ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΛΑΝΕΣ ΤΩΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΩΝ

2024-10-23 13:04
  Αρχιμ. Αὐγουστίνου Γ. Μύρου, Δρ Θ. Iεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης  
 
    Ἐπειδὴ στὸν καιρό μας ὑπάρχει μία ἀντίληψη γενικὰ γιὰ τὴν αἵρεση, ποὺ καταργεῖ τὶς διακρίσεις, ἰσοπεδώνει τὶς διαφορές, καὶ οὐσιαστικὰ ἐξισώνει τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμμα, θὰ ἤθελα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μου νὰ κάνω δύο βασικὲς διακρίσεις. 
 
    1. Ἡ πρώτη διάκριση εἶναι ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκκλησία, αὐτὸ τὸ μοναδικὸ αὐθεντικὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ τί σημασία ἔχει γιά μας, γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο; Ἔχει τόσον ἐνδιαφέρον γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅσο τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Γιατί; Διότι ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζεται στὸν κόσμο μὲ μία πρόταση. Ἀναγγέλλει ὅτι μπορεῖ νὰ θεραπεύση τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πάνδημη καὶ πιὸ φοβερὴ ἀσθένεια, τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ἡ θεραπεία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ σωστὴ θεραπευτικὴ μέθοδο καὶ ἀπὸ τοὺς καταλλήλους γιατρούς. Θεραπεία ὑπόσχονται καὶ οἱ αἱρέσεις, ἀλλὰ ἡ θεραπευτική τους μέθοδος εἶναι λανθασμένη, καὶ ἐπὶ πλέον δὲν διαθέτουν τοὺς κατάλληλους θεραπευτές. Αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση, στὴν κάθε αἵρεση. Ἡ μὲν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τὸ πνευματικὸ νοσοκομεῖο στὸ ὁποῖο ἔμπειροι γιατροὶ ἀφαρμόζουν τὴν ὀρθὴ θεραπευτικὴ μέθοδο, ἐνῷ ἡ ὄποιαδήποτέ αἵρεση εἶναι ἕνα ἀνεξέλεγκτο ἰδιωτικὸ «θεραπευτικὸ» ἵδρυμα, στὸ ὁποῖο ἀποδεδειγμένα ἐφαρμόζεται λανθασμένη θεραπευτικὴ μέθοδος. 
 
    Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ μᾶς, ὡς μέλη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, καὶ στοὺς αἱρετικοὺς δὲν συνίσταται στὸ ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καλοί, οἱ ἀναμάρτητοι, οἱ ὑγιεῖς πνευματικά, καὶ ἐκεῖνοι εἶναι οἱ κακοί, οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ πνευματικὰ ἀσθενεῖς, Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πνευματικὰ ἀσθενεῖς. Ἀλλὰ οἱ μὲν συνειδητοὶ Ὀρθόδοξοι ἔχουν ἐπιλέξει νὰ εἰσαχθοῦν σ’ ἕνα πνευματικὸ νοσοκομεῖο ποὺ ἐφαρμόζει ἐγγυημένα ὀρθὴ θεραπευτικὴ μέθοδο, ἐνῷ οἱ αἱρετικοὶ βρίσκονται σὲ νοσοκομεῖο ποὺ ἐφαρμόζει λανθασμένη θεραπευτικὴ μέθοδο καὶ στερεῖται ἀπὸ ἐμπείρους θεραπευτές. 
 
    2. Ἡ δεύτερη διάκριση ποὺ θέλω νὰ ἐπισημάνω εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποτελεῖ κανόνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν αἱρετικῶν. Διακρίνουμε δηλαδὴ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς πρόσωπα, πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀσθένησαν πνευματικά, ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴν λανθασμένη δηλαδὴ θεραπευτικὴ μέθοδο, ποὺ τελικὰ ὄχι μόνον δὲν τοὺς θεραπεύει, ἀλλὰ μὲ βεβαιότητα τοὺς ὁδηγεῖ στὸν πνευματικὸ θάνατο. Συμπερασματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι ἀγαποῦμε τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μισοῦμε καὶ πολεμοῦμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις τὴν αἵρεση. Κάνουμε ὁ,τι κάνει ὁ σωστὸς καὶ καλὸς γιατρὸς· φροντίζει μὲ ἀγάπη τὸν ἀσθενῆ, ἀλλὰ μάχεται μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀσθένεια καὶ συγχρόνως τὶς κομπογιαννίτικες θεραπευτικὲς μεθόδους, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐνημερώνει τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ προφυλαχθοῦν. 
 
ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ 
 
    Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπαραίτητες διακρίσεις καὶ διευκρινήσεις, ἔρχομαι στὸ κύριο θέμα μου. Τί εἶναι ἡ λεγόμενη «ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς»; Γιατί δὲν εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησία; Γιατί δὲν εἶναι τὸ κανονικὸ πνευματικὸ θεραπευτήριο; Γιατί δὲν ἔχει τὴν ὀρθὴ θεραπευτικὴ μέθοδο; Ἐπειδὴ οἱ πλάνες των Πεντηκοστιανῶν εἶναι πολλὲς καὶ ὁ χρόνος τῆς ὁμιλίας ὀλίγος, ἐπιλέγω νὰ ἀπαντήσω στὶς πιὸ βασικὲς ἀπὸ αὐτές. 
 
    Οἱ ἴδιοι οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀποτελοῦν τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιμένουν ὅτι αὐτοὶ πιστεύουν, ζοῦν καὶ λατρεύουν τὸν Θεὸ τόσο σωστὰ ὅσο καὶ οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους χριστιανούς. Ὑποστηρίζουν ὅτι ἔχουν ὡς βάση τους τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν ὁποία ἑρμηνεύουν ἀπὸ μόνοι τους, πιστεύοντας ὅτι ὁπωσδήποτε τοὺς φωτίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις εἶναι βέβαιοι ὅτι ἡ Ἐκκλησία των Πεντηκοστιανῶν ταυτίζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν ἀποστόλων καὶ γι αὐτὸ τὴν ὀνομάζουν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ κάποιοι διαφοροποιημένοι ἀπὸ αὐτούς, Ἐλευθέρα Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς, Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἡ κάποιοι ἄλλοι, Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Πεντηκοστῆς κ.λπ. 
 
    Δὲν ἀρκοῦν ὅμως γιὰ τὴν ἀλήθεια οἱ ἁπλοῖ ἰσχυρισμοί. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐκπληρώνονται κάποια βασικὰ κριτήρια. Ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τόσο τῶν θείων Γραφῶν, ὅσον καὶ ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, διαπιστώνουμε ὅτι ὑπάρχουν τρία βασικὰ κριτήρια, γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινή: 1. Ἡ αὐθεντικὴ Διδασκαλία ὡς δόγμα, 2. Ὁ χριστομίμητος τρόπος ζωῆς ὡς ἦθος καὶ 3. Ὁ ἐξ ἀρχῆς παραδεδομένος τρόπος ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ ὡς καθαρὴ καὶ ἀμίαντη λατρεία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ τίθεται τὸ καίριο ἐρώτημα: Ἐκπληρώνονται τὰ κριτήρια αὐτὰ στοὺς Πεντηκοστιανούς, ὅπως στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων; Οἱ ἴδιοι ὑποστηρίζουν ὅτι μόνον σ’ αὐτοὺς καὶ στὴ λεγόμενη ἐκκλησία τους ἐκπληρώνονται. Ἐπιμένουν ὅτι κατέχουν τὴν δογματικὴ ἀλήθεια, ὅτι στὸν βίο τους ἀκολουθοῦν τὸ γνήσιο ἀποστολικὸ ἦθος, καὶ λατρεύουν ἀληθινὰ τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἐξετάσουμε στὴ συνέχεια. 
 
Α. ΤΟ ΔΟΓΜΑ Ἡ Ἡ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ 
 
    Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκάλυψε στοὺς ἀποστόλους καὶ μέσῳ αὐτῶν παρέδωκε σ’ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων τὴν τέλεια καὶ ἀμετάβλητη ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό, τὸν κόσμο, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ σωτηρία. Γιὰ νὰ διαφυλαχθῇ ἀκέραια ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς ἀπαιτοῦνται κάποιες προϋποθέσεις, τὶς ὁποῖες συναντοῦμε σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ ὕπαρξη τῆς μιᾶς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀναλλοίωτη ἀποστολικὴ Διδαχὴ καὶ ἡ ἀδιάκοπη ἀποστολικὴ Διαδοχή. Οἱ Πεντηκοστιανοὶ δὲν διαθέτουν καμμία ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις αὐτές, γιὰ νὰ βρίσκονται στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. 
 
    Πρῶτα-πρῶτα οἱ ϊδιοι οἱ Πεντηκοστιανοί, ὅταν ὁμιλοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὴν προσδιορίζουν ἐντελῶς ἄσχετα ἄπό τον τρόπο μὲ τὸν ὄποῖό την γνωρίζουν οἱ ἀπόστολοι. Στὸ ἐρώτημα, τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀπαντοῦν ὅτι «εἶναι τὸ σῶμα τῶν χριστιανῶν πιστῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἀφιερωμένων στὸ Χριστό, παραδομένων σ’ Αὐτόν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καθημερινὰ σὲ συμφωνία μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ». Πρόκειται γιὰ ἕνα ὁρισμὸ καθαρὰ προτεσταντικό, ριζικὰ ἀντίθετο ἄπό την συνείδηση ποὺ ἔχει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἀπόστολος τοΰ Χριστοῦ σημειώνει γι’ αὐτήν: «ἥτις (Ἐκκλησία) ἔστιν τὸ σῶμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ)» (Ἐφ. 1,23). Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ «σῶμα τοῦ Χριστοῦ» καὶ στὸ «σῶμα τῶν χριστιανῶν» εἶναι ὅση καὶ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ σῶμα τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ στὸ σῶμα ἑνὸς συλλόγου ἀνθρώπων. 
 
    Οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι οἱ μόνοι γνήσιοι συνεχισταὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ βιώνουν οἱ ἴδιοι τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Βρίσκονται ὅμως ἀντιμέτωποι μὲ τὸ καταλυτικὸ γιὰ τὴν ἱστορική τους ἀρχὴ καὶ συνέχεια γεγονός, ὅτι ἱστορικὰ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ «Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς» ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων μέχρι καὶ τὴν ἐμφάνιση τοῦ δικοῦ τους Κινήματος, στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος. Πρόκειται γιὰ ἕνα τρομακτικὸ ἀκάλυπτο κενὸ 19 αἰώνων. 
 
    Οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἐπιχειροῦν ἀπεγνωσμένα νὰ δείξουν ὅτι ἔχουν προγόνους καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀναφέρονται σὲ παλαιοτέρους αἱρετικούς, ὅπως εἶναι οἱ Γνωστικοὶ καὶ οἱ Μοντανισταί, ἀλλὰ καὶ σὲ νεωτέρους, ὅπως εἶναι οἱ Σουηδοὶ ἀναβαπτισταί. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως αὐτοκαταδικάζονται, καθὼς ἀποδέχονται ὡς γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ ὁ,τι στὴν συνείδηση τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας εἶναι αἱρετικό. 
 
    Ἐπὶ πλέον ὅλοι οἱ «πνευματικοὶ» πρόγονοι τῶν Πεντηκοστανῶν προέρχονται ἀπὸ προτεσταντικὰ Κινήματα. Ἐνδεικτικὰ μνημονεύουμε μερικούς. Ὁ John Alexander Dowie (1847- 1910), ἐμπνευστὴς τοῦ πατρός του Πεντηκοστιανισμοῦ Parham, ὑπῆρξε προτεστάντης, ποὺ προσπάθησε νὰ ὀργανώση τὴν ἐκκλησία του μὲ ἀποστολικὲς ἀρχές. Ἡ Maria Woodworth Etter (1844- 1924), ποὺ θεωρεῖται ἡ γιαγιὰ τοῦ Κινήματος τῶν Πεντηκοστιανῶν, ἔδωκε βαρύτητα στὴν γνωστὴ προτεσταντικὴ ἐπίμονη μελέτη τῆς Βίβλου μὲ ἐκστασιακὰ φαινόμενα στὶς συνάξεις τῶν ὀπαδῶν της. Ὁ Charles F. Parham (1875-1929), ποὺ θεωρεῖται ὁ πατέρας του Πεντηκοστιανισμοῦ, ἀνῆκε στοὺς Μεθοδιστές, τοὺς ὁποίους ἐγκατέλειψε καὶ ἀναζήτησε κάποια ὑψηλότερη πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ δύμανη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ γνώρισε στὴ λατρεία των Μεθοδιστῶν. 
 
    Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τῆς ἱστορίας των Πεντηκοστιανῶν δείχνει ξεκάθαρα ὅτι αὐτοὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι μία προτεσταντογενὴς Ὀργάνωση. 
 
    Ὅπως ὅλες οἱ προτεσταντικὲς καὶ προτεσταντογενεῖς αἱρέσεις, ἔτσι καὶ οἱ Πεντηκοστιανοὶ στηρίζονται γιὰ ὅσα πρεσβεύουν ἀποκλειστικὰ στὴν Ἁγία Γραφή. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι περιουσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Κανόνας της συντάχθηκε καὶ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ περιεχόμενό της δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὶς θεῖες ἐμπειρίες τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Ποὺ βρῆκαν οἱ Πεντηκοστιανοὶ τὴν Ἁγία Γραφή; Μήπως ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανό; 
 
    Ἡ λανθασμένη ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς τους ὁδηγεῖ στὴν παραποίηση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Γενικὰ ἀγνοοῦν τὴν ἄκτιστη θεία χάρη, μὲ τὴν ὁποία τελοῦνται τὰ Μυστήρια. Ἐκτὸς τούτου ἔχουν ἀλλοιώσει τὸ νόημα καὶ τὸ περιεχόμενο ὅλων τῶν Μυστηρίων. 
 
    Γιὰ τὸ Βάπτισμα, ποὺ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν Ἀποστόλων μέχρι καὶ σήμερα στὴν ἱστορικὴ Ἐκκλησία γίνεται μὲ τὴν τριτὴ κατάδυση στὸ νερό, τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐκεῖνοι δογματίζουν ὅτι τὸ κανονικὸ βάπτισμα εἶναι τὸ Βάπτισμα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ξεχωριστὸ ἀπὸ τὸ Βάπτισμα στὸ νερό, τὸ ὁποῖο γίνεται μὲ μία κατάδυση καὶ γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι παρὰ μία τελετὴ ἀφιερώσεως, ἄσχετη μὲ τὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. 
 
    Γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία ἀποδέχονται δογματικὰ ὅτι δὲν εἶναι μυστηριακὴ θυσία, ἀλλὰ μία ἀναπαράσταση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνάμνηση τοῦ πάθους του. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς πιστεύουν ὅτι εἶναι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀλλὰ ἡ μετουσίωση τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου γίνονται μέσα στὸ σῶμα τοῦ καθαροῦ πιστοῦ, ποὺ τὰ δέχεται. Καὶ σ’ αὐτή τους τὴ δογματικὴ πίστη παραμένουν ἀμετακίνητοι, παρὰ τὴν διαβεβαίωση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του ὅτι «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ φάγη κάποιος τὴν ἀληθινὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πιὴ τὸ πραγματικό του αἷμα, ὅταν ἐνώπιόν του ἔχει μόνον τὰ σύμβολά τους; Καὶ κατηγορηματικὰ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου λέγουν ὅτι ἡ μετουσίωση ἔχει γίνει πρὶν αὐτὰ καταποθοῦν ἀπὸ τοὺς πιστούς. 
 
    Ὡς πρὸς τὸ Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἐκφράζουν δογματικὰ τὴν πίστη τους ὅτι δὲν ὑπάρχει εἰδικὴ ἱερωσύνη, ἀλλὰ μόνον ἡ γενική, ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἐπειδὴ ὅλοι αὐτοὶ ὡς λαὸς τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζονται στὶς Ἅγιες Γραφὲς «βασίλειον ἰεράτευμα» καὶ ἐκφράζεται μὲ μία σειρὰ ἀπὸ «Διακονίες». Ἡ γενικὴ ὅμως ἱερωσύνη δὲν ἀποκλείει μὲ κανένα τρόπο τὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται πλούσια τόσο στὴν Παλαιά, ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεῖ πράξη τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν αἰώνων. Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, «ἂν καὶ ὅλοι ἀποτελοῦσαν βασιλικὸ καὶ ἱερατικὸ ἔθνος, μόνον ὅσοι ἀνῆκαν στὴ λευϊτικὴ ἱερωσύνη εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ τελοῦν θυσίες, νὰ προσφέρουν ὁλοκαυτώματα, νὰ ἐξιλεώνουν ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ νὰ τελοῦν ὅλες τὶς ἄλλες πράξεις τῆς ἱερατικῆς τάξης... Ὅπως οἱ ἱερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συμμετεῖχαν στὴν ἀρχιερωσύνη του Ἀαρῶν, ἔτσι καὶ οἱ ἱερεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης συμμετέχουν στὴν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μόνου αἰωνίου Ἀρχιερέως». 
 
    Γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως ἀποφαίνονται δογματικὰ ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ γίνεται ἐνώπιον ἱερέως πνευματικοῦ, ἀλλὰ κατ’ εὐθεῖαν στὸν Θεό. «Γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὴ θέση τους αὐτὴ οἱ Πεντηκοστιανοί... ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς Δαυίδ μας δίνει ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἐξομολόγησης ἁμαρτήματος κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸν Θεό... Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἐκεῖνο ποὺ οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἀποτυγχάνουν νὰ ἐπισημάνουν εἶναι ... τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐξομολόγηση αὐτὴ τοῦ Δαυὶδ ἔλαβε χώρα μπροστὰ στὸν προφήτη Νάθαν...Ο Δαυὶδ ἐξομολογήθηκε στὸν Νάθαν τὸ ἁμάρτημά ποὺ διέπραξε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Νάθαν ἔδωκε στὸν Δαυὶδ τὴν ἄφεση (Β’ Βασ. 12,13)». 
 
    Ὅσον ἀφορᾶ στοὺς ἁγίους οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἀποδέχονται γενικὰ τὴν ὕπαρξή τους, ἐφ’ ὅσον στὶς Ἅγιες Γραφὲς γίνεται συχνὰ λόγος γι’ αὐτούς. Ὅμως τοὺς θεωροῦν καθημένους στοὺς οὐρανοὺς ἀδρανεῖς καὶ ἀρνοῦνται δογματικὰ τὶς πρεσβεῖες τους, τὰ θαύματά τους, τὶς θαυματουργικὲς ἰδιότητες τῶν ἁγίων τους λειψάνων καὶ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων. 
 
