filioque
Ἔχει Γραφική θεμελίωση τό filioque;
Ὄχι, δέν ἔχει, ἄσχετο ἄν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθοῦν νά τό στηρίξουν στήν ἁγία Γραφή. Περί τῆς ὑποστάσεως καί τῆς ἰδιωματικῆς σχέσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁμιλεῖ κατά τρόπο σαφῆ καί ἀναντίρρητο τό Ἰωάν. 15,26· «Ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος, ὄν ἐγώ πέμψω ὑμίν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται...».
Στό κλασικό αὐτό χωρίο γίνεται διάκριση τῆς ἀϊδίου ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα καί τῆς ὑπό τοῦ Υἱοῦ ἤ στό Ὄνομα τοῦ Υἱοῦ πέμψεως αὐτοῦ στόν κόσμο, ἐκείνης μέν ἐκφραζόμενης διά τοῦ ἐνεστῶτος «ἐκπορεύεται», αὐτῆς δέ διά τοῦ μέλλοντος «πέμψω». . κατηγορηματική διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, καταχωρήθηκε αὐθεντικά καί ἀλάθητα στό ἱερό Σύμβολο τῆς συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381)· «Τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον». Ἡ πίστη ἐδῶ της Ἐκκλησίας εἶναι σαφής καί ἀναντίρρητη.
Κατά τούς Παπικούς ὅμως τά ἀνωτέρω χωρία ὁμιλοῦν μέν περί ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός, ὅμως δέν ἀποκλείουν ρητά καί τό filioque (καί ἐκ τοῦ υἱοῦ). Δέ λένε δηλαδή· «ὅ μόνον παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» ἤ «τό ἐκ τοῦ Πατρός μόνον ἐκπορευόμενον», ἀφήνοντας ἔτσι ἀνοικτή τήν ὑπόθεση τοῦ filioque. Δέ νομίζετε ὅμως, ὅτι οἱ συλλογισμοί αὐτοί τῶν Παπικῶν εἶναι ἁπλά θεολογικά τεχνάσματα; Γιατί, ἀντιστρέφοντας τό συλλογισμό, θά μπορούσαμε κι ἐμεῖς νά ποῦμε· Ἄν τό filioque εἶχε κάποια δυνατότητα στή σκέψη τοῦ Κυρίου, γιά ἕνα τόσο κορυφαῖο σημεῖο τοῦ δόγματος δέ θά ἔλεγε ρητά ὁ Σωτήρ· «ὅ παρά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται;» ἤ ὁ συνοδικός ὅρος· «τό ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον;» Γιατί ν' ἀποκρύψει μία τόσο μεγάλη ἀλήθεια ὁ Κύριος; Μήπως γιά νά δημιουργήσει ζητήματα στήν Ἐκκλησία του;
Στό πνεῦμα τέλος τοῦ χωρίου τοῦ Ἰωάννου (15,26), δηλαδή τῆς ἀϊδίου ἐκπορεύσεως ἐκ τοῦ Πατρός καί τῆς ἐν χρόνω πέμψεως ὑπό τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ καί τό χωρίο Ἰωάν. 16,13-15· «Ὅταν δέ ἔλθη ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν· οὐ γάρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἄν ἀκούση λαλήσει, καί τά ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμίν». Στό χωρίο ὅμως αὐτό στηρίζουν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τήν περί filioque διδασκαλία τους, συνδέοντας στενά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τήν ἐκπόρευση καί τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πῶς κρίνεται τό filioque ἀπό ἱστορική ἐκκλησιαστική ἄποψη;
Ἡ εἰσαγωγή του στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι πραξικοπηματική καί αὐθαίρετη. Οἱ ὄροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων εἶναι μνημεῖα αὐθεντικά, ἀλάθητα καί ἀμετακίνητα. Κανένας ἰδιώτης οὔτε καί τοπικές σύνοδοι δέν ἔχουν τό δικαίωμα, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, νά τούς μεταβάλλουν καί νά τούς τροποποιήσουν. Μόνον ἄλλη οἰκουμενική σύνοδος μπορεῖ νά τό ἐπιχειρήσει. Τήν ἄποψη αὐτή κατοχυρώνει ἐπίσημα ἡ Γ' Οἰκ. Σύνοδος σέ ὅσα ἀποφαίνεται· «Μηδενί ἐξεῖναι ἑτέραν πίστιν προφέρειν, ἤγουν συγγράφειν ἤ συντιθέναι παρά τήν ὁρισθεῖσαν παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν ἐν Νικαία συνελθόντων ἐν Ἁγίω Πνεύματι». Ἔτσι εἶδε τό πράγμα καί ὁ πρόεδρος τῆς συνόδου Κύριλλος, ὁ ὁποῖος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἰωάννη Ἀντιοχείας λέγει, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται «λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἤ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβήν» [1].
