυὸ ἦταν κάτι τὸ ἐξαιρετικὸ· πὼς ἦταν καὶ οἱ δυό τους μεγάλοι καὶ ἀξιοθαύμαστοι. Γιατί κι ἐγὼ θὰ τοῦ ἀπαντήσω: Ἀπὸ μᾶς τώρα, ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, πρέπει νὰ περιμένει κανεὶς μεγαλύτερη πίστη, παρὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔζησαν παλιότερα, στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γιατί ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε: «Ἂν δὲν ξεπεράσετε στὴ δικαιοσύνη τοὺς Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ. 5, 20). 
    Ἂς σωφρονιστοῦμε λοιπὸν κι ἂς ἔλθουμε στὰ συγκαλά μας. Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅλα, ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ μέχρι τώρα γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ὅλα, ὅσα ἔχουν σχέση, μὲ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους. Ἂς τὰ ὑπενθυμίζουμε ὅλα αὐτὰ συνεχῶς στὶς ψυχές μας. Ἂς τὰ διατηροῦμε μέσα μας, ὄχι μονάχα κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ πένθους, ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν μᾶς βαραίνει κάποιος ἰδιαίτερος ψυχικὸς πόνος ἢ πειρασμός. 
    Αὐτὸς ἀκριβῶς ἦταν κι ὁ λόγος ποὺ ἔκανε κι ἐμένα σήμερα νὰ σᾶς μιλήσω γι’ αὐτὸ τὸ θέμα —παρ' ὅλο ποὺ δὲν βρισκόμαστε αὐτὴ τὴ στιγμὴ σὲ κατάσταση ὀλιγοψυχίας— ὥστε, ἂν κάποτε σᾶς βρεῖ μιὰ τέτοια συμφορά, νὰ τὰ ξαναφέρετε αὐτὰ στὸ νοῦ σας, γιὰ νὰ ἀντλεῖτε ἀπὸ αὐτὰ πολλὴ παρηγοριά. Καὶ οἱ στρατιῶτες, ὅταν ὑπάρχει εἰρήνη, ἀσχολοῦνται καὶ μελετοῦν τὰ σχετικὰ μὲ τὸν πόλεμο θέματα· ὥστε, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς μάχης καὶ ὅταν ἡ περίσταση τὸ ἀπαιτήσει, νὰ δείξουν ἐπὶ τόπου τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἐμπειρία τους. Κι ἔτσι νὰ προχωρήσουν στὴν ἐφαρμογὴ ὅλων αὐτῶν ποὺ ἔμαθαν τὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης. 
    Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἂς προετοιμάσουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἐν ὅσῳ ἀκόμα βρισκόμαστε σὲ καιρὸ εἰρήνης, ὅπλα καὶ φάρμακα κατάλληλα γιὰ τὴν ὥρα τῆς πνευματικῆς ἀναμέτρησης. Ἔτσι, ἂν κηρυχθεῖ κάποτε ἐναντίον μας ὁ πόλεμος τῶν παθῶν ἢ ἡ μάχη τοῦ πένθους καὶ τῆς ὀδύνης ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο παρόμοιο, νὰ εἴμαστε ἐξοπλισμένοι κι ὁλόγυρα καλὰ περιφραγμένοι, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε, μὲ ἐμπειρία καὶ ἐπιτυχία, ὅλες τὶς προσβολὲς τοῦ Πονηροῦ. 
Ἂς περιτειχίσουμε ὁλόγυρα τὸν ἑαυτό μας μὲ ὀρθοὺς λογισμούς. Ἂς ἀποκτήσουμε σὰν ὅπλο ἰσχυρό, τὴ γνώση τοῦ Θείου θελήματος. Ἂς ἀξιοποιήσουμε τὰ παραδείγματα τῶν γενναίων ἀνδρῶν, τοὺς βίους τῶν πνευματικῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων μας καὶ ὅ,τι ἄλλο ἀνάλογο. 
    Γιατί ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ διανύσουμε καὶ αὐτὴ ἐδῶ τὴ ζωὴ χαρούμενα, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, καθὼς καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες, τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 
 
Ρ.G. 48, 1018-1026 
 
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Προσδοκῶ Ἀνάσταση Νεκρῶν. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατὰ τοὺς Πατέρες», Σειρὰ Ψηφῖδες Φωτόμορφες 5, Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία», Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 2007).
 
Πηγή: alopsis.gr