Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
2024-11-02 11:29
Ἡ Ἁγία Γραφὴ στὶς πρῶτες κιόλας γραμμές της μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ’ εἴκόνά» καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ (Γέν. ἄ, 26). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικός, ἀθάνατος, εἰκόνα ἀρετῆς καὶ δεκτικὸς τῆς σοφίας (κατ’ εἰκόνα) καὶ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ γίνει Θεὸς κατὰ χάριν (καθ’ ὁμοίωσιν)1. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἄλλαξε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ θέωση τοῦ πρώτου. Κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του. Μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ ἄλλαξε μόνο ὁ τρόπος πραγματοποιήσεως τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ γινόταν ἄνθρωπος καὶ ἂν ἀκόμα δὲν ἔπεφτε ὁ Ἀδάμ, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεὸς κατὰ χάριν2.
Ὁ Χριστός, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο του στὴ γῆ (Θεία Οἰκονομία), λίγο πρὶν ἀναληφθεῖ ἄφησε στοὺς Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους Του τὴν ἐντολὴ νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο Του, κι Ἐκεῖνος θὰ εἶναι συνεχῶς δίπλα τους (Μτθ. κή, 16 – 20). Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἄρχισαν τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς Του, δημιουργῶντας τὴν πρώτη ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία (Πρ. β, 1 – 27).
Ἀπὸ τότε καὶ μέχρι σήμερα τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ συνεχίζεται στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ κήρυγμά Του, τὰ θαύματά Του, τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ἄνοιξε γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία Του. Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο· ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβέστερα, τὸν βοηθᾶ νὰ τὴ ζήσει ἀπὸ αὐτὴ κιόλας τὴ ζωὴ (Λούκ. ἰζ, 21).
Ἡ βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας λαμβάνουν χώρα μόνο ἐντὸς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ εἶναι καρπὸς συνεργασίας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἀγῶνα τῆς μετανοίας δείχνει τὴν ἀγαθή του προαίρεση. Ἔπειτα ἔρχεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν «ἀγκαλιάζει». Στὸ πλαίσιο τοῦ ἀγῶνα του ἐντάσσεται ἡ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ φυσικὰ στὴ Θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία τελεῖται πάντοτε τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ τελεστὴ ἢ μιὰ προσευχὴ ὅπως οἱ Παρακλήσεις, ὁ Ἑσπερινός, τὸ Ἀπόδειπνο κλπ. Εἶναι κάτι πολὺ ἀνώτερο:
α. Εἶναι συγκεφαλαίωση τῆς Θείας Οἰκονομίας (δηλαδὴ ὅλων τῶν θαυμαστῶν γεγονότων ποὺ ἐργάστηκε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου). Κάθε πιστὸς ποὺ συμμετέχει στὴ Θεία Λειτουργία ζεῖ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μυστηριακὰ παρὼν στὰ γεγονότα ποὺ τὴν ἀπαρτίζουν3.
β. Εἶναι Θεοφάνεια, φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γιὰ αὐτὸ ὁ ἱερέας ἀρχίζει τὴ Θεία Λειτουργία μὲ δοξολογία τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω εἶναι ἐπίσης θεοφάνεια. Στὴν ἁγία ἀναφορά, ἱκετεύουμε τὸν Πατέρα νὰ ἀποστείλει τὸν Παράκλητο γιὰ νὰ καθαγιάσει τὴν προσφορὰ τοῦ Υἱοῦ, καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του. Ὅταν κοινωνοῦμε γινόμαστε ναὸς τῆς Παναγίας Τριάδος4.
γ. Σύνοδος (=συνοδοιπορία πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ) οὐρανοῦ καὶ γῆς. Κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία εἶναι παρὼν ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός, ἡ Παναγία, Ἅγιοι, Ἄγγελοι καὶ οἱ πιστοί, ζῶντες ἀλλὰ καὶ κεκοιμημένοι5.
Οἱ ζῶντες πιστοὶ ἁγιαζόμαστε μεταλαμβάνοντας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐξάλλου, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος τέλεσης τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ Μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων! Κατὰ δεύτερο λόγο, ὠφελούμαστε ἀπὸ τὴν προσευχή μας καὶ τὴ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων μας. Οἱ κεκοιμημένοι ὠφελοῦνται μόνο, ἀλλὰ σὲ μεγάλο βαθμό, ἀπὸ τὴ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τους στὴν Ἁγία Πρόθεση καὶ τὶς προσευχές μας.
