Ἡ ἀνεπάρκεια τῆς θεολογίας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων
Τοῦ κ. Κωνσταντίνου Γανωτῆ
Φεύγοντας σήμερα ἀπό τήν Θ. Λειτουργία εἶδα ὅτι ὁ κόσμος δέν ἔφευγε ἀπό τό ναό μετά τό πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας. Κι ἔλεγα: πῶς νά μή κάθονται; Εἶναι εὐχαριστημένοι, ἀναπαυμένοι, χαρούμενοι οἱ ἄνθρωποι. Γιατί; Γιά σκεφτεῖτε ὅτι τόν Θεό τόν κατέβασαν στή γῆ καί τόν πῆραν μέσα τους. Πῶς νά μήν ἔχουν χαρά; Μεγάλη χαρά αὐτή. Αὐτή τή χαρά δέν τήν εἶχαν οἱ πρόγονοί μας.
Οἱ πρόγονοί μας δέν εἶναι κάποιοι ἀρχαῖοι ξένοι καί ἀδιάφοροι. Εἶναι οἱ παπποῦδες μας, πρίν κάμποσες γενιές καί λαχταροῦσαν κι αὐτοί νά χοῦν αὐτή τή χαρά. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λαχταροῦσαν αὐτή τή χαρά. Λαχταροῦσαν ἀσυνείδητα ἤ συνειδητά νά ἔχουν τό Θεό μέσα στό σῶμα τους, στή ψυχή τους, νά ζοῦν μαζί Του. Καί δέν τό εἶχαν οἱ καημένοι οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, γιατί δέν τό ἤξεραν. Καί ἐμεῖς ὅταν κάνουμε τούς Σταυρούς μας καί τίς μετάνοιές μας στά εἰκονίσματα, θά πρέπει νά κάνουμε καί μερικές μετάνοιες γιά τούς προγόνους μας πού δέν ἤξεραν νά κάνουν τό Σταυρό τους. Κι ὅταν περνοῦσαν ἕναν κίνδυνο δέν ἤξεραν νά ποῦν: Παναγία μου βόηθα. Δέν ἤξεραν τήν Παράκληση. Γί αὐτό εἶναι ἀξιοσυμπάθητοι καί πρέπει νά τούς σκεφτόμαστε.
Σκεφτεῖτε ὅτι τή διαστροφή πού ἔχουν πάθει πολλοί σύγχρονοι ἄνθρωποι νά ἀγνοοῦν τή θρησκεία καί νά νομίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ζῶο καί ὅτι δέν ἔχει τίποτα πέρα ἀπό τίς αἰσθήσεις του, δέν τήν εἶχε καμμία ἐποχή, σέ κανένα πολιτισμό τοῦ κόσμου. Καμμιά ἐποχή. Τούς 2 τελευταίους αἰῶνες παρουσιάστηκε αὐτή ἡ ρητή ἀθεΐα, ἡ συνειδητή. Μέχρι τότε οἱ ἄνθρωποι κι ὅταν ἀκόμα ἀμφισβητοῦσαν κάποια θεότητα, τήν ἀμφισβητοῦσαν στό ὄνομα κάποιας ἄλλης θεότητας, ἀλλά δέν εἶχαν τήν ἀθεΐα. Εἶναι κάτι ἀνήκουστο αὐτό πού συμβαίνει σήμερα.
