Ὁ ἱερεὺς ὅταν Λειτουργεῖ εἶναι ἅγιος

2025-01-03 13:17

    Κάποτε ὁ Μέγας Βασίλειος παραβρέθηκε στὸν ἑσπερινὸ ἑνὸς χωριοῦ τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ διέκρινε, ὅτι ἔλειπε ὁ μπάρμπα Γιώργης, γνωστὸς γιὰ τὸν τακτικὸ τοῦ Ἐκκλησιασμοῦ, ἀφοῦ δὲν ἔχανε οὔτε ἑσπερινό, οὔτε ὄρθρο. Ρώτησε τὸν ἱερέα:  

    -Πάτερ Μιχαήλ, τὸν μπάρμπα Γιώργη δὲν βλέπω στὴν Ἐκκλησία, τί γίνεται μὲ αὐτόν, εἶναι καλά; Ἐδῶ εἶναι ἀκόμη ἢ ταξίδεψε;

    -Ναί, Σεβασμιότατε, ἔχει κάμποσο καιρὸ νὰ ἔρθει στὴν Ἐκκλησία...

    -Γιατί δὲν ἔρχεται;

    -Δὲν ξέρω τὸ γιατί.

    -Καὶ δὲν ἐνδιαφέρθηκες νὰ μάθεις, τὶ τοῦ συμβαίνει τοῦ ἀνθρώπου; \

    -Νὰ ὀλιγόρησα, δὲν ἐνδιαφέρθηκα...

    Ἐκεῖ ποὺ συζητοῦσαν, νὰ ἕνας μικρὸς καὶ τοῦ λέει ὁ Ἅγιος:

    -Πήγαινε παιδί μου στοῦ μπάρμπα Γιώργη τὸ σπίτι νὰ τοῦ πεῖς, ὅτι εἶναι ὁ Δεσπότης στὴν Ἐκκλησία καὶ σὲ θέλει νὰ πᾶς ἐκεῖ...

    Πράγματι ὁ μικρός, ἔφυγε, πῆγε καὶ εἰδοποίησε τὸν μπάρμπα Γιώργη. Ὁ μπάρμπα Γιώργης σὲ λίγο μὲ τὴν τραγιασκούλα του, μὲ τὴν μαγκουρίτσα τοῦ ἔρχεται στὴν Ἐκκλησία. Βάζει μετάνοια στὸν Δεσπότη.

    -Μπάρμπα Γιώργη σὲ ἐνόχλησα, τοῦ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἤξερα ὅτι πάντοτε ἤσουνα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔμαθα ἀπὸ τὸν πάτερ Μιχαήλ, ὅτι ἔχεις καιρὸ νὰ ἔρθεις στὴν Ἐκκλησία.

    -Ἔ, ἔ, ναὶ Δέσποτά μου, ἔχω καιρὸ νὰ ἔρθω...

    -Καλὰ εἶσαι; Γιατί συμβαίνει αὐτό;

    -Καλὰ εἶμαι, ἀλλά...

    -Δηλαδή, τί πάει νὰ πεῖ ἀλλά;...

    -Ἔ, νά... Ξέρετε Δέσποτα, ὅτι πρὶν 3 μῆνες, ἔγινε ἕνας φόνος στὸ χωριό;

    -Τὸ ξέρω...

    -Ξέρετε, ὅτι δὲν βρέθηκε ἀκόμα ὁ φονιᾶς;

    -Καὶ αὐτὸ τὸ ξέρω...

    -Καὶ ξέρετε ποιός εἶναι ὁ φονιᾶς;

    -Αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω...

    -Ὁ πάτερ Μιχαὴλ εἶναι ὁ φονιᾶς!!!

    -Ὁ πάτερ Μιχαήλ; Ἐσὺ ἤσουν μπροστὰ καὶ τὸ λὲς αὐτό;

    -Ναὶ ἤμουν!

    - Καὶ πῶς ἔγινε φονιᾶς ὁ πάτερ Μιχαήλ;

    -Ἕνα βράδυ, μετὰ τὸν ἑσπερινό, ὁ μακαρίτης ψάλτης κάτι λογομάχησε μὲ τὸν πάτερ γιὰ τὸ τίποτα. Καὶ ὁ πάτερ Μιχαήλ, κρατοῦσε στὸ χέρι του, τὸ σουγιαδάκι του, τὸ μυτερό, ποὺ κάνει τὴν προσκομιδὴ στὸ Ἱερό. Δὲν ξέρω ἀκριβῶς τί κίνηση ἔκανε καὶ μὲ τὸν σουγιᾶ τὸν χτύπησε στὴν καρδιὰ καὶ τὸν σκότωσε. Πῶς μπορῶ Σεβασμιότατε νὰ πάρω ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ φονιᾶ τὸ χέρι; Δὲν λέω τίποτα, δὲν τὸν κατήγγειλα, ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐλεήσει, ὅμως μπορῶ ἐγὼ ποὺ ξέρω τὴν ἁμαρτία αὐτή...;

    Κόκκαλο ὁ Μέγας Βασίλειος! Τί νὰ τοῦ πεῖ, ὅτι μπορεῖ;

    -Ὥστε ἔτσι, ἔ; τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος. Τότε ἔχεις δίκαιο μπάρμπα Γιώργη καὶ καταλαβαίνω τώρα γιὰ ποιό λόγο δὲν ἐρχόσουνα... Ὅμως σὲ παρακαλῶ, μιὰ καὶ θὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ αὔριο ἐδῶ καὶ θὰ λειτουργήσω, ἔλα στὴν Ἐκκλησία αὔριο.

