Ὁ Ἅγιός Νικηφόρος ὁ Λεπρός

2024-10-07 18:10

    Λίγο πρὶν τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 2020, ὠθούμενοι ἀπὸ τὶς πολὺ δύσκολες καὶ πειρασμικὲς ἡμέρες ποὺ βιώναμε τότε, ἐν μέσῳ καραντίνας λόγῳ τοῦ Κορονοϊοῦ, μὲ τὶς κλειστὲς Ἐκκλησίες μας, σκεφτήκαμε νὰ κάνουμε μία προσπάθεια, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσουμε ἕνα μικρὸ ἀπότμημα Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ.

    Ἡ πραγματικὰ μαρτυρικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου, ἐξαιτίας τῆς λοιμικῆς νόσου τῆς λέπρας ποὺ τόσο πολὺ ταλαιπώρησε τὸν Ἅγιο σὲ ὅλη του τὴ ζωή, θὰ ἦταν ἕνα πολὺ διδακτικὸ καὶ παρηγορητικὸ παράδειγμα γιὰ ὅλους μας, μπροστὰ σὲ αὐτὲς τὶς πρωτόγνωρες γιὰ ὅλους μας ἡμέρες ποὺ βιώσαμε τότε.

    Ἀπευθύναμε τότε τὴ θερμή μας παράκληση στὸν πολὺ ἀγαπητὸ ἀδελφὸ π. Διονύσιο Ζ., ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μὲ πολὺ λίγες ἐλπίδες εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὥστε ἡ παράκλησή μας αὐτὴ νὰ ὑλοποιηθεῖ…. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὅμως, διὰ τοῦ ἀδελφοῦ μας π. Διονυσίου Ζ. ἄκουσε τὴν ἐπιθυμία μας…

    Ἔτσι μὲ πολὺ ἀγάπη καὶ εὐλάβεια, τέθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου τὴν 28η Ἰουνίου 2020 πρὸς προσκύνηση τῶν ἐνοριτῶν μας…

 

Ὁ βίος[1]

    Ὁ πατὴρ Νικηφόρος (κατὰ κόσμο Νικόλαος Τζανακάκης) γεννήθηκε σ’ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῶν Χανίων, στὸ Σηρικάρι, καστανοχώρι στὰ δυτικά του Νομοῦ μὲ ὑγιεινὸ κλίμα, μὲ ὄμορφα δάση, πλούσια νερά, φαράγγια καὶ σπήλαια. Τὸ χωριὸ αὐτὸ ἔχει μία ἰδιομορφία ποὺ δὲν τὴν συναντοῦμε συχνά: εἶναι χωρισμένο σὲ ἕνδεκα γειτονιές, οἱ ὁποῖες πῆραν καὶ τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὶς οἰκογένειες ποὺ πρωτοκατοίκησαν ἐκεῖ. Ἔτσι ὁ Ἅγιός μας γεννήθηκε στὴν γειτονιὰ τῶν Κωστογιάννηδων. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἁπλοὶ καὶ εὐλαβεῖς χωρικοί, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἀκόμη ἦταν μικρὸ παιδὶ πέθαναν καὶ τὸν ἄφησαν ὀρφανό. Ἔτσι, σὲ ἡλικία 13 ἐτῶν, ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ὁ παππούς του, ποὺ εἶχε ἀναλάβει νὰ τὸν μεγαλώσει, τὸν πῆγε στὰ Χανιὰ νὰ ἐργαστεῖ ἐκεῖ σ’ ἕνα κουρεῖο γιὰ νὰ μάθει τὴν δουλειά. Τότε ἐμφάνισε καὶ τὰ πρῶτα σημεῖα τῆς νόσου τοῦ Χάνσεν δήλαδή τὴν λέπρα. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, τοὺς λεπρούς τους ἀπομόνωναν στὸ νησὶ Σπιναλόγκα, διότι ἡ λέπρα ὡς μεταδοτικὴ ἀρρώστια ἀντιμετωπίζονταν μὲ φόβο καὶ ἀποτροπιασμό.

