Ἡ Ἁγία Σκέπη
Γιορτάζουμε κάθε χρόνο στίς 28 Ὀκτωβρίου τήν ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης. Καί γιά τήν γιορτή αὐτή συμβαίνει αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιά τίς μεγάλες γιορτές τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι πολλοί γιορτάζουν τίς μεγάλες γιορτές, ξέρουν τό ὄνομά τους, δέν ξέρουν ὅμως τό βαθύτερο νόημά τους, οὔτε τό μήνυμα πού θέλει νά ἐξαγγείλει ἡ Ἐκκλησία μας μέσω τῶν ἑορτῶν αὐτῶν. Καί αὐτό γιατί οἱ περισσότεροι, λέγει ὁ ἱερός πατήρ, ἔρχονται στήν Ἐκκλησία ἀπό συνήθεια καί ὄχι ἀπό εὐσέβεια. Γι' αὐτό ἄς ἀσχοληθοῦμε σήμερα μέ τήν ὑπόθεση τῆς γιορτῆς καθώς καί γιά τό μήνυμά της πρός τό λαό τοῦ Θεοῦ.
Πῶς καθιερώθηκε ἡ γιορτή τῆς ἁγίας Σκέπης.
Στά χρόνια του βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου (457-474 μ. Χ.) ζοῦσε στήν Κῶν/πόλη ὁ ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ κατά Χριστόν σαλός. Σαλός εἶναι ὁ τρελλός καί κατά Χριστόν σαλοί ὀνομάζονται κάποιοι ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι κάνανε κάποια περίεργα καί παράλογα πράγματα, μέ ἀπώτερο σκοπό νά τούς θεωροῦν παλαβούς ἤ παλιανθρώπους καί νά μή τούς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι· καί ἔτσι αὐτοί νά ζοῦν ἐν ταπεινώσει καί ἀφανεία. Μία νύχτα πού γινότανε ἀγρυπνία στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας μαζί μέ τόν μαθητή τοῦ Ἐπιφάνιο, πού ἔγινε ἀργότερα πατριάρχης Κῶν/πόλεως (520-536 μ. Χ.), εἶδαν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὀφαλμοφανῶς, ὄχι σέ ὅραμα, νά μπαίνει ἀπό τήν κεντρική πύλη τοῦ ναοῦ. Τήν συνόδευαν οἱ παρθένοι Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καί Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί πλῆθος ἀγγέλων. Ἀφοῦ μπῆκε μέσα στό ναό προχώρησε στόν σολέα. Ἐκεῖ γονάτισε καί προσευχήθηκε πολλή ὥρα μέ θερμά δάκρυα ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, ἐνῶ τήν βλέπανε μόνο ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Ἐπιφάνιος. Ἀφοῦ προσευχήθηκε γιά πολύ ἡ Θεοτόκος σηκώθηκε καί μπῆκε μέσα στό ἱερό, ὅπου φυλασσόταν τό μαφόριο τῆς δηλαδή τό τσεμπέρι της, τό πῆρε στά χέρια της καί βγαίνοντας ἔξω τό ἅπλωσε πάνω ἀπό τούς πιστούς, γιά νά δείξει ὅτι τούς σκέπει καί τούς προστατεύει.
Αὐτό εἶναι τό γεγονός τό ὁποῖο στάθηκε ἀφορμή ἡ Ἐκκλησία μας νά καθιερώσει τήν γιορτή τῆς ἁγίας Σκέπης δηλαδή τή γιορτή πρός τιμή τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία σάν τή φωτοφόρο νεφέλη πού σκέπαζε τή μέρα καί φώτιζε τή νύχτα τούς Ἰσραηλίτες στήν ἔρημο, σκέπει καί προστατεύει τό λαό τοῦ Θεοῦ καί φωτίζει τούς πιστούς στό δρόμο γιά τήν τελείωση. Πῶς μᾶς σκεπάζει καί πῶς μᾶς προστατεύει ἡ Παναγία μας; Μέ τίς προσευχές της, μέ τίς παρακλήσεις της καί μέ τά δάκρυά της.
Μά θά μοῦ πεῖτε, εἶναι τόσο μεγάλο τό γεγονός ποῦ ἡ Παναγία μᾶς προσεύχεται γιά μας, ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας νά ἔχει ἰδιαίτερη γιορτή γι' αὐτό τό γεγονός; Ναί μάλιστα εἶναι μεγάλο καί σπουδαῖο καί ζωτικῆς σημασίας. Λέγει κάπου ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι πάντοτε ἔχουμε τήν ἀνάγκη τῶν προσευχῶν τῶν ἄλλων ὅσο καί ἐνάρετοι καί εὐσεβεῖς κι ἄν εἴμαστε.
