Ὁμιλία περί πίστεως

2014-08-01 16:43

       Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

        1. Πιστεύομε στό Θεό, καί πιστεύομε τόν Θεό· ἄλλο τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο. Πραγματικά πιστεύω τόν Θεό σημαίνει ὅτι θεωρῶ βέβαιες κι' ἀληθινές τίς ἐπαγγελίες πού μᾶς ἔδωσε· πιστεύω δέ στόν Θεό σημαίνει ὅτι φρονῶ περί αὐτοῦ ὀρθῶς.

        Πρέπει δέ νά τά ἔχωμε καί τά δύο, νά εἴμαστε ἀληθινοί καί στά δύο καί νά συμπεριφερώμαστε ἔτσι, ὥστε καί νά πιστευώμαστε ἀπό ἐκείνους πού βλέπουν σωστά καί πιστοί νά εἴμαστε ἐνώπιόν του Θεοῦ πρός τόν ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ πίστις, καί ὡς πιστοί ἀκριβῶς νά δικαιούμαστε ἀπό αὐτόν «διότι», λέγει, «ἐπίστευσε ὁ Ἀβραάμ καί τοῦτο ὑπολογίσθηκε γιά τήν δικαίωσή του». Πῶς λοιπόν πιστεύσας ἐδικαιώθηκε ὁ Ἀβραάμ; Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό ὑπόσχεσι γιά τό σπέρμα του, πού ἦταν ὁ Ἰσαάκ, ὅτι θά εὐλογηθοῦν ὅλες oι φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔπειτα διατάσσεται ἀπό τόν Θεό νά θυσιάση, παιδί ἀκόμη, τόν Ἰσαάκ πού ἦταν ὁ μόνος διά τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νά ἐκπληρωθῆ ἡ ὑπόσχεσις. Καί χωρίς ν' ἀντείπη τίποτε ὁ πατέρας, ἔσπευσε νά γίνη αὐτόχειρ τοῦ παιδιοῦ του, ἐνῶ ἐθεωροῦσε αὐτήν τήν δί' αὐτοῦ ὑπόσχεσι βέβαιη καί ἔγκυρη.

        2. Βλέπετε ποιά εἶναι ἡ πίστις ποῦ δικαιώνει; Ἀλλά ἐπαγγέλθηκε καί σέ μᾶς ὁ Χριστός κληρονομιά ζωῆς ἀΐδιας καί τρυφῆς καί δόξης καί βασιλείας, ἐνῶ ἔπειτα παρήγγειλε νά πτωχεύωμε, νά νηστεύωμε, νά ζοῦμε μέ εὐτέλεια καί θλίψι, νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά θάνατο, νά σταυρώνωμε τούς ἑαυτούς μας μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες. Ἐάν λοιπόν σπεύδωμε πρός αὐτά καί πιστεύομε ἐκείνη τήν ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ, πραγματικά ἐπιστεύσαμε τόν Θεό κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἀβραάμ, καί τοῦτο θά ὑπολογισθῆ γιά τήν δικαίωσί μας.

        3. Και παρατηρήσατε τήν ἀκολουθία τῶν προτάσεων. Τό ὅτι δηλαδή ἐδέχθηκε νά προσφέρη γιά σφαγή τόν Ἰσαάκ δέν ἔγινε μόνο ἰσχυρά μαρτυρία καί ἀπόδειξις τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά ὑπῆρξε καί αἴτιό του ὅτι ὁ Χριστός ἐγεννήθηκε ἀπό τό σπέρμα του, διά τοῦ ὁποίου εὐλογήθηκαν ὅλες οἱ φυλές τῆς γής κι ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπαγγελία. Διότι κατά κάποιον τρόπο ὁ Θεός ἔγινε ὀφειλέτης σ' αὐτόν πού ἔδωσε γιά τόν Θεό τόν μονογενῆ καί γνήσιο υἱό του· ὀφειλέτης ν' ἀντιδώση γι' αὐτόν καί τήν πρός αὐτόν ἐπαγγελία τόν δικό του μονογενῆ καί γνήσιο υἱό. Ἔτσι καί σέ μας· ἡ χάρη τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ σωφροσύνη καί δικαιοσύνη καί ταπείνωσις, ἡ ὑπομονή τῶν κάθε εἴδους κακώσεων καί μετάδοσις τῶν ἀγαθῶν, καθώς καί ἡ κακοπάθεια τοῦ σώματος μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί γενικῶς τό νά σταυρώνωμε τούς ἑαυτούς μας μαζί μέ τά παθήματα καί τίς ἐπιθυμίες, ὄχι μόνο εἶναι ἀπόδειξις ὅτι πιστεύομε ἀληθινά στίς ἐπαγγελίες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί καθιστά κατά κάποιον τρόπο τόν Θεόν ὀφειλέτη νά ἀντιπροσφέρη σέ μᾶς τήν ἀΐδια καί ἄφθαρτη ζωή καί τρυφή, τήν δόξα καί βασιλεία.

