Ὁμιλία τοῦ Ὁσίου πατρός ἠμῶν Βασιλείου Ἐπισκόπου Σελευκείας, μέ θέμα τούς ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τραφέντας πεντακισχιλίους.

2014-07-28 08:54

     Ἐπαινῶ μέν τόν πόθο τῆς φιλομαθείας, ἀποδέχομαι δέ τόν βαθμόν τῆς φιλοθεΐας. Καί γνωρίζω ποιός σᾶς ἐμφύτευσε τόν ἐξαίρετον αὐτόν ζῆλο. Γνωρίζω τόν ἐκπαιδευτή τῆς ἀρετῆς σας, τόν πατέρα καί συγχρόνως ποιμένα καί ἰατρόν καί κυβερνήτην. Αὐτόν πού διαπρέπει στήν εὐαγγελική ζωή, καί πνέει χάριν ἀποστολικήν. Αὐτόν ὁ ὁποῖος σᾶς χειραγωγεῖ πρός τούς οὐρανίους λειμῶνες μέ πνευματικά σαλπίσματα, ὡς θησαυρός πνευματικῶν ἐννοιῶν πού εἶναι. Τήν ἔμψυχον εἰκόνα τῆς φιλανθρωπίας, αὐτόν πού ὑπερέβη τήν πραότητα τοῦ νόμου καί εἶναι ἀνίκητος ἀπό τόν θυμόν, λάμπει δέ ἀπό σοφία, καί στεφανώνεται μέ ἀρετές.

     Ἀλλά πολύς ὁ πλοῦτος τῆς ἀποστροφῆς σᾶς κατά τοῦ θανάτου, καί τό πλάτος τῆς φιλομαθείας σας, ὅπως εἶπα. Κι ἐγώ πῶς νά σᾶς παραθέσω τό πτωχό μου γεῦμα; Πῶς νά χορτάσω μέ τίς μικρές δυνατότητες τοῦ λόγου μου τήν ἄπληστο κοιλία τῆς ἀκοῆς σας; Πῶς θά ἐπαρκέσει γλώσσα πτωχή νά εὐφράνει τόσον λαό; Ή, γιά νά χρησιμοποιήσω ἐπίκαιρα τά λόγια τῶν Ἀποστόλων: «Πόθεν ἠμίν ἐν ἐρημία ἄρτοι τοσοῦτοι;», ὥστε πάλιν ὁ πλούσιος Δεσπότης, ἀπαλλάσσοντας ἀπό τήν πτωχεία, νά χαρίσει τήν ἀφθονία;

     «Ἠκολούθει», λέγει, «ὄχλος πολύς τῷ Σωτήρι». Ἀκολουθοῦν τόν ποιμένα τά πρόβατα, οἱ ἀσθενεῖς τόν διώκτη τῶν ἀσθενειῶν τους, οἱ δοῦλοι τόν ἐλευθερωτήν τῶν ψυχῶν. Εὐρήκαν μίαν ὁδόν ἀπλανῆ, καί ὅλοι σ' αὐτή συνέρρεαν. Ὅποιος ἤθελε τόν ἀκολουθοῦσε, ὁ ἄρρωστος ἀπηλλάσσετο ἀπό τό νόσημά του. Εἶχε ἀναβλύσει πηγή φιλανθρωπίας καί ὅλοι ἀπελάμβαναν.      

     Ἀπορροφημένοι, λοιπόν, παρέτειναν τήν ὁδοιπορία μέχρι τήν ἔρημο. Τόν παλαιό καιρό, ὅταν ὁ Θεός νομοθετοῦσε διά τοῦ Μωϋσέως στήν ἔρημο, εἶχε περιβάλει τό ὅρος Σινά μέ φωτιά, καί οἱ φλόγες ἐξηκοντίζοντο στόν οὐρανό. Φόβος καί ζόφος μαζί μέ σάλπιγγες καί ἀλαλαγμούς κατέπλητταν ἐκείνους πού παρακολουθοῦσαν. Ἀλλά τώρα ὁ Δεσπότης, ἀφήνοντας τόν φόβο, περιεβλήθη μορφήν δούλου, δεικνύοντας τή φιλανθρωπία του μέ τήν πρόσληψη ἀνθρωπίνης φύσεως. Καί παλαιά μέν ἡ γῆ εἶχε ἀκούσει: «Ἑξαγαγέτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου», ἐνῶ τώρα τήν τράπεζα πού ἐστρώθη στό ἔδαφος, τήν γεμίζει μέ ἀγαθά ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης.

