Ἡ πίστη τῆς Χαναναίας.
Ἡ Χαναναία γυναίκα ἐκπροσωπεῖ τόν ἐθνικό καί εἰδωλολατρικό κόσμο. Ἀπό τούς παραδοσιακούς Ἰσραηλίτες δέν θεωρεῖται μόνο ἀλλοεθνής ἄλλα καί ἀλλόθρησκη. Κατά συνέπεια, ἡ γυναίκα αὐτή καθώς καί ὅλος ὁ κόσμος πού ἐκπροσωπεῖ, εἶναι ἄπιστος καί ἁμαρτωλός. Ἀξίζει, λοιπόν, τῆς ἀπόρριψης καί τῆς αἰώνιας καταδίκης. Ἐξάλλου ὑπάρχει γενική πεποίθηση σέ ὅλο τόν πιστό κόσμο τῶν ἑβραίων, ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει περιλάβει αὐτούς στό σχέδιο τῆς σωτηρίας καί ἄρα τούς ἀξίζει μία γενική περιφρόνηση.
Αὐτό τό ἀρνητικό πνεῦμα ἐκφράζουν καί οἱ μαθητές πρός τόν Ἰησοῦ, ὅταν ἐνοχλοῦνται ἀπό τίς κραυγές τῆς ἀπελπισμένης γυναίκας πού παρακαλεῖ τόν Διδάσκαλο νά θεραπεύσει τήν κόρη της· «ἐλέησον μέ, Κύριε..., ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἐθνικός κόσμος σημαίνει στήν θρησκευτική καί θεολογική γλώσσα, κόσμος δαιμονοκρατούμενος. Ὁ Θεός ἔχει καταδικάσει αὐτόν τόν κόσμο ἀπό τώρα. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή πεποίθηση ὅλων.
Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐκτιμᾶ τά πράγματα διαφορετικά. Δέν μένει στά ἐξωτερικά γεγονότα καί οὔτεμ κρίνει τούς ἀνθρώπους μέ κριτήρια ἐθνικά, φυλετικά ἤ θρησκευτικά. Διαβλέπει στή Χαναναία μία θαυμαστή πίστη, ἔξω ἀπό θρησκευτικές κατηγορίες ἀξιολόγησης. Πρέπει αὐτή ἡ πίστη νά προβληθεῖ, νά φανεῖ καί στούς ἄλλους καί νά ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπό ὅλους. Γι' αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς μπαίνει σέ μία διαδικασία περίεργη, μίας φαινομενικῆς περιφρόνησης τῆς γυναίκας αὐτῆς, χρησιμοποιώντας μάλιστα μία σκληρή γλώσσα πού δέν ταιριάζει μέ τή γνωστή ἤπια καί φιλάνθρωπη φρασεολογία του. Αὐτή ἡ τακτική ἀντιμετώπισης τῆς ἁμαρτωλῆς ἔστω καί ταλαίπωρης αὐτῆς γυναίκας ξαφνιάζει καί αὐτούς τούς μαθητές ἀκόμη.
Ὁμιλεῖ γιά «τέκνα» καί γιά «κυνάρια». Τέκνα εἶναι ὁ λαός Ἰσραήλ καί κυνάρια ὁ κόσμος τῶν ἐθνικῶν. Φοβερή διάκριση. Αὐτή ἡ ὠμή σέ σκληρότητα γλώσσα φανερώνει τά κριτήρια τοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς καί ὄχι τοῦ Κυρίου τήν κρίση. Σέ λίγο, ὅταν θά μιλήσει γιά τήν ὑποχρέωση τῶν γονέων νά δίνουν ψωμί στά παιδιά τους καί ὄχι στά σκυλιά τους καί μετά τήν ἐπιμονή τῆς γυναίκας ὅτι καί τά σκυλιά τρέφονται ἀπό τά ψίχουλα τῶν πλουσίων, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τή βαθιά πίστη αὐτῆς τῆς σεμνῆς καί ταπεινῆς μητέρας: «ὤ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Καί τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας μάνας ἔγινε, ἐξαιτίας μίας πίστεως πού προέρχεται ἀπό μία ἁμαρτωλή καί ἄθρησκη γυναίκα.
