Ὁ φύλακας τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας

2014-08-03 13:53

(Ἀληθινή ἱστορία)!

            O γέρο Χαραλάμπης ἔζησε τά τελευταία χρόνια της ζωῆς του μέ τήν νοσταλγία τῆς χαμένης τοῦ πατρίδας.Σκεφτόταν συνέχεια τό ὄμορφο χωριό τοῦ κοντά στήν Προῦσα καί τά μάτια τοῦ βούρκωναν.Μ'αὐτόν τόν καημό ἔφυγε γιά τήν ζωή.

            Συχνά ἔπαιρνε στήν ἀγκαλιά τοῦ τόν ἐγγονό τοῦ τόν Μπάμπη, καί τοῦ μιλοῦσε γιά τό χωριό του. Τοῦ περιέγραφε πώς ἦταν ἡ ἐκκλησία, τό σχολεῖο πού ἔμαθε τά πρῶτα του γράμματα, τήν πλατεία πού ἔπαιζε. Μέ μεγάλη λεπτομέρεια τοῦ περιέγραφε τό σπίτι πού γεννήθηκε, παντρεύθηκε, ἀπέκτησε τά παιδιά του. Ὁ Μπάμπης μεγάλωσε καί σπούδασε στήν Ἀθήνα. Πάντα ὅμως θυμόταν τόν παππού του..... Καί ὅταν κάποια μέρα πληροφορήθηκε πώς ἕνα ταξιδιωτικό πρακτορεῖο εἶχε ὀργανώσει ἐκδρομή στά μέρη τῆς Προύσας, θεώρησε χρέος του νά ἐπισκεφθεῖ αὐτόν τόν τόπο, στή μνήμη τοῦ παπποῦ του.

            Δυνατή συγκίνηση κατέλαβε τόν Μπάμπη, ὅταν βρέθηκε στό χωριό τοῦ παπποῦ του. Εἶδε πρῶτα τήν ἐκκλησία, μόνο πού τώρα ἦταν τζαμί. Πλησίασε στό καφενεδάκι τοῦ παπποῦ του...... ἦταν κλειστό. Καί ἡ πλατεία ἐντελῶς παραμελημένη. Κι 'ἔφτασε μπροστά στό σπίτι.....Μέ τρεμάμενο χέρι ἔσπρωξε τήν αὐλόπορτα. Στά σκαλοπάτια καθόταν ἕνα γεροντάκι. Σηκώθηκε μόλις τόν εἶδε."Ἔλα παιδί μου, τί θέλεις;" τόν ρώτησε στά τούρκικα...

            Μέ τίς λίγες τούρκικες λέξεις πού εἶχε μάθει ὁ Μπάμπης ἀπό τόν παππού του, προσπάθησε νά τοῦ δώσει νά καταλάβει πώς εἶχε ἔρθει ἀπό τήν Ἑλλάδα γιά νά γνωρίσει τό χωριό τοῦ παπποῦ του. Σάν τ ἄκουσε ὁ γέρος τινάχτηκε πάνω. Ἅπλωσε τά χέρια καί τόν ἕσφιξε στήν ἀγκαλιά του..."Καλῶς ὅρισες" τοῦ εἶπε ἑλληνικά. "Τό ξέρα πώς θά ρθεῖς καί σέ περίμενα" ὁ Μπάμπης τόν κοίταξε σαστισμένος. Τόν ἐπίασε ἐκεῖνος ἀπό τό χέρι καί τόν ὁδήγησε σ' ἕνα μικρό δωμάτιο στό ἐσωτερικό του σπιτιοῦ.

            Τόν ἔβαλε νά καθίσει στήν μοναδική καρέκλα. Σκούπισε ἕνα δάκρυ πού κύλησε στό πρόσωπό του καί συνέχισε. Γεννήθηκα σ' ἕνα ὄμορφο χωριουδάκι τῆς Μακεδονίας.Οἱ γονεῖς μου ἦταν Μωαμεθανοί καί στό ἐπάγγελμα ἀγρότες.