     Παίρνοντας λοιπόν ὁ Κύριος τους ἰχθῦς, ἀφοῦ ἐστράφη πρός τόν οὐρανόν τούς εὐλόγησε. Ἄραγε ζητεῖ ὡσάν νά ἔχει ἀνάγκη; Ἄραγε ὑψώνοντας τό βλέμμα καλεῖ σέ βοήθεια τόν οὐρανό; Ἄραγε ἀπό ἀλλοῦ ἀντλεῖ τή δύναμη τῆς εὐεργεσίας, καί δίδει λαβή στόν Ἄρειο, καί ὁπλίζει τή γλώσσα τοῦ Εὐνομίου γιά νά ἐκτοξεύσουν τίς βλασφημίες τούς κατά τοῦ Υἱοῦ; Ὄχι βέβαια, ἀλλά προλαμβάνει τά ἐγκλήματα τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδή ὁ Ἰουδαῖος
πάντοτε ἐρευνᾶ γιά αἰτίες, καί ἀπό αὐτά πού ἀπολαμβάνει ἁλιεύει κατηγορίες. Ἐπειδή λοιπόν κάποτε ὁ Θεός χορήγησε στήν ἔρημο τό μάννα στούς Ἰσραηλίτες, καί σέ ἐκείνους πού ἐβάδιζαν στή γῆ εἶχε ἁπλώσει οὐράνια τράπεζα, καί ἐδίδαξε τήν πέτρα νά μιμηθεῖ τά νέφη ἐξάγοντας ὕδωρ ἀπ' αὐτήν, ἤκουσε δέ, ἀντί γιά εὐχαριστίες,
λόγια ἀχάριστα: «Ἐπεῖ ἐπάταξε πέτραν καί ἔρρευσαν ὕδατα, μή καί ἄρτον δύναται δοῦναι;» -έπειδη ἐκτύπησε τόν βράχο καί ἐξεχύθησαν ὕδατα, μήπως ἠμπορεῖ νά μᾶς δώσει καί ἄρτο; Γι' αὐτό λοιπόν ὁ Χριστός στά ἐγγόνια τους, γιά νά μήν πάρουν τό μέγεθος τοῦ θαύματος σάν πρόφαση γιά συκοφαντία, ὅτι προσπαθεῖ δῆθεν νά δείξει ὅτι εἶναι μεγαλύτερος αὐτός ἀπό τόν Πατέρα, καί ἐπινοήσουν πάλι τή συνηθισμένη συκοφαντία τῆς ἀντιθεΐας, ἀναθέτει τό κατόρθωμα στόν Πατέρα, ὑψώνοντας τό βλέμμα στόν οὐρανό, ἁρπάζοντας τήν κατηγορία ἀπό τίς ἰουδαϊκές γλῶσσες. Διότι ἔτσι μεταχειρίζεται πάντοτε ὁ Χριστός τίς ἰουδαϊκές πονηρίες. Ἔτσι τότε πού ἐθεράπευσε τόν λεπρό καί ἐκήρυξε μέ ἐξουσία τή φυγή τοῦ πάθους, παρέπεμψε στό νόμο αὐτόν πού ἠλευθερώθη ἀπό τή νόσο, λέγοντας: «προσένεγκε τό δῶρον σου τῷ ἱερεῖ εἰς μαρτύριον» -ἄς γίνει δηλαδή μάρτυρας τῆς θεραπείας ὁ νόμος καί ἄς φραγεῖ ἡ γλώσσα τῆς παρανομίας. Γι' αὐτό καί τώρα ὑψώνει τό βλέμμα στόν οὐρανό, ἀποστομώνοντας τόν κατήγορο τῆς ἀντιθεΐας. Ἀλλά ἐκτός αὐτοῦ καί ἐκπαιδεύοντας τούς ἀνθρώπους πού κάθονται γιά φαγητό, νά γνωρίζουν καλά τόν αἴτιο τῆς ἀπολαύσεως. Ἐπειδή εἶναι ὁμολογία τό νά βλέπει κανείς στόν οὐρανό.