    Γιὰ νὰ δικαιολογήσουν οἱ Πεντηκοστιανοὶ τὴν ἀπόρριψη ὅλων τῶν παραπάνω εὐεργετικῶν ἐνεργειῶν τῶν ἁγίων ἐπιστρατεύουν τὸ γνωστὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο ἀπὸ τὴν Πρώτη πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, «εἰς γὰρ Θεός, εἰς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός». Ὅμως ἡ ἀπόλυτη μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποκλείει τὴ σχετικὴ μεσιτεία τῶν ἀνθρώπων ἁγίων, ὅπως πάμπολλα παραδείγματα ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφὲς τὸ ἐπιβεβαιώνουν. Σ’ αὐτὲς γίνεται λόγος γιὰ τὴν μεσιτεία τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Μωϋσή, τῶν προφητῶν, τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. 
 
    Στὶς ἴδιες Ἅγιες Γραφὲς εὑρίσκομε παραδείγματα θαυμάτων ποὺ ἐπιτελέστηκαν ἀπὸ ἁγίους καὶ ἐν ὅσῳ ἦσαν στὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους μὲ τὰ λείψανά τους ἡ καὶ τὰ νεκρικά τους ἐνδύματα, ὅπως συνέβη μὲ τὸ προφήτη Ἐλισαιέκαι μὲ τοὺς Ἀποστόλους. 
 
    Μαζὶ μὲ τὴν ἄρνηση τῆς μεσιτείας καὶ θαυματουργίας τῶν ἁγίων οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἀπορρίπτουν καὶ τὶς ἅγιες εἰκόνες, τὶς ὁποῖες θεωροῦν ὡς λατρεία τῶν εἰδώλων. Ἄγνοοὺν ὅμως τόσον τὰ σχετικὰ ἁγιογραφικὰ χωρία, ποὺ ἐντέλλονται τὴ χρήση διαφόρων ἀντικειμένων γιὰ τὴν λατρεία, ὅσο καὶ τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, ἀλλὰ καὶ τὴν θεολογία τῶν εἰκόνων, ποὺ μὲ τόση σαφήνεια μᾶς παραδίδουν οἱ ἅγιοι πατέρες. 
 
    Οἱ Πεντηκοστιανοί, τέλος, ἔχουν ἐφεύρει καὶ τὸ νεοφανὲς δόγμα τῆς ἁρπαγῆς τῆς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ «ὁ Χριστὸς θὰ κατεβεῖ ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς πρὶν τὴν ἔλευση τοῦ Ἀντίχριστου, γιὰ νὰ ἁρπάξει τοὺς δικούς Του γιὰ τὸν Οὐρανό, ... δηλαδὴ συγκεντρώνοντας μόνον ἐκείνους, ζῶντες καὶ νεκρούς, ποὺ ὑπῆρξαν ‘ἀναγεννημένοι’, καὶ ἀφήνοντας πίσω ἐκείνους ποὺ δὲν ἀναγεννήθηκαν. Αὐτὴ ἡ ἁρπαγὴ (ὑποστηρίζουν ὅτι) γίνεται ὥστε ὁ ἐκλεκτὸς νὰ μὴν ὑποφέρει μεγάλες ταλαιπωρίες, οἱ ὁποῖες θὰ ἔλθουν ἐπάνω στὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ Ἀντίχριστου» 
 
    Ἡ παραπάνω διδασκαλία των Πεντηκοστιανῶν εἶναι καθαρὰ ἀντιβιβλικὴ καὶ διότι παρερμηνεύει συγκεκριμένες ἁγιογραφικὲς περικοπές, καὶ διότι ἀντιτίθεται στὸ γενικό της κήρυγμα γιὰ ὑπομονὴ τῶν χριστιανῶν στὶς θλίψεις καὶ στοὺς διωγμούς, ὅπως ὁ θεόπνευστος λόγος, «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται». 
    
    Ὡς πρὸς τὴν ἀδιάκοπη ἀποστολικὴ Διαδοχὴ οὔτε γίνεται λόγος γι αὐτήν, ἄφοΰ ἡ παρουσία των Πεντηκοστιανῶν στὴν ἱστορία ἀριθμεῖ μόλις ἕνα αἰῶνα. Ἔδώ, ἀντὶ γιὰ ἄλλο σχόλιο, θὰ ἐπαναλάβω ἁπλῶς τοὺς λόγους του Τερτυλλιανοΰ, μὲ τοὺς ὁποίους γύρω στὸ 200 μ. Χ. ἀπευθύνονταν πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ τοὺς προκαλοῦσε: «Ἂς μᾶς δείξουν τὴν ἀρχὴ τῶν ἐκκλησιῶν τους, ἂς ξεδιπλώσουν μπροστά μας τοὺς καταλόγους τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἀκολουθοῦν διαδοχικὰ ἄπό την ἀρχή, ὥστε ὁ πρῶτος τους ἐπίσκοπος νὰ ἔχη ὡς προστάτη καὶ προκάτοχο τοῦ κάποιον ἄπό τους ἀποστόλους ἡ τοὺς ἀποστολικοὺς ἄνδρες, οἱ ὅποιοι συνδέονται σταθερὰ μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὅποιο οἱ ἀποστολικὲς Ἐκκλησίες μεταβιβάζουν τοὺς ἐπισκοπικούς τους καταλόγους, ὅπως ἡ Ἐκκλησία των Σμυρναίων, ἡ ὁποία διατηρεῖ τὴν παράδοση ὅτι ὁ Πολύκαρπος τοποθετήθηκε ἄπό τον Ἴωάννή». Κι ἔμεΐς με τὴ σειρά μας ζητοῦμε ἀπὸ τοὺς Πεντηκοστιανοὺς νὰ μᾶς δείξουν τοὺς ἐπισκοπικούς τους καταλόγους, γιὰ νὰ ἀποδείξουν ὅτι ἔχουν πραγματικὴ σχέση μὲ τοὺς ἀποστόλους, μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μὲ τὴν μία ἀληθινή του Ἐκκλησία. Αὐτὸ ὅμως δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν, ἁπλούστατα διότι πρωτοεμφανίστηκαν ὡς κίνημα μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ 20ου αἰῶνος . 
 
    Οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἴσχυρίζονταί ὅτι, ὅπως οἱ ἀπόστολοι, κατέχουν τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ λέγουν προφητεῖες, οἱ ὁποῖες φυσικὰ δὲν πραγματοποιοῦνται. Στὴν ἐφημερίδα τῆς «Ἐλευθέρας Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Πεντηκοστῆς», «Χριστιανισμός», μὲ ἡμερομηνία 1-1-1991, ἰσχυρίζονται ὅτι μέσα στὴ δεκαετία τοῦ 1990 θὰ συμβοῦν τρία πολὺ μεγάλα γεγονότα. Πρῶτο θὰ εἶναι ἡ ἁρπαγὴ τῆς Ἐκκλησίας, δεύτερο ὅτι θὰ ἔρθη ὁ Ἀντίχριστος καὶ τρίτο ὅτι θὰ γίνη ὁ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Στὸ τεῦχος τοῦ Ἰουλίου τῆς ἴδια ἐφημερίδας γράφουν ὅτι «ὁ ἀρχηγὸς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κράτους θὰ εἶναι ὁ Ἀντίχριστος καὶ στὸ τέλος τοῦ 1992 θὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό του». Εὑρισκόμαστε ἤδη στὸ μέσον τῆς τρίτης δεκαετίας ἀπὸ τότε καὶ καμμία ἀπὸ τὶς «προφητείές» τους δὲν πραγματοποιήθηκε. 
 
Β. Τ Ὁ Χ Ρ Ι Σ Τ Ὁ Μ Ι Μ Ἡ Τ Ὁ Ἡ Θ Ὁ Σ 
 
    Τὸ δεύτερο βασικὸ κριτήριο γιὰ τὴν γνησιότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ὀρθὸς χριστιανικὸς τρόπος ζωῆς ποὺ ἐμπνέει στὰ μέλη της τὸ γνήσιο χριστιανικὸ ἦθος, τὸ ὁποῖο ὁρίζει ἡ ἀληθινὴ πίστη, τὸ δόγμα, καὶ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ συμμόρφωση μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι, «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοί, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρανοῖς» (Μτθ. 7,21). 
 
    Ἀκούγοντας κανεὶς τὶς συχνὲς ὁμολογίες τῶν νέων προσηλύτων στὶς Ὀργανώσεις των Πεντηκοστιανῶν, μὲ τὶς ὁποῖες περιγράφονται στερεότυπα οἱ προσωπικές τους ἐμπειρίες, ἐντυπωσιάζεται στὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν θαυμαστὴ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς τους, ποὺ συνίσταται σὲ ἀπαλλαγὴ ἄπό διάφορες κακὲς συνήθειες (ἀδικίες, μίση, κλοπές, κάπνισμα, ἀλκοόλ, πορνεία, ὀργὴ καὶ ἄλλα). Αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ χρησιμοποιεῖται ὡς ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα τόσο γιὰ τὴν γνησιότητα τῶν «ἐμπειριῶν» τους, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἐγκυρότητα καὶ μοναδικότητα τῆς Ὄμολογιας τους. Στὴν ἐφημερίδα τους, Χριστιανισμός, ὑπῆρχε σχεδὸν σὲ κάθε φύλλο εἰδικὸς χῶρος γιὰ τὴν καταχώρηση ὁμολογιῶν ἀπὸ Πεντηκοστιανούς, ποὺ ἄλλαξε ἡ ζωή τους. Ὅποιος ὅμως γνωρίζει σὲ βάθος τὴν ἀληθινὴ πνευματικότητα καὶ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, διαπιστώνει πολὺ εὔκολα μιὰ ἐξωφρενικὴ μονομέρεια στὴν ἄπλοποιητική αὐτὴ ἠθική των Πεντηκοστιανῶν, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν προτεσταντικὸ εὔσεβισμό. 
 
    Ἡ μεταστροφὴ ἄπό την ἁμαρτωλὴ ζωὴ στὴν «ἀναγεννημένη» ζωὴ καὶ οἱ γνωστὲς «ἐμπειρίες», ποὺ περιγράφονται μ’ ἕναν κουραστικὰ πανομοιότυπο τρόπο στὶς ὁμολογίες των Πεντηκοστιανῶν, εἶναι τελείως ἀποκομμένη ἄπό την πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου. Οἱ «ἐμπειρίες» τους δὲν συνδέονται μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος (βλ. πρδ. Εὐνούχου της Κανδάκης), ὀΰτε μὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας (χρίστ. Κοινότητα τῶν Πράξεων), ἄλλα μὲ τὴν αὐθαίρετη καὶ ὑποκειμενικὴ «ἀναγέννηση» καὶ μὲ τὸ κατὰ μαγικὸ τρόπο γενόμενο «βάπτισμα τοῦ Ἅγιου Πνεύματος». Ἀπουσιάζουν προκλητικὰ ἄπό την «πνευματικότητα» τῶν Πεντηκοστιανῶν, ἡ ἄσκηση ὡς πορεία πρὸς τὴ σωτηρία (Ἁγ. Πρόδρομος), ἡ αὐθεντικὴ μυστηριακὴ ζωή, καὶ ἡ θέωση ὡς στόχος τῆς ὑπάρξεως τοῦ πιστοῦ. «Αὔτοί θέλουν ἀνάσταση καὶ χαρίσματα πνευματικά, χωρὶς νὰ σταυρώσουν τὸν ἑαυτό τους διὰ τῆς μετανοίας, τῆς ἀσκήσεως, τῆς νηστείας, τῆς ὑπακοῆς στὴν Ἐκκλησία», σημειώνει ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος Καψάνης, πρ. ἡγούμενος τῆς Ι. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους. 
 
    Ὅμως ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἤθους των Πεντηκοστιανῶν, ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὴν παρατηρήσουν οἱ πολλοί. Πρόκειται γιὰ τὴν τακτικὴ ἐξαπάτησης, ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ὀπαδούς. Αὐτὴν τὴν τακτικὴ χρησιμοποιοῦν στὰ διάφορα διαφημιστικὰ φυλλάδια, ποὺ σκορπίζουν παντοῦ, ἀκόμη καὶ μέσα στὰ γραμματοκιβώτια ἀνυποψίαστων Ὀρθοδόξων, στὰ περιοδικὰ καὶ στὶς ἐφημερίδες τους, ἀλλὰ καὶ στὶς ραδιοφωνικές τους ἐκπομπές. Ὅταν ἀπευθύνονται σὲ ὑποψήφια θύματα ἀποφεύγουν νὰ ποῦν τί ἀκριβῶς πιστεύουν, ἀλλὰ ἀναφέρονται μόνον σ’ ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ παραπλανήσουν ὅσους δὲν εἶναι καλὰ ἐνημερωμένοι. 
 