            Ἐγώ ἤμουν τό μικρότερο παιδί τῆς οἰκογένειας. Ὅταν οἱ ἄλλοι λείπανε ὅλη μέρα στά κτήματα ἐγώ ἔμενα στό σπίτι τοῦ φίλου μου τοῦ Νικολάκη. Πολλές φορές κοιμόμουνα κιόλας. Οἱ γονεῖς τοῦ μ/ἀγαποῦσαν καί δέν μέ ξεχώριζαν ἀπό τά παιδιά τους. Ἦταν καλοί ἄνθρωποι καί πιστοί χριστιανοί, Ἐκκλησιάζονταν συχνά τό βράδυ ὅλη ἡ οἰκογένεια, γονάτιζαν καί προσεύχονταν μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ὅπου ἔκαιγε συνέχεια τό καντήλι, καί δίπλα τό θυμιατήρι, πού σκορποῦσε σ' ὅλο τό σπίτι εὐωδία.

            Ὅλα αὐτά ἔμενα μ' ἔκαναν νά νιώθω δέος. Πολλές φορές γονάτιζα καί ἐγώ μαζί τους καί μιλοῦσα μέ τήν Παναγία σάν νά μιλοῦσα μέ τήν μάνα μου. Ἡ ψυχή μου τότε γέμιζε γαλήνη.

            Κάποια μέρα ἡ οἰκογένεια τοῦ Νικολάκη πήγανε σ' ἕνα ξωκλήσι πού πανηγύριζε. Μέ πῆραν κι ἐμένα μαζί τους. Παρακολούθησα τή Θεία λειτουργία κι ὅταν εἶδα τούς πιστούς νά προχωροῦν πρός τήν Ὡραία Πύλη γιά νά μεταλάβουν ἀκολούθησα καί ἐγώ.

            Ὁ πατέρας τοῦ φίλου μου μέ συγκράτησε."Ὄχι ἐσύ παιδί μου" μοῦ εἶπε χαμηλόφωνα. "

            "Δέν μπορεῖς νά μεταλάβεις γιατί εἶσαι ἀβάφτιστος" Τόν κοίταξα μέ παράπονο.." "Τότε νά βαπτιστῶ" τοῦ ἀπάντησα.

            Λίγο ἀργότερα ὁ κύρ Δημήτρης μου ἐξήγησε πώς ἀνήκουμε σέ διαφορετικές θρησκεῖες καί οἱ γονεῖς μου δέν θά μοῦ ἐπέτρεπαν νά βαπτιστῶ. Θά μποροῦσα ὅμως νά τό κάνω ὅταν γινόμουνα ἐνήλικος κι ἐξακολουθοῦσα νά ἔχω τόν ἴδιο πόθο.

            Κι ἔγω περίμενα τήν πολυπόθητη ἐκείνη μέρα καί συνέχιζα νά προσεύχομαι στήν Παναγία. Δυστυχῶς ὅμως δέν πρόλαβα νά πραγματοποιήσω τή μεγάλη μου ἐπιθυμία. Πρίν ἀκόμα ἐνηλικιωθῶ ἔγινε ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν. Μέ πῆραν οἱ γονεῖς μου καί μέ φέρανε σέ τοῦτο ἐδῶ τό χωριό.

            Ἦταν νύχτα καί δέν μπόρεσα νά ἀποχαιρετήσω τόν φίλο μου καί τήν ἀγαπημένη μου ἐκείνη οἰκογένεια. Αὐτό μου στοίχισε πολύ. Μία δύο φορές θέλησα νά φύγω ἀπό τό σπίτι. Οἱ γονεῖς μου ἀναγκάστηκαν νά μέ κλειδώσουν σέ τοῦτο ἐδῶ τό δωμάτιο, καί συνέχισα νά μένω ὅλα αὐτά τά χρόνια.

            Ἕνα βράδυ πάνω στήν ἀπελπισία μου γονάτισα, ὅπως ἔκανε ἡ οἰκογένεια τοῦ Νικολάκη καί μέ δάκρυα στά μάτια παρακάλεσα τήν Παναγία νά μέ βοηθήσει νά γυρίσω πίσω. Καί ξαφνικά νίωθα μία ὑπέροχη εὐωδιά νά πλημμυρίζει τό δωμάτιο. Τό θεώρησα σάν ἀπάντηση τῆς Παναγίας στήν προσευχή μου. Τήν ἴδια εὐωδία τήν νιώθω ἀκόμα μέχρι σήμερα, ὅταν τό βράδυ προσεύχομαι.