Οἱ προϋποθέσεις γιὰ νὰ προσέλθουμε στὴ Θεία Κοινωνία εἶναι: Φόβος Θεοῦ, πίστη καὶ ἀγάπη, ὅπως ἀκοῦμε τὸν λειτουργό – ἱερέα ὅταν μᾶς καλεῖ στὸ Ἅγιο Ποτήριο6.
Ὁ Φόβος Θεοῦ δὲν εἶναι δουλικὸς ἢ ψυχολογικὸς φόβος. Εἶναι εὐγενικὸ αἴσθημα εὐλαβείας, κατανύξεως, θείας συστολῆς καὶ δέους ἀπέναντι στὸν Παντοδύναμο καὶ Παντοκράτορα Πανάγιο Τριαδικὸ Θεό7.
Χρειάζεται πίστη στὴν Ἁγία Τριάδα, στὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ, στὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, στὰ Μυστήριά Της καὶ ἰδιαίτερα στό
Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πρέπει νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη πίστη ὅτι μεταλαμβάνουμε τὸ ἀναστημένο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ!8
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο εἶναι ἡ τρίτη ἀπαραίτητη προϋπόθεση. Ἀγαποῦμε τὸν Πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες του στὴν ἀναξιότητά μας. Ἀγαποῦμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας, ἰδιαίτερα ὅσους μᾶς ἔθλιψαν καὶ μᾶς ἔκαναν ἢ μᾶς κάνουν κακὸ καὶ τοὺς ἔχουμε συγχωρήσει9.
Οἱ παραπάνω προϋποθέσεις – ἀρετὲς πρέπει νὰ μᾶς συνοδεύουν συνεχῶς στὴ ζωή. Γενικότερη προϋπόθεση συμμετοχῆς στὴ Θεία Εὐχαριστία εἶναι νὰ εἴμαστε κεκαθαρμένοι ἀπὸ τὰ πάθη ἤ, τοὐλάχιστον, νὰ εἴμαστε σὲ μετάνοια καὶ ἀγῶνα γιὰ κάθαρση10. Ὅμως, πρὶν κοινωνήσουμε ὁ ἀγῶνας μας γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἢ τὴν ἑδραίωση τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, καὶ ἡ γενικότερα γιὰ μετάνοια, πρέπει νὰ εἶναι ἐντονότερος. Σ’ αὐτὴ τὴν προσπάθεια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λείπουν ἡ τακτική μας συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως, ἡ νηστεία (καὶ ἡ ἐγκράτεια γενικότερα) καθὼς καὶ ἡ προσευχή11 (τὰ τελευταῖα σὲ συνεννόηση μὲ τὸν πνευματικό μας) καθὼς καὶ ὅ, τί ἄλλο κρίνει ὁ πνευματικός μας ὅτι θὰ μᾶς βοηθήσει.
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ μετάνοια, ἡ ἄσκηση κλπ ἀπὸ μόνα τους δὲν ὠφελοῦν ἂν δὲν εἶναι συνδεδεμένα μὲ τὴ Θεία Κοινωνία. Τὰ παραπάνω βοηθοῦν στὴν προετοιμασία, διότι σκοπός τους εἶναι νὰ κάνουν τὸν πιστὸ «λιγότερο ἀνάξιο» γιὰ νὰ κοινωνήσει12. Ὅμως, δὲν ἀντικαθιστοῦν οὔτε ὑποκαθιστοῦν τὴ Θεία Κοινωνία, δηλαδὴ τὸν ἴδιο τόν Χριστό! Οὔτε φυσικὰ καὶ τὴν Θεία Λειτουργία!
«Ὁ τρώγων μου τὴ σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, καγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 6, 56). Μὲ τὴ Θεία Κοινωνία οἱ πιστοὶ γινόμαστε, μὲ ἕναν ἄρρητο τρόπο, σύναιμοι καὶ σύσσωμοι Χριστοῦ, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ θεοποιούμαστε! Ταυτόχρονα, ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται στὴν ψυχή μας, τὴν θεραπεύει ἀπὸ τὰ πάθη, τῆς δίνει ἀγαλλίαση, φωτισμό, δύναμη! Τονώνεται ἡ πίστη μας καὶ μετέχουμε τῆς ἀναστάσιμης ἐμπειρίας καὶ τῆς χαρᾶς του
Παραδείσου13! Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε Λειτουργία, ἀφοῦ κοινωνήσουμε ψάλλουμε: «Εἴδομεν το φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες. Αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν».