     «Λαβῶν τοίνυν τούς ἄρτους, ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς δοῦναι τοῖς ὄχλοις. Καί ἔφαγον πάντες καί ἐχορτάσθησαν». Ώ, τί πράγματα συνέβαιναν τότε! Οἱ ἄρτοι ἐγεννοῦσαν ἄρτους, καί ἐγέμιζαν τά χορταρένια τραπέζια αὐτοσχέδιες τροφές. Ἄρτοι ἐλεύθεροι ἀπό γεωργικούς ἱδρῶτες, πού δέν ἐβλάστησαν ἀπό στάχια, ἀλλά ἀνθησαν ἀπό χέρια Δεσποτικά, μολονότι πολλά προϋποθέτει ἡ ἀνθρώπινη τροφή: τό ὄργωμα τῆς γής, τή σπορά ἀπό τούς γεωργούς, τή μεταβολή τῶν ἀέρων σέ νέφη, τή γέννηση βροχῆς, τήν κατάλληλη ὑγρασία γής καί ἀτμοσφαίρας, τίς ἀλλαγές θερμοκρασίας, τίς ἐναλλαγές τῆς σελήνης, τίς νύκτες μέ τά ἀστέρια πού τρεμοσβήνουν, τή βλάστηση τῶν σταχιῶν, τήν ἔγκαιρη ὡρίμανση τῶν καρπῶν, τήν ταλαιπωρία τοῦ ἁλωνίσματος, τή συνεργασία τοῦ μύλου, τήν ἀφαίρεση τοῦ περιττοῦ, τό ἔντεχνο πλάσιμο καί τήν ἀπαραίτητη συμμετοχή τῆς φωτιᾶς. Αὐτά τά πραγματοποίησε τώρα ὅλα μαζί ὁ Κύριος μόνο μέ τό ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ του, ἀφοῦ παρευρίσκετο ἐμπρός τους αὐτός πού διεγείρει τήν κοιλία τῆς γής πρός καρποφορίαν. Παρευρίσκετο αὐτός πού περιβάλλει τόν οὐρανό μέ νεφέλες. Παρευρίσκετο αὐτός πού ἔχει δωρίσει στούς θνητούς τή σοφία τῆς τέχνης. Παρευρίσκετο «ὁ φέρων ἅπαντα τῷ ρήματι τοῦ στόματος αὐτοῦ». 

     Παρευρίσκετο ἐκεῖ ἐπιβεβαιώνοντας τήν παρουσία του μέ τή σάρκα πού ἐφοροῦσε. Ἔδειξε μέ ἕνα θαῦμα ποιός εἶναι αὐτός πού κρατᾶ τά ἡνία τῆς κτίσεως. Ἔλυσε τό παλαιό ἔγκλημα τῶν Ἰουδαίων καί τό ἀχόρταστο πάθος τους. Δέν θά ἠμποροῦσαν πλέον νά λέγουν «μή καί ἄρτον δύναται δοῦναι;».

     Ἰδού ὅτι καί μέ ἄρτους ἐγέμισαν τήν ἔρημο. Ἄς διδάξει, Ἰουδαῖε, ἡ συγγένεια τῶν θαυμάτων ποιός εἶχε χορηγήσει καί ἐκεῖνα. 

     «Καί ἔφαγον», λέγει, «καί ἐχορτάσθησαν, καί ἦραν τό περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις». Ἰσάριθμα μέ τούς Ἀποστόλους τά κοφίνια, ὥστε ὁ καθένας τούς βαστάζοντας ἀπό ἕνα νά ἔχει τόν κόπο μάρτυρα τοῦ θαύματος. Καί ὁ ὦμος μέ τήν αἴσθηση τῆς τριβῆς νά ἐκπαιδεύσει πρός συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος, ὁ δέ κόπος νά ἐξασφαλίζει τή μνήμη, γιά νά μή θεωρήσουν φαντασία αὐτό πού εἶδαν, καί βυθιστοῦν σέ λογισμούς ἀπό τό μέγεθος τοῦ θαύματος. Καί ἐπειδή ὁ νοῦς δέν ἐπαρκεῖ γιά νά ἀντικρύσει μέ τούς δικούς του ὀφθαλμούς τό παράδοξον θαῦμα, νά μή γεννήσει σιγά - σιγά τήν ὑποψία πώς ἦταν ὄνειρο τό γεγονός. Παρατείνει τή μνήμη τοῦ γεγονότος μέ τό πλῆθος τῶν περισσευμάτων, ὥστε καθημερινῶς ἡ βρώση, διδάσκοντας τή γνώση, νά διεγείρει τή μνήμη.