            Ἀργότερα ἄρχισα νά ἀκούω κάποια ἐλαφρά χτυπήματα κάτω ἀπό τό κρεβάτι πού κοιμόμουν. Ἕναν ὁλόκληρο χρόνο δέν μποροῦσα νά καταλάβω τί συνέβαινε, οὔτε ὅμως τολμοῦσα νά τό πῶ σέ κάποιον. Βρῆκα τήν εὐκαιρία κάποια μέρα πού ὅλη ἡ οἰκογένειά μου εἶχε πάει σ' ἕνα γάμο στό διπλανό χωριό κι ἔψαξα μέ πολύ προσοχή στό σημεῖο ἐκεῖνο. Πρόσεξα πώς κάποια σανίδια δέν ἐφάρμοζαν ἐντελῶς. Τά ἀνασήκωσα μ'ἕνα αἰχμηρό ἀντικείμενο. Εἶδα ἀπό κάτω ἕνα μεταλλικό κουτί. "Σίγουρα θά εἶναι κάποιος κρυμμένος θυσαυρός" σκέφτηκα.

            Ρίγος μέ κατέλαβε ὅταν τό ἄνοιξα. Μέσα ὑπῆρχε μία ὁλόχρυση εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἕνα καντῆλο καί ἕνα θυμιατήρι πού εὐωδίαζαν.

            "Σκέφτηκα πώς οἱ ἄνθρωποι πού φύγανε ἀπό αὐτό τό σπίτι ἔκρυψαν τόν πολύτιμο θυσαυρό τους γιά νά μήν πέσει σέ βέβηλα χέρια". Τό ἴδιο σκέφτηκα νά κάνω καί γῶ. Νά φυλάξω τήν εἰκόνα μέχρι νά βρεθεῖ κάποιος ἀπό τήν οἰκογένεια πού θά μποροῦσα νά τήν παραδώσω. Κι αὐτό ἦταν τό αἴτημά μου ὅταν προσευχόμουν κάθε βράδυ στήν Παναγία. Πέρασαν χρόνια ἀπό τότε. Οἱ γονεῖς μου φύγανε ἀπό τή ζωή. Τ' ἀδέρφια μου παντρεύτηκαν κι ἔκαναν δικό τους σπιτικό. Ἐγώ ἔμεινα ἐδῶ μόνος. Φύλαγα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Δέν θέλησα νά παντρευτῶ, οὔτε νά μπεῖ γυναίκα στό σπίτι μου. Οἱ συγγενεῖς καί συγχωριανοί μου μέ θεωροῦσαν ἀλλοπαρμένο καί δέν μέ πλησίαζαν. Αὐτό μέ βόλευε, γιατί δέν μέ ἐνοχλοῦσαν. Εἶχα πάντα τήν Παναγία πού μέ προστάτευε.

            Τελευταία οἱ δυνάμεις μου ἄρχισαν νά μέ ἐγκαταλείπουν. "Μήν ἀφήσεις Παναγία μου νά πεθάνω πρίν παραδώσω σέ χέρια σίγουρα τήν εἰκόνα σου" Προσευχόμουνα συνέχεια. Καί ψές τό βράδυ πῆρα τήν ἀπάντησή της. Ἡ εὐωδία σταμάτησε. Μία δροσέρη αὔρα ἁπλώθηκε στήν ψυχή μου. Ἔβγαλα τήν εἰκόνα ἀπό τό κουτί καί μοῦ φάνηκε πώς ἡ Παναγία μου χαμογέλασε. "Κάποιον θά στείλει σήμερα νά τήν πάρει", σκέφτηκα καί κάθισα ἀπό τό πρωί στά σκαλοπάτια νά περιμένω. Τώρα πιά μπορῶ νά κλείσω τά μάτια μου ἥσυχος.

            Συγκινημένος ὁ Μπάμπης πῆρε τό ἱερό κειμήλιο ἀπό τά χέρια τοῦ γέροντα. Ἔσκυψε μετά καί φίλησε τό χέρι του κι ἐνίωσε σάν νά φιλοῦσε τό χέρι τοῦ παπποῦ του. Τόν εὐχαρίστησε μέ ὅλη του τήν καρδιά. Ἀποχαιρετήστηκαν δακρυσμένοι. Πρίν φύγει ὁ Μπάμπης, ὁ γέροντας τοῦ ἔδωσε ἕνα σακουλάκι "Πάρτο παιδί μου, τοῦ εἶπε.

            Ἔχει χῶμα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παπποῦ σου. Βάλτο στόν τάφο του νά ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή του!

Ἀπό τό https://agiameteora.net/index.php/istories/2161-fylakas-t-s-e-konas-t-s-panagias-lithini-storia