Ὁ καλός Σαμαρείτης
Οἱ «ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ»
-Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή; ρώτησε κάποτε ἕνας νομοδιδάσκαλος τόν Κύριο θέλοντας νά Τόν παγιδεύσει. Κι Ἐκεῖνος τόν παρέπεμψε στίς ἐντολές τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Τότε ὁ νομοδιδάσκαλος ἀνέφερε τίς δύο βασικότερες ἐντολές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν ἀγάπη πρός τό Θεό καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Θέλοντας ὅμως νά δικαιολογηθεῖ, ἐπειδή ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα στό ὁποῖο τοῦ ἦταν γνωστή ἡ ἀπάντηση, ἔθεσε κι ἕνα δεύτερο: Ποιόν πρέπει νά θεωρῶ πλησίον μου; Αὐτό τό ἐρώτημα στάθηκε ἡ ἀφορμή νά διηγηθεῖ ὁ Κύριος μία ὑπέροχη παραβολή, τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
Κάποιος ἄνθρωπος, εἶπε, κατέβαινε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Ἱεριχῶ καί ἔπεσε σέ ἐνέδρα ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τόν λήστεψαν, τόν ἔγδυσαν, τόν καταπλήγωσαν καί τόν ἐγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Κάποια στιγμή ἕνας ἱερεύς πού κατέβαινε στό δρόμο ἐκεῖνο, ἐνῶ τόν εἶδε ἀπό μακριά, πέρασε ἀπό τό ἀπέναντι μέρος χωρίς νά τοῦ δώσει καμία βοήθεια. Παρόμοια καί κάποιος Λευίτης, ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ, ἔφθασε στό μέρος ἐκεῖνο. Αὐτός φάνηκε ἀκόμη πιό ἄσπλαχνος. Ἦλθε πολύ κοντά, εἶδε τήν ἄθλια κατάσταση τοῦ πληγωμένου ἀνθρώπου κι ἔφυγε. Ὁ ἱερεύς ἔφυγε ἀπό ἐνστικτώδη φιλαυτία, ἐνῶ ὁ Λευίτης ἔπειτα ἀπό ὑπολογισμό.
Καί τά δύο ὅμως πρόσωπα, ὁ ἱερέας καί ὁ Λευίτης εἶχαν κάτι κοινό: Ἦταν δύο πρόσωπα πού εἶχαν ἀξίωμα καί ἔργο ἱερό. Αὐτοί ἐξαιτίας τῆς ἰδιότητάς τους θά ἔπρεπε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά εἶναι συμπονετικοί καί σπλαχνικοί, νά δείξουν ἀγάπη στόν ἑτοιμοθάνατο διαβάτη. Αὐτοί λόγω τῆς θέσεώς τους δίδασκαν καί τούς ἄλλους τό καθῆκον τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Κι ὅμως ἀθέτησαν τό καθῆκον τούς αὐτό. Εἶναι θλιβερό, ἐκεῖνοι πού θά ἔπρεπε νά δίνουν τό παράδειγμα τῆς ἀγάπης, νά γίνονται παραδείγματα σκληρότητος. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ νά δυσφημοῦν τόσο πολύ τό Θεό.
Κάτι τέτοιο δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται πολλές φορές μέσα στήν ἱστορία σέ «ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ». Καί εἶναι φοβερό νά συμβαίνει κάποτε καί σέ μας. Σέ μᾶς πού θέλουμε νά εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποδεικνυόμαστε στήν πράξη ἄσπλαχνοι, σκληροί, ἀδιάφοροι στόν ἀνθρώπινο πόνο. Εἶναι τραγικό νά ἰσχύει κάτι τέτοιο καί γιά μας. Ἐάν δέν δείξουμε ἐμεῖς οἱ πιστοί χριστιανοί ἀγάπη, ποιός ἄλλος θά δείξει; Ὁ Κύριός μας τό ξεκαθάρισε ὅτι χωρίς τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας, Βασιλεία οὐρανῶν δέν πρόκειται νά κληρονομήσουμε. Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς γνησιότητός μας, ἡ βασική προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας.