Ἔτσι λοιπόν στ' ἀρχαία χρόνια, ψάχνοντας στά βιβλία, βλέπω τόν ἀνασασμό τῶν ἀνθρώπων. Ἀναπνέω τόν καημό τους, τόν πόνο τους καί τούς συμπονῶ. Ὅταν ἔκαναν τά πανηγύρια πρός τιμήν τοῦ Ἀπόλλωνα ἕνα ἀπό τά θρησκευτικά μεγέθη πού εἴχαν στην ἀρχαιότητα μαζεύονταν οἱ Ἴωνες πού λάτρευαν τόν Ἀπόλλωνα, τόν θεό τοῦ φωτός, μαζεύονταν στούς ναούς κι ἔκαναν πανηγύρια. Ἐκεῖ, ὅπως ἀναφέρεται, πήγαιναν γιά νά ἐπιδείξουν τά πολιτιστικά τους ἐπιτεύγματα οἱ ἄνθρωποι, ὅ,τι εἶχε ὁ καθένας, ἀλλά πήγαιναν καί γιά νά λατρεύσουν τό θεό τους. Ἐκεῖ ἔκαναν τόν περίφημο ὕμνο στόν Ἀπόλλωνα, πού ἀποτελοῦσε λατρευτικό κείμενο, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τήν Παρακλητική, κ.λπ. ὅπου ἐκεῖ ὑπάρχουν κάποιοι στίχοι συγκλονιστικοί. Ἀναφέρει ὅτι στό πανηγύρι ἔρχονταν καί οἱ μοῦσες κι ἔλεγαν τραγουδώντας: 'ὑμνεύσι ρά θεῶν δώρ ἄμβροτα...' · ὑμνοῦν λέει ἐκεῖ οἱ μοῦσες τά ἀθάνατα δῶρα τῶν θεῶν, ...ἤδ ἀνθρώπων τλημοσύνας...· καί τῶν ἀνθρώπων τά βάσανα. ...ὅς ἔχοντες ὕπ ἀθανάτοισι θεοίσι ζώους...· ὅσα βάσανα ἔχοντας καί σηκώνοντας οἱ ἄνθρωποι ζοῦν κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἀθανάτων θεῶν, ...ἀφραδέες καί ἀμήχανοι... · ἀφραδέες θά πεῖ πού δέν μποροῦν νά κάνουν φράση, νά σκεφτοῦν καί ἀμήχανοι πού δέν ἔχουν τρόπο νά κατασκευάσουν... Τί θέλουν οἱ ἄνθρωποι νά κατασκευάσουν, τί θέλουν νά σκεφτοῦν; Λέει: ...οὐδέ δύνανται εὐρέμεναι...· κι οὔτε μποροῦν νά βροῦν θανάτοιο τ ἄκος καί γήραος ἄλκαρ...· δέ μποροῦν νά βροῦν, λέει, γιατρικό γιά τόν θάνατο καί ἀποτρεπτικό γιά τά γεράματα. Ὁ καημός τῶν ἀνθρώπων, τά βάσανά τους. Καί δέν τούς φτάνουν αὐτά τά βάσανα, ἀλλά ζοῦν παράλληλα μέ τούς θεούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἄμβροτα, ἀθάνατα δῶρα. Σάν δύο κάστες δήλ., ἡ κάστα τῶν ἀνθρώπων πού ἔχει ὅλα τά βάσανα καί ἡ κάστα τῶν θεῶν πού τά ἔχει ὅλα πλούσια καί ὡραία καί ἀθάνατα καί ἄνετα καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν συνείδηση ὅτι ὑπάρχει ὡραιότερη ζωή τήν ὁποία ποθοῦν. Δέν εἶναι σάν τά ζῶα πού δέν ὑποπτεύονται ὅτι μποροῦν νά ζήσουν καλύτερα ἄπ' ὅσο ζοῦν. Κι αὐτός ὁ καημός χρωματίζει ἔντονα ὅλη τήν λατρεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Εἶναι μέσα στούς Ὁμηρικούς ὕμνους, στίχοι 190-193 ἀπό τόν ὕμνο στόν Ἀπόλλωνα.
Θά πεῖ κανείς: αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόσο νωρίς εἶχαν καταλάβει ὅτι τά προβλήματά μας δέν εἶναι αὐτά τά ἀνόητα πού λένε οἱ σημερινοί πολιτικοί μας καί ἐπικεντρώνουν τό ἐνδιαφέρον μόνο σ' αὐτά ἀνάπτυξη, πρόοδος, βελτίωση συνθηκῶν ζωῆς κ.τ.λ. Τά προβλήματά μας εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ φθορά. Μή κοροϊδευόμαστε ὅτι ἔχουμε ἄλλα σοβαρά προβλήματα. Νά γιατί οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, ἐνῶ δέν εἶχαν τόν ἀληθινό Θεό, δέν εἶχαν τήν ἀλήθεια, δέν εἶχαν τήν παρηγοριά, εἶχαν ὅμως σωστό προβληματισμό, ἤξεραν τί τούς γίνεται. Αὐτή τήν εὐθύτητα καί τό καίριο αἴσθημα τοῦ ἀναγκαίου, τοῦ προβλήματος πού πραγματικά ἀπασχολεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση, μπορεῖ κανείς νά τούς τό δώσει ὡς τιμητική διάκριση, τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Ὕστερα ἄν κανείς ἀναζητήσει τήν θεολογία τους καί ἔχει τήν τόλμη καί τόν χρόνο νά ἀνακατώσει τήν μυθολογία τους, τότε πραