Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843) Βίος καὶ πνευματικὰ μηνύματα ποὺ ἐκπορεύονται ἐξ αὐτοῦ.
Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπιβλητικὲς καὶ ἐμβληματικὲς συνάμα μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 μ.Χ., εἶναι ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.... Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴ ζωή του, καθὼς καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ μηνύματα ποὺ πηγάζουν ἐξ αὐτῆς...
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος στὰ «Ἀπομνημονεύματά» του, γεννήθηκε στὶς 3 Ἀπριλίου 1770, κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο στὸ βουνὸ Ραμαβούνι τῆς Μεσσηνίας. Ἦταν γιὸς τοῦ κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντῆ Κολοκοτρώνη (1747-1780) ἀπὸ τὸ Λιμποβίσι Ἀρκαδίας καὶ τῆς Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστοῦ ἀπὸ τὴν Ἀλωνίσταινα Ἀρκαδίας.
Ἡ οἰκογένεια τῶν Κολοκοτρωναίων ἀπὸ τὸ 16ο αἰῶνα, ποὺ ἐμφανίζεται στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας, βρίσκεται σὲ ἀδιάκοπο πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους. Μονάχα ἀπὸ τὸ 1762 ἕως τὸ 1806, 70 Κολοκοτρωναῖοι ἐξοντώθηκαν ἀπὸ τοὺς κατακτητές. Τὸ 1780, ἦταν 10 ἐτῶν, ὅταν ὁ πατέρας του σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἕνα γεγονὸς ποὺ σημάδεψε τὴ ζωή του.
Τὸ ἔτος 1818 μυεῖται στὴ Φιλικὴ Ἐταιρία ἀπὸ τὸν Φιλικὸ Νικόλαο Πάγκαλο καὶ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (Μπόχαλης) ἐνώπιον τοῦ Ἱερέως Ἀνθίμου Ἀργυροπούλου δίδει τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον ὅρκον.
Ὁ Ἀκαδημαϊκὸς Σπύρος Μελὰς στὸ ἔργο του ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ μας δίδη τὴν ἀκόλουθον γραφυρὰν περιγραφή:
Φῶς ἄστραφτε μέσα του. Ἡ ἰδέα μιᾶς πανελλήνιας συνομωσίας ποὺ νὰ ἑνώνει πολιτικοὺς καὶ Ἱερωμένους, ἐμπόρους καὶ ναυτικούς, ὁπλαρχηγοὺς καὶ προεστούς, μιᾶς συνομωσίας ποὺ θὰ χτυποῦσε ἀπ΄ολούθε τὸν τύραννο μὲ δυνάμεις Ἑλληνικές, χωρὶς τὴν ἐλπίδα ξένης βοήθειας. Εἶδε μπροστά του τὸ δρόμο τοῦ Λυτρωμοῦ.
«Γύρισε στὴ στιγμὴ νὰ ὁρκισθῇ. Ἀπάνω σ΄ένα παλιὸ σκεβρωμένο εἰκονισματάκι ἔβαλε τὸ πλατὺ μεγάλο χέρι του ὁ Ἐλευθερωτὴς τῶν ραγιάδων νὰ δώση τὸν ὅρκον.
Εἶναι γονατιστός, σκυμμένος μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς ἰδέας. Τὸ μισόφωτο τῆς Ἐκκλησίας ἐξαϋλώνει τὶς μορφές. Κορμιὰ δὲν ὑπάρχουν, ψυχὲς λειτουργάνε....».