    Ὁ Νικόλαος ὅταν ἔγινε 16 ἐτῶν καὶ ὅταν τὰ σημάδια τῆς νόσου ἄρχισαν νὰ γίνονται πιὸ ἐμφανῆ, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν ἐγκλεισμό του στὴν Σπιναλόγκα ἔφυγε μὲ κάποιο καράβι γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ ἔμεινε ἐργαζόμενος στὴν Ἀλεξάνδρεια, πάλι σ’ ἕνα κουρεῖο, ὅμως τὰ σημάδια τῆς νόσου γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ ἐμφανῆ, ἰδίως στὰ χέρια καὶ στὸ πρόσωπο. Γι’ αὐτὸ μὲ τὴν μεσολάβηση ἑνὸς κληρικοῦ κατέφυγε στὴν Χίο, ὅπου ὑπῆρχε τότε ἕνα λεπροκομεῖο, στὸ ὅποιο ἦταν ἱερεὺς ὁ πατὴρ Ἄνθιμος Βαγιανός, ὁ μετέπειτα Ἅγιος Ἄνθιμος[2].

    Ὁ Νικόλαος ἔφτασε στὴ Χίο τὸ 1914 μ.Χ. σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν. Στὸ λεπροκομεῖο τῆς Χίου, ποὺ ἦταν ἕνα συγκρότημα μὲ πολλὰ ὁμοιόμορφα σπιτάκια, ὑπῆρχε τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἅγιου Λαζάρου, ὅπου φυλάσσονταν ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὑπακοῆς. Σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο ἄνοιξε τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν γιὰ τὸν Νικόλαο. Μέσα σὲ δύο χρόνια ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τὸν ἔκρινε ἕτοιμο γιὰ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ τὸν ἔκειρε μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Νικηφόρο. Ἡ νόσος προχωροῦσε καὶ ἐξελίσσονταν καὶ ἐλλείψει καταλλήλων φαρμάκων, ἐπέφερε πολλὲς καὶ μεγάλες ἀλλοιώσεις[3].

    Ὁ π. Νικηφόρος ζοῦσε μὲ ἀδιάκριτη, γνήσια ὑπακοή, μὲ νηστεία αὐστηρή, ἐργαζόμενος στοὺς κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σὲ ἕνα κατάλογο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἅγιου Ἀνθίμου, τὰ ὅποια εἶχε δεῖ «ἰδίοις ὄμασιν» (πολλὰ ἀφοροῦσαν θεραπεῖες δαιμονιζόμενων).

    Ὑπῆρχε μία ἰδιαίτερη πνευματικὴ σχέση τοῦ Ἅγιου Ἄνθιμου μὲ τὸν μοναχὸ Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος «οὐδὲ ἐν βῆμα ἐμάκρυνεν ἀπ’ αὐτοῦ», ὅπως ἀναφέρει ὁ πατὴρ Θεόκλητος Διονυσιάτης στὸ βιβλίο του «Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τῆς Χίου». Ὁ π. Νικηφόρος προσευχόταν τὴ νύχτα ὧρες ἀτελείωτες, κάνοντας μετάνοιες ἀμέτρητες, δὲν εἶχε λογοφέρει μὲ κανένα οὔτε χάλασε τὴν καρδιὰ κάποιου κι ἦταν ὁ κύριος ψάλτης τοῦ ναοῦ. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενείας τοῦ ὅμως, σιγὰ-σιγὰ ἔχασε τὸ φῶς του κι ἔτσι ἔψαλλε τὰ περισσότερα τροπάρια καὶ ἀπήγγειλε τοὺς Ἀποστόλους ἀπὸ στήθους.

    Τὸ 1957 μ.Χ. ἔκλεισε τὸ Λωβοκομεῖο τῆς Χίου καὶ τοὺς ἐναπομείναντες ἀσθενεῖς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα Νικηφόρο τους ἔστειλαν στὸν Ἀντιλεπρικὸ Σταθμὸ Ἁγίας Βαρβάρας Ἀθηνῶν, στὸ Αἰγάλεω. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ πατὴρ Νικηφόρος ἦταν περίπου 67 ἐτῶν. Τὰ μέλη του καὶ τὰ μάτια τοῦ εἶχαν τελείως ἀλλοιωθεῖ καὶ παραμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν νόσο.