    Ἔχω ἕνα πολὺ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς τακτικῆς. Στὴν περίοδο τῶν Ἀπόκρεω πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια οἱ Πεντηκοστιανοί της Κοζάνης κυκλοφόρησαν ἕνα φυλλάδιο μὲ τίτλο: Χριστιανὸς ἡ καρναβάλι. Θὰ συμβιβαστοῦμε καὶ φέτος; Τὸ περιεχόμενο τοῦ φυλλαδίου παρουσιάζεται τόσο ἐκκλησιαστικὸ καὶ Ὀρθόδοξο, ὥστε, ἐὰν ὁ ἀναγνώστης του δὲν προσέξη κάποιες λεπτομέρειες, θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ὑπογράψη καὶ ὡς Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Χρησιμοποιοῦν γνῶμες τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ἀλλὰ καὶ συγχρόνου Ὀρθοδόξου πανεπιστημιακοῦ κληρικοῦ, γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς θέσεις τους, ἐνῷ σὲ περίοπτη θέση δημοσιεύουν τὴν διευκρίνηση ὅτι «τὸ παρὸν φυλλάδιο ἀπευθύνεται μόνο σὲ συνειδητοὺς χριστιανούς. Οἱ ὑπόλοιποι μποροῦν νὰ τὸ ἀγνοήσουν». Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἐνσυνείδητη, ἀλλὰ καλὰ καμουφλαρισμένη, προσπάθεια προσηλυτισμοῦ στὴν αἵρεση τῶν Πεντηκοστιανῶν μὲ τὸν ὕπουλο αὐτὸν τρόπο. 
 
    Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὸ τὸ περιστατικό, ποὺ μᾶς περιέγραψε σὲ παλαιότερη Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη ὁ ἐντεταλμένος της Ἐκλησίας της Ρουμανίας, π. Πέτρος Ματέϊ, ἀποκαλύπτοντας τὶς δόλιες αὐτὲς μεθοδεύσεις των Πεντηκοστιανῶν γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν «ἐκκλησία τους» ἀληθινή. 
 
    «Τὸ 1989, διηγεῖται ὁ π. Πέτρος, μετὰ τὴν ἐπανάσταση, ἄρχισαν νὰ ἔρχονται στὴ Ρουμανία σὰν χαλάζι πολυάριθμες ὁμάδες ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀμερική, γιὰ νὰ μᾶς κηρύξουν ὅτι ἡ παλαιὰ θρησκεία, ἡ Ὀρθοδοξία τέλειωσε, πέρασε. Εἶναι λοιπὸν τώρα ὁ καιρὸς γιὰ κάτι καινούργιο. Ἦρθε ὁ Ἰησοῦς καὶ μᾶς σώζει... καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια. Καὶ ἔκαναν δημόσιες ἐμφανίσεις στὰ μεγάλα σταδια της πρωτεύουσας, τοῦ Βουκουρεστίου, καὶ σὲ ἄλλες μεγάλες πόλεις. Ἀλλὰ ὁ Θεός μας βοήθησε πάρα πολύ. Θὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα χαριτωμένο ἐπισόδιο. 
 
    Σὲ μία μεγάλη πόλη, ποὺ ὑπάρχει καὶ θεολογικὴ Σχολή, οἱ Πεντηκοστιανοὶ ὀργάνωσαν σὲ στάδιο μεγάλη συγκέντρωση, ποὺ ὅπως διαφήμιζαν μὲ μεγάλες ἀφφίσσες στοὺς τοίχους καὶ στὶς ἐφημερίδες μὲ ἀνακοινώσεις τους, θὰ γίνονταν καὶ θαύματα. Στὴ συγκέντρωση παραβρέθηκαν καὶ μερικοὶ φοιτητὲς τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἄρχισαν, λοιπόν, τὶς προσευχὲς καὶ τά ‘θαύματα.’ Στὴ σκηνὴ τοῦ σταδίου μαζεύτηκαν ἀνάπηροι καθισμένοι στὰ καροτσάκια ἡ βασταζόμενοι σὲ πατερίτσες. Ἄρχισε, λοιπόν, ὁ ψευτοπαπᾶς τους νὰ προσεύχεται μεγαλόφωνα καὶ μὲ θεατρικὲς κινήσεις κοιτάζοντας πρὸς τὸν οὐρανό. Βάζει μετὰ τὰ χέρια του σ’ ἕναν ἀνάπηρο κι αὐτὸς πετάχτηκε ἀπὸ τὸ καροτσάκι κι ἄρχισε νὰ τρέχει! Ὁ φτωχὸς λαός μας κοῖτζε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα! 
 
    Ἕνας φοιτητής μας ἐκείνη τὴ στιγμὴ πῆρε νομίζω ἀπὸ τὸν Θεὸ μία πολὺ καλὴ σκέψη. Πῆγε κοντὰ στὸ μικρόφωνο καὶ εἶπε δυνατά: ‘Ἀνακοίνωση: Κάποιος τηλεφώνησε ὅτι στὸ στάδιο ἔχει τοποθετηθεῖ βόμβα, ἡ ὁποία θὰ ἐκραγεῖ σὲ λίγα λεπτά’. Δημιουργήθηκε τότε μεγάλος πανικὸς καὶ ὅλοι ἔτρεξαν πρὸς τὶς ἐξόδους γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ἔτρεξαν καὶ οἱ θεωρούμενοι ἀναπηροι, ἀφήνοντας τὰ καροτσάκια τους καὶ τὶς πατερίτσες τους. Ἔτσι ὁ κόσμος ὁ φτωχὸς ἀλλὰ καὶ μὲ ὀλίγη πίστη κατάλαβε τὴν ἀλήθεια. Γι’ αὐτό σας εἶπα ὅτι ὁ Θεός μας βοηθάει». 
 