Ἡ κακοποίηση τοῦ ὄρου τῆς Γ' Οἰκ. Συνόδου ἀπό τούς παπικούς, ἐξωφρενική καί ἀνεπίτρεπτη, ἐπέφερε σάλο στήν οἰκουμενική Ἐκκλησία, τήν ὁποία τελικά κατάφερε νά διασχίσει.
Θεολογικά γιατί εἶναι ἀξιοκατάκριτο τό filioque;
Διότι καταστρέφει τή μοναρχία στή θεότητα καί ἐπιφέρει σύγχυση στά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων. Ἡ μοναρχία στή θεότητα ἀποτελεῖ κορυφαία στιγμή τοῦ τριαδικοῦ δόγματος τῆς πίστεως, γύρω ἀπό τήν ὁποία διεξήχθησαν ἰσχυροί ἀγῶνες στήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα, ὁ Πατήρ θεωρεῖται ὡς ἡ πηγαία θεότητα. Ἀπ' αὐτόν πηγάζουν τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Τριάδος, ὁ Υἱός διά τῆς γεννήσεως καί τό Πνεῦμα διά τῆς ἐκπορεύσεως. Στήν τάξη αὐτή τῆς Τριάδος διασφαλίζονται τόσο ἡ ἑνότητα τῆς φύσεως ὅσο καί ἡ ἰσοτιμία τῶν προσώπων τῆς Τριάδος. Ἔτσι ἐνόησε τό πράγμα ἀπό παλαιά ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία.
Τό filioque ὅμως ἀναιρεῖ τήν τάξη αὐτή. Δέν καταστρέφει μέν τήν ἑνότητα τῆς φύσεως, καταστρέφει ὅμως τήν τάξη τῶν τριαδικῶν σχέσεων τῶν προσώπων. Καταλύει τή μοναρχία στή θεότητα, εἰσάγοντας διαρχία στίς σχέσεις τῆς τριαδικῆς θεότητας. Ἀντί τῆς μίας ἀρχῆς ἀπό τήν ὁποία ἀνελίσσεται ἡ Ἁγία Τριάδα, ἔχουμε δύο ἀρχές. Ὁ Πατήρ παύει νά εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς θεότητας, στήν ὁποία τώρα προστίθεται ὡς παράλληλη πηγή καί ὁ Υἱός. Ἡ εἰσαγωγή ὅμως καί δεύτερης πηγῆς φέρει ἀναστάτωση καί σύγχυση στά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων. Τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ δέν εἶναι πιά μόνο ἡ γέννηση, ἀλλά καί ἡ ἐκπόρευση· τοῦ δέ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ἐκπόρευση δέν εἶναι ἐκ μόνο τοῦ Πατρός ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Στή βάση αὐτή τῆς συγχύσεως τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων διερωτᾶται κανείς· γιατί ἡ σύγχυση νά μήν ἐπεκταθεῖ καί περαιτέρω, δηλαδή ὁ Υἱός νά μή γεννᾶ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα νά μήν ἐκπορεύει τόν Υἱόν κ.λπ.; Ποῦ θά χαράξουμε τή διαχωριστική γραμμή καί ποῦ θά σταματήσουμε στήν κατάλυση τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Τό filioque ἔχει πρακτικότερες συνέπειες γιά τήν Ἐκκλησία;
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει. Στό θεολογικό ἐπίπεδο, ἐκτός του ὅτι καταστρέφει τό τῆς «μοναρχίας πολυύμνητον καί θεοπρεπές κράτος» [2], ἐπιφέρον σύγχυση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν προσώπων, ὑποτιμᾶ σαφῶς καί τό θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ παναγίου Πνεύματος. Πράγματι, ἄν τό Πνεῦμα τό Ἅγιο δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἴδια πηγή (τόν Πατέρα) ὅπως καί ὁ Υἱός, κατά διαφορετικό φυσικά τρόπο, ἀλλ' ἐξαρτᾶται καί ἀπό δεύτερο παράγοντα (τόν Υἱό), τότε εἶναι ὑποδεέστερό του Υἱοῦ, καί δέν ἔχει τό αὐτοτελές καί ὁμόλογο πρός τόν Υἱό, πού θά εἶχε ἄν προερχόταν ἀμέσως ἀπό τόν Πατέρα.
