Ὁ χρόνος, τὸ ἐγώ, τὸ δικαίωμα, τὸ θέλω
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Στὴν ἀγγλικὴ παράδοση ὑπάρχουν «οἱ ἀποφάσεις τῆς Πρωτοχρονιᾶς».
Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ σκεφτεῖ τὴν ζωή του καὶ νὰ πάρει ἀποφάσεις τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, μὲ στόχο ὁ νέος χρόνος νὰ τὸν βρεῖ σὲ πορεία ἀλλαγῆς.
Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ὑστεροῦμε βεβαίως σὲ ἀποφασιστικότητα. Συνήθως εἴμαστε ἢ βολεμένοι ἢ δειλοὶ καὶ
φοβόμαστε τὸν κόπο. Αὐτὸ συμβαίνει διότι δὲν δινόμαστε εὔκολα καὶ μὲ τὴν καρδιά μας οὔτε σὲ πρόσωπα οὔτε σὲ τρόπους πορείας τῆς ὕπαρξης.
Πρυτανεύουν σήμερα τὸ «ἐγώ», τὸ «δικαίωμα», τὸ «θέλω». Τὸ «ἐγὼ» μᾶς κάνει νὰ θεωροῦμε ὅτι τὰ πάντα
νοηματοδοτοῦνται γιά μας, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε τὸ κέντρο τοῦ κόσμου καὶ δὲν χρειάζεται νὰ λαμβάνουμε ὑπόψιν ἀντιδράσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν ἄλλων.
Τὰ δικαιούμαστε ὅλα γιατί εἴμαστε οἱ μοναδικὲς προσωπικότητες! Ἀφοῦ ὁ κόσμος περιστρέφεται γύρω μας, γιατί νὰ μὴν ἔχουμε ὅσα θέλουμε; Μᾶς τὸ χρωστοῦν ἡ ζωὴ καὶ οἱ ἄλλοι!
Σημάδια αὐτοῦ του τρόπου εἶναι τὸ καταναλωτικὸ πρότυπο τὸ ὁποῖο ἐνισχύει τὴν προτεραιότητα τῶν ἐπιθυμιῶν ὄχι γιὰ ἀγάπη καὶ μοίρασμα, ἀλλὰ γιὰ κατάκτηση, ἡ ἐνασχόληση μὲ τὰ τραύματά μας- καὶ μέσω τῶν ἐπιστημῶν ψυχικῆς ὑγείας- ὄχι γιὰ νὰ συγχωρέσουμε καὶ νὰ συγχωρεθοῦμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικαιολογοῦμε τὴν συμπεριφορά μας, τὰ Μέσα Κοινωνικῆς Δικτύωσης στὰ ὁποῖα αἰσθανόμαστε καλά, διότι ὑπάρχει κοινὸ ποὺ μᾶς ἀποδέχεται καὶ τὰ σχόλια στὶς φωτογραφίες ποὺ ἀνεβάζουμε δείχνουν ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι μας.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία πάντως ὁ χρόνος ἀποτελεῖ ἕνα μοναδικὸ δῶρο ζωῆς τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ βρεῖ νόημα καὶ νὰ τὸ ζήσει! Καὶ θὰ ἦταν μία ἐνδιαφέρουσα πρόταση στὶς ὅποιες ἀποφάσεις τῆς Πρωτοχρονιᾶς νὰ μπορούσαμε νὰ σκεφτοῦμε μίαν ἄλλη πορεία, πέρα ἀπὸ τὴν διαχείριση τῆς καθημερινότητάς μας.
Μὲ ἐπίγνωση τῆς καταγωγῆς μας ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς εἰκόνες Του, νὰ ἀποφασίσουμε νὰ οἰκειωθοῦμε τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξής μας, ὅπως ἐξ οὐρανοῦ μᾶς δόθηκε: νὰ ζήσουμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον τὸν τρόπο τῆς Βασιλείας, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη στὴν σταυρική της διάσταση, ποὺ εἶναι ἀπόλυτη κένωση, καρπὸς ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀσυμβίβαστος μὲ τὸ «λίγο». Τὰ θέλει ὅλα.
Δὲν γνωρίζει κούραση καὶ μέτρο. Κάνει τὴν ὕπαρξη ἀπόλυτα δοτική, τόσο πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ
καὶ τὴν ἄσκηση, ὅσο καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Ὁ ἐρωτευμένος εἶναι εὐαίσθητος, βλέπει καὶ προβλέπει τὸν πόνο, τὴν ἔλλειψη, τὴν ἀνάγκη. Παρηγορεῖ γιὰ τὰ πεπραγμένα, γιὰ τὸν θάνατο, γιὰ τὴν ἥττα. Καὶ ἐφευρίσκει τρόπους γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν ἄλλο, κάνοντας τὸν χρόνο γιορτή!
Τέτοια πρότυπα εἶναι οἱ Ἅγιοι. Αὐτοί, στὴν πράξη, ἁγίασαν διότι μᾶς ἔδειξαν τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς. Σ' αὐτὴν καλούμαστε νὰ ἐπιστρέψουμε. Νὰ ξαναβροῦμε τὴν καλοσύνη ὡς πρώτη μας ἐπιλογή. Τὸν ζῆλο ποὺ μᾶς κάνει νὰ ξεφεύγουμε ἀπὸ τὸν φόβο τῆς κόπωσης.
Τὴν ὁμολογία τῆς ἀλήθειας πού, γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει, εἶναι ὁ Χριστός. Τὴν ταπεινότητα, ποὺ μᾶς κάνει νὰ μὴν ἀπογοητευόμαστε ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ νὰ τοῦ δίνουμε εὐκαιρίες. Τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ μπαίνουμε στὴν θέση τοῦ ἄλλου, νὰ συμπαθοῦμε αὐθεντικά, πέρα ἀπὸ τὸ ἐγώ!
Φαντάζει ἀνέφικτη μία τέτοια πρωτοχρονιάτικη ἀπόφαση γιὰ τὴν λογική του κόσμου. Ἀντίκειται στὴν σκληρότητα τῶν πολλῶν. Εἶναι ὅμως ἀπόφαση αὐθεντικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ὕπαρξης, διότι ὁ χρόνος χωρὶς Θεὸ κι ἀγάπη δὲν ἔχει νόημα!