Εἶναι ἐνδιαφέρουσα καί ἡ παρατήρηση ἐκ μέρους τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, κατά τήν ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Ἀναφέρει, ὅτι ἡ Χαναναία ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί κάτοικος στήν περιοχή τῆς Συροφοινίκης. Γνωρίζουμε, ὅτι στίς περιοχές αὐτές τῆς Τύρου, τῆς Σιδῶνος καί τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Χαναᾶν καί Συροφοινίκης, ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνική κοινότητα πού ἀσχολεῖτο κατά κύριο λόγο μέ τό ἐμπόριο. Σ' αὐτό τόν ἑλληνικό κόσμο τῆς περιοχῆς αὐτῆς δραστηριοποιήθηκε ὁ Ἰησοῦς μέ πολύ θετικά ἀποτελέσματα, συνάντησε μία ἐκπληκτική πίστη, πνευματικῆς ποιότητας ψυχή, πού ἔδωσε καί ἕνα πρῶτο δεῖγμα μελλοντικῆς προοπτικῆς της χριστιανικῆς ἐποποιίας πρός τόν κόσμο τῶν ἐθνῶν.
Νέα κριτήρια ἀληθινῆς πίστεως
Ἡ συγκεκριμένη περίπτωση συνάντησης τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν κόσμο τῶν ἐθνικῶν μας ἀποκαλύπτει μίαν ἄλλη εἰκόνα περί πίστεως, πού ὑπερβαίνει τά γνωστά θρησκευτικά κριτήρια. Ὅσο κι ἄν αἰφνιδιάζει αὐτή ἡ προσέγγιση, ἕνα εἶναι γεγονός, ὅτι μέ τό εὐαγγελικό μήνυμα τοῦ Κυρίου μπήκαμε σέ μία νέα ἐποχή, νέας ἀντίληψης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς κι ἐμεῖς ἀκόμη σήμερα, μετά ἀπό εἴκοσι αἰῶνες χριστιανικῆς ἐμπειρίας, παραμένουμε καί κρίνουμε τούς ἀνθρώπους μέ ἰουδαϊκά καί καθαρά νομικά κριτήρια.
Ἡ ἑλληνίδα γυναίκα ἀπό τή Χαναᾶν, παρόλη τήν ἐθνική της καταγωγή, διατηροῦσε μία θαυμαστή ἀντίληψη πίστεως καί πνευματικότητας. Παρουσιάζεται στόν Ἰησοῦ σεμνή καί ταπεινή, χωρίς νά κομπάζει καί νά διεκδικεῖ, ὅπως θά ἔπραττε μία Ἰουδαία πιστή γυναίκα. Ἀσήμαντη μπροστά στήν Ἁγιότητα καί τελειότητα τοῦ συνομιλητῆ της. Ἄξια ἀπόρριψης καί περιφρόνησης ἀπό τούς ἐκλεκτούς της ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Ὅμως ἀληθινή, μέ μία βαθιά ἀγάπη καί ταπεινοφροσύνη, πού μεταμορφώνεται σέ μία ἰσχυρή καί δυνατή πίστη. Μία πίστη πού ὁ Ἰησοῦς δέν βρῆκε ἄλλη ὅμοια οὔτε στόν κόσμο τῶν πιστῶν.
Ἡ πίστη τῆς ἐθνικῆς γυναίκας γίνεται κριτήριο πλέον ἀξιολόγησης τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπό ἐξωτερικά καί τυπικά κριτήρια μπήκαμε σέ μία διαδικασία ἐσωτερικῶν κριτηρίων ποιότητας καί ἀληθινότητας. Ἡ πίστη δέν εἶναι ἀποκλειστικό γνώρισμα, ὅπως συνήθως θεωρεῖται, μόνο τῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Εἶναι φορές, πού οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι διαθέτουν μία ἀνυποψίαστη καί συγκλονιστική πίστη, συνδυασμένη συνήθως μέ μία ἐκπληκτική ποιότητα ζωῆς. Αὐτοί προσεγγίζουν πιό πολύ τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ καί τό δικό του προβαλλόμενο πνευματικό ἦθος ζωῆς, παρά οἱ ἐκ παραδόσεως καί ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευτικοί ἄνθρωποι.