    -Θὰ ἔρθω Δέσποτά μου!

    Ὁ μπάρμπα Γιώργης εἶχε συνήθεια, νὰ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία πρωΐ - πρωΐ πρὶν πάει ὁ παπᾶς. Ἔμπαινε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μετὰ ἔμπαινε ὁ πάτερ Μιχαήλ. Πράγματι – εἶχε καὶ 3 μῆνες νὰ πάει στὴν Ἐκκλησία – τὴν ἄλλη μέρα πῆγε στὴν Ἐκκλησία καὶ κάθισε δίπλα στὸ ἀναλόγιο. Σὲ λίγο ἐμφανίζεται ὁ πάτερ Μιχαήλ, νὰ εἰσέρχεται στὸν ναὸ καὶ νὰ κατευθύνεται στὸ Ἱερό. Ἀλλὰ τρόμαξε μόλις τὸν εἶδε, διότι ὁ π. Μιχαὴλ ναὶ μὲν ἐρχότανε ἀμέριμνος καὶ ἀγέρωχος, ἔφερνε δὲ στὸν ὦμο του, τὸν μακαρίτη ποὺ εἶχε σκοτώσει! Χωρὶς ὅμως νὰ καταλαβαίνει ὁ παπᾶς, ὅτι φέρει στὴν πλάτη του τον σκοτωμένο. Στὴ συνέχεια βλέπει τὸν παπᾶ νὰ εἰσέρχεται στὸ Ἱερό, νὰ πηγαίνει στὴν ἱματιοθήκη, νὰ φοράει τὰ ἱερατικά του ροῦχα καὶ ἐκεῖ 2 ψηλοί, ὄμορφοι κύριοι, τοῦ παίρνουν ἀπὸ τὸν ὦμο τὸν μακαρίτη! Αὐτός, ὁ μπάρμπα Γιώργης τρομαγμένος ὅπως ἦταν, μονολογοῦσε: «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ βλέπω;»

Ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶχε προσευχηθεῖ προφανῶς στὸν Κύριο, νὰ τοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια, νὰ ἰδεῖ, πὼς ἔχουν τὰ θέματα ὅταν εἶναι ἁμαρτωλὸς ὁ ἱερεὺς ἢ ὁ Ἀρχιερεὺς στὰ θέματα τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ πὼς οἰκονομοῦνται τὰ θέματα ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ λαμβάνουν τη Χάρη καὶ αὐτοὶ (οἱ κληρικοὶ) νὰ δώσουν τὸ λόγο ἐὰν δὲν μετανοήσουν στὴ συνέχεια.

    Ὁ πάτερ Μιχαὴλ ἄρχισε τὴ Θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος ἔβγαλε καὶ λόγο. Αὐτὸς καρφωμένος σὰν κολόνα, παρακολούθησε μὲ μεγάλη προσοχὴ ὅλη τὴ Θεία Λειτουργία, ἔβλεπε ποὺ ὁ πάτερ ἔλαμπε σὰν Ἄγγελος, ὅπως καὶ ὁ Δεσπότης καὶ περίμενε νὰ ἰδεῖ τί θὰ γίνει ἐν τέλει.

    Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, βλέπει ὁ μπάρμπα Γιώργης τον πάτερ Μιχαὴλ νὰ βγάζει τὰ ἄμφιά του καὶ νὰ βλέπει ταυτόχρονα, τοὺς 2 ἐκείνους νεαρούς, νὰ ἐναποθέτουν τὸν μακαρίτη στὸν ὦμο του καὶ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πήγαινε γιὰ τὸ σπίτι. Ὁ μπάρμπα Γιώργης κοκκάλωσε!

    Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὡς Ἅγιος, ἤξερε τὸ τί εἶδε αὐτός, ἤξερε τὸ τί ἔγινε συνέβη καὶ τὸν καλεῖ τὸν γέροντα καὶ τοῦ λέει μὲ ἱλαρότητα:

    -Μπάρμπα Γιώργη, θὰ ἔρχεσαι ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα στὴν Ἐκκλησία;

    -Δέσποτά μου, μ’ αὐτὰ ποὺ εἶδα, θὰ ἔρχομαι...

    -Μὴν λαμβάνεις λοιπὸν μπάρμπα Γιώργη τὴν ἁμαρτία τοῦ παπᾶ, διότι ἂν βάλει τον πετραχήλι καὶ τὰ ἄμφιά του, εἶναι Ἅγιος, ὅταν Λειτουργεῖ. Γιατί ἡ ἱεροσύνη δὲν μολύνεται, δὲν ἁμαρτάνει. Νὰ ἔρχεσαι στὴν Ἐκκλησία, νὰ Κοινωνὰς καὶ νὰ παίρνεις τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ χέρι του πάτερ Μιχαήλ.

    -Ναὶ Δέσποτα καὶ ζητῶ συγγνώμη καὶ ἐξομολογοῦμαι, διότι δὲν ἤξερα, ὅτι εἶναι ἅγιος ὁ ἱερεὺς ὅταν Λειτουργεῖ. Δὲν ἤξερα πὼς ἔχουν τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγὼ ἔλεγα ὅτι παίρνω ἀπὸ τὸ ματωμένο χέρι τὸ ἀντίδωρο. Δὲν ἤξερα ὅτι παίρνω ἀπὸ τοῦ Ἀγγέλου τὸ χέρι τὸ ἀντίδωρο. Καὶ δὲν ἐρχόμουν...

    Ἔτσι ὁ μπάρμπα Γιώργης, ἄρχισε νὰ πηγαίνει ξανὰ στὴν ἐκκλησία...