Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου
Γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, χριστιανικὸ καὶ μή, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μᾶς εἶναι τὸ πιὸ ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς στὴν Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἔχει ἀποδειχθεῖ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους.
Πρῶτοι οἱ μαθητές, ἔπειτα οἱ χιλιάδες μάρτυρες καὶ ἅγιοι, ἀργότερα ἡ χειρόγραφη παράδοση. Συγχρόνως ἀπὸ μελετητὲς καὶ ἱστορικούς, χριστιανοὺς καὶ μή, ἀπὸ ἐρευνητὲς καὶ ἐπιστήμονες, ὅλοι κατέληξαν μὲ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Ἡ μεγαλύτερη, ὅμως, ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅπου μέσα σ’ αὐτὴν οἱ ἄνθρωποι συναντοῦν τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ μπολιάζονται διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας μὲ τὴν ἀθανασία μέσῳ τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι ἄγνωστο στὸν ἰσραηλιτικὸ λαό, ποὺ τὸ γνώριζε ἀπὸ τὴν αἰγυπτιακὴ θρησκεία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν ἑβραίων γιὰ τὴν προσδοκία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος (Μεσσίας) «...Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς Ἅδοὺ καὶ ἀνάγει». (Α’ Βασ. 2, 6)
Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρονται ὀκτὼ ἀναστάσεις νεκρῶν, τρεῖς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ πέντε στὴ Καινή.
Ἡ ἀναστάσεις νεκρῶν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι οἱ ἑξῆς τρεῖς:
α) Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας ἀπὸ τὰ Σαρεπτά της Σιδώνας, τὸν ὁποῖο ἀνέστησε κατόπιν προσευχῆς στὸ Θεὸ ὁ προφήτης Ἠλίας. (Γ’ Βασ. 17, 20-24)
β) Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ μιᾶς σουναμίτιδος γυναίκας, τὸν ὁποῖο πάλι μὲ προσευχὴ ἀνέστησε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος. (Δ’ Βασ. 4, 32)
γ) Ἡ ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ ἀνδρὸς ποὺ τοποθέτησαν στὸν τάφο τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου καὶ ἀναστήθηκε. (Δ’ Βασ. 13, 21)
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναφέρονται πέντε ἀναστάσεις. Τρεῖς τελοῦνται ἀπὸ τὸν Χριστό, μία ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο καὶ μία ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
α) Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας της Ναΐν ἀπὸ τὸν Χριστὸ (Λούκ. 7, 11-17).
β) Ἡ ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἀπὸ τὸν Χριστὸ μπροστὰ στοὺς γονεῖς της καὶ στοὺς τρεῖς μαθητὲς Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη (Λούκ. 10, 40-56, Μάτθ. 9, 18-26 καὶ Μάρκ. 5, 22-43).
γ) Ἡ ἀνάσταση τοῦ τετραήμερου θανόντα Λαζάρου ἀπὸ τὸν Χριστὸ (Ἴωαν. 11, 17-45).
δ) Ἡ ἀνάσταση τῆς Ταβιθὰς ἢ Δορκάδος στὴν Ἰόππη ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο (Πράξ. 9, 32-42).
ε) Ἡ ἀνάσταση τοῦ Εὔτυχου στὴν Τρωάδα ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Πράξ. 20, 8-11).
Οἱ ἀναστάσεις εἶναι θαυματουργικὲς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ ἢ στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ σκοπό, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου καὶ ὅτι εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου• «ἐγὼ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ» (Ἴωαν. 11, 25) καὶ «ἴνα πιστεύσωσιν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας» (Ἴωαν. 11, 42).
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία της, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε μέσα ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ κυρίως τὴν Δ’ στὴν Χαλκηδόνα, ὁ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς διδασκαλίας της. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν σαρκώθηκε μόνο γιὰ νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ πεθάνει καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ καθαρίσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ ἔτσι ὥστε τὸ ἀναστημένο ἀνθρώπινο σῶμα, ζωντανό, νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ γίνει μέρος τῆς θεότητας καὶ τοῦ Παραδείσου. Σ’ αὐτὴν τὴν βεβαιότητα στηρίζεται ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ πίστη «ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σοῦ Κύριον ᾿Ιησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ κάρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θὲὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σὼθήσῃ» (Ρώμ. 10, 9). Χωρὶς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία θὰ εἶχε ταφεῖ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ βράδυ στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ὅμως, ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες καὶ μαζί του ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀπὸ τὸν κενὸ τάφο ξεπήδησε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀνατολὴ δηλαδὴ μιᾶς νέας ζωῆς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, μιᾶς ἀναδημιουργίας καὶ ἀνακαίνισης τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Αὐτό το φῶς τῆς νέας ἀνατολῆς ἦταν ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς Χριστός.
Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἄμεσο. Ὁ θάνατος μετατρέπεται σὲ ὕπνο, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στὸ ἀρχικό του κάλλος. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἔτσι θὰ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ καθένας μας ἀπεγκλωβίζεται ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ γίνεται ἄφθαρτος, ἀθάνατος καὶ αἰώνιος, καὶ φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο «Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἅδη ἡ νίκη σου; Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ ἔχεις πιὰ ὁριστικὰ κατανικηθεῖ. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δαίμονες ἔχουν στὰ βάραθρα τῆς ἀπώλειας γκρεμιστεῖ. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ χαίρουν οἱ Ἄγγελοι. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ζωὴ παντοῦ βασιλεύει. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δὲν θὰ μείνει πιὰ κανένας νεκρὸς στὸ μνῆμα. Γιατί μὲ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστὸς ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως ὅλων ὅσων ἔχουν κοιμηθεῖ. Σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ ἐξουσία στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες».
Ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ, πῆρε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἔπαθε, πέθανε καὶ ἐτάφη. Ἀναστήθηκε μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα γιὰ νὰ τὸ ἀφθαρτοποιήσει καὶ νὰ τὸ ἀνεβάσει στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ θεωθεῖ. Ἂς ἀκολουθήσουμε ὅλοι τὴν πορεία αὐτὴ ὅσο δύσκολη κι ἂν εἶναι.
Ἄρχιμ. Εἰρηναῖος Λαφτσής