Παράδειγμα χαρακτηριστικό γι' αὐτό εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτός πού ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ κι ἄκουσε ἄρρητα ρήματα, αὐτός πού ὀνομάσθηκε στόμα Χριστοῦ, αὐτός πού εἶχε «νοῦν Χριστοῦ», αὐτός πού «ἀναπλήρωνε τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ στό σῶμα του», αὐτός λοιπόν ὁ γίγας τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέβειας, πάντα ζητοῦσε τίς προσευχές τῶν χριστιανῶν. Ἄν καί αὐτοί πού θά προσευχότανε γιά τόν Παῦλο δέν ἦταν οὔτε ἀνώτεροί του οὔτε ἰσάξιοί του. Μοιάζει τό γεγονός σάν ἕνας στρατιώτης νά μιλᾶ στόν πρόεδρο τῆς δημοκρατίας γιά τόν στρατηγό. Κι ὅμως ὁ Παῦλος ὄχι μόνο δέν ἀρνήθηκε τίς προσευχές τῶν χριστιανῶν, ἀλλά ἀντίθετα τούς προέτρεψε καί τούς παρακαλοῦσε νά προσεύχονται γιά κεῖνον.
Στήν πρός Ρωμαίους (15,30) γράφει· «Παρακαλῶ δέ ὑμᾶς ἀδελφοί μου ... συναγωνίσασθαι μοί ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπέρ ἐμοῦ πρός τόν Θεόν». Στούς Ἐφεσίους (6,18-19) συνιστᾶ δέηση περί «πάντων τῶν ἁγίων» καί περί ἑαυτοῦ. Τούς Κολοσσαεῖς (4,2-3) παροτρύνει «τή προσευχή προσκαρτερεῖτε ... προσευχόμενοι ἅμα καί περί ἠμῶν». Τούς Θεσσαλονικεῖς (Ἅ΄ Θέσ. 5,25 · Β΄ Θέσ. 3,1) παρακαλεῖ «ἀδελφοί προσεύχεσθε ὑπέρ ἠμῶν».
Ὄχι δέ μόνο ζητᾶ νά προσεύχονται γι' αὐτόν καί γιά τούς συνεργάτες του, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι ἤδη τό κάνουν καί στίς προσευχές τούς ὀφείλει τήν ὑγεία του καί τή σωτηρία ἀπό μεγάλους κινδύνους (πρβλ. Φιλημ. 22 · Β΄ Κόρ. 1,10-11).
Ἀλλά καί ὁ Πέτρος δέν εἶπε τί μου χρειάζεται ἡ προσευχή τῶν ἄλλων ἀφοῦ εἶμαι ἀπόστολος, ἀφοῦ ὁμολόγησα τό θεανθρώπινο τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ πάνω στήν ὁμολογία μου στηρίχθηκε ἡ Ἐκκλησία. Ἔτσι ὅταν ἦταν στή φυλακή ἀπό τόν Ἡρώδη τόν Ἀγρίππα τόν Ἅ΄, οἱ χριστιανοί τῶν Ἱεροσολύμων προσευχόταν γι' αὐτόν μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ἐλευθερώσει ἄγγελος Κυρίου κατά θαυμαστόν τρόπο.
Λοιπόν κι ἄν εἶσαι Παῦλος κι ἄν εἶσαι Πέτρος ἔχεις ἀνάγκη τῶν προσευχῶν τῶν ἄλλων καί μάλιστα τῶν ἁγίων καί μάλιστα τῆς Παναγίας. Βέβαια οἱ αἱρετικοί διαφωνοῦν στό σημεῖο αὐτό καί λένε νά προσευχόμαστε κατ' εὐθείαν στό Θεό καί ὄχι νά ἐπιζητοῦμε τίς δεήσεις τῶν ἁγίων. Ἤδη τά παραδείγματα πού ἀναφέραμε δίδουν τήν ἀπάντηση, γιατί, ἄν μᾶς χρειάζονται οἱ προσευχές τῶν ζώντων καί μή τελειωθέντων ἀδελφῶν μας, πόσο
περισσότερο ὠφέλιμες εἶναι οἱ προσευχές τῶν ἁγίων. Ἄς ἀναφέρουμε ὅμως κι ἕνα χωρίο πού εἶναι χαρακτηριστικό γιά τό πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ δέηση τῶν δικαίων ζώντων καί τεθνεώτων. Στόν Ἀβιμέλεχ ἕνα βασιλιά τῆς Αἰγύπτου, πού εἶχε ὑποπέσει σ' ἕνα σοβαρό παράπτωμα, ὁ Θεός τοῦ εἶπε νά προσφύγει στόν Ἀβραάμ, πού ἦταν τότε στήν Αἴγυπτο, καί νά ζητήσει τήν προσευχή του. «Προφήτης ἐστι καί προσεύξεται περί σου καί ζήση» (Γέν. 20,7).
