Ἡ Ὁσία Σοφία ἡ ἐν Κλεισούρᾳ ἀσκήσασα (6 Μαΐου)

2025-02-20 12:54

Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θεῖᾳ,

Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ.

 

    Ἡ Ὁσία Σοφία Χοτοκουρίδου, τὸ γένος Ἀμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε τὸ 1883 μ.Χ. στὸ χωριὸ Σαρή-ποπὰ (ἢ Σαρή-παπᾶ) τῆς ἐπαρχίας Ἀρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζοῦντας τοῦ Πόντου. Τὸ 1907 μ.Χ. παντρεύεται μὲ τὸν Ἰορδάνη Χοτοκουρίδη στὸ χωριὸ Τὸ(γ)ρούλ τῆς ἐπαρχίας Ἀρδάσης καὶ μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, τὸ 1910 μ.Χ., ἀπέκτησε ἕνα παιδί. Ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια, χάνει τὸ παιδί της τὸ ὁποῖο βρίσκει τραγικὸ θάνατο, ἀφοῦ φαγώθηκε ἀπὸ χοίρους, ἐνῷ δυὸ χρόνια μετά, τὸ 1914 μ.Χ. χάνει καὶ τὸν ἄντρα της τὸν ὁποῖο τὸν πῆραν οἱ Τοῦρκοι στὰ τάγματα ἐργασίας, ὅπου καὶ μᾶλλον ἀπεβίωσε.

    Ἡ νεαρὴ χήρα κατέφυγε στὰ βουνά, ὅπου ζοῦσε ἀσκητικά, μὲ μεγάλη νηστεία. Ἐκεῖ τῆς ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ τὴν προειδοποίησε γιὰ ἐπικείμενη ἐπιδρομή των Τσετῶν. Ἡ Σοφία ἐνημέρωσε τοὺς συγχωριανούς της, ποὺ κρύφτηκαν καὶ ἀπέφυγαν τὸν κίνδυνο.

    Στὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν τὸ καράβι ποὺ μετέφερε τοὺς συγχωριανοὺς τῆς Σοφίας στὴν Ἑλλάδα κινδύνεψε νὰ καταποντιστεῖ. Αὐτὴ ἔβλεπε τὰ κύματα γεμᾶτα ἀπὸ Ἀγγέλους καὶ τὴν Παναγία. Ζήτησε ἀπ᾿ αὐτὴν νὰ πνιγεῖ ἡ ἴδια καὶ νὰ σωθοῦν οἱ συγχωριανοί της. Ἡ Παναγία τους ἔσωσε ὅλους. Ὁ καπετάνιος δὲν τὸ πίστευε πῶς σώθηκαν κι ἔλεγε: «Κάποιον ἅγιο ἔχουμε» καὶ οἱ χωριανοί του ἀπάντησαν: «Τὴ Σοφία».

    Τὸ 1927 μ.Χ. μὲ παρότρυνση τῆς Παναγίας πηγαίνει στὸ μοναστήρι της στὴν Κλεισούρα της Καστοριάς, στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπου ἔζησε ἀσκητικὰ γιὰ μισὸ περίπου αἰῶνα. Ἐκεῖ βρῆκε ἕναν ἐνάρετο ἱερομόναχο, τὸν π. Γρηγόριο, ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος, ὁ ὁποῖος τὴν κατάρτισε στὴ μοναχικὴ ζωή. Ἔζησε ἀσκητικὰ ὡς λαϊκή, φορῶντας τὰ μαῦρα τῆς χηρείας καὶ τῆς ἀσκήσεως, καθισμένη πάνω στὸ τζάκι καὶ ἀλείφοντας τὸ πρόσωπό της μὲ στάχτη, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ἡ ὀμορφιά του.

