Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης

2015-11-01 22:48


     Ὁ μακάριος Ἅγιος Γέροντας Γεώργιος καταγόμενος ἀπό τόν Πόντο γνώρισε ἀπό πολύ νωρίς τήν ὀρφάνια καί τήν μοναξιά. Μετά ἀπό διώξεις καί φυλακίσεις ἀπό τό ἄθεο καθεστώς τῆς Γεωργίας, φθάνει στήν Ἑλλάδα, ὅπου ζώντας ἀσκητικά καί μέ θερμή πίστη, χαριτώνεται ὁ ταπεινός καί ἄξιος λειτουργός του Ὑψίστου μέ χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως καί προφητείας.

     Συμπληρώνονται ἐφέτος 46 ἔτη ἀπό τήν μακαρία ἐκδημία τοῦ ἀοιδίμου πατρός Γεωργίου, πού γεννήθηκε στήν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου τό 1901. Νωρίς ὀρφάνεψε καί τήν ἀνατροφή τοῦ ἀνέλαβε ἡ εὐλαβής γιαγιά του. Μετά τόν θάνατο τῆς γιαγιᾶς του καί τῆς ἀδελφῆς του ἀναχωρεῖ μέ τόν παππού του γιά τό Ἐρζερούμ, τήν Θεοδοσιούπολη τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας. Ὁ θάνατος καί τοῦ πάπ ποῦ του καί ἡ κακομεταχείριση τοῦ ἀδελφοῦ του τόν φέρνουν στά μέρη τοῦ Καυκάσου Μόνος, φτωχός, πονεμένος κι ἀναγκεμένος, συντροφευόμενος ἀπό ἁγίους σέ ὄνειρα καί ὁράματα, φθάνει στήν Τυφλίδα τῆς Γεωργίας καί ὁδηγεῖται ἀπό τόν ἐκεῖ ἐπίσκοπο στήν Ἱερά Μονή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἐνδύεται τό τίμιό του μοναχοῦ ἔνδυμα στήν ἡλικία μόλις τῶν ἐννέα ἐτῶν. Θά τό διατηρήσει ἐπί μισό αἰώνα.

Ἡ κουρά του

     Ἀγάπησε τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή ἀπό παιδί. Στίς 20 Ἰουλίου 1919 κείρεται μοναχός καί ἀπό Ἀθανάσιος ὀνομάζεται Συμεών. Κατά τήν ὥρα τῆς κουρᾶς τοῦ λέγεται πώς οἱ καμπάνες σήμαιναν μόνες τους

     Στήν Μονή συνάντησε ἕναν θεῖο τοῦ ἐπίσκοπο, πού τόν βοήθησε πνευματικά. Τό ἄθεο καθεστώς τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1917 δίωξε τήν Ἐκκλη σία, τόν κλῆρο καί τόν μοναχισμό. Μαζί μέ ἄλλους μοναχούς της μονῆς τοῦ φυλακίσθηκε σέ μία ἀνήλια καί ὑπόγεια φυλακή, ἀπ' ὅπου περνοῦσαν ὑπόνομοι. Ὑπέμεινε μεγάλες καί φρικτές κακουχίες μέ ἐλπίδα στόν Θεό. Πολλοί ἀδελφοί του τελείωσαν μαρτυρικά τόν βίο τούς ἐκεῖ. Μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας γλύτωσε ἀπό βέβαιο θάνατο. Στίς 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ἱερεύς κι ὀνομάσθηκε Γεώργιος. Λειτουργοῦσε στά γεωργιανά.

     Σύντομα ἀπέκτησε φήμη διακριτικοῦ, διορατικοῦ καί προορατικοῦ Γέροντος. Πολύς κόσμος ἐρχόταν ἀπό μακριά γιά νά γνωρίσει καί νά συμβουλευθεῖ τόν νεαρό ἱερομόναχο. Τό 1923 ἀπό τήν Τυφλίδα μεταβαίνει στό Σουχούμ. Στίς συχνές θεῖες λειτουργίες τοῦ μνημόνευε πολλά ὀνόματα. Στό κελλί τοῦ μελετοῦσε καί προσευχόταν συνεχῶς Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἄσκηση, ἡ ἀγρυπνία καί ἡ νηστεία ἦταν ἀδιάκοπες. Οἱ προφητεῖες τοῦ ἐκπληρώνονταν Ὅλοι τόν πλησίαζαν ὡς ἅγιο. Τό 1929 καταφέρνει νά ἔλθει στήν Ἑλλάδα.

Ἄφιξη στήν Ἑλλάδα

     Δοξάζει τόν Θεό γιά τήν σωτηρία του. Ὁ Πόντος, ἡ Γεωργία καί ἡ Ρωσία μένουν στήν μνήμη του ὡς τόποι ἀγώνων, μαρτυρίων καί θυσιῶν. Ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὅπου φθάνει στίς 19 Ὀκτωβρίου 1929, μεταβαίνει στήν Κατερίνη καί στά χωριά Ἁλώνια καί Κοῦκκος, Μικρό Δάσος τοῦ Κιλκίς καί τέλος τό 1930 στήν Σίψα τῆς Δράμας. Οἱ κακουχίες τῆς φυλακῆς τῆς Γεωργίας τόν εἶχαν ἀφήσει ἡμιπαράλυτο, πολύ ἀδύναμο καί πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ νά περπατήσει, ὥστε τόν σήκωναν στά χέρια, γιά νά μετακινηθεῖ.

     Ὅλη ἡ περιουσία τοῦ ἦταν λίγα ἐκκλησιαστικά βιβλία στήν γεωργιανή γλώσσα, ἱερατικά ἄμφια, εἰκόνες καί μέρος τῶν λειψάνων τῆς ἀδελφῆς του Ἄννας. Κόσμος πολύς ἀρχίζει νά τόν πλησιάζει γιά νά βοηθηθεῖ. Ὁ φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάδελφος καί φιλάνθρωπος πατήρ κάνει παρακλήσεις, ἐξομολογεῖ καί νουθετεῖ. Τό 1938 κτίζει τό μοναστηράκι τῆς Ἀναλήψεως. Ἐκεῖ θά λειτουργεῖ, θά ἐξομολογεῖ, θά κηρύττει, θά προλέγει, θά θαυματουργεῖ ἐπί μία ὁλόκληρη εἰκοσαετία. Ὁ ναός καί τό κελλί του γίνονται κολυμβήθρα Σιλωάμ γιά σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειες πολλῶν.

     Μεταβαίνει προσκυνητής στά Ἱεροσόλυμα καί τό Ἅγιον Ὅρος κι ἔχει συναντήσεις μέ ἱερές μορφές, πού τόν πείθουν νά μείνει ἐκεῖ πού εἶναι, γιατί ἔχει μεγάλη ἀνάγκη ὁ πιστός λαός τήν παρουσία καί τήν μαρτυρία του. Τό 1941 κατά θαυμαστό τρόπο σώζεται ἀπό βέβαιο θάνατο ἀπό τούς Βούλγαρους, πού τόν εἶχαν συλλάβει πρός ἐκτέλεση.
     Ὅλη ἡ ζωή τοῦ κυλᾶ μέσα σ' ἕνα συνεχές θαῦμα. Μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου Νικολάου θεραπεύεται, ὥστε νά μπορεῖ κάπως ν' αὐτοσυντηρεῖται.

     Πάντα λιτός, ἁπλός, νηστευτής, ἄγρυπνος, φιλάσθενος καί δεόμενος. Λιγομίλητος, προσεκτικός, αὐστηρός καί σοβαρός. Σέ μεγάλη ἀνάγκη ἐπισκεπτόταν φτωχούς κι ἀσθενεῖς. Εἶχε βοηθηθεῖ ὁ ἴδιος κι ἔτσι μποροῦσε νά βοηθήσει καί τούς ἄλλους.

     Κατά τήν ἁγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ὀνόματα ζώντων καί κεκοιμημένων. Μάλιστα σημείωνε ὁρισμένα καί στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας καλοῦσε ἰδιαίτερά τους συγγενεῖς καί τούς ἔλεγε τά προβλήματα τῶν ζώντων ἡ τῶν κοιμηθέντων καί πώς τελείωσαν τόν βίο τους. Καθαροί καί ἀθῶοι ἄνθρωποι τόν ἔβλεπαν ὡς λειτουργό νά μήν πατᾶ στήν γη.

     Στίς ἀναίμακτες θεῖες ἱερουργίες ἦταν φωτεινός, εἰρηνικός καί χαροῦ μένος.

     Συλλειτουργοῦσε μέ ἁγίους. «Σπάνια λειτουργῶ μόνος μου», ἔλεγε ὁ Γέροντας Εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στήν Παναγία, στόν Τίμιο Πρόδρομο καί τόν ἅγιο Γεώργιο! Πολλούς ἀσθενεῖς κι ἀναγκεμένους ἀνθρώπους τούς ἔστελνε σέ διάφορους ἁγίους καί μέ τήν εὐχή τοῦ γίνονταν καλά. Ἀπό ταπείνωση δέν ἤθελε νά τιμᾶται ἡ ἀναξιότητά του, ἀλλά νά δοξάζεται ὁ θεός ἀπό τούς ἁγίους του. Τούς ἁγίους ὀνόμαζε μουσαφίρηδες. Εἶχε τήν χάρη νά βλέπει τήν ψυχική κατάσταση τῶν ἐκκλησιαζομένων.

     Ὁ Γέροντας ἦταν αὐστηρός τηρητής τῶν Ἱερῶν Καvώνων τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἦταν εὔκολος σέ ἀνεπίτρεπτες «οἰκονομίες». Γινόταν πιό αὐστηρός στούς ἀμετανόητους. Τό λειτούργημα τοῦ Πνευματικοῦ τό εἶχε πολύ ὑψηλά καί τό εἶχε λάβει πολύ σοβαρά. Δέν ἤθελε ὀπαδούς νά τόν κολακεύουν. Εἶχε πάντα μία διακριτική αὐστηρότητα. Ἀποσκοποῦσε συστηματικά στήν ταπείνωση τοῦ ἐξομολογουμένου, στήν ἀληθινή συντριβή καί μετάνοια πρός σωτη ρία ψυχῶν ἀθανάτων.

Ὁ χαρισματοῦχος ποιμένας

     Ἡ θερμή πίστη, ἡ ἀσκητική βιοτή, ἡ καθαρή ζωή χαρίτωσαν τόν ταπεινό κι ἄξιο λειτουργό του Ὑψίστου μέ χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως καί προφητείας. Ὁ Θεός φώτιζε τόν μακάριο Γέροντα ἔτσι πού τά μακρινά καί τά παρελθόντα νά τά βλέπει ὡς πλησίον καί παρόντα, ὅπως καί ἄλλοτε τά μέλλοντα, καθώς διηγοῦνται μέ θαυμασμό πολλά πνευματικά του τέκνα. Μερικοί πού ἀμφέβαλλαν γιά τά χαρίσματα τοῦ Γέροντα
δέν ἀργοῦσαν, ὅταν τόν γνώριζαν καλά, νά διαπιστώσουν πώς πράγματι ἦταν ἀληθινός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τά χαρίσματα πρός βοήθεια καί σωτηρία τῶν ψυχῶν κι ὄχι γιά νά ἐκθέσει καί ντροπιάσει ἀνθρώπους ἤ νά καυχηθεῖ καί νά προβληθεῖ ὁ ἴδιος. Μέ δάκρυα πολλά μιλοῦσε καθαρά γιά τά ἐπερχόμενα δεινά· τήν κατοχή τοῦ 1940, τήν ἐπιδρομή τῶν Βουλγάρων, τόν ἐμφύλιο πόλεμο. Διάβαζε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων σάν ἀνοιχτό βιβλίο Γιά νά διατηρεῖται στήν ταπείνωση, μερικές φορές προσποιόταν μωρία, διά Χριστόν σαλότητα. Ἡ ἀρετή θέλει πολύ κόπο γιά ν' ἀποκτηθεῖ καί περισσή τέχνη γιά νά διαφυλαχθεῖ.

