Ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

2025-02-11 14:39
    Ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους ὅσους πιστεύουμε στὸ Θεὸ τὴν ἀποκάλυψη, τὴν φανέρωση ἑνὸς μυστηρίου ποὺ ὅμοιό του δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱὸς τῆς Παρθένου «καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται», ἀναγγέλλει στοὺς ἀνθρώπους τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία της ἐνανθρωπίσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπαγγελίας στὴν πρώτη Εὔα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅτι κάποιος ἀπόγονός της θὰ συντρίψει τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ καταργήσει ἐκεῖνον ποὺ ἐξουσίαζε ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο, δηλαδὴ τὸν διάβολο. 
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περιγράφοντας τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπίσεως, τονίζει ὅτι ὁ Χριστὸς «ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» (Ἔβρ. 2,17), ἐπισημαίνοντας ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ γινόταν εὔσπλαχνος καὶ πιστὸς ἀρχιερέας στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὑπέφερε καὶ δοκιμάστηκε, μπορεῖ τώρα νὰ βοηθήσει αὐτοὺς ποὺ δοκιμάζονται. 
 
    Ὁ λόγος τοῦ Παύλου ὅτι ὁ Χριστὸς «ὤφειλε» νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ μάλιστα κατὰ πάντα νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μᾶς δείχνει τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι μόνο ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γίνεται ἕνα μ’ αὐτόν. Γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀναδημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο. Θὰ βιώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ πάντα. Θὰ προσλάβει τὸ ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ περάσει ἀπὸ ὅλες τὶς ἡλικιακὲς φάσεις, πλὴν τῶν γηρατειῶν. Θὰ ἔχει μητέρα καὶ οἰκογένεια στὴν ὁποία θὰ ἐνταχθεῖ «ὑποτασσόμενος». Θὰ ἐργαστεῖ καὶ θὰ κοπιάσει σωματικὰ κοντὰ στὸν Ἰωσήφ. Θὰ ἐργαστεῖ καὶ θὰ κοπιάσει καὶ πνευματικὰ (προσεύχεται, διδάσκει, συζητᾶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μελετᾶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἑρμηνεύει στὶς συναγωγές). Θὰ κουραστεῖ, θὰ πεινάσει, θὰ διψάσει, θὰ λυπηθεῖ, θὰ μετάσχει στὴ χαρὰ καὶ τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων. 
 
    Ὅλα αὐτὰ οἱ Πατέρες τὰ ὀνομάζουν «τὰ ἀδιάβλητα πάθη». 
    Θὰ γευθεῖ ὅμως καὶ ὁ ἴδιος τὸν πόνο στὸ πρόσωπό του, καὶ σωματικὰ (μὲ τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη) καὶ ψυχικὰ (μὲ τὴν ἀγνωμοσύνη, τὴν ταπείνωση, τὸν ἐξευτελισμό, τὴ ἀπόρριψη, τὴν ἐγκατάλειψη) καὶ θὰ ὑποστεῖ καὶ τὸν θάνατο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μόνο ποὺ ὁ δικός Του θάνατος θὰ εἶναι ἑκούσιος, δὲν θὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἐπιλογή Του, γιὰ νὰ καταργήσει αὐτὸν ποὺ ἐξουσιάζει τὸν θάνατο, δηλαδὴ τὸν προαιώνιο ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος βιώνει τὸν πνευματικὸ θάνατο καὶ θέλει νὰ τὸν μοιράσει σὲ ὅλη τὴν κτίση καὶ στὸν κάθε ἄνθρωπο. 
 