    Τὰ περισσότερα χρόνια τὰ πέρασε μόνη της, μὲ μόνο τὸν Θεό, μιὰ καὶ τὸ μοναστήρι ἔμεινε χωρὶς μοναχούς. Ὑπέμεινε τοὺς δριμεῖς χειμῶνες, μὲ τὴ θερμοκρασία νὰ πέφτει στούς -15 βαθμούς, καὶ τὴν πολλὴ ὑγρασία τοῦ τόπου. Ὅταν τῆς ἔλεγαν ν’ ἀνάψει φωτιά, φώναζε ἕνα μακρόσυρτο «Ὄχι!», ποὺ ἀκόμα ἠχεῖ στὰ αὐτιὰ ὅσων τὴν ἄκουσαν. Κυκλοφοροῦσε ξυπόλητη, ἐνῷ τὰ ροῦχα της ἦταν πάντα κουρελιασμένα καὶ ἀνεπαρκῆ γιὰ τὶς συνθῆκες τῆς περιοχῆς. Τῆς ἔδιναν καινούργια. Δὲν τὰ φοροῦσε, ἀλλὰ τὰ πρόσφερε σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Κοιμόταν καὶ σ’ ἕναν ἄλλο χῶρο, πάνω σὲ ἄχυρα, ἀλλὰ ἀπὸ κάτω εἶχε βάλει σουβλερὲς πέτρες. Δὲν λουζόταν ποτὲ οὔτε χτενιζόταν, καὶ τὰ μαλλιά της εἶχαν σκληρύνει πολύ. Ὅταν κάποτε χρειάστηκε νὰ τὰ σηκώσει ἀπὸ τὰ μάτια της, γιὰ νὰ βλέπει καλύτερα, ἀναγκάστηκε νὰ τὰ κόψει μὲ τὸ ψαλίδι ποὺ κούρευαν τὰ πρόβατα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, τὸ κεφάλι της εὐωδίαζε.

    Τὸ φαγητό της ἦταν λιτότατο, συνήθως μὲ ὅ, τί ἔβρισκε στὴν περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, ἀγριόχορτα, φτέρη, φύλλα τῶν δέντρων, ἢ μὲ λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τὰ σαββατοκύριακα ἔβαζε καὶ μιὰ κουταλιὰ λάδι στὸ πιάτο της. Ἄλλες φορὲς ἄνοιγε καμιὰ κονσέρβα ψάρι καὶ τὸ ἔτρωγε ὅταν εἶχε πιάσει ἕνα δάχτυλο μούχλα. Ἔτρωγε καὶ σὲ παλιὰ σκουριασμένα ὀρειχάλκινα σκεύη, ἀλλὰ δὲν πάθαινε τίποτα. Νήστευε καὶ μὲ τὸ παλαιὸ καὶ μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίζει κανέναν καὶ ὅταν κάποιοι διαμαρτύρονταν γιὰ τὶς «ὑπερβολές» της, τοὺς ἀπαντοῦσε: «Παιδεύω τὸ σαρκίο μου».

    Κι ὅμως, αὐτὴ ἡ αὐστηρὴ μὲ τὸν ἑαυτό της ἀσκήτρια ἦταν πολὺ γλυκιὰ καὶ ἐπιεικὴς μὲ τοὺς ἄλλους. Δὲν κρατοῦσε δραχμὴ ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἔδιναν, ἀλλὰ τὰ ἔκρυβε γιὰ νὰ τὰ δώσει στοὺς ἀναγκεμένους ὅταν θὰ ἐρχόταν ἡ ὥρα. Τὰ τότε κοριτσάκια, σημερινὲς γερόντισσες τῆς Κλεισούρας, ποὺ μιλοῦσαν ἑλληνικὰ καὶ βλάχικα, ἀγαποῦσαν τὴ συντροφιά της, ἔστω κι ἂν δὲν καταλάβαιναν τὰ ποντιακά της. Νουθετοῦσε τὶς ἄγαμες κοπέλες ποὺ τύχαινε νὰ παραστρατήσουν, φρόντιζε νὰ παντρευτοῦν, τὶς προίκιζε ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἔδιναν καὶ ἀνέθετε στὴν Παναγία τὴν προστασία τους. «Ἡ Παναΐα κι θὰ χάντ᾿ σας» (δὲν θὰ σᾶς χάσει ἡ Παναγία), τοὺς ἔλεγε.