     Ὁ Γέροντας στό ποιμαντικό του ἔργο ἔδειχνε ἰδιαίτερη προσοχή στίς γυναῖκες, πού λόγιό του πλούσιου συναισθηματικοῦ τους κόσμου εὔκολα ὑπερβάλλουν στίς τιμές τῶν ἄλλων. Ἦταν διακριτικά αὐστηρός μαζί τους. Ἔκρυβε ὅμως μία καρδιά μέ μεγάλη ἀγάπη γιά ὅλους.  Ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ ἦταν πάντοτε μυστική. Μόλις σκοτεινίαζε ἔστελνε κρυφά μ' ἔμπιστους δικούς του ἀνθρώπους ἀναγκαία τρόφιμα καί ροῦχα στά σπίτια τῶν φτωχῶν. Παρηγοροῦσε τούς πενθοῦντες καί φρόντιζε πρό σεκτικά τούς νεκρούς. Ἀγαποῦσε τά παιδιά, τά συμβούλευε στοργικά καί τούς μοίραζε ἁπλόχερα δῶρα. Ἔκρυβε πάντα τόν ἑαυτό του καί δέν ἤθελε νά φαίνεται καί νά τιμᾶται. Ὁ Γέροντας δέν ἤθελε κανένας νά φύγει ἀπό τό μοναστήρι νηστικός. Μαγείρευε, φούρνιζε ψωμί καί μοίραζε σέ ὅλους εὐλογία. Ἦταν ἐργατικός, ἀκούραστος, ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος.

     Οἱ πιστοί ἔτρεφαν γιά ὅλα αὐτά σεβασμό καί ἀγάπη στόν Γέροντα. Δεχόταν τήν ἀγάπη τῶν τέκνων του, ἀλλά δέν τήν προκαλοῦσε καί δέν τήν ἐπιθυμοῦσε. Ἦταν ταπεινός κι ἀγά ποῦσε ἰδιαίτερα νά μιλᾶ γιά τήν ἁγία ταπείνωση. Ζοῦσε τελικά σέ μία ἱερή μοναξιά. Οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων δέν τόν κατανοοῦσαν καί μερικοί μάλιστα τόν παρεξηγοῦσαν. Λίγοι μποροῦσαν νά καταλάβουν καλά τό βάθος τῆς πνευματικότητός του.

Ἡ κοίμησή του

     Προεῖδε καί προεῖπε ἐπακριβῶς τό μακάριο τέλος του. Προετοιμασμένος ἀπό καιρό τό ἀνέμενε μέ περισσότερη προσευχή δίνοντας τίς τελευταῖες συμβουλές στ/ ἀγαπητά πνευματικά του τέκνα. Τρεῖς μέρες πρίν τόν θάνατο τοῦ τελέσθηκε τό μυστήριο τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου. Μετάλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Συγχώρεσε, εὐλόγησε κι εὐχήθηκε ὅλους. Κοιμήθηκε στίς 4 Νεομβρίου 1959. Οἱ τελευταῖες λέξεις πού ἀκούσθηκαν ἀπό τά χείλη τοῦ ἦταν: «Τῆς εὐσπλαγχνίας τήν πύλην ἀνοιξον, εὐλογημένη Θεοτόκε».

     Ἕνα ὀρφανεμένο, πενθηφόρο κι ἀπαρηγόρητο πλῆθος τόν ἀκολούθησε στήν τελευταία κατοικία του, πίσω ἀπό τόν ἱερό ναό τῆς Ἀναλήψεως, ὅπου λειτουργοῦσε ἐπί τριάντα περίπου χρόνια. Τό πρόσωπο τοῦ ἦταν εἰρηνικό, ἱλαρό καί φωτεινό. Τό νεκρό του σῶμα εὐλύγιστο, ὅπως τῶν Ἁγιορειτῶν. Τά δύο κυπαρίσσια πλάι στόν τάφο τοῦ λύγισαν σάν γιά νά τόν προσκυνήσουν, ὅπως εἶχε προείπει, καί πολλά πουλιά συνάχθηκαν τήν ὥρα τῆς ταφῆς του, δίχως νά φοβοῦνται τόν πολύ κόσμο. Ὅλοι ἦταν πλέον βέβαιοι ὅτι κηδεύεται καί θάβεται ἕνας ἅγιος, ζήτησε νά τόν θάψουν μέ τά ἄμφιά του, τόν σταυρό του καί τά λειτουργικά του βιβλία πού εἶχε ἀπό τήν Γεωργία.
                                         - Πηγή: https://www.monastiriaka.gr/index.php?newsid=7882#sthash.znZND3e4.dpuf

Βίντεο γιά τόν Ὅσιο Γεώργιο τόν Καρσλίδη. Πατῆστε ΕΔΩ