    Ἐκεῖ, στὸν ἀντιλεπρικὸ σταθμὸ ζοῦσε καὶ ὁ πατὴρ Εὐμένιος[4], ὁ ὁποῖος εἶχε κι αὐτὸς προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν νόσο τοῦ Χάνσεν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπιτυχῆ φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ θεραπεύτηκε τελείως. Ἀπεφάσισε ὅμως νὰ μείνει ὅλο τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς τοῦ μέσα στὸν ἀντιλεπρικὸ σταθμὸ κοντὰ στοὺς συνασθενεῖς του, τοὺς ὁποίους φρόντιζε μὲ πολλὴ ἀγάπη. Ἔτσι ἔγινε καὶ ὑποτακτικὸς στὸν πατέρα Νικηφόρο[5], στὸν ὁποῖο ὡς ἀνταμοιβὴ τῆς ὑπομονῆς τοῦ ὁ Κύριος του εἶχε δώσει πολλὰ χαρίσματα. Πλῆθος κόσμου συνέρρεε στὸ ταπεινὸ κελλάκι τοῦ λεπροῦ μοναχοῦ Νικηφόρου, στὴν Ἁγία Βαρβάρα τοῦ Αἰγάλεω, γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Παραθέτουμε μερικὲς μαρτυρίες ὅσων τὸν γνώρισαν:

    «Ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν κατάκοιτος, μὲ πληγὲς καὶ πόνους, δὲν γόγγυζε ἀλλὰ ἔδειχνε μεγάλη καρτερία». «Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς παρηγοριᾶς τῶν θλιβομένων. Τὰ μάτια τοῦ ἦταν μονίμως ἐρεθισμένα, ἡ ὅραση τοῦ ἐλαχίστη, εἶχε ἀγκυλώσεις στὰ χέρια καὶ παράλυση στὰ κάτω ἄκρα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἦταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγεῖτο χαριτωμένα περιστατικά, ἦταν εὐχάριστος, ἀξιαγάπητος». «Τὸ πρόσωπό του, ποὺ ἦταν φαγωμένο ἀπὸ τὰ στίγματα τῆς ἀσθένειας, καὶ τὶς πληγές, ἔλαμπε κι ἔπαιρναν χαρὰ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν αὐτὸν τὸν πάμπτωχο καὶ φαινομενικὰ ἀσθενῆ ἄνθρωπο ποὺ ἔλεγε: Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ἅγιο Ὄνομά Του».

    Σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν, στὶς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1964 μ.Χ., κοιμήθηκε ὁ πατὴρ Νικηφόρος. Μετὰ τὴν ἐκταφή, τὰ ἅγια του λείψανα εὐωδίαζαν. Ὁ πατὴρ Εὐμένιος, καὶ ἄλλοι πιστοὶ ἀνέφεραν πολλὲς περιπτώσεις, ὅπου ἔγιναν θαύματα μὲ τὴν ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν πρὸς τὸν Θεό, τοῦ πατρὸς Νικηφόρου. Λαμπρὸ παράδειγμα καὶ πρότυπο γιὰ ὅλους μας ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου, ἦταν εὐάρεστος στὸ Θεὸ διότι ὑπέμεινε πολλά. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ἔχουμε πολλὲς μαρτυρίες: ὅτι ὁ Ἅγιός μας εἶχε δεχθεῖ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητας καθὼς καὶ πλῆθος ἄλλων χαρισμάτων. Χρειάζεται ἐπίσης νὰ σημειώσουμε ὅτι πλεῖστα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ εἶναι καταγραμμένα καθὼς μέχρι καὶ σήμερα ὁ ἅγιος δίδει ἁπλόχερα βοήθεια σὲ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη. Σίγουρα θὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα πολλὰ θαυμαστὰ ποὺ δὲν θὰ ἔχουν ἔρθει στὴν ἐπιφάνεια.

    «Παιδιά μου, προσεύχεσθε; καὶ πῶς προσεύχεσθε; ...μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ νὰ προσεύχεσθε, μὲ τὸ ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Ἔτσι νὰ προσεύχεσθε. Ἔτσι εἶναι καλὰ» (πατὴρ Νικηφόρος).

 

Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ λεπρο

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα, καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν, νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ᾽ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν. Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ, χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος· χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

Τῆς καρτερίας ἀθλητήν τόν γενναιότατον, ὑπομονῆς τε τόν ἀλύγιστον ἀδάμαντα, τόν ἐν θλίψει ἀσθενείας δοκιμασθέντα· καί ὡσαύτως τόν Θεόν δοξολογήσαντα, Νικηφόρον τόν λεπρόν ἐγκωμιάσωμεν· τούτῳ λέγοντες· Χαίροις νίκης φερώνυμε.

 

Μεγαλυνάριο

Δεῦρο φιλοχρίστων θεία πληθύς, τοῦ Χριστοῦ τόν φίλον Νικηφόρον νῦν τόν λεπρόν· ὕμνοις ἐγκωμίων κοσμήσωμεν ἀξίως, ὡς θείας καρτερίας, πύκτην πανάριστον.

 

Θαύματα Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ

    1) Ὁ πατὴρ Εὐμένιος ἔλεγε ὅτι, κάποιο βράδυ, ἀφοῦ ἑτοίμασε τὸν πατέρα Νικηφόρο καὶ τὸν ἔβαλε νὰ κοιμηθεῖ, πῆγε καὶ αὐτὸς στὸ κελλάκι του νὰ ἀναπαυθεῖ. Δὲν τὸν ἔπαιρνε, ὅμως ὁ ὕπνος. Εἶχε μία ἔντονη ἀνησυχία, μήπως κάτι δὲν ἔκανε καλά, μήπως δὲν ἔκλεισε καλὰ τὴ σόμπα. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ περνοῦσαν ἀπὸ τὸν λογισμό του.

    Σηκώνεται, λοιπόν, καὶ πηγαίνει στὸ κελλάκι τοῦ παππούλη. Γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλήσει, ἂν τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος, θεώρησε καλὸ νὰ μὴ χτυπήσει, οὔτε νὰ πεῖ τὸ «Δὶ’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἠμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς» καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀπάντηση ἀπὸ μέσα τοῦ «Ἀμήν», ὅπως γίνεται μεταξὺ μοναχῶν. Ἀνοίγει σιγὰ – σιγὰ τὴν πόρτα καὶ τί νὰ δεῖ; Βλέπει τὸν πατέρα Νικηφόρο νὰ αἰωρεῖται ὡς ἕνα μέτρο ἀπὸ τὸ ἔδαφος μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα καὶ νὰ προσεύχεται. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ὑπὲρ τὸν ἥλιο. Μόλις ἀντίκρισε αὐτὸ τὸ ὄντως φοβερὸ θέαμα ὁ πατὴρ Εὐμένιος, χωρὶς νὰ μιλήσει καθόλου ἔκλεισε πολὺ προσεκτικὰ τὴν πόρτα καὶ ἔτρεξε στὸ κελλάκι του.

    Ἐκεῖ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ στεναγμούς, μήπως στεναχώρησε τὸν Παππούλη του, ποὺ δὲν κτύπησε τὴν πόρτα καὶ τὸν εἶδε σὲ αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ στάση. Ἀλλὰ ἔκλαιγε καὶ ἀπὸ χαρά, διότι εἶδε ἰδίοις ὄμμασι πόσο μεγάλος καὶ ἐνάρετος ἦτο ὁ πνευματικός του Πατέρας, ὁ πατὴρ Νικηφόρος.

    Τὸ πρωὶ ποὺ πῆγε ὡς συνήθως γιὰ νὰ τὸν διακονήσει, τοῦ ἔβαλε ἐδαφιαία μετάνοια καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν συγχωρήσει γιὰ τὸ παράπτωμά του. Ἐκεῖνος, μὲ ἕνα ἐλαφρὸ μειδίαμα, τὸν συγχώρησε ἀμέσως καὶ τοῦ εἶπε νὰ μὴν φανερώσει σὲ κανένα ὅτι εἶδε, ὅσο ὁ ἴδιος θὰ ζοῦσε ἀκόμη[6].

 

    2) Θὰ σᾶς διηγηθῶ κάτι ποὺ συνέβη στὴν οἰκογένειά μου. Τὸ Καλοκαίρι ποὺ μᾶς πέρασε, συνέβη ἕνα πολὺ σοβαρὸ ἀτύχημα στὸ γιό μου Ἀναστάσιο. Καθὼς ἔκανε βουτιὰ στὴ θάλασσα χτύπησε μὲ τὸ κεφάλι στὸ βυθό, ἔσπασε τὸν αὐχένα του καὶ ἔμεινε τελείως παράλυτος. Τὸν μεταφέραμε στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἡ ἐπέμβαση, ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ γιατροί, ἀπέτυχε. Τὰ δυσάρεστα νέα κυκλοφόρησαν ἀμέσως σὲ συγγενεῖς, φίλους καὶ πελάτες μου.

    Πήγαινα καθημερινῶς στὸ νοσοκομεῖο. Κάποια ἡμέρα μου τηλεφώνησε ἡ κυρία Μαρία, πελάτισσά μου καὶ μοῦ εἶπε: «Θέλω νὰ ἐπισκεφθῶ τὸν Ἀναστάσιο καὶ νὰ τοῦ φέρω καὶ τὰ Ἅγια Λείψανα τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου του Λεπροῦ». Μὲ χαρὰ περίμενα πότε θὰ ἔρθει ἡ ὥρα νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ, γιατί τὴν ἔχω σὲ πολὺ μεγάλη ἐκτίμηση.

    Ὅταν μπήκαμε στὸ δωμάτιο τοῦ Ἀναστασίου, ἡ κυρία Μαρία τὸν καλησπέρισε καὶ συζήτησαν γιὰ τὸ ἀτύχημά του. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτὰ τοῦ εἶπα ὅτι ἡ κυρία Μαρία εἶχε φέρει τὰ Ἅγια Λείψανα γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ παρακαλέσει τὸν Ὅσιο Νικηφόρο νὰ τὸν κάνει γρήγορα καλά.

    Ὅταν τὰ πλησιάσαμε στὸ κεφάλι τοῦ γιοῦ μου γιὰ νὰ τὰ φιλήσει, αἰσθάνθηκε μία πολὺ ὄμορφη εὐωδία. Ἡ κουνιάδα μου, ποὺ καθόταν δίπλα, στὴ γωνία τοῦ δωματίου, μὲ κοίταξε σαστισμένη στὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε: «Μύρισε τίποτε»; Τῆς ἀπάντησα, ὄχι, κι ἐκείνη μὲ κοίταξε μὲ ἀπέραντη ἔκπληξη.

    Ὅταν τελείωσε τὸ προσκύνημά του ὁ Ἀναστάσιος, προσκυνήσαμε κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας. Ἡ κυρία Μαρία μοῦ εἶπε ὅτι θὰ μᾶς ἄφηνε τὸ Ἅγιο Λείψανο τρεῖς ἡμέρες. Τὸ βάλαμε στὸ προσκέφαλο τοῦ Τάσου καὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ δωμάτιό του, γιατί ἦταν ἐξαντλημένος καὶ ἤθελε νὰ κοιμηθεῖ. Ἐγὼ μπαινοέβγαινα στὸ δωμάτιο γιὰ νὰ βλέπω τί κάνει.

    Κάποια στιγμὴ ὁ γιός μου ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ρωτάει: «Μπαμπά, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ παππούλης, ποῦ μοῦ τρίβει τὰ πόδια;», Ἀπορημένος τοῦ λέω: «Κανένας δὲν εἶναι, κοιμήσου». Καὶ μοῦ ξαναλέει: «Νὰ ἐκεῖ εἶναι, δὲν τὸν βλέπεις;» καὶ δείχνει τὰ πόδια του. Καὶ μετὰ λέει: «Ἄχ, ἔφυγε ὁ παππούλης». Ἐγώ, στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων, ἀνατριχίασα. Αὐτὸ συνέβη τὸ καλοκαίρι τοῦ 2009, στὶς ἀρχὲς Ἰουλίου.

    Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ ἀδελφή μου, ἡ ὁποία κάθε φορᾶ ποὺ διάβαζε τὴν παράκληση τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου, γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Τάσου μας, αἰσθανόταν ἄρρητη εὐωδία νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ λείψανά του.

    Ὁ Τασούλης μας ἔγινε καλὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου καὶ βρίσκεται τώρα στὴ Γερμανία γιὰ φυσικοθεραπεῖες. Πάντα θὰ εὐχαριστῶ καὶ θὰ δοξολογῶ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου τὸν Ἅγιο Νικηφόρο γιὰ τὸ μεγάλο καλό, ποὺ ἔκανε στὸ παιδί μου[7].

 

    3) Ὀνομάζομαι Ἰωάννης Μιχαὴλ καὶ θέλω νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὸν θαυμασμό μου γιὰ ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου, πού μοῦ συνέβη.