Ὁ Χριστός, καλός Σαμαρείτης
Ἡ συνέχεια τῆς παραβολῆς εἶναι γνωστή. Κάποια στιγμή ἕνας Σαμαρείτης πού διάβαινε ἀπό τό δρόμο ἐκεῖνο εἶδε τόν καταπληγωμένο ἄνθρωπο, πλησίασε κοντά του καί τόν σπλαχνίστηκε. Δέν φοβήθηκε μήν πάθει τά ἴδια, ἔμεινε κοντά του, ἔπλυνε τά τραύματά του, τά ἄλειψε μέ λάδι καί κρασί, τά ἔδεσε μέ ἐπιδέσμους. Καί ἀφοῦ μέ πολύ κόπο ἀνέβασε τόν ἄνθρωπο αὐτόν στό ζῶο του, τόν μετέφερε σέ κάποιο πανδοχεῖο καί τόν περιποιήθηκε ὅλη τή νύχτα. Καί τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἔδωσε δύο δηνάρια στόν ξενοδόχο καί τοῦ εἶπε: Περιποιήσου τόν γιά νά γίνει καλά. Καί ὅ,τι ἄλλο ξοδέψεις, καθώς θά ἐπιστρέφω στήν πατρίδα μου καί θά περάσω πάλι ἀπό ἐδῶ, θά σού τό ἐξοφλήσω.
Λοιπόν, ρώτησε ὁ Κύριος τό νομοδιδάσκαλο, ποιός ἀπό τούς τρεῖς αὐτούς ἐπιτέλεσε τό καθῆκον του πρός τόν πλησίον; Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: Αὐτός πού τόν συμπόνεσε καί τόν ἐλέησε. Ὁ Κύριος τότε τοῦ εἶπε: Πήγαινε καί κᾶνε κι ἐσύ τό ἴδιο.
Αὐτή τήν προσταγή δίνει καί σέ μᾶς ὁ Κύριος. Μᾶς ζητᾶ δηλαδή νά δείχνουμε ἀγάπη σέ κάθε ἄνθρωπο πού πάσχει, χωρίς νά ἐξετάζουμε ἄν αὐτός εἶναι δικός μας, ξένος ἤ ἐχθρός μας, καί χωρίς νά ὑπολογίζουμε θυσίες καί κόπους καί δαπάνες. Αὐτό μας τό δίδαξε ὁ Κύριος ὄχι μόνο μέσα ἀπό τήν παραβολή αὐτή ἀλλά πολύ περισσότερο μέσα ἀπό τή ζωή του. Διότι ὁ ἴδιος ἔγινε ὁ καλός Σαμαρείτης γιά μας. Ἀγάπησε τούς ἀνθρώπους μέχρι θανάτου. Ἡ ἀγάπη τοῦ κορυφώθηκε καί ἔλαμψε σέ ὅλο τό μεγαλεῖο ἐπάνω στό Σταυρό. Καί μᾶς ζητᾶ νά μάθουμε κι ἐμεῖς νά ἀγαπᾶμε, νά γινόμαστε καλοί Σαμαρεῖτες στούς γύρω μας.
Δυστυχῶς ὅμως στήν ἐποχή μας, ἐνῶ ὅλοι μιλοῦμε γιά ἀγάπη, πραγματική ἀγάπη δέν ἔχουμε. Κι αὐτό φαίνεται περισσότερο στίς σχέσεις μας μέ τά δικά μας πρόσωπα. Πῶς τούς μιλᾶμε, πῶς τούς φερόμαστε; Ἀλλά ἄν δυσκολευόμαστε νά ἀγαπήσουμε τούς δικούς μας, πόσο μᾶλλον τούς ξένους; Γί΄ αὐτό ὑποφέρουμε. Διότι ἀγάπη σημαίνει θυσία, σημαίνει νά δίνουμε κι ὄχι νά ἀπαιτοῦμε νά γίνουν οἱ ἄλλοι καλοί γιά νά τούς ἀγαπήσουμε. Ἀγάπη σημαίνει νά γίνει πλατιά ἡ καρδιά μας ὅπως τῶν ἁγίων γιά νά χωράει ὅλους, ἀκόμη κι αὐτούς πού μᾶς δυσκολεύουν. Νά τούς προσφέρουμε τήν ἀγάπη μας μέ ἁπαλό τρόπο, χωρίς νά ἔχουν τήν αἴσθηση ὅτι κάνουμε προσπάθεια γιά νά τούς ἀγαπήσουμε. Νά ἀκοῦμε μέ πόνο τόν πόνο τους, νά τούς ἀνακουφίζουμε στό πρόβλημά τους. Κατανοώντας τό χαρακτήρα τους, νά διαισθανόμαστε τήν κούρασή τους, τίς δυσκολίες τους, τίς ἐπιθυμίες τους. Καί νά τούς προσφέρουμε τήν ἀγάπη μας ἄλλοτε μ' ἕνα στοργικό λόγο κι ἄλλοτε μέ τή σιωπή μας· ἄλλοτε μέ τή διακονία μας κι ἄλλοτε μέ θυσίες πού κοστίζουν ἴσως πολύ. Ἔτσι θά γίνουμε καλοί Σαμαρεῖτες. Ἔτσι θά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ.
Χριστιανική Φοιτητική Δράση, Περιοδικό "Ὁ Σωτήρ", τ. 1988.