Ἡ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς
(†) π. Συμεῶν Κραγιόπουλος
Σήμερα εἶναι ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Τρόπον τινὰ ὅλες οἱ ἄλλες καταλήγουν σ’ αὐτήν, ὅπως καὶ στὴν ἑορτὴ ποὺ ἔχουμε τὴν προσεχῆ Κυριακή, τῶν Ἁγίων Πάντων. Διότι ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Θεός –ποὺ ἦρθε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε– τὰ ἔκανε, ὥστε νὰ ἔρθει στὴ συνέχεια τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, γιὰ νὰ ἁγιάζει τοὺς πιστούς, νὰ ἁγιάζει τὶς ψυχές. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπός. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ ἑορτὴ ἡ σημερινὴ εἶναι ἀπὸ κάποια πλευρὰ ἡ μεγαλύτερη ὅλων.
Νὰ δοῦμε λίγο τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε στὴ θεία Λειτουργία. «Ἐν δὲ τὴ ἐσχάτη ἡμέρα τὴ μεγάλη τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων». Ἡ μεγάλη ἑορτὴ δὲν εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἀλλὰ τῆς Σκηνοπηγίας –δὲν ἔχει ὅμως σημασία. Ἐδῶ οἱ πατέρες παίρνουν τὶς λέξεις ποὺ ταιριάζουν καὶ βάζουν αὐτὴ τὴν περικοπὴ σήμερα ὡς εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (Ἰω. 7:37-52· 8:12). Τὴν τελευταία λοιπὸν ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς στάθηκε ὁ Ἰησοῦς «καὶ ἔκραξε λέγων· ἐὰν τὶς διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω». «Ἂν κάποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σ’ ἐμένα νὰ πιεῖ». Τίποτε ἄλλο νὰ μὴν ποῦμε, μόνο αὐτό: Ἄραγε πιστεύουμε ὅτι ὁ Κύριος εἶπε αὐτὸν τὸν λόγο; Καὶ ἂν πιστεύουμε, πηγαίνουμε στὸν Κύριο καὶ βρίσκουμε αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ πιοῦμε, γιὰ νὰ ξεδιψάσει ἡ ψυχή μας καὶ νὰ χορτάσει; Ἄραγε γίνεται ἔτσι;
Κάτι βέβαια θὰ παίρνουμε –φιλάνθρωπος ὁ Θεός– καὶ μόνο ἁπλῶς ποὺ κάνουμε τὸν σταυρό μας. Ἀλλὰ δὲν φθάνει αὐτὸ· δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἔτσι χριστιανοί. Πρέπει νὰ πιστεύουμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, νὰ πιστεύουμε ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι νὰ τὰ ἑρμηνεύουμε ἐμεῖς, νὰ τὰ κάνουμε ὅπως θέλουμε. «Ἂν κάποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σ’ ἐμένα καὶ νὰ πιεῖ».
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». Μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά, ἀπὸ τὴν ψυχή, μέσα ἀπὸ τὸ εἶναι αὐτοῦ ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, ὅπως τὸ λέει ἡ Γραφὴ ἀπὸ παλαιά, θὰ βγαίνουν ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος. Δὲν εἶναι φτωχὸς ὁ Θεός, ὥστε νὰ μὴν ἔχει νὰ δώσει σὲ πολλούς, γιατί ξοδεύτηκε τὸ νερὸ καὶ δὲν ἔχει ἄλλο· οὔτε εἶναι τσιγκούνης. Πλούσια εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πλούσιο εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ποταμοί, λέει· ὄχι ποτάμι. Εἶναι σχῆμα ὑπερβολῆς, γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα, ἀλλὰ ποιός πιστεύει; Ἂς πιστέψουμε ἔτσι σήμερα· μὴν τὸ ἀφήσουμε γιὰ ἄλλη μέρα. Τὸ λέει ὁ Κύριος, εἶναι λόγια τοῦ Κυρίου: «Αὐτὸς ὁ ὁποῖος διψάει, ἂς ἔρθει σ’ ἐμένα νὰ πιεῖ. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, τόση χάρη, τόση οὐράνια δύναμη θὰ πάρει, τόσο Πνεῦμα Θεοῦ θὰ πάρει, ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή του θὰ βγαίνουν ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος».
«Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὐ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν». Καὶ γιὰ νὰ μὴ μείνει καμιὰ ἀμφιβολία μήπως ἐννοεῖ κάτι ἄλλο, λέει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι ὁ Χριστός, λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς ποταμοὺς ὑδάτων ζωῆς, ἐννοεῖ τὸ Πνεῦμα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβουν οἱ πιστοί. Δὲν ἀναφέρει ἁπλῶς θεωρητικὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο· αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἐπρόκειτο νὰ λάβουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι θὰ πίστευαν σ’ αὐτόν.
«Οὔπω γὰρ ἢν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη». Μέχρι τότε δὲν εἶχε ἔρθει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ὅπως ἦρθε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιατί ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθεῖ. Δηλαδή, δὲν εἶχε σταυρωθεῖ ὁ Χριστὸς καὶ δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, γιὰ νὰ πατήσει μὲ τὸν θάνατό του τὸν θάνατο, νὰ νικήσει κατὰ κράτος τὸν θάνατο, τὸν ἅδη καὶ τὴν ἁμαρτία.
Θὰ παρακαλέσω, ἀδελφοί μου, καθὼς εἴμαστε μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, στὴ θεία Λειτουργία, νὰ σκεφθοῦμε σοβαρὰ ὅλοι μας, ἄσχετα τί μπορεῖ νὰ σκεπτόμασταν ὡς αὐτὴ τὴ στιγμὴ καὶ τί νὰ νομίζαμε. Καὶ ἡ θεία Λειτουργία –τὸ ὅλο μυστήριο καὶ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ– ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ χάρη ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ Πνεῦμα· γι’ αὐτὸ λέμε στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας: «Εἴδομεν το φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον».
Ἀφοῦ σκεφθοῦμε σοβαρὰ καὶ μελετήσουμε μέσα μας σοβαρὰ τὰ πράγματα, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ εἶναι σήμερα καὶ γιὰ μᾶς ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα αὐτή, ὅπως ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἀποστόλους, καὶ νὰ εἴμαστε στὸ ἑξῆς πνευματέμφοροι.
πηγή: www.koinoniaorthodoxias.org