    Ἦταν Δευτέρα 7 Ἰουλίου 2008, μνήμη τῆς Ἁγίας Κυριακῆς καὶ συμμετεῖχα στὴν Θεία Λειτουργία πρὸς τιμήν της. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου μὲ τὸ λείψανό του. Συνέβη νὰ ἔχω μία κρεατοελιὰ στὴ δεξιά μου μασχάλη, πού, ἀπὸ κάποιον ἐρεθισμό, εἶχε διογκωθεῖ καὶ μὲ πονοῦσε. Εἶχα κατὰ νοῦ νὰ ἐπισκεφθῶ κάποιον δερματολόγο, γιατί εἶχα ἀκούσει ὅτι δὲν πρέπει νὰ πειράζουμε τὶς κρεατοελιές, καὶ τότε πέρασε μία σκέψη ἀπὸ τὸ μυαλό μου νὰ παρακαλέσω τὸν Ἅγιο Νικηφόρο καὶ νὰ ἀκουμπήσω ἐπάνω στὴν ἐλιὰ ἕνα εἰκονάκι του, πού μου εἶχαν δώσει ἐκεῖνο τὸ πρωί, μαζὶ μὲ τὸ βιβλίο γιὰ τὸ βίο του.

    Ἐπανέλαβα τὴν ἴδια κίνηση μὲ πίστη δύο φορὲς ἀκόμα. Τὴν Τρίτη ἡμέρα ἡ ἐλιὰ ἄρχισε νὰ συρρικνώνεται καί, μετὰ ἀπὸ πέντε ἡμέρες, ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴ μασχάλη μου τελείως.

    Δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου[8].



[2] Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Χιοπολίτης (1869 – 1960). Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ μνήμη του τὴν 15η Φεβρουαρίου κάθε ἔτους.  

[3] Τὸ πρῶτο ἀποτελεσματικὸ φάρμακο κατὰ τῆς λέπρας ἦταν ἡ δαψόνη ποὺ χρησιμοποιήθηκε ὡς μονοθεραπεία ἀπὸ τὸ 1940. Ἡ θεραπεία ἦταν ἐφόρου ζωῆς καὶ ἤδη ἀπὸ τὸ 1960 ἐμφανίστηκαν, τὰ πρῶτα ἀνθεκτικὰ στὴ θεραπεία περιστατικά. Ἔτσι, τὸ 1981, ὁ Παγκόμιος Ὀργανισμὸς Ὑγείας συνέστησε τὴν τριπλῆ ἀγωγὴ καθορισμένης διάρκειας μὲ σκοπὸ τὴ μείωση τῆς ἀνάπτυξης ἀντοχῆς.  https://www.iedep.gr/images/stories/teuxi/issue31_1/Leprosy_Review.pdf.

[4] π. Εὐμένιος Σαριδάκης (1931 – 1999). Ἕνας κρυφὸς σύγχρονος Ἅγιος της ἐποχῆς μας. Εἶχε τὴν εὐλογία νὰ διακονήσει ὡς ὑποτακτικὸς τὸν Ἅγιο Νικηφόρο τὸ λεπρό, ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου, τὴν 4η Ἰανουαρίου 1964. Ὁ π. Εὐμένιος κοιμήθηκε στὶς 23 Μαΐου 1999.

[5] Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος γράφει πρὸς τὸν π. Εὐμένιο, σχετικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Νικηφόρο, ὅταν ἐκεῖνος μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴ Χίο στὴν Ἀθήνα: «Πρόσεχε καλὰ τὸν θησαυρὸ πού σου ἔστειλε ἡ Παναγία, διότι ἔχεις νὰ ὠφεληθεῖς πολὺ στὴ ζωή σου ἀπὸ τὴ ζωή του. Διότι εἶναι μὲν δόκιμος μοναχός, ἀλλὰ εἶναι καὶ τέλειος μοναχός. Καὶ θὰ εἶσαι τέλειος, ἂν τὸν ὑπηρετήσεις μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου». Σίμωνος μοναχοῦ, «Νικηφόρος ὁ Λεπρός, τῆς καρτερίας ἀθλητὴς λαμπρός», Ἱερὰ καλύβη Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Σκήτη Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὅρος 2012, σέλ. 67.

[6] Σίμωνος μοναχοῦ, «Νικηφόρος ὁ Λεπρός, τῆς καρτερίας ἀθλητὴς λαμπρός», Ἱερὰ καλύβη Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Σκήτη Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὅρος 2012, σέλ. 105 – 106.

[7] Σίμωνος μοναχοῦ, «Νικηφόρος ὁ Λεπρός, τῆς καρτερίας ἀθλητὴς λαμπρός», Ἱερὰ καλύβη Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Σκήτη Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὅρος 2012, σέλ. 165 – 167.

[8] Σίμωνος μοναχοῦ, «Νικηφόρος ὁ Λεπρός, τῆς καρτερίας ἀθλητὴς λαμπρός», Ἱερὰ καλύβη Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Σκήτη Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὅρος 2012, σέλ. 163 – 164.