Αὐτό τόν ὑγιῆ προβληματισμό προβάλλουν οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μάρκος μέ τή διάσωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ της ἐθνικῆς γυναίκας. Ἡ περιγραφή ἐκ μέρους τῶν Εὐαγγελιστῶν εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα, ρεαλιστική καί ἀποκαλυπτική. Ἀπό τή μία προβάλλεται ἡ περιφρόνηση τῆς γυναίκας αὐτῆς καί τοῦ κόσμου της πού ἐκπροσωπεῖ ἀπό τούς ἰουδαίους καί ἀπό τήν ἄλλη ἐξαίρεται ἡ πίστη της καί ἡ ἔμμονή της στό δικαίωμα τοῦ θαύματος καί τῆς σωτηρίας. Οἱ Ἰουδαῖοι ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ μόνο ὡς ἕνα Ραββί καί Διδάσκαλο καί ἡ Χαναναία τόν ἔβλεπε καί τόν πίστευε ὡς Λυτρωτή καί Σωτήρα. Ἡ γυναίκα αὐτή ξεπέρασε τήν ἁπλή καί ἐξωτερική ἐντύπωση τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου στήν ἱστορία καί μπῆκε στό μυστήριο τῆς σωτηριολογικῆς παρουσίας του στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ πίστη μίας ἀληθινῆς μάνας καί ἡ ἀληθινότητα μίας πραγματικῆς γυναίκας εἶναι ἱκανή νά κάνει καί τόν Θεό ἀκόμη νά «ἀλλάξει» τακτική ἔναντι τῶν ταπεινῶν καί ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἡ πίστη αὐτῆς τῆς Χαναναίας μάνας, πού ξέρει καί ἔχει τή δύναμη νά ταπεινώνεται καί νά παρακαλεῖ κραυγάζουσα πρός τόν Θεό, γίνεται Ἱκανή νά τελεσθεῖ τό θαῦμα στή ζωή. Πράγματι, μέ αὐτή τήν εὐαγγελική περικοπή ἀνατρέπεται μία λανθασμένη θρησκευτική ἀντίληψη αἰώνων καί προβάλλεται ἕνας νέος «τύπος» πιστοῦ ἀνθρώπου, πού συνδέεται ἄμεσα ἄν ὄχι μέ τή θρησκεία, ὁπωσδήποτε ὅμως μέ τό θαῦμα.
Αὐτό πού πρωτεύει στό Χριστιανισμό δέν εἶναι ἡ θρησκευτική νομική κατοχύρωση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἡ ἐμμονή στήν ἀληθινή πίστη καί ἡ ἐπιμονή στήν ἀναγκαιότητα λειτουργίας τοῦ θαύματος στή ζωή μας. Τό θαῦμα, δηλαδή ἡ χάρη, σέ συνδυασμό μέ τήν πίστη στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ τά πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς στήν ἀληθινή τους ἔκφραση.
Τό πρόβλημα δέν εἶναι, ἄν ἡ θρησκευτικότητα παρεμποδίζει τήν ἀληθινή πίστη καί ἄν οἱ θρησκευτικοί κανόνες ἐγκλωβίζουν τήν πνευματική ζωή νά ἐξελιχθεῖ καί ἀναπτυχθεῖ φυσιολογικά. Τό ζητούμενο εἶναι, πώς εἶναι δυνατόν, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές τοποθετήσεις, εἴτε Ἰουδαῖος εἴτε ἐθνικός εἶναι κάποιος, νά ἔχει μία ἐντιμότητα καί νά διαθέτει μία βαθιά ἀναγκαιότητα κοινωνίας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί σ' αὐτόν τελικά βρίσκεται ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή.
Ἄν καί πλῆθος ἀνθρώπων, ἀκολούθων καί θαυμαστῶν, συνωθοῦνταν γύρω ἀπό τόν Ἰησοῦ, ὅπως καί οἱ μαθητές τοῦ ἀκόμη, ὅλοι ἔμειναν ἀνυποψίαστοι γιά τήν ἀληθινή πίστη τῆς Χαναναίας γυναίκας. Οἱ κραυγές καί οἱ παρακλήσεις της, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἐπιμονή της, ἄφησαν ὅλους ἀσυγκίνητους ἐξαιτίας τῆς διαφορετικῆς κοινωνικῆς καί θρησκευτικῆς τοποθέτησης. Μόνο ὁ Κύριος διέγνωσε τά βάθη τῆς καρδιᾶς της καί τῶν αἰσθημάτων της καί ἐκεῖ ἀναγνώρισε ἕναν σπάνιο ἄνθρωπο καί μία ἐκλεκτή ψυχή.
Μήπως εἶναι καιρός καί τά δικά μας κριτήρια γιά τούς ἄλλους νά τά ἀναθεωρήσουμε καί νά μποῦμε στή λογική του Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἀποσκοπεῖ τό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἄστε νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στήν ἐσωτερική ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι στήν ἐξωτερική ἐμφάνιση καί προέλευσή του;
(Γ. Π. Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγητού στο Παν/μίο Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Α΄, εκδ. Αποστ. Διακονία)