        4. Γι' αὐτό καί ὁ ἴδιος, ἀπευθυνόμενος πρός τούς μαθητᾶς του, ἔλεγε· μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοί διότι δική σας εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, μακάριοι οἱ διωκόμενοι γιά τήν δικαιοσύνη»· καί, ἀλλοίμονο στούς πλουσίους, ἀλλοίμονο στούς γελώντας, ἀλλοίμονο στούς χορτασμένους, ἀλλοίμονό σας ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς κολακεύουν. Αὐτός λοιπόν ποῦ ἀποβλέπει ὄχι πρός τά μακαριζόμενα ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά πρός τά ταλανιζόμενα, εἰπέ μου, πῶς θά πιστευθῆ ὅτι ἐμπιστεύεται τόν Θεό; «Δεῖξε μου», λέγει, «τήν πίστι σου ἀπό τά ἔργα σου», καί «ὅποιος εἶναι σοφός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή συμπεριφορά».

        5. Ὅτι λοιπόν πιστεύομε ἀληθινά τόν Θεό, δηλαδή ἀναγνωρίζομε ἀληθινές καί βέβαιες τίς ἐπαγγελίες ἤ ἀπειλές του πρός ἐμᾶς, καί περιμένομε νά ἐκδηλωθοῦν γρήγορα, δεικνύεται διά τῶν ἀγαθῶν μας ἔργων καί τῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν. Ὅτι δέ ὀρθῶς πιστεύομε στόν Θεό, δηλαδή καλῶς καί ἀσφαλῶς καί εὐσεβῶς φρονοῦμε γι' αὐτόν, ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ ἀπόδειξις; ἀπό τήν συμφωνία πρός τούς θεοφόρους πατέρες μας. Ὅτι δέ τό νά ἐμπιστευώμαστε ἀδιαψεύστως τόν Θεό προκαλεῖ τήν ἀντίθεσι ὄχι μόνο ἀπό τά πάθη τῆς σαρκός καί ἀπό τίς παγίδες τοῦ πονηροῦ, ἀλλά καί ἀπό τούς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους, πού θέλγουν καί παρασύρουν κάτω πρός τίς ἐμπαθεῖς ἡδονές, ἔτσι καί τό νά πιστεύωμε ὀρθῶς στόν μόνο ἀληθινό Θεό προκαλεῖ τήν ἀντίθεσι ὄχι μόνο ἀπό τήν ἄγνοια καί ἀπό τίς ὑποβολές τοῦ Ἀντικειμένου, ἀλλά καί ἀπό τούς δυσσεβεῖς ἀνθρώπους πού τόν ἁρπάζουν καί τόν ρίπτουν μαζί τους κάτω πρός τήν δική τους ἀπώλεια. Εἶναι ὅμως στή διάθεσί μας, γιά κάθε μία ἀπό τίς περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, ὄχι μόνο ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί τήν ἀπό αὐτόν δοσμένη σ' ἐμᾶς γνωστική δύναμι, ἀλλά καί ἀπό τούς ἀγαθούς ἀγγέλους καί ἀπό τούς θεοσεβεῖς ἀνθρώπους πού ζοῦν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