    Ὁ λόγος τοῦ Παύλου ὅτι ὁ Χριστὸς «ὤφειλε» νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση μας δείχνει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὰ πάντα στὴν τύχη, στὴν ἀδιαφορία, ἀλλὰ μερίμνησε καὶ μεριμνᾶ γιὰ νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση τὴν δυνατότητα νὰ ἀναδημιουργηθοῦν, νὰ ἔχουν δηλαδὴ τὸ περιθώριο νὰ ἐπιλέξουν ἀνάμεσα στὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεό, ποὺ καθιστᾶ ἐφικτὴ καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν πλησίον, καὶ στὴν ἀδιαφορία, τὸν ἀτομοκεντρισμό, τὴν ζωὴ μὲ γνώμονα μόνο τὸ ἐγώ, τὴν χρήση τοῦ κόσμου καὶ τὴν θεώρηση τῶν πάντων ὡς ἀντικειμένων ἤ, τέλος πάντων, ὄχι ὡς ἰσάξιων μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός. 
 
    Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπεύθυνος ὄχι γιὰ τὸ κακὸ καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ τὰ νικήσει. Νὰ ἀνακτήσει δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία στὴν πληρότητά της καὶ αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιλογῆς τοῦ καθενός. Ἂν ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ἐνσαρκωνόταν, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ εἶχε ἁπτὴ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Θὰ παρέμεναν ὅλα στὰ ἐπίπεδο μιᾶς ὑπόσχεσης ἢ μιᾶς πίστης, στὴν ὁποία ὁ Θεὸς δὲν θὰ εἶχε ὑποστεῖ κανένα τίμημα, ἀλλὰ θὰ μιλοῦσε ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Αὐτὸ ὅμως δὲν συμβαίνει. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι ἔχει τὴν εὐθύνη νὰ ἐπιλέξει νὰ ἀκολουθήσει τὸ Θεὸ στὸ δρόμο τῆς ἀναδημιουργίας του καὶ ὅτι δὲν εἶναι μόνος σ’ αὐτὸν τὸν δρόμο, ἀλλὰ ἔχει τὸν Χριστὸ ἕτοιμο νὰ τὸν βοηθήσει σὲ κάθε πειρασμὸ καὶ δοκιμασία. 
 
    Ὁ λόγος τοῦ Παύλου ὅτι ὁ Χριστὸς «ὤφειλε» νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση μας δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸς ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴν δύναμη Τοῦ γιὰ νὰ ἐπιβάλει τὴν δικαιοσύνη ἢ τὸ θέλημά Του, ἀλλὰ φίλος τοῦ ἀνθρώπου, οἰκεῖος, πανταχοῦ παρὼν στὴ ζωή του καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὸν ἐγκαταλείπει. 
    Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ξέχασε, μέσα στὶς ποικίλες δοκιμασίες τῆς ζωῆς, Ἐκεῖνος βρίσκεται πάντοτε κοντά του, τὸν ἐνισχύει μέσα ἀπὸ τὴν πληροφορία τῆς συνείδησης καὶ μέσα ἀπὸ τὸ θάρρος, τὸ φῶς καὶ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεται σὲ ὅσους πιστεύουν καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ νικήσει τὴν μοναξιά, τὴν ἀπόρριψη, τὸν θάνατο. Ὁ Θεὸς δὲν ὑποτάσσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐξουσία Του καὶ στὸν χρόνο στὸν ὁποῖο ἔχει ὁρίσει νὰ ζεῖ, ἀλλὰ τὸν καλεῖ νὰ συνυπάρξει μαζί Του στὴν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἐκεῖ ἀποτυπώνεται ἡ φιλία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, νὰ Τὸν γευθεῖ ὡς ἄρτο ζωῆς, χρηστότητα καὶ ἐλπίδα αἰωνιότητας καὶ νὰ ξεκινήσει τὸν δικό του ἀγῶνα ὁ ἄνθρωπος νὰ μιμηθεῖ τὸν Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη κι ἂν χρειαστεῖ νὰ πορευθεῖ καὶ πρὸς τὸ μαρτύριο καὶ τὸν θάνατο. 
 