Ὅταν ξέσπασε ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ ἀγῶνα. Ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ φήμη του ὡς ἱκανοῦ στρατιωτικοῦ ἡγέτη τον κατέστησαν φυσικὴ ἐπιλογὴ γιὰ νὰ ἡγηθεῖ τῶν ἐπαναστατικῶν δυνάμεων στὴν Πελοπόννησο. Ὁ Κολοκοτρώνης διαδραμάτισε καθοριστικὸ ρόλο στὴν ὀργάνωση καὶ τὸν συντονισμὸ τῶν πρώτων ἐπαναστατικῶν κινήσεων, ἐμπνέοντας τοὺς συμπατριῶτες του μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά του. Πρωταγωνίστησε σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς σημαντικότερες μάχες τοῦ ἀγῶνα, ὅπως ἡ Μάχη στὰ Δερβενάκια καὶ ἡ Μάχη στὸ Βαλτέτσι, ἐπιδεικνύοντας τόλμη, ἐφευρετικότητα καὶ ἱκανότητα προσαρμογῆς στὶς ἑκάστοτε συνθῆκες.
Οἱ ἱστορικοὶ μᾶς ἀναφέρουν χαρακτηριστικὰ ὅτι «ὁ Κολοκοτρώνης ἦταν ἄνθρωπος μὲ βαθὺ θρησκευτικὸ συναίσθημα, διεπνέετο ἀπὸ βαθεῖαν πίστιν... Διαρκῶς προσηύχετο, νήστευε, ἐξομολογεῖτο καὶ μετελάμβανε τῶν ἀχράντων, μυστηρίων».
Τὶς παραμονὲς τῆς μάχης στὰ Δεβρενάνια ἔφθασε εἰς τὴν Ἀλωνίσταινα καὶ ὁλονυχτὶς προσευχήθη γονυπετὴς εἰς τὴν Ἱερὰν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς εἰς τὸν μικρὸν τότε καὶ ἀπέριτον, ναϊσκον τῆς Ἁγίας. Παρεκάλεσε καὶ μὲ συντετριμμένην καρδίαν εἶπε: «Ἅγια μοῦ Παρασκευούλα βόηθα μὲ νὰ νικήσω τοὺς Τούρκους ποὺ τόσα κακὰ μᾶς κάνουν καὶ ἀπὸ τὰ λάφυρα ποὺ θὰ πάρω θὰ μεγαλώσω τὸ σπίτι σου. Ἡ προσευχή του εἰσακούστηκε καὶ κέρδισε τὴ μάχη. Τὸ τάμα του τὸ ἐξεπλήρωσε».
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἐμφύλιων συρράξεων τῶν ἐτῶν 1823 καὶ 1824, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε. Ἡ κυβέρνηση τὸ Μάϊο τοῦ 1825 ἀναγκάσθηκε νὰ τὸν ἀπελευθερώσει καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πετρόμπεη νὰ τοὺς ἀναθέσει τὴν ἀρχηγία τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων, καθὼς ὁ Ἰμπραὴμ πασᾶς, γιὸς τοῦ πασᾶ τῆς Αἰγύπτου Μωχάμετ Ἀλί, τὸ Φεβρουάριο τοῦ ἰδίου ἔτους, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε καταστείλει τὴν Ἐπανάσταση στὴν Κρήτη, ἀποβιβάστηκε μὲ ἰσχυρὲς δυνάμεις στὴ Μεθώνη καὶ προχωροῦσε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Πελοποννήσου.
Ὁ Κολοκοτρώνης, μὲ 6.000 ἄνδρες ποὺ μπόρεσε νὰ συγκεντρώσει, καὶ μὲ τὴ συνεργασία τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη, τοῦ Μακρυγιάννη καὶ ἄλλων ὁπλαρχηγῶν, ἀνέλαβαν τὸν δυσχερέστατο ἀγῶνα τῆς ἐπανάστασης. Παρὰ τὶς τοπικὲς ἐπιτυχίες τῶν Ἑλλήνων, ὁ Ἰμπραὴμ μὲ ὑπέρτερο ἀριθμητικά, καὶ ἄριστα ὀργανωμένο στρατό, ἐπικράτησε στὸ σύνολο περίπου τῆς Πελοποννήσου, καὶ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1825 ἐλάχιστες περιοχὲς εἶχαν μείνει ἐλεύθερες.
Ὁ Κολοκοτρώνης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ στρατιὰ τοῦ Ἰμπραήμ, ἀντιμετώπιζε καὶ τὴν κάμψη τοῦ ἠθικοῦ τῶν πληθυσμῶν, κατόρθωσε ὅμως νὰ τοὺς ἐμψυχώσει καὶ νὰ ἀποτρέψει τὸ «προσκύνημα».
Στὴν πρόσκληση τοῦ Ἰμπραὴμ πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Μεσσηνίας νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγῶνα, ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ ἀπάντησε, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὰ Ἀπομνημονεύματα του: «Πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα νὰ μὴ μείνει, ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε. Μόνον ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει ἐμεῖς θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πὼς τὴν γῆ μας θὰ τὴν κάμεις δικήν σου».
Τὸν κλεφτοπόλεμο ἐναντίον τοῦ Ἰμπραὴμ τὸν συνέχισε ὡς τὸ τέλος τῆς Ἐπανάστασης.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1834 ὁ Κολοκοτρώνης ὁδηγεῖται σὲ δίκη (μαζὶ μὲ τὸν Πλαπούτα), μὲ τὴν κατηγορία τῆς συνωμοσίας κατὰ τοῦ βασιλέως Ὄθωνος. Ἡ διαδικασία διεξήχθη στὸ «Βουλευτικὸν» τῆς πόλης του Ναυπλίου. Ἡ δίκη ἄρχισε Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1834 καὶ διήρκεσε μέχρι τὶς 26 Μαΐου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἡ πλειοψηφία τοῦ πενταμελοῦς δικαστηρίου καταδίκασε τοὺς κατηγορουμένους σὲ θάνατο.
Πλὴν ὅμως, ὁ Πρόεδρος, Ἀναστάσιος Πολυζωίδης, καὶ ὁ Γεώργιος Τερτσέτης ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὴν ἀπόφαση. Ὁ μόλις 32 ἐτῶν Πρόεδρος Ἀναστάσιος Πολυζωίδης εἶχε ἀπαντήσει τότε στὸν Ὑπουργό: «Ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης, καὶ τοῦ ἱεροῦ προσώπου τοῦ Βασιλέως δὲν ὑπογράφω τὴν καταδίκη! Προτιμῶ νὰ μοῦ κόψουν τὸ χέρι!».
Ἐνῷ ὁ ἐπίσης ἔντιμος δικαστής, ὁ Γεώργιος Τερτσέτης ἀπάντησε: «Δὲν θὰ μᾶς βρεῖτε συνεργοὺς στὴ δολοφονία δύο ἀνθρώπων!». Εὐτυχῶς τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, ἡ θανατικὴ ποινὴ μετετράπη μὲ βασιλικὴ χάρη σὲ εἰκοσαετῆ δεσμὰ καὶ στὶς 20 Μαΐου 1835 ὁ ἐνηλικιωθεὶς Βασιλεὺς Ὄθων ἀμνήστευσε τοὺς κατηγορουμένους.
Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ τὸ τέλος πλησίαζε. Ὁ γιός του ὁ Κολίνος ἦταν πιὰ σὲ ἡλικία γάμου καὶ ἤδη ἀρραβωνιασμένος μὲ τὴ χαριτωμένη ἐγγονὴ τοῦ Ἕλληνα Ἡγεμόνα της Βλαχίας, τοῦ Πρίγκιπα Ἰωάννη Καρατζά. Σὰν πατέρας ἤθελε νὰ δεῖ τὶς «χαρές του». Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία του ἐπιθυμία.
Κι αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία του ἐκπληρώθηκε! Ὁ γάμος ἔγινε μὲ μεγάλη λαμπρότητα. Ἦταν τὸ σημαντικότερο περιστατικὸ τῶν τελευταίων χρόνων στὴν Ἀθήνα. Ἡ Ἐκκλησία γέμισε ἀπὸ Ἕλληνες καὶ Εὐρωπαίους «γαλαζοαίματους», συγγενεῖς καὶ φίλους. Τὴν καλύτερη θέση τὴν πῆραν οἱ συμπολεμιστὲς μὲ τὶς κατάλευκες φουστανέλες καὶ τὰ καλογυαλισμένα ἅρματα.
Ὁ Βασιλιᾶς διέταξε τὴ στρατιωτικὴ μουσικὴ νὰ σταθεῖ μὲ μεγάλη στολὴ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του Κολοκοτρώνη καὶ νὰ παιανίζει χαρμόσυνα. Οἱ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις κράτησαν τρεῖς ὁλόκληρες μέρες.
Μετὰ ἀπὸ δυὸ μέρες, ὁ Κολοκοτρώνης πῆγε στὸ χορὸ στὰ Ἀνάκτορα. Παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του ἔσερνε πρῶτος τὸ χορό, ἐνῷ οἱ κυρίες καὶ οἱ κύριοι τῆς ἀριστοκρατίας τὸν ἐπευφημοῦσαν θαυμάζοντας τὶς χορευτικές του ἱκανότητες καὶ τὶς λεβέντικες φιγοῦρες του.
Δυστυχῶς ὅμως ἤπιε πολύ. Ἴσως ἡ πολὺ εὐτυχία νὰ λειτούργησε ἀνασταλτικὰ καὶ νὰ χάθηκε ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ αὐτοκυριαρχία ποὺ τὸν χαρακτήριζαν σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ἴσως ὅμως καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὸν ὁδήγησε ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν πάρει εὐτυχισμένο. Ποιός νὰ ξέρει!
Μεσάνυκτα ὁ Γέρος ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του, ποὺ δὲν βρισκόταν μακριὰ ἀπὸ τὸ Παλάτι. Ἔπεσε βαρὺς στὸ κρεβάτι ἀναστενάζοντας. Σὲ λίγο ὅλοι στὸ σπίτι κατάλαβαν ὅτι κάτι δὲν πάει καλά. Ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν οἱ γιατροί. Στὴ διάγνωση ὅλοι τους συμφώνησαν. Τὸ τέλος πλησίαζε. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἔκαναν ὅτι μποροῦσαν. Τὸν φλεβοτόμησαν, τοῦ ἔβαλαν βδέλλες καὶ τοποθέτησαν χιόνι στὸ κεφάλι του.
Ὅλα μάταια, ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς τὸν εἶχε στείλει γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐλεύθεροι εἶχε ἤδη ἀποφασίσει νὰ τὸν πάρει κοντά Του. Κάποια στιγμή, τὴν ὥρα ποὺ ἡ γενναία ψυχή του ἑτοιμαζόταν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἀνήμπορο σῶμα του, ὁ Στρατηγὸς γύρισε καὶ κοίταξε τὰ παιδιά του. «Παιδιά μου» ψιθύρισε «Σᾶς ἀφήνω τόσους φίλους ὅσα καὶ τὰ φύλλα ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ κλαριά. Φροντίστε νὰ μὴν τοὺς χάσετε».
Ἦταν 11 ἡ ὥρα τὸ πρωὶ τῆς 4ης Φεβρουαρίου τοῦ 1843, ὅταν ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ Ἀρχιστράτηγος τῆς Παλιγγενεσίας, ὁ θρυλικὸς καὶ φοβερὸς Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἄφησε τὴν στερνή του πνοὴ καὶ πέρασε στὸ Πάνθεον τῶν Ἡρώων δίπλα στὸ Λεωνίδα, τὸ Μέγα Ἀλέξανδρο, τὸ Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, στοὺς συμπολεμιστὲς τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη, Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, Ἀθανάσιο Διάκο καὶ τόσους ἄλλους. Οἱ οἰκεῖοι του τὸν ἔντυσαν μὲ τὴν ἐπίσημη στολὴ τοῦ Ἀντιστρατήγου καὶ τὸν ἔβαλαν εὐλαβικὰ στὸ φέρετρο. Στὰ πόδια του τοποθέτησαν μιὰ Τούρκικη σημαία, λάφυρο τῆς Ἐθνεγερσίας ἐνῷ τὸν ἴδιο τόν σκέπασαν με τὴ Γαλανόλευκη.
Πάνω στὸ φέρετρο ἀκούμπησαν τὸ σπαθί, τὰ παράσημα του, τὴν περικεφαλαία του καὶ τὶς σπαλέτες ποὺ φοροῦσε στὰ Ἑπτάνησα σὰν Ταγματάρχης. Βαρὺ πένθος ἁπλώθηκε παντοῦ. Οἱ σημαῖες ὑπεστάλησαν ἀμέσως γιὰ νὰ ἐπαρθοῦν μεσίστιες. Τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ποὺ συνεδρίαζε ἐκείνη τὴ στιγμή, διέκοψε τὶς ἐργασίες του καὶ σύσσωμο ἀναχώρησε γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Στρατηγοῦ. Τὰ μαγαζιὰ ἔκλεισαν καὶ σταμάτησε κάθε ἐργασία. Κηρύχθηκε ἀπὸ τὸ Βασιλιᾶ τριήμερο πένθος.
Οἱ στρατιωτικὲς μπάντες ἄρχισαν νὰ περιφέρονται μὲ πένθιμη μουσική. Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τῆς κηδείας. Ἡ νεκρώσιμη πομπὴ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ σπίτι του, πέρασε τὴν ὁδὸ Ἑρμοῦ καὶ κατέληξε στὴν Ἁγία Εἰρήνη. Τὴ νεκροφόρα ἔσερναν τέσσερα ἄλογα καὶ τὴ συνόδευσαν κρατῶντας τὶς ταινίες οἱ Στρατηγοὶ Σὲρ Ρίτσαρντ Τσὼρτς (Church), Τζαβέλλας καὶ Γιατράκος, οἱ Συνταγματάρχες Πλαπούτας καὶ Μακρυγιάννης καθὼς καὶ οἱ Σύμβουλοι τῆς Ἐπικρατείας Γεώργιος Κουντουριώτης, Δεληγιάννης, Ρενιέρης, Μαῦρος, Καρατζάς, Ρώμας καὶ Παλαμήδης. Τὰ παράσημά του εἶχαν τοποθετηθεῖ τώρα σὲ μεταξωτὰ μαξιλάρια καὶ ἐφέροντο ἀπὸ ἀνώτερους Ἀξιωματικούς. Ὁ Βασιλιᾶς πῆρε θέση δίπλα στὴ σωρό. Ἦταν φανερὰ συγκινημένος! Πάντα ἔτρεφε ἰδιαίτερα αἰσθήματα ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ σ’ αὐτὸν ποὺ τόσο πολέμησε γιὰ τὰ μεγαλύτερα ἰδανικά..
Ἡ Ἐκκλησία εἶχε γεμίσει ἀσφυκτικά. Πλῆθος κόσμου κάθε λογῆς. Χρυσοποίκιλτοι Ἀξιωματικοὶ καὶ Πρέσβεις μαζὶ μὲ Ἀκολούθους, φραγκοντυμένοι πολιτικοὶ καὶ κομψὲς κυρίες δίπλα σὲ ἁπλοῦς ἀνθρώπους τῆς Ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Ὁ πατέρας Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος «ὁ ἐξ Οἰκονόμων» ἐκφώνησε τὸν ἐπικήδειο: «Ἔπεσε λοιπόν, ὦ σεβασμιωτάτη καὶ περιφανὴς ὁμήγυρις καὶ ὁ γενναῖος Ἀντιστράτηγος καὶ Σύμβουλος τῆς Ἐπικρατείας καὶ πρώην Ἀρχηγὸς τῆς Πελοποννήσου Θεόδωρος Κολοκοτρώνης! Κεῖται καὶ οὗτος ὁ δυνατὸς ἐν πολέμοις καὶ περικλεὴς ἐν ἀγαθοεργίαις, ὁ τοσαῦτα καὶ αὐτὸς συνάμα μετὰ τῶν λοιπῶν τῆς Πατρίδος Ἀγωνιστῶν κατορθώσας ... ...».
Μετὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία ξεκίνησαν ὅλοι ὑπὸ τοὺς ἤχους τῆς πένθιμης μουσικῆς. Ἡ πομπὴ πέρασε μπροστὰ ἀπὸ τὰ Ἀνάκτορα καὶ κατευθύνθηκε στὸ νεκροταφεῖο ὅπου περίμενε ἀνοικτὸ τὸ μνῆμα. Ὁ ρομαντικὸς πεζογράφος καὶ ποιητὴς Παναγιώτης Σοῦτσος μὲ δακρυσμένα μάτια καὶ μὲ τρεμουλιασμένη φωνὴ ξεκίνησε νὰ πεῖ τὰ τελευταῖα λόγια: «Ἕλληνες! Ἀνὴρ μέγας ἐτελεύθησε....».
Δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ συνεχίσει γιὰ πολὺ καὶ ὁ λαλίστατος λογοτέχνης κλαίγοντας ἀναγκάσθηκε νὰ ὁμολογήσει: «... τὸ κυριεῦσαν τὴν ψυχήν μου πένθος παραλύει τὴν λαλιάν μου». Ἔτσι ὁ τελευταῖος ἀποχαιρετισμὸς δὲν ὁλοκληρώθηκε ποτέ.
Τὴν 10η Ὀκτωβρίου 1930 τὰ ὀστᾶ του διακομίσθηκαν στὸ Μνημεῖο τῶν Προκρίτων τῆς Τρίπολης. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς κατοχῆς οἱ κατοχικὲς δυνάμεις ἀπαγόρευσαν τὸν ἑορτασμὸ τῆς 25ης Μαρτίου... Ὁ δήμαρχος τῆς πόλης ὅμως ἀγνόησε τὴν ἀπαγόρευση καὶ καλῶντας τοὺς πολῖτες, ἑορτάστηκε κανονικὰ ἡ ἐθνικὴ ἑορτή... Τὴν ἑπομένη, οἱ κατοχικὲς δυνάμεις, γιὰ λόγους ἐκδίκησης, πέταξαν τὰ ὀστᾶ του Κολοκοτρώνη στοὺς δρόμους τῆς πόλης τῆς Τρίπολης... Πράξη βεβήλωσης... Ὁ δήμαρχος, μαζὶ μὲ τὸ παιδί του τὸ βράδυ, βγῆκαν καὶ κρυφὰ περισυνέλλεξαν τὰ ὀστᾶ τοῦ ἥρωα καὶ τὰ ἔβαλαν πάλι στὴ θέση τους.... Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1993 τοποθετήθηκαν σὲ εἰδικὴ κρύπτη στὴ βάση τοῦ ἀνδριάντα του, ποὺ τὸν ἀναπαριστᾶ πάνω στὸ ἄλογό του.
Τὸ ὅλο πνεῦμα ποὺ διέπνεε τὸν Κολοκοτρώνη, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, περικλείεται στὴν ἀκόλουθη συνάντηση τοῦ γέρου τοῦ Μωριᾶ μὲ τὸν Ἄγγλο Ναύαρχο Hamilton. Διηγεῖται ὁ Κολοκοτρώνης: «Μιὰν φορὰ ὅταν ἐπήραμε τὸ Ναύπλιο ἦρθε ὁ Ἄγγλος ναύαρχος Ἄμιλτον (Hamilton) νὰ μὲ ἰδῇ καὶ μοῦ εἶπε: ὅτι οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ ζητήσουν συμβιβασμὸ καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύση». Ἐγώ του ἀποκρίθηκα ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ. «Ἐλευθερία ἢ θάνατος». Ἐμεῖς καπιτὰ Ἄμιλτον ποτὲ συμβιβασμὸ δὲν ἐκάμαμε μὲ τοὺς Τούρκους. Καὶ συνεχίζει ἀγέρωχος μέσα ἀπὸ τὴ λιονταρίσια τοῦ ψυχή. «Ἡ ἐδική μας Ἐπανάστασις δὲν ὁμοιάζει μὲ καμίαν ἀπ΄ ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπη. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦταν ὁ πλέον δίκαιος, ἦταν ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦταν μὲ ἕνα λαὸν ὅπου ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθῇ παρὰ μόνο ὅτι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτᾶνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήση τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαὸν ἀλλὰ ὡς σκλάβους.