Γιά τήν ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία ἡ μείωση τοῦ Πνεύματος στό θεολογικό πεδίο, ἔχει ἀντίκτυπο καί στό σωτηριολογικό. Ἄν τό Πνεῦμα δέν εἶναι ὁμότιμο καί ἰσότιμο πρός τόν Υἱό (καί φυσικά πρός τόν Πατέρα), εἶναι δηλαδή δευτέρας τάξεως στήν Ἁγία Τριάδα, τότε κινδυνεύει τό ἔργο του στό πεδίο τῆς σωτηρίας, σάν ἀρχῆς τελειωτικῆς του λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ζεῖ καί κινεῖται στή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει φοβερές ἐπιπτώσεις στήν ὑπόστασή της. Οἱ ἀγῶνες τῆς κατά του «καί ἐκ τοῦ υἱοῦ» δέν ἤσαν οὔτε εἶναι «περί ὄνου σκιᾶς», ὅπως ἴσως θά νόμιζαν μερικοί, ἀλλ' ἀγῶνες ὑπαρξιακοί, γιά τή διατήρηση τῆς ὑποστάσεως καί τῆς οὐσίας της καί τήν ἐπιτυχία τῶν σωτήριων σκοπῶν καί τοῦ λυτρωτικοῦ δυναμισμοῦ της. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν μπορεῖ ν' ἀποστεῖ τοῦ θεωτικοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στό ὁποῖο ζεῖ, διακρατεῖται καί ἐλπίζει. Δέν εἶναι δέ χωρίς λόγο, ὅταν στούς ὀρθόδοξους ναούς τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας κάνει τό σταυρό του, ὅταν ἀπαγγέλλεται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί στό σημεῖο «τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον». Τό ζήτημα αὐτό εἶναι βαθιά χαραγμένο στήν πίστη καί τή συνείδηση τοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ!
Τί σημαίνει ὁ τύπος ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐκ Πατρός δί' Υἱοῦ»;
Κατά τούς ἱερούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τό Πνεῦμα τό Ἅγιο «ἐκπορεύεται ἐκ Πατρός δί' Υἱοῦ». Αὐτός εἶναι ὁ συνήθης τύπος διά τοῦ ὁποίου ἐκφράζεται ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Στό ζήτημα αὐτό παρεμβαίνουσα ἡ θεολογία διατυπώνει πολλούς καί λεπτούς συλλογισμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι δύσκολο νά κατανοηθοῦν ἀπό τούς πολλούς πιστούς, γιά τούς ὁποίους γενικά ἡ θεολογία εἶναι δύσκολη καί δυσνόητη. Ἐμεῖς ἐδῶ, ἀποφεύγοντας τίς πολύπλοκες θεολογικές σκέψεις, θά δώσουμε μία βασική ἀπάντηση, ἡ ὁποία δέν ἐξέρχεται τῆς διδασκαλίας τοῦ Δ΄ Εὐαγγελίου (Ἰωάν. 15,26).
Ἡ πρόθεση ἐκ γλωσσικά σημαίνει τήν αἰτία ἐκ τῆς ὁποίας γίνεται κάτι, ἐνῶ ἡ διά σημαίνει τήν αἰτία διά τῆς ὁποίας γίνεται κάτι. Στή θεολογική Τριάδα ἡ ἐκ ἀναφέρεται στόν Πατέρα ἐκ τοῦ ὁποίου τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀϊδίως, λαμβάνοντας παρ' αὐτοῦ τή θεότητα («τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», «ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»). Ἡ δέ πρόθεση διά ἀναφέρεται στόν Υἱό στό ὄνομα τοῦ ὁποίου πέμπεται τό Πνεῦμα στόν κόσμο, χωρίς αὐτό φυσικά νά σημαίνει ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἁπλό ὑπηρετικό ὄργανο τοῦ Πατρός. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ διά στή σχέση τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναφέρεται στήν οἰκονομική Τριάδα, δηλαδή στίς ἐξωτερικές ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅτι ἀφετέρου ἡ διά ἐκφράζει τήν ταυτότητα φύσεως μεταξύ Υἱοῦ καί Πνεύματος εἶναι ὁμοίως φανερό. Σ' αὐτό στηρίζεται καί τό ἄλλο, ὅτι τό Πνεῦμα ἀναπαύεται στόν Υἱό («καί ἐν Υἱῶ ἀναπαυόμενον») καί λέγεται «ἴδιον του Υἱοῦ» [3].