        6. Γι' αὐτό ἡ πνευματική καί κοινή μητέρα καί τροφός μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σήμερα ἀφ' ἑνός μέν ἀντικηρύσσει ὁλοφανέστερα καί δημοσιώτερα αὐτούς πού ἔλαμψαν κατά τήν εὐσέβεια καί ἀρετή καί τίς πανίερες συνόδους τῶν καί τά θεία δόγματα πού διατυπώθηκαν σ' αὐτές, ἀφ' ἑτέρου δέ ἀποκηρύσσει ἐπισημότερα τούς ὀπαδούς τῆς δυσσεβείας καί τά πονηρά διδάγματα καί φρονήματά τους· ἔτσι ὥστε ἐμεῖς αὐτούς μέν ἀποστρεφόμενοι, τούς δέ ὀρθοδόξους ἀκολουθώντας, νά πιστεύωμε σ' ἕνα Θεό, Πατέρα, Υἱό καί ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό τόν ὁποῖο καί διά τοῦ ὁποίου καί στόν ὁποῖο ἔγιναν τά πάντα, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει πρίν ἀπό ὅλα καί ἐπάνω σέ ὅλα καί μέσα σέ ὅλα καί ὑπεράνω του παντός, μονάς σέ τριάδα καί τριάς σέ μονάδα, ἀσυγχύτως ἐνουμένη καί ἀμερίστως διαιρούμενη· μονάς ἡ ἴδια καί τριάς παντοδύναμη.

        7. Εἶναι Πατήρ ἄχρονος καί ἄναρχος καί ἀΐδιος, μόνος αἰτία καί ρίζα τῆς θεότητος πού ἐνυπάρχει στόν Υἱό καί στό ἅγιο Πνεῦμα· ὄχι μόνος δημιουργός, ἀλλά μόνος Πατήρ ἑνός Υἱοῦ καί μόνος προβολεύς ἑνός ἁγίου Πνεύματος· πάντοτε ὧν καί πάντοτε ὧν Πατήρ καί πάντοτε ὧν μόνος Πατήρ καί μόνος προβολεύς.