Πῶς εἶναι ὠφέλιμη ἡ προσευχή τῶν ἁγίων.
Ἀλλά ἐνῶ ἡ προσευχή ἔχει τεράστια δύναμη, ἐνῶ εἶναι ἀναγκαία ὅσο ἐνάρετοι κι ἄν εἴμαστε, χρειάζεται μία προϋπόθεση γιά νά καρποφορήσει. Καί ἡ προϋπόθεση εἶναι νά προσπαθοῦμε κι ἐμεῖς· ν' ἀγωνιζόμαστε· νά μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας· νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας πρός ἐξάσκηση τῆς ἀρετῆς. Μή περιμένουμε τά πάντα ἀπό τήν προσευχή τῶν ἁγίων, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ὀκνεύουμε καί τεμπελιάζουμε. Ἡ ἁγιότητα δέν μεταδίδεται κατά μαγικό τρόπο· ἀπαιτεῖ καί ἐνεργό προσπάθεια ἐκ μέρους μας.
Ἔτσι ἐνῶ ὁ Ἱερεμίας προσευχήθηκε τρεῖς φορές γιά τούς Ἑβραίους καί στίς τρεῖς φορές ἄκουσε τό Θεό νά λέγει· «Μή προσεύχου, μηδέ ἀξίου περί τοῦ λαοῦ τούτου ὅτι οὐκ εἰσακούσομαί σου» (7,16). Καί ὁ Ἰεζεκιήλ ἄκουσε τό ἑξῆς· «καί ἐάν ὦσιν (εἶναι) οἱ τρεῖς οὗτοι ἐν μέσω αὐτῆς, Νῶε καί Δανιήλ καί Ἰώβ, αὐτοί ἐν τή δικαιοσύνη αὐτῶν σωθήσονται ... ἡ δέ γῆ ἔσται εἰς ὄλεθρον» (14, 14-16). Καί στόν Ἱερεμία εἶπε ὁ Θεός· «ἐάν στή (σταθεῖ) Μωσής καί Σαμουήλ πρό προσώπου μου, οὐκ ἔστιν ἡ ψυχή μου πρός αὐτούς» (15,1). Καί τά λέγει αὐτά ὁ Θεός στόν Ἱερεμία καί στόν Ἰεζεκιήλ γιά νά τούς δείξει ὄχι ὅτι δέν δέχεται τήν ἱκεσία τους καί τούς περιφρονεῖ, ἀλλά δέν ἀξίζουν οἱ Ἰουδαῖοι γιά νά τούς βοηθήσει. Γι' αὐτό καί ἀναφέρει τά ὀνόματα τοῦ Νῶε, τοῦ Δανιήλ, τοῦ Ἰώβ, τοῦ Μωϋσῆ, καί τοῦ Σαμουήλ, πού εἶχαν καθιερωθεῖ ὡς ἅγιοι μεγάλου βεληνεκοῦς, θεοπρόβλητοι καί θεάρεστοι. Εἶναι σάν νά λέγει ὁ Θεός σήμερα· «Ἀκόμη καί ἡ Παναγία καί οἱ ἀπόστολοι καί ὁ Χρυσόστομος καί ὁ Ἀθανάσιος νά προσευχηθοῦν γιά σᾶς, δέν σᾶς βοηθῶ. Ἡ κακία σᾶς εἶναι ἀπροσμέτρητη καί φοβερή.
Εἶναι χαρακτηριστική καί ἡ λεπτομέρεια ὅτι ἡ Παναγία μᾶς ἅπλωσε τό μαφόριο τῆς ἐντός του ναοῦ καί σκέπασε ὅσους ἀγρυπνοῦσαν καί προσευχόταν. Θέλει νά πεῖ ὅτι πρέπει νά ἔχουμε οὐσιαστική σχέση μέ τήν Ἐκκλησία γιά νά μᾶς σκεπάσει μέ τίς πρεσβεῖες της.
Τήν ἔχουμε αὐτή τή σχέση; Πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία, κοινωνοῦμε, ἐξομολογούμαστε, ἀγρυπνοῦμε, νηστεύουμε, ἐλεοῦμε, συγχωροῦμε, προσπαθοῦμε νά τηρήσουμε τίς ἐντολές; Ὁ καθένας ἄς ρωτήσει τόν ἑαυτό του καί ἄς δώσει προσωπικά καί ὑπεύθυνα τήν ἀπάντηση.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