Τό filioque εἶναι τριαδολογική κακοδοξία;
Αναντιρρήτως ναί καί μάλιστα μεγάλη, γιατί φθείρει τήν περί Ἁγίας Τριάδος διδασκαλία.
Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνου του Πατρός, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς θεότητας τῶν δύο ἄλλων προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, καί πέμπεται στόν κόσμο διά τοῦ Υἱοῦ πρός τελείωση τοῦ ἔργου τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἡ διδασκαλία αὐτή στηρίζεται στό κλασικό χωρίο τῆς Γραφῆς Ἰωάν. 15,26· «Ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος, ὄν ἐγώ πέμψω ὑμίν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται...», ὅπου ὁ μέν ἐνεστώς «ἐκπορεύεται» σημαίνει τήν αἴδια πρόοδο τοῦ Πνεύματος παρά τοῦ Πατρός, ὁ δέ μέλλων «πέμψω» τήν ἔγχρονη ἀποστολή τοῦ Πνεύματος ἀπό τόν Υἱό. Αὐτός εἶναι γενικά ὁ ὀρθόδοξος τύπος ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ρωμαϊκή ὅμως Ἐκκλησία ἔχει ἄλλη ἀντίληψη. Διδάσκει ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο δέν ἐκπορεύεται ἐκ μόνου του Πατρός ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (filioque). Τή διδασκαλία τῆς αὐτή στηρίζει σέ χωρία τῆς Γραφῆς (Ἰωάν. 16,13.5 κ.α.) τά ὁποία ἑρμηνεύει μέ τό δικό της τρόπο. Τό filioque, ἡ ἰδέα τοῦ ὁποίου προέρχεται ἀπό τή θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ Λατινική Ἐκκλησία τό προσέθεσε στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως στήν Ἱσπανία σέ σύνοδο τοῦ Τολέδου τό 589, προφανῶς γιά νά στηρίξει τήν πίστη στή θεότητα τοῦ Λόγου, πού πολεμοῦσε τότε λυσσωδῶς ὁ Δυτικογοτθικός Ἀρειανισμός. Ἀπό τήν Ἱσπανία μεταφέρθηκε τό filioque καί σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες, ὄχι βέβαια χωρίς ἀντίδραση.
Τό filioque, πού δέν ἔχει πραγματικό ἔρεισμα στή Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό εἶδε σάν δεινή τριαδολογική αἵρεση καί τό πολέμησε ἰσχυρά.
1) Γιατί καταργεῖ τό ἀξίωμα τοῦ Πατρός ὡς πηγαίας θεότητας.
2) Καταλύει «τό τῆς μοναρχίας πολυύμνητον κράτος», εἰσάγοντας δύο ἀρχές στή θεότητα, τόν Πατέρα καί τόν Υἱό.
3) Ἐπιφέρει σύγχυση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν προσώπων, τά ὁποία (ἰδιώματα) εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀμετακίνητα καί ἀμετάδοτα, ὥστε νά διερωτᾶται κανείς· γιατί ὁ Πατήρ νά μή γεννᾶται ἀπό τόν Υἱό καί ὁ Υἱός νά ἐκπορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα; κ.ο.κ.
4) Ὑποβαθμίζει τό Πνεῦμα ἔναντί του Υἱοῦ, ὑποβαθμίζοντας τό θεοπρεπές τοῦ ἀξίωμα καί θέτοντας σέ κίνδυνο τό ἁγιαστικό ἔργο του.
Τό filioque ποῦ ἔγινε αἰτία διασχίσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐπί Φωτίου (867) καί Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054) δέν εἶναι «θεολογούμενον», μία δηλαδή ἀμφιλεγόμενη δογματική δοξασία, τῆς ὁποίας ἡ ἀθέτηση δέν ἔχει καί τόσο μεγάλη σημασία. Τουναντίον, γιά τή Ρωμαϊκή Ἐκκλησία εἶναι κορυφαῖο δόγμα πίστεως, τοῦ ὁποίου ἡ ἄρνηση στερεῖ τόν ἄνθρωπο τῆς σωτηρίας· γιά δέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀθέτηση κορυφαίας στιγμῆς τῆς περί Ἁγίας Τριάδος διδασκαλίας, τῆς ὁποίας ἡ ἀποδοχή καταδικάζει αἰώνια τόν ἄνθρωπο. Στό θεολογικό διάλογο πού διεξάγουμε μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία τό filioque ἀποτελεῖ πρόβλημα ἀκανθῶδες.