Ἀπὸ τὰ ὅσα εἴπαμε σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ γέρου τοῦ Μωριᾶ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, εὔκολα καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα βαθιὰ πιστὸ ἄνθρωπο...
Μᾶς λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Γεώργιος Τερτσέτης, ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Κολοκοτρώνη: «Ἐκοσμεῖτο ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς ἀρετὲς τῆς ἀγάπης, τῆς φιλαλληλίας, τῆς μετανοίας, τῆς ταπεινοφρούνης καὶ τῆς συγχωρήσεως. Οἱ δυὸ ἄξονες ποὺ περιεστρέφετο ὁ Κολοκοτρώνης στὴ ζωή του καὶ τὸ ἔργο του ἦταν τὸ δίπολο πίστι στὸ Θεὸ καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα. Ὅταν πήραμε τὰ ὅπλα εἴπαμε: Πρῶτα γιὰ τὴν πίστιν καὶ μετὰ γιὰ τὸ Γένος.
Δυὸ ὑπέροχες φράσεις τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ ποὺ συμβολίζουν Πατρίδα καὶ Θρησκεία, ἑνωμένες θὰ μείνουν εἰς ἀεὶ ἱστορικές. Ἡ πρώτη εἶναι:
«Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ὑπογραφή του διὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος δὲν τὴν παίρνει ὀπίσω».
Καὶ ἡ δεύτερη μιλῶντας πάνω στὴν Πνύκα τοῦ Ἱεροῦ βράχου τῆς Ἀκροπόλεως στοὺς μαθητὲς τοῦ Α΄Γυμνασίου τῆς Ἀθήνας στὰ 1838: «Πρέπει νὰ φυλάξετε παιδιά μου τὴν πίστι σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα εἴπαμε: «Πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος». Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση δὲν ἐσυλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἅρματα, οὔτε ὡς οἱ Τοῦρκοι βαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε: «ποὺ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα (βατσέλα) ἀλλοῦ ὡς μιὰ βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας καὶ ὅλοι καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση».
Ἐπιτρέψτε μου νὰ κλείσω μὲ μεγάλα παραδείγματα, ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ μεγάλος αὐτὸς ἄνδρας....
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος γνωρίζουμε ὅτι συγχώρεσε τὸ φονιᾶ τοῦ ἀδελφοῦ του... Ἔρχεται ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καὶ μιμεῖται τὸν Ἅγιο Διονύσιο, ὄχι μία, ἀλλὰ δύο φορές:
Κάποτε τὸν πλησίασε αὐτὸς ποὺ εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφό του ἐκτελῶντας ἐντολὴ τῶν Τούρκων.
Ἦταν μάλιστα τόσο τὸ θράσος του, ποὺ φορῶντας τὸν ὁλόχρυσο ντουλαμὰ τοῦ θύματος, τόλμησε νὰ τοῦ ζητήσει καὶ μιὰ χάρη. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀναστέναξε βαθιά. Ἄλλος θὰ ὅρμαγε πάνω του νὰ τὸν σκοτώσει. Αὐτὸς ὅμως ἔκανε τὸ ἀντίθετο. Τὸν δέχθηκε μὲ τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ταπεινότητα, ποὺ τοῦ ὑπαγόρευε τὸ μεγαλεῖο τῆς γενναίας ψυχῆς του. Δὲν τὸν ἐξυπηρέτησε μόνο, ἀλλὰ τὸν κράτησε φιλόξενα καὶ γιὰ βραδινὸ φαγητό.
Στὸ ἴδιο τραπέζι ἔκατσε κι ἡ μάνα του. Μόλις ἀναγνώρισε τὴ χρυσοκέντητη φορεσιὰ τοῦ δολοφονημένου παιδιοῦ της, ξέσπασε σὲ κλάματα. Μέσα στὴ δικαία της ἀγανάκτηση τὰ ἔβαλε μὲ τὸν Στρατηγό. «Πῶς βάζεις στὸ τραπέζι μας τὸ φονιᾶ τοῦ ἀδελφοῦ σου;» τοῦ εἶπε μέσα ἀπὸ τὰ ἀναφιλητά της. Ἀμέσως ὅμως πῆρε μιὰ ἀληθινὰ Χριστιανικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ μεγαλόψυχου γιοῦ της: «Σώπασε μάνα, ἐγὼ τὸν συγχώρεσα καὶ αὐτὸ τὸ τραπέζωμα εἶναι τὸ καλύτερο μνημόσυνο γιὰ τὸν μακαρίτη τὸν ἀδελφό μου!» καὶ μὴ μπορῶντας νὰ κρατηθεῖ ἄλλο πιά, ξέσπασε καὶ ἐκεῖνος σὲ κλάματα.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἐμφυλίων μαχῶν μέσα στὴν ἐπανάσταση δολοφονεῖται ὁ γιός του Πάνος.... Ὁ ἄλλος του ὁ γιός, ὁ Γενναῖος, συλλαμβάνει τοὺς δολοφόνους καὶ τοὺς στέλνει στὸν Πατέρα του... Ἐκεῖ ὁ γέρος τους βάζει μετάνοια, τοὺς φυλάει τὰ χέρια (ἐκεῖνα ποὺ σκότωσαν τὸ παιδί του) καὶ τοὺς συγχωρεῖ...
Πλησιάζοντας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἤθελε νὰ συγχωρέσει καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό του. Ποιός ἦταν αὐτός; Ὁ Κωνσταντῖνος Σχινάς, ποὺ ὡς Ὑπουργὸς Δικαιοσύνης, κατὰ τὴν περίοδο τῆς δίκης του, προσπάθησε νὰ ἐξαναγκάσει τοὺς δικαστὲς νὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο.
Ὁ Κωνσταντῖνος Σχινὰς ποὺ εἶχε γίνει πιὰ Καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο, βλέποντας τὸν Ἀρχιστράτηγο τῆς Ἐπαναστάσεως μπροστά του λύγισε. Συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του σφάλμα. Τότε ὁ Γέρος μὲ ἕνα βλέμμα γαλήνιο γεμᾶτο καλοσύνη καὶ ἀνωτερότητα προχώρησε κοντά του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν φίλησε δίνοντας τοῦ γιὰ πάντα τὴ συγχώρεση.
Πρὸ τοῦ τέλους της ζωή του, γυρνᾶ μὲ τὸ μικρό του γιὸ Πάνο ὅλη τὴν τότε ἐλεύθερη Ἑλλάδα καὶ συναντᾶ ὅσους ἀδίκησε, ἀποζημιώνοντάς τους στὸ πολλαπλάσιο. Ἔμπρακτη μετάνοια....
Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γεννιέται καὶ ζεῖ μέσα στὸν πόλεμο, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ χάνει μέσα σὲ αὐτὸν τὸν πατέρα του, τὸν ἀδελφό του, τὸ γιό του, μᾶς διδάσκει τὴ συγχωρητικότητα καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἁρπάξουμε τὸν πειρασμὸ ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει στὴ ζωή μας ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὸν καταστήσουμε εὐκαιρία ἁγιασμοῦ....
Ἡ ζωή του, παρὰ τὶς δύσκολες συνθῆκες ποὺ κλήθηκε νὰ ζήσει, μᾶς ὑποδεικνύει τὸν τρόπο.... Σὲ αὐτὴ γίνεται λόγος γιὰ προσευχή, γιὰ ταπείνωση, γιὰ ἐξομολόγηση, γιὰ Θεία Κοινωνία...
Τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον μᾶς καλεῖ: «Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας». (Ματθαῖος 5:44· Λουκᾶς 6:27, 35). Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ πέτυχε καὶ ἀποτελεῖ παράδειγμα τρανό, ὄχι μόνο γιὰ τὴ φιλοπατρία του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ φιλοθεΐα του...
Αἰωνία του ἡ μνήμη... Ἀμήν....