Ὁ πλούσιος νέος
Ἀγαποῦσε τόν πλησίον του;
Κάποια μέρα πλησίασε τόν Κύριο ἕνας πλούσιος νέος καί τόν ρώτησε μέ ἐνδιαφέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νά κάνω γιά νά ἀποκτήσω τήν αἰώνια ζωή;
Καί ὁ Κύριος του ἀπάντησε: Γιατί μέ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μέ θεωρεῖς ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο; Κανείς δέν εἶναι ἀπό τόν ἑαυτό τοῦ πραγματικά ἀγαθός παρά μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως θέλεις νά εἰσέλθεις στήν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ' ὅλη τή ζωή σου τίς ἐντολές.
Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιές ἐντολές; Ο Κύριος του ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπό τίς δέκα ἐντολές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νά μή σκοτώσεις, νά μή μοιχεύσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου. Καί τοῦ προσθέτει καί μία ἀκόμη ἐντολή πού προερχόταν ἀπό τό «Λευιτικό»: Νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου.
Ὁ νέος τότε μέ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτά τά φύλαξα ἀπό τότε πού ἤμουν νέος. Τί μου λείπει ἀκόμη;
Ἦταν ὅμως ἀληθινά τά λόγια του νέου; Ἔλεγε πράγματι τήν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νέος αὐτός προσπαθοῦσε ἀπό τά παιδικά του χρόνια νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μέ εἰλικρίνεια νά κερδίσει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μέ πόθο νά μάθει περισσότερα, νά γνωρίσει καλύτερα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τόν νέο αὐτό καί τόν ἀγάπησε. Κι ἐπειδή γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικός στή ζωή του καί ἀγωνιζόταν νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τήν τελευταία αὐτή ἐντολή. Διότι ἤθελε νά τόν ὁδηγήσει στό δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καί νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τήν προσκόλληση πού εἶχε στόν πλοῦτο.
Σ' αὐτό ὅμως τό θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δέν ἔλεγε τήν ἀλήθεια, χωρίς βέβαια νά τό καταλαβαίνει. Διότι μέ βάση τά ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δέν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νά ἀγαπάει τόν διπλανό του, τόν κάθε φτωχό καί ἄρρωστο καί ἐνδεῆ, ὅταν κρατοῦσε τά πλούτη τοῦ ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό του; Πώς μποροῦσε νά εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στή δυστυχία; Γιατί δέν ἔδινε ἀπό τά πολλά ποῦ εἶχε σ' αὐτούς ποῦ δέν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τόν διπλανό του μέχρι τό σημεῖο ἐκεῖνο πού ἡ ἀγάπη του δέν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.
Δυστυχῶς πολλοί Χριστιανοί στίς μέρες μᾶς μοιάζουμε πολύ μέ τόν πλούσιο αὐτόν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τόν Χριστό καί τό θέλημά του, ἀλλά μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στά πολλά ἤ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε τά θρησκευτικά μας καθήκοντα, μετέχουμε στίς ἱερές ἀκολουθίες, δέν θέλουμε ὅμως νά στερηθοῦμε μερικά ἀπό τά ἀγαθά πού ἔχουμε διαθέτοντας ἀπό αὐτά σέ ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας ἤ σέ ἄλλα ἱερά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας, κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νά ζοῦμε ἄνετα, νά ἔχουμε πολλά σπίτια, πολλά αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καί τόσα ἄλλα. Καί κινδυνεύουμε νά σκληρυνθοῦμε, νά γίνουμε ἄσπλαχνοι, νά χάσουμε τό δρόμο μας καί τόν προορισμό μας.
Τό μεγάλο ἐμπόδιο
Ὁ Κύριος στή συνέχεια εἶπε κατηγορηματικά καί ξεκάθαρα στόν πλούσιο νέο: Ἐάν θέλεις νά εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τά ὑπάρχοντά σου καί μοίρασε τά στούς φτωχούς, καί θά ἔχεις θησαυρό στούς οὐρανούς. Κι ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις.
Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τά λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλά κτήματα καί ἡ καρδιά τοῦ ἦταν προσκολλημένη σ' αὐτά.
Τότε ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές του:
Ἀληθινά σας λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θά μπεῖ στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότερο νά περάσει μία καμήλα ἀπό τήν τρύπα πού ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρά ὁ πλούσιος νά μπεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ μαθητές μέ μεγάλη ἔκπληξη ρωτοῦν: Μά τότε ποιός τάχα μπορεῖ νά σωθεῖ; Καί ὁ Χριστός τούς ἁπαντά:
Στούς ἀνθρώπους αὐτό εἶναι ἀδύνατο, στόν Θεό ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά. Μέσα ἀπό τόν διάλογο ὅμως αὐτό προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δηλαδή θέλει νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, πρέπει νά πουλήσει ὅλη του τήν περιουσία;
Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτή τοῦ Κυρίου δόθηκε στόν συγκεκριμένο πλούσιο καί εἶχε εἰδικό σκοπό. Νά τόν ἀπεξαρτήσει ἀπό τή φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία τοῦ αὐτή δέν τόν ἄφηνε νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς τελειότητας. Ὁ Κύριος δηλαδή προκειμένου νά ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στήν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νά ἀπαρνηθεῖ τό ἄλφα ἤ βήτα πάθος πού τόν δένει στή γῆ καί δέν τόν ἀφήνει νά ἀγαπήσει ἐλεύθερα καί δυνατά τόν Θεό καί τή Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικό πάθος κυρίαρχο στήν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στό θυμό, ἄλλος στή ζήλεια, στή μέθη, στό ψέμα, στήν πονηρία. Πρέπει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό κυρίαρχο πάθος του, νά εἰσέλθει στή στενή πύλη καί νά βαδίσει τήν τεθλιμμένη ὁδό γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Διαφορετικά κάποτε θά ἀπέλθει κι αὐτόςλυπούμενος σάν τόν πλούσιο νέο. Γι' αὐτό ὅσο εἶναι καιρός, ἄς πολεμήσουμε ὅλοι μας τά πάθη ἐκεῖνα πού κυριαρχοῦν στήν ψυχή μας, πού μᾶς κρατοῦν σκλάβους στή γῆ καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τή Βασιλεία του.
Ἄς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ θά δοῦμε τήν ψυχή μας νά ἐλευθερώνεται, νά ὑψώνεται πρός τά ἀνώτερα. Τότε θά ἀγαποῦμε περισσότερο τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ, τήν προσευχή, τή λατρεία, τήν πνευματική μελέτη. Θά ποθοῦμε καθημερινά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα.
Ὁ Σωτήρ, 1983, Χριστιανική Φοιτητική Δράση