Πρέπει δέ νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί καί νά μήν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς».
Ἡ ἄρνηση τῶν θείων ἐνεργειῶν στό Θεό παραβλάπτει τό δόγμα περί τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Ναί, τό παραβλάπτει. Φθείρει τήν ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅπως σημειώσαμε στό προηγούμενο, στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχουν· ἡ οὐσία, οἱ ὑποστάσεις καί οἱ θεῖες ἐνέργειες. Ἄν λείψει ἕνα ἀπό τά τρία αὐτά, φθείρεται ἡ ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Αἵρεση δέν εἶναι μόνο ἡ ἄρνηση ἤ ἡ παρεκδοχή τῆς θείας οὐσίας ἤ τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ἀλλά καί ἡ ἄρνηση ἤ παρεκδοχή τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν.
Τίς θεῖες ἐνέργειες ἀρνεῖται ἀπό τό Θεό ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία. Τίς ἀπορρίπτει γιατί κατ' αὐτήν ἡ ὕπαρξη τῶν θείων ἐνεργειῶν συνθέτει τή φύση τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας καταλύει τήν ἄπειρη ἁπλότητα. Βεβαίως ὑπάρχουν δυνάμεις στό Θεό, ὅμως αὐτές δέν εἶναι ἄκτιστες, ὅπως ἄκτιστη δέν εἶναι καί ἡ θεία χάρη καί τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτά κατά τή λατινική θεολογία εἶναι μεγέθη κτιστά, τά ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ὑπερβατικός Θεός γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Γύρω ἀπό τό ζήτημα τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν διεξήχθησαν σκληροί ἀγῶνες μεταξύ της ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς καί τῆς λατινικῆς Δύσεως. Ὁ μοναχός Βαρλαάμ, ἐκπρόσωπος τοῦ λατινικοῦ πνεύματος, καταπολέμησε σφοδρῶς τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία· αὐτόν δέ ἀντιμετώπισε σθεναρά ὁ μεγάλος πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας δικαίωσαν τούς ἀγῶνες καί τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου, καί καταδίκασαν τόν λατινόφρονα Βαρλαάμ [4].
Τό ζήτημα τῶν θείων ἐνεργειῶν εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, ὄχι μονάχα γιά τήν ὁλοκληρία τῆς περί Ἁγίας Τριάδος διδασκαλίας της, ἀλλά καί γιά ὅλη τήν ὑπόστασή της καί τό λυτρωτικό ἔργο της. Ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια (ἡ χάρη) ἀποτελεῖ τόν ζωτικό καί ἁγιαστικό της Ὀρθοδοξίας δεσμό. Μέ τή βαθιά ἕνωση μαζί της θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. Θά μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ θέωση, ἄν ἡ θεία ἐνέργεια (ἡ χάρη) δέν ἦταν μέγεθος ἄκτιστο ἀλλά κτιστό; Ἀλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά συνοικήσουν Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοπαπισμός μέ τόσο ἔντονες σωτηριολογικές καί ἐσχατολογικές ἀποκλίσεις καί διαφορές; Οἱ μέν Ὀρθόδοξοι νά ὁραματίζονται καί νά σπεύδουν πρός τή θέωση, οἱ δέ Ρωμαιοκαθολικοί νά εἶναι ἀνίδεοί του σημαντικοῦ αὐτοῦ πράγματος;
1. Βλ. Χρ. Ἀνδρούτσου, Συμβολική, ἐν Ἀθήναις 1930, σ. 157.
2. Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
3. Εἶναι πολυσυζητημένη ἔκφραση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας, ἡ ὁποία δέχτηκε πολλές ἐπιθέσεις ἀπό τούς ἀντιπάλους του (Κυρίως ἀπό τό Θεοδώρητο Κύρου). Ὁ διαπρεπής ὅμως θεολόγος μέ τή φράση αὐτή ἐννοοῦσε τό ὁμοφυές (κατά τήν οὐσία) τοῦ Πνεύματος μέ τόν Υἱό.
4. Βλ. Τόμους τῶν ἐν Κῶν/πόλει συνόδων τοῦ 1341 καί 1351 περί τοῦ Ἡσυχασμοῦ (Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα, 1952, σέλ. 294 ἐξ.). Ε. Χριστολογία (σσ. 91-109)
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ, ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΚΟΖΑΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005