     Δέξου, παρακαλῶ, τόν ἄλλον Εὐαγγελιστή, συνήγορο τῶν λεγομένων νά λέγει: «ἤν γάρ ἡ καρδία αὐτῶν πεπωρωμένη, καί οὐ συνήκαν (δέν συνειδητοποίησαν δηλαδή) ἐπί τοῖς ἄρτοις». Φανερώνει τό πάθος, γιά νά κηρύξει τό θαῦμα. Διότι εἶναι μεγάλο τό νά φθάσουν πέντε μόνον ἄρτοι γιά τόσες χιλιάδες. Ὅμως τό νά μείνουν καί τόσα πολλά περισσεύματα, ὄχι μόνον στούς μαθητᾶς ἐγεννοῦσε τή μνήμη τοῦ θαύματος, ἀλλά φανέρωνε καί τή δύναμη ἐκείνου πού τό πραγματοποίησε. Ἐπειδή, ἄν τούς ἔδιδε ὅσο εἶχαν ἀνάγκη, θά ἐνοθεύετο ἡ χάρις τῆς φιλοτιμίας του, καί κάνοντας αὐτό, δέν θά εἶχε γίνει σαφές πώς εἶναι ὁ Κύριος του παντός, ἀφοῦ ὑπηρέτησε μόνο τήν ἀνάγκη. Ἐνῶ τώρα πού ἡ δωρεά ἔγινε εὐρύτερη ἀπό τήν ἀνάγκη, μαρτυρεῖ τήν ἐξουσία Ἐκείνου πού τή χορήγησε.

     Ἄς μάθωμε καί ἀπό ἀλλοῦ σαφῶς αὐτό πού λέγω: Κάποτε ἐδίδετο στούς Ἰσραηλίτες τό μάννα διά μέσου του Μωϋσέως. Ἀλλά ἐπειδή αὐτός πού διακονοῦσε τό θαῦμα ἦταν δοῦλος, μαζί μ' αὐτόν ἦταν καί τό δῶρο ὑποδουλωμένο στήν ἀνάγκη, ἀφοῦ τό περιττόν ἐξηφανίζετο. Καί ὅποιο χέρι ἀρρώσταινε ἀπό ἀπληστία, τήν ὥρα τῆς συλλογῆς, ὑπεχρέωνε καί τό δῶρο νά ἀρρωστήσει μαζί του. Ὁ οὐρανός ἔστελνε κάτω στούς Ἰουδαίους τήν τροφή μέ μέτρο, καί ὁ χρόνος ὑπερνικοῦσε τό δῶρο, καί εἶχε προθεσμία ἡ χάρις. Ἐπειδή καθώς τελείωνε ἡ πορεία στήν ἔρημο, ὑπέδειξε πλέον καί ἡ γῆ τόν φυσικόν ἄρτον. Τότε ἔπαυσε τό μάννα, καί τό ταμεῖο τοῦ οὐρανοῦ γιά τούς ἀνθρώπους ἔκλεισε.

     Μετάφερε τό νοῦ σου σέ ἄλλον ὑπηρέτη, ὁ ὁποῖος διετάχθη νά θαυματουργήσει μέ προθεσμία. Ὁ μέγας Ἠλίας, πού στείρωσε τόν οὐρανό μέ ὅρκο, συνεκράτησε τόν ἀέρα μέ τά χείλη, καί μέ τή φωνή κατεδίκασε σέ ἀργία τήν κτίση. Αὐτός ἔπεισε τῆς φιλοξένου χήρας τό ἔλαιο νά μετατραπεῖ σέ πηγή, καί τό ὀλίγον ἀλεύρι δέν ὀλιγοστευε μαζί μέ τόν χρόνο, ἀλλά ὅσο κατανάλωνε ἡ φύσις, τόσο ἀντικαθιστοῦσε ἡ χάρις. Ὅταν ἦλθε ἡ βροχή, ἔκανε πτερά καί τό δῶρο τοῦ Ἠλία. Ὑπηρετοῦσε, διακονοῦσε δουλικῶς καί ὄχι ἀπό κάποια κυριαρχική φιλοτιμία. Γι' αὐτό τώρα ὁ Κύριος πολλαπλασιάζει δυσανάλογα μέ τήν ἀνάγκη, φανερώνοντας τήν ἐξουσία του, καί δίδοντας σέ ὅλους νά καταλάβουν ποιός εἶναι «ὁ διδούς τήν τροφήν πάση σαρκί».

     Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


(13ος Αἰών, Migne P.G. τόμ. 85, στ. 360 - Ἀπό τό βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 203 καί ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)

Ἀπό τό https://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1959