Ἡ συμμετοχή μας στὴ Θεία Λειτουργία φέρει τὴν καλὴ ἀλλοίωση σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας. Ὁ λειτουργημένος ἄνθρωπος βλέπει τὴν πραγματικότητα γύρω του σὰν εὐλογία καὶ ἀφορμὴ ἁγιασμοῦ ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Θεὸ καὶ ἀντιδωρίζει τὴν εὐχαριστία του. Καταγγέλει μὲ τὴ βιωτή του τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ στοὺς ἀδερφούς του καὶ βιώνει ἐνεργὰ τὴν ἰδιότητά του ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα στὴ Θεία Λειτουργία ὁ πιστός, μεταλαμβάνοντας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, φωτίζεται, ἁγιάζεται, χριστοποιεῖται – θεώνεται. Λαμβάνει ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ὑπόσχεση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Μέσα στὰ Ἅγια Μυστήρια δὲν ἔχουμε συμβολική, ἀλλὰ πραγματικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Χαρακτηριστικὴ ἡ φράση τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου του ἐν Εὐβοίᾳ: «Στὴν Ἐκκλησία (ἄρα καὶ στὰ Μυστήριά της) βρίσκουμε τὴν παρηγοριά, βρίσκουμε τὴν ὑγεία, βρίσκουμε τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μάς14». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Θεία Μετάληψη καθιστᾶ τὸν καθένα ποὺ μεταλαμβάνει, ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερο ἀνάξια, «σῶμα Χριστοῦ» καὶ «μέλος ἐκ μέρους» τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Χριστού15. Ζῶντας κανεὶς τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς μετανοίας ποὺ περνᾶ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, ἐκπληρώνει τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του ποὺ εἶναι ἡ θέωση.
Τέλος, τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας φανερώνει τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος16. Θεία Εὐχαριστία ἐκτὸς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δὲν ὑπάρχει, διότι ἐκτὸς αὐτῆς δὲν ὑπάρχει ὁ Χριστός. Ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία χωρὶς Θεία Εὐχαριστία, ἄρα καὶ χωρὶς Θεία Λειτουργία, δὲν ὑπάρχει, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ἀποστολή της, ποὺ εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ παραπάνω γραμμὲς δὲν ἔχουν σκοπὸ τόσο μιὰ σύντομη παράθεση τῆς βασικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, διότι εἶναι ἤδη γνωστὴ σὲ πολλούς. Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ δοθεῖ σὲ ὅλους μας ἀφορμὴ γιὰ μιὰ οὐσιαστικότερη βίωση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων της. Αὐτὸ θὰ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀνακαίνισης τῆς σχέσης μας μὲ τὸν Πανάγιο Τριαδικὸ Θεό, τὴν Ἐκκλησία Του καὶ τόν
συνάνθρωπο. Θὰ εἶναι μιὰ οὐσιαστικὴ ἐλπίδα γιὰ ἀλλαγὴ πρῶτα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ τόσο τὸ ἔχει ἀνάγκη!
Ἀπόστολος Π. Μυργιώτης
Μαθηματικός, Θεολόγος
1 Ἄρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς Ο΄, Ἔκδ. Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 43.
2 Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καὶ ἀσκητικῶν, τόμος 14Δ, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν Ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, Ἔκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 104.
3 Ἴερομ. Γρηγορίου, Θεία Λειτουργία, Ἔκδ. Ἱερὸν Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (ἐκδ. παραγωγὴ Ἔκδ. Ἐν Πλῷ), Ἅγιον Ὅρος, χ.χ, σελ. 34 – 35.
4 Ο. π.
5 Ο. π., σελ. 36 – 38.
6 Πρωτοπρ. Στέφ. Ἀναγνωστόπουλου, Ἐμπειρίες κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, Ἔκδ. Ἐπτάλοφος, Πειραιᾶς 2017, σελ. 429.
7 Ο. π., σελ. 430.
8 Ο. π.
9 Ο. π., σελ. 432.
10 Μήτρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐμπερικὴ δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις του π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τόμος Β΄, σελ. 382.
11 Ο. π., σελ. 429.
12 Τσίγκου Βάσ., Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χ.ε., Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 447.
13 Ἴερομ. Γρηγορίου, ο.π., σελ. 33, Ἁγίου Ἰουστίου Πόποβις, ο.π. ,σελ. 693 – 696, Τσίγκου Βάσ., ὁ. π., Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 432 – 436.
14 Ὁ Γέρων Ἰάκωβος, Ἔκδ. Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 105.
15 Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ο.π., σελ. 731 – 732 καὶ 736.
16 Τσίγκου Βάσ., ὁ. π., σελ. 432.
Πηγή: enromiosini.gr