        8. Τοῦ ὁποίου ἕνας εἶναι Υἱός, συναΐδιος μέ αὐτόν καί χρονικῶς συνάναρχος· ὄχι ἄναρχος δέ, διότι ἔχει γεννήτορα καί ρίζα, πηγή καί ἀρχή τόν Πατέρα, ἀπό τόν ὁποῖο μόνον προῆλθε πρίν ἀπό ὅλους τους αἰῶνες ἀσωμάτως, ἀπαθῶς, ἀρρεύστως, γεννητῶς, ἀλλά δέν διαιρέθηκε· πού εἶναι Θεός ἀπό Θεό, ὄχι ἄλλος κατά τό ὅτι εἶναι Θεός καί ἄλλος κατά τό ὅτι εἶναι Υἱός· πάντοτε ὧν καί πάντοτε ὧν Υἱός καί πάντοτε ὧν ἀσυγχύτως πρός τόν Θεό· λόγος ζωντανός, φῶς ἀληθινό, ἐνυπόστατος σοφία, αἰτία καί ἀρχή ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἀφοῦ ὅλα αὐτά ἔγιναν δί' αὐτοῦ· αὐτός ἐκένωσε τόν ἑαυτό τοῦ χάριν τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ὅπως προεῖπαν οἱ προφῆτες, παίρνοντας γιά μᾶς τήν δική μας μορφή, καί, ἀφοῦ ἐκυοφορήθηκε ἀπό τήν ἀειπάρθενη Μαρία μ' εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐγεννήθηκε κι' ἐνανθρώπησε ἀληθινά, ἔγινε ὅμοιος μ' ἐμᾶς καθ' ὅλα, πλήν τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ ἔμεινε ὅ,τι ἦταν, Θεός ἀληθινός σέ μία ὑπόσταση καί μετά τήν ἐνανθρώπηση, ἐνεργῶν ὅλα τά θεία ὡς Θεός καί ὅλα τά ἀνθρώπινα πάθη· ἀπαθής καί ἀθάνατος ὧν καί διαμένων ὡς Θεός, ἑκουσίως δέ παθῶν γιά μᾶς κατά τήν σάρκα ὡς ἄνθρωπος, σταυρωθεῖς καί ἀποθανῶν, ταφεῖς καί ἀναστᾶς κατά τήν τρίτη ἡμέρα καί καταργήσας διά τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεώς του αὐτόν πού ἔχει τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου· καί μετά τήν ἀνάστασι ἐπιφανεῖς, ἀναληφθεῖς στόν οὐρανό καί καθίσας ἀπό τά δεξιά τοῦ Πατρός ἀφοῦ ἔκαμε ὁμότιμο καί ὁμόθρονο ὡς ὁμότιμο τό φύραμά μας, μέ τό ὁποῖο πρόκειται νά ἔλθη πάλι ἐνδόξως νά κρίνη ζώντας καί νεκρούς, πού θά ἐπανέλθουν πρός τήν ζωή ἐξ αἰτίας τῆς παρουσίας του, καί ν' ἀποδώσει στόν καθένα κατά τά ἔργα του. Ἀναγνωρίζοντας κι ἐμεῖς αἰσθητό καί περιγραπτό τοῦτο τό ἀπό ἐμᾶς προσλημμά του καί φύραμα, εἰκονίζομε καί προσκυνοῦμε εὐσεβῶς καί αὐτήν πού τόν ἐγέννησε παρθενικῶς καί τούς εὐαρεστήσαντας αὐτόν τελείως. Τούτου τά σύμβολα τῶν παθῶν, καί μάλιστα τόν σταυρό, τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε ὡς θεία τρόπαια κατά τοῦ κοινοῦ πολεμίου. Τήν ἀνάμνησι τούτου τελώντας κατά τήν ἐντολή τοῦ καθημερινῶς, ἱερουργοῦμε τά θειότατα μυστήρια καί μετέχομε σ' αὐτά. Κατά τήν παραγγελία τούτου πρίν ἀπό ὅλα βαπτιζόμαστε καί βαπτίζομε σ' ἕνα ὄνομα σεπτό καί προσκυνητό τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

        9. Διότι ἀπό τόν ἀΐδιο καί ἄναρχο Πατέρα ἐκπορεύεται τό ἅγιο Πνεῦμα, πού εἶναι συνάναρχο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό ὡς ἄχρονο, ὄχι δέ ἄναρχο, ἀφοῦ καί αὐτό ρίζα καί ἀρχή καί αἰτία ἔχει τόν Πατέρα, ἀπό τόν ὁποῖο προῆλθε πρίν ἀπό ὅλους τους αἰῶνες ἀρρεύστως, ἀπαθῶς, ἐκπορευτῶς, καί εἶναι ἐπίσης ἀδιαίρετό του Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ὡς προερχόμενο ἀπό τόν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στόν Υἱό· πού ἔχει ἀσύγχυτη τήν ἕνωσι καί ἀμέριστη τή διαίρεση· πού εἶναι καί αὐτό Θεός ἀπό Θεό, ὄχι ἄλλος μέν ὡς Θεός, ἄλλος δέ Παράκλητος ὡς Πνεῦμα ἅγιο αὐθυπόστατο· πού ἔχει τήν ὕπαρξι ἀπό τόν Πατέρα καί ἀποστέλλεται διά τοῦ Υἱοῦ, γιά τήν ἔναρξι αἰωνίας ζωῆς, γι' ἀρραβώνα τῶν μελλοντικῶν καί πάντοτε διατηρουμένων ἀγαθῶν πού εἶναι κι' αὐτό αἴτιο ὅλων τῶν δημιουργημάτων, διότι σ' αὐτό ἔγιναν ὅλα, τό ἴδιο καί ἀπαράλλακτο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, χωρίς τήν ἀγεννησία καί τή γέννησι. Ἐστάλθηκε δέ ἀπό τόν Υἱό πρός τούς μαθητᾶς του, δηλαδή ἐφανερώθηκε· διότι πώς ἀλλοιῶς θά ἐστελλόταν τό παντοῦ παρόν καί μή χωριζόμενο ἀπό τόν πέμποντα; Γι' αὐτό ὄχι μόνο ἀπό τόν Υἱό, ἀλλά καί ἀπό τόν Πατέρα στέλλεται καί ἀπό τόν ἑαυτό τοῦ ἔρχεται· διότι ἡ ἀποστολή, δηλαδή ἡ φανέρωσις, εἶναι κοινό ἔργο Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος.

        10. Φανερώνεται δέ ὄχι κατά τήν οὐσία, διότι κανείς ποτέ δέν εἶδε οὔτε ἀπεκάλυψε τήν φύσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κατά τή χάρι καί τή δύναμι καί τήν ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι κοινή Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος. Διότι ἴδιο στό καθ' ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι ἡ ὑπόστασίς του καί τά ὑποστατικῶς γύρω ἀπό αὐτήν παρατηρούμενα- κοινά δέ αὐτῶν δέν εἶναι μόνο ἡ ἀφανέρωτη καί ὑπερώνυμη καί ἀμέθεκτη οὐσία, ἀλλά καί ἡ χάρις καί ἡ δύναμις, ἡ ἐνέργεια καί ἡ λαμπρότης, ἡ ἀφθαρσία καί ἡ βασιλεία, καί ὅλα ἐκεῖνα, διά τῶν ὁποίων κοινωνεῖ κι' ἑνώνεται κατά χάρι μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους καί ἀνθρώπους ὁ Θεός, χωρίς νά ἐκπίπτη ἀπό τό ἑνιαῖο καί τήν ἁπλότητα οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καί διαφόρου τῶν ὑποστάσεων οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καί ποικίλου καί θείων δυνάμεων καί ἐνεργειῶν. Ἔτσι πιστεύομε σ' ἕνα Θεό, σέ μία τρισυπόστατη καί παντοδύναμη θεότητα καί ἀνακηρύσσομε αὐτούς πού μέ τέτοια πίστι εὐαρέστησαν τόν Θεό, ἐνῶ αὐτούς πού δέν πιστεύουν μέ ὅμοιο τρόπο, ἀλλά ἤ ἐγκαινίασαν ἰδιαίτερη αἵρεσι ἤ ἀκολούθησαν μέχρι τέλους τούς ἀρχηγούς της, τούς ἀπορρίπτομε. Νά γνωρίζετε δέ τοῦτο, ἀδελφοί, ὅτι τά πονηρά πάθη καί τά δυσσεβή δόγματα ἀλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγω τῆς δικαίας ἐγκαταλείψεως ἀπό τόν Θεό.

        11. Ότι λοιπόν τό μεγάλο πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν διαπράττονται διά τῆς δυσσεβείας, μᾶς τό ἐδίδαξε ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας περί τῶν Ἑλλήνων «ἐπειδή δέν ἐφρόντισαν νά ἐπιγνώσουν τόν Θεό», «ἄλλ' ἐνῶ ἐγνώρισαν τόν Θεό, δέν τόν ἐδόξασαν οὔτε τόν ἐσεβάσθηκαν ὡς Θεό», «τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ νοῦ ἀδόκιμο, ὥστε νά πράττουν τά ἀνεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε ἀδικία, πορνεία, πλεονεξία, καί τά παρόμοια». Ὅτι δέ πάλι διά τῆς ἁμαρτίας εἰσάγεται ἡ δυσσέβεια, ἡ ἀπόδειξις παρέχεται ἀπό πολλούς πού τό ἔπαθαν ἀθλίως. Ὁ Σολομῶν ἐκεῖνος, ἀφοῦ παρέδωσε τόν ἑαυτό του στίς σαρκικές ἐπιθυμίες, ὠλίσθησε σέ εἰδωλολατρία. Ὁ Ἱεροβοάμ, ἀφοῦ ἐνικήθηκε ἀπό ἄκρα φιλαρχία, ἐθυσίασε στίς χρυσές δαμάλεις. Ὁ προδότης Ἰούδας ἀρρωστημένος ἀπό φιλαργυρία, περιέπεσε στή θεοκτονία.

        12. Γι' αὐτά λοιπόν, ἐπειδή καί ἡ πίστις χωρίς ἔργα εἶναι νεκρά καί ἀνενέργητη, καί τά ἔργα χωρίς πίστι εἶναι μάταια καί ἄχρηστα, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος σήμερα στόν σεπτό καιρό τῆς νηστείας καί τῆς ἐνάρετης ἀσκήσεως συνεδύασε τήν ἀνακήρυξι τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγο τῆς εὐσεβείας καί τήν ἀποκήρυξι ἐκείνων πού δέν ἐδιάλεξαν τήν ὀρθοδοξία, ἔτσι ὥστε ἐμεῖς, σπεύδοντας καί στά δυό συνδυασμένα, καί τήν πίστι νά ἐπιδείξωμε μέ τά ἔργα καί τῶν κόπων τό κέρδος νά ἀποκτήσωμε διά τῆς πίστεως.

        13. Όχι δέ μόνο εἰσάγονται δί' ἀλλήλων τά πονηρά πάθη καί ἡ δυσσέβεια, ἀλλά καί ὁμοιάζουν μεταξύ τους. Καί θά εἰπῶ λίγα πρός τήν ἀγάπη σας γιά τούς ἑτεροδόξους πού ἀναφάνηκαν στήν ἐποχή μας. Ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ ἔλαβε ἐξουσία ἀπό τόν Θεό νά τρώγη ἀπό κάθε δένδρο τοῦ παραδείσου, δέν ἀρκέσθηκε σ' ὅλα ἐκεῖνα, ἀλλά πειθόμενος στή συμβουλή τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, ἔφαγε ἀπό τό μόνο δένδρο πού εἶχε προσταχθῆ νά μή τό ἐγγίση, ἔτσι συμβαίνει καί μέ ἐμᾶς· ἐνῶ τά ὑπάρχοντα στό Θεό ἀγαθά καί οἱ πραγματικά ἀγαθοπρεπεῖς δωρεές προτίθενταν ἀπό αὐτόν γιά μέθεξι στούς θέλοντας, συμφώνως πρός τόν εἰπόντα «ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Θεός θά εἶναι καί ὁ θεωμένος διά τῆς χάριτος, χωρίς τήν ταυτότητα κατά τήν οὐσία», ὑπάρχουν μερικοί πού διδάσκουν ὅτι ἐμεῖς μετέχομε καί τῆς ἰδίας της ὑπερουσίου οὐσίας καί ἰσχυρίζονται ὅτι μποροῦν νά τήν ὀνομάζουν αὐθεντικῶς, καί μιμούμενοι τόν ἀρχέκακο ὄφι, παρερμηνεύουν καί διαστρέφουν τά λόγια τῶν ἁγίων, ὅπως ἐκεῖνος τά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς, ἀφοῦ ἐλάβαμε δύναμι ἀπό τόν Κύριο νά πατοῦμε ἐπάνω σέ ὄφεις καί σκορπιούς καί σέ κάθε δύναμι τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ συντρίψωμε εὔκολα κάθε μηχανή καί παγίδα του, εἴτε κατά τῆς εὐσεβείας εἴτε κατά τῆς εὐσεβοῦς διαγωγῆς καί φανοῦμε νικηταί ἐναντίον τοῦ σέ ὅλα, θά ἐπιτύχωμε τούς οὐράνιους καί ἄφθαρτους στεφάνους τῆς δικαιοσύνης, μέσα στόν Χριστό, τόν ἀδέκαστο κριτή καί δοτήρα τῶν ἀνταμοιβῶν.

        14. Σ' αὐτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνησις, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Γένοιτο.

Ἀπό τό https://www.oodegr.com/oode/pateres1/palamas/pisti_1.htm