    Ποτὲ δὲν πλήγωσε ἢ στενοχώρησε κανένα. Ἂν καταλάβαινε ὅτι κάποιος εἶχε προβλήματα μέσα του, περνοῦσε ἀπὸ δίπλα του, τοῦ ἔλεγε ἕνα δυὸ λόγια, χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθοῦν οἱ ἄλλοι, ἀπομακρυνόταν, κι ἐκεῖνος τὴν ἀκολουθοῦσε. Τὸν παρηγοροῦσε, τὸν συμβούλευε, τὸν ἐνίσχυε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, κι αὐτὸς ἔφευγε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔλεγε πολλὲς φορές: «Αὐτοὶ ἦρθαν μαῦροι στὴν Παναγία καὶ φεύγουν ἄσπροι». Γνώριζε πολλὰ σκάνδαλα ἀπὸ ἱερεῖς, μοναχούς, λαϊκούς... Δὲν κατηγοροῦσε ποτὲ κανέναν, ἀλλὰ ἔλεγε: «Νὰ σκεπάζετε, νὰ σᾶς σκεπάζει ὁ Θεός».

    Ἀγαποῦσε καὶ τὰ ζῶα. Εἶχε μιὰ ἀρκούδα, ποὺ ζοῦσε στὸ δάσος καὶ τὴν ἔλεγε «ροῦσα». Ἐρχόταν κι ἔπαιρνε τροφὴ ἀπὸ τὰ χέρια της, τῆς ἔγλειφε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἀπὸ εὐγνωμοσύνη κι ἐπέστρεφε στὸ δάσος. Ἔβαζε ψίχουλα στὰ περβάζια τῶν παραθύρων γιὰ τὰ πουλάκια, κι αὐτά, ὅταν ἡ ἁγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της καὶ κελαηδούσαν. Σὰν νὰ ζοῦσε στὸν Παράδεισο, πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση.

    Εἶχε κοινωνία μὲ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους. Τὸ 1967 μ.Χ., ἀρρώστησε βαριά, ἀπὸ σκωληκοειδίτιδα ἢ κήλη, ὥστε νὰ διπλωθεῖ στὰ δύο ἀπὸ τὸν πόνο. Δὲν δέχτηκε γιατρὸ ἀλλὰ ἔλεγε: «Θά ‘ρθει ἡ Παναγία νὰ μὲ πάρει ἀπὸ τὸν πόνο». Ἔβαζε στουπιὰ ἡ φυτίλια ἀπὸ τὶς κανδῆλες, ὥσπου σάπισε ἡ πληγὴ κι ἔβγαζε κακοσμία. Τότε τῆς ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Τῆς εἶπε ὁ ἀρχάγγελος: «Θὰ σὲ κόψουμε τώρα». Αὐτὴ ἀπάντησε: «Εἶμαι ἁμαρτωλή, νὰ ἐξομολογηθῶ, νὰ κοινωνήσω, καὶ νὰ μὲ κόψεις». Μιὰ «ἐγχείρηση θὰ σοῦ κάνουμε», τῆς ἀπαντᾶ. Ἔγινε ἡ ἐπέμβαση, ἡ Σοφία ἔγινε καλὰ καὶ συχνὰ σήκωνε χωρὶς ντροπὴ τὴν μπλούζα ἢ τὸ φόρεμά της, γιὰ νὰ δείξει στὸν κόσμο τὴν τομὴ ποὺ ἔκλεισε μόνη της.

    Ἡ Ὁσία Σοφία, ἡ «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» ὅπως ἀποκαλεῖται, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στὶς 7 Ἰουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται ἡ πρώτη ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων της, τὰ ὁποῖα εὐωδιάζουν. Στὶς 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται ἡ δεύερη ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων της τὰ ὁποῖα μεταφέρονται στὸ μοναστήρι ἀπὸ τὸ Σέβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.

    Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία τὴν ἐνέταξε τὸ 2011 μ.Χ. στὶς ἁγιολογικὲς δέλτους της καὶ τὴν 1η Ἰουλίου 2012 μ.Χ., ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἀνακήρυξή της ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὴν Καστοριά.