    Ὁ λόγος τοῦ Παύλου ἔχει προσωπικὴ ἀναφορὰ στὸν καθέναν, ἀλλὰ καὶ συλλογικὴ ἀναφορά. Ἔχει νὰ κάνει καὶ μὲ κοινότητες καὶ μὲ λαοὺς καὶ μὲ ἔθνη. Δὲν ὑπάρχουν περιούσιοι καὶ εὐλογημένοι λαοὶ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ λαοὶ ποὺ ζητοῦν νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία καὶ νὰ ἀνήκουν στὸ Θεό. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ θέτουν ὡς προσανατολισμὸ τῆς πορείας τους τὴν ἀγάπη, ποὺ γίνεται δημιουργία τόσο ὑλικὴ ὅσο καὶ πνευματικὴ καθὼς καὶ κοινωνία συμπαράστασης καὶ ἀλληλεγγύης, τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐλευθερία τόσο ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία ὅσο καὶ ἀπὸ κάθε ἀλαζονεία, ἐξωτερικὴ ἐπιβουλή, ἐξωτερικὸ δεσμὸ καὶ τυραννία, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλία μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ νὰ γίνει καὶ θυσία καὶ μαρτύριο γιὰ ὅσους ἀγαποῦνε καὶ γιὰ τὶς ἀξίες τους. 
 
    Ὁ λαός μας ὑπῆρξε ἕνας τέτοιος λαός. Σήμερα ὅμως δὲν γνωρίζουμε κατὰ πόσον στὸ σύνολό μας ἔχουμε τέτοιους προσανατολισμοὺς ἢ ἀλλοτριωθήκαμε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη καὶ ἐφήμερη δόξα, ἀπόλαυση, ἱκανότητα κατανάλωσης, ἔνταξη σὲ σχηματισμούς, ὅπως ἡ παγκοσμιοποίηση καὶ ἡ Εὐρώπη, ποὺ δὲν ἔχουν πνευματικοὺς προσανατολισμούς, ἀλλὰ μόνο ἐγκόσμιους, περιπέσαμε σὲ μία κρίση ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νὰ καταφάγει τὴν ἀξιοπρέπειά μας, χωρὶς νὰ διαφαίνεται ἀληθινὴ διέξοδος. Χρειάζεται λοιπὸν πνευματικὸς ἀναπροσανατολισμὸς στὴ συλλογική μας ζωὴ καὶ πορεία, νὰ ξαναζητήσουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θελήσουμε νὰ ἀνήκουμε στὸν λαό Του καὶ μὲ βοηθὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ προχωρήσουμε στὸ νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἀγάπη, τὴν εὐθύνη, τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας. Πρότυπα καὶ παραδείγματα ἔχουμε, ἂν θέλουμε νὰ μιμηθοῦμε. Ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοί μας, ἀλλὰ καὶ ὅλες ἐκεῖνες οἱ προσωπικότητες, ἰδίως ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τοῦ 1821, μποροῦν νὰ μᾶς διδάξουν αὐτὴ τὴν πορεία καὶ νὰ μᾶς στερεώσουν στὶς ὅποιες ἀποφάσεις μας. 
 
    Καὶ κάτι τελευταῖο. Ἡ ρίζα τοῦ προβλήματος στὴν πατρίδα καὶ τὴν κοινωνία μας, πέρα ἀπὸ τὴν ἀπουσία οὐσιαστικῆς σχέσης μὲ τὸν Χριστό, βρίσκεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἡγέτες μας σπάνια «ὁμοιώνονται» μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Σπάνια νιώθουν τὶς ἀγωνίες, τοὺς προβληματισμούς, τοὺς πειρασμούς, τὶς δοκιμασίες, ἀλλὰ καὶ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν ἀληθινά. Κι αὐτὸ διότι ἀπουσιάζει τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, τῆς ἀγάπης, τῆς εὐθύνης καὶ τοῦ ἀγῶνα γιὰ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἀπὸ τὶς καρδιές τους. Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι οἱ καιροὶ καὶ τὰ σημεῖα τους θὰ ὁδηγήσουν ὅλους ἐκείνους ποὺ φιλοδοξοῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν στὸ νὰ ἐμπνευστοῦν ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς πίστης, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη γιὰ κοινὴ πορεία. Ἀμήν! 
 
Ἀπὸ τὸ γραπτὸ κήρυγμα τῆς ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας 
25 ΜΑΡΤΙΟΥ 2018