    Ἡ τακτικὴ αὐτὴ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργείας μέσα τους κρυφῶν, ἀλλὰ ἰδιαίτερα σημαντικῶν παθῶν, ὅπως εἶναι ὁ ἐγωϊσμός, ἡ κενοδοξία καὶ ἡ φιλοδοξία. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἐπηρεασμοῦ τοῦ ἤθους των Πεντηκοστιανῶν εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ χωρισμοῦ τους σὲ δύο παρατάξεις στὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ ἐξωτερικὰ στηρίχθηκε στὴ διαφορετικὴ ἑρμηνεία τοῦ λόγου τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ εἶναι «μιᾶς γυναικὸς ἀνὴρ» (1Τιμ 3,2). Ὅταν πέθανε ἡ σύζυγος ἑνὸς «ἐπισκόπου» τους τὸν καθήρεσαν, ἐπειδὴ ἔπαυσε νὰ εἶναι «μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ»! Κι ἐκεῖνος τότε σύστησε δική του ξεχωριστὴ ἐκκλησία. 
 
    Τὸ σημαντικώτερο ὅμως δεῖγμα ἀλλοιώσεως τοῦ ἤθους των Πεντηκοστιανῶν εἶναι τὸ τόλμημά τους νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν αἰωνόβια μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ παρατήρηση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου· «Ὅποιος χωρισθῇ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κι ἂν ὁ ἴδιος νομίζη ὅτι ζῆ ζωὴ ἐνάρετη, μόνο γιὰ τὸ ἀνόσιο ἔργο ποὺ ἔκανε νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ ἔχη ζωὴ» (Ἔπιστ. 141). Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παραθεώρηση καὶ ἡ ὑποτίμηση ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔζησαν μὲ ἀκρίβεια κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι μικρότερη ἔνδειξη ἔπαρσης καὶ ἀλαζονείας. Οὔτε, ἐπίσης καὶ ἡ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ Πίστη, ποὺ μᾶς παρέδωκαν οἱ ἅγιοι. Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι πολὺ κατηγορηματικὸς ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν ἀξιόπιστος ἡ, κἂν νηστεύη, κἂν παρθενεύη, κἂν σημεῖα ποιῇ, κἂν προφητεύη, λύκος σοὶ φαινέσθω ἐν προβάτῳ δορὰ προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος» (Ἔπιστ.10,2,1). 
 
    Ὅλα τα παρπάνω δείχνουν ὅτι τὸ κριτήριο τοῦ χριστομίμητου ἤθους δὲν ὑπάρχει στὴν λεγόμενη ἐκκλησία των Πεντηκοστιανῶν. 
 
Γ. Ἡ Λ Α Τ Ρ Ε Υ Τ Ι Κ Ἡ Ζ Ω Ἡ 
 
    Τέλος, ἡ ἀληθινὴ λατρευτικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μαρτυροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ μετέπειτα ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. 
 
    Ἐδῶ τίθεται τὸ τρίτο ἐρώτημα: Τί σχέση ἔχει ἡ λατρεία των Πεντηκοστιανῶν μὲ τὴ λατρεία τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Αὐτὴ στὶς βασικές της γραμμὲς ἀκολουθεῖ τὸ προτεσταντικὸ πρότυπο. 
 
    «Σὲ σύγκριση μὲ τὴν καλὰ κατοχυρωμένη λατρευτικὴ πρακτικὴ τῆς Ὄρθόδοξής Ἐκκλησίας, οἱ περισσότεροι Προτεστάντες (καὶ οἱ Πεντηκοστιανοὶ) δὲν ἔχουν αὐθεντικὰ Μυστήρια ἡ ἱστορικὲς λειτουργικὲς προσευχές. Μπορεῖ κάποια ἀποσπάσματα νὰ ἔχουν τὴν ἠχὼ τοῦ ἱστορικοῦ χριστιανικοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι ἁπλὲς ἀσύνδετες μνῆμες. Ἐΐναι ὑπολείμματα τοῦ ναυαγίου τῆς ἱστορικῆς Πίστεως, ἔκβράσματά στὴν ἀκτὴ τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. 
 
    Μία σπουδὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δείχνει ὅτι ἡ προτεσταντικὴ (καὶ ἡ των Πεντηκοστιανῶν) λατρεία, ὅπως συνήθως τελεῖται στὶς μέρες μας, δὲν ἔχει σχεδὸν καμμία ὁμοιότητα μὲ τὴ μυστηριακὴ λατρεία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἔτελεῖτό κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν δύο χιλιάδων χρόνων τόσο στὴν Ἀνατολὴ ὅσο καὶ στὴ Δύση...». 
 
    Ἀποκορύφωμα στὴ λατρεία των Πεντηκοστιανῶν ἀποτελεῖ ἡ γνωστὴ γλωσσολαλιά. Ἰσχυρίζονται ὅτι μετὰ τὸ βάπτισμα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁμιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως οἱ ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Καὶ πράγματι στὶς περιπτώσεις αὐτές, ἐὰν βρεθῇ κάποιος στὶς συνάξεις τους ἀκούει νὰ ἐκστομίζουν ἀκατανόητες φράσεις καὶ ἄναρθρες κραυγές. Ἔχει ὅμως αὐτὸ τὸ φαινόμενο καμμία σχέση μὲ τὴ γλωσσολαλία τῶν ἀποστόλων; Ἀπολύτως καμμία. 
 
    Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦμε ὅτι τὸ χάρισμα ποὺ δόθηκε στοὺς ἀποστόλους νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες («λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις», Πρξ, 2,4), εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ χάρισμα τοῦ «λαλεῖν γλώσση», ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στοὺς Κορινθίους. Τοὺς ἀποστόλους, ὅταν μιλοῦσαν, τοὺς καταλάβαινε ὁ καθένας στὴ γλῶσσα του, ἐνῷ στὴν περίπτωση τοῦ ἄλλου χαρίσματος, «ὁ λαλῶν γλώσση οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια» (1Κορ. 14,2). Ἕνας σύγχρονός μας μελετητής, ὁ μοναχὸς τοῦ ἁγίου Ὅρους Ἀλέξιος Καρακαλλινός, ποὺ ἀσχολήθηκε εἰδικὰ μὲ τὸ θέμα καὶ ἔγραψε σχετικὸ βιβλίο (αὐτὸ ποὺ προανέφερα), ταυτίζει τὸ χάρισμα αὐτὸ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ προσευχή. Οἱ Πεντηκοστιανοὶ συγχέουν τὰ δύο χαρίσματα. 
 
    Ἐξ ἄλλου τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλιὰς στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους οὔτε ἀπαραίτητο γνώρισμα ὅλων τῶν χριστιανῶν ἦταν, οὔτε κεντρικὴ θέση κατεῖχε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐρωτᾶ μὲ νόημα: «Μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι;» (1Κορ. 12,28). Καὶ ἀφοῦ κατακρίνει τὶς ἀταξίες, ποὺ δημιουργήθηκαν μὲ τὸ φαινόμενο τῆς γλωσσολαλιὰς στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῶν Κορινθίων, καταγράφει τὴ σωστὴ ἱεράρχηση τῶν χαρισμάτων, στὴν ὁποία τὴν πρώτη θέση κατέχει τὸ χάρισμα τῆς ἀγάπης καὶ τὴν τελευταῖα ἐκεῖνο της γλωσολαλιάς. 
 
    Ὅμως ἡ γλωσσολαλιὰ δὲν εἶναι τὸ μόνο χαρακτηριστικὸ φαινόμενο στὴ λατρεία των Πεντηκοστιανῶν. Σὲ κάποιες περιπτώσεις οἱ ὀπαδοί τους γελοῦν παρατεταμένα καὶ ξεκαρδιστικὰ «ἐν πνεύματι». Ἄλλοι θρηνοῦν γοερά. Ἄλλοι τρέμουν ἐπιδεικτικά. Ἄλλοι χορεύουν καὶ στὸ τέλος πέφτουν κάτω στὸ πάτωμα ἀναίσθητοι. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἐμνευσμένες ἀπὸ τὴν ἔντονη παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 
 
    Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τὸ πνεῦμα της ἔξάψεώς καὶ τῆς θορυβώδους ἔκστασεως δὲν ἔχει καμμια σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μᾶς πληρώνει μὲ ἐκείνη τὴν εἰρήνη «τὴν ὕπερέχουσάν πάντα νοῦν», ὅταν ἐνσυνείδητα συμμετέχουμε στὴν μυστηριακὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. 
 
    Ὁ γνωστὸς πλέον μακαριστὸς π. Σεραφεὶμ Ρόουζ, συμπεραίνει ὅτι οἱ ἐμπειρίες των Πεντηκοστιανῶν εἶναι εἰδωλολατρικὲς θρησκευτικὲς ἐμπειρίες, οἱ ὁποῖες ἀνταποκρίνονται στὴν μεντιουμιστικὴ μυητικὴ ἐμπειρία. «Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ ὅποιοι ἔχουν ἐμπλακεῖ στὸ Κίνημα τῶν Πεντηκοσττιανῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ Πεντηκοστιανοί, οἱ ὅποιοι προσπάθησαν νὰ πλησιάσουν τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ οἱ δύο δηλώνουν κάτι σημαντικό, ποὺ συμβαίνει τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὅταν προσπαθοῦν νὰ ποῦν τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἔλέησόν με», αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀρχίσουν νὰ «γλωσσολαλοϋν». 
 
    Εἶναι νομίζω ξεκάθαρο, ὕστερα ἀπὸ τὰ παραπάνω, ὅτι τὸ οἰκοδόμημα τῶν Πεντηκοστιανῶν εἶναι ἕνα οἰκοδόμημα ἀνθρώπινο, χωρὶς πραγματικὰ ἐκκλησιαστικὰ θεμέλια, καὶ ἡ θεωρούμενη ἐκκλησία τους δὲν ἐκπληρώνει κανένα ἀπὸ τὰ βασικὰ καὶ ἀπαραίτητα κριτήρια, γιὰ νὰ θεωρηθῇ γνήσια καὶ ἀληθινή. 
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
 
    Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ μποροϋμε νὰ συγκρίνουμε τὶς μίζερες προτροπὲς τῶν Πεντηκοστιανῶν γιὰ «ἀναγέννηση», τὶς ἐκβιαστικὲς ἐπικλήσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὶς ἄναρθρες κραυγές, ποὺ ἐκλαμβάνονται ὡς γλωσσολαλία, καὶ τὶς συσπάσεις τοϋ προσώπου, ὅσων λαμβάνουν μέρος στὶς συναθροίσεις των Πεντηκοστιανῶν καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν ἐμπειρίες, μὲ τὴν σοβαρότητα καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τῶν διαλόγων στὴν κατήχηση γιὰ τὸ Ὄρθοδοξο Βάπτισμα («-Ἀποτάσση τῷ σατανᾶ; -Ἀποτάσσομαι. -Συντάσση τῷ Χριστῷ; -Συντάσσομαι»)· μὲ τὴν ἴεροπρέπειά των διαλόγων μεταξὺ λειτουργοῦ ἱερέως καὶ πιστῶν στὴ Θεία Λειτουργία («- Ἐν εἰρήνῃ τον Κυρίου δεηθῶμεν. -Κύριε, ἔλέησόν. -"Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας. -Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον»)· μὲ τὸ εὐλαβικὸ σταυροκόπημα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας· μὲ τὸ ἱλαρὸ πρόσωπο αὐτῶν ποὺ παρακολουθοῦν τὴν ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία, καθὼς φωτίζονται ἂπ’ τ’ ἄγιοκέρί, εὔωδιάζούν ἄπό το λιβάνι, προσέρχονται προετοιμασμένοι στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας καὶ ὁμολογοῦν: «Ἐϊδομεν το φῶς τὸ ἄληθινόν, ἔλάβομέν Πνεῦμα ἔπουράνιόν, ἐϋρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἄδιαίρετόν Τριάδα προσκυνοϋντες ἀϋτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν. 
 
    Γιὰ ὅλους τοὺς λόγους ποὺ προαναφέραμε, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία προτρέπει ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Χριστὸ καὶ ἔχουν μεταφερθῇ χωρὶς ἐπισταμένη ἐξέταση στὸ καλοστολισμένο καὶ καταδεκτικὸ μέν, ἀλλὰ ἀφερέγγυο γιὰ τὴ θεραπευτική του μέθοδο ἰδιωτικὸ θεραπευτήριο τῶν Πεντηκοσιανῶν, νὰ ἐπιστρέψουν στὸ ἀδιάπτωτα ἀναγνωρισμένο καὶ δοκιμασμένο γιὰ χιλιετίες Θεραπευτήριο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, στὴ μοναδικὴ Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθόδοξη, ποὺ προσφέρει ἐγγυημένα, ὄχι μόνον τὴν πραγματικὴ πνευματικὴ θεραπεία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀληθινὴ ἀπόκτηση τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν μακαρία αἰώνια ζωή. 
 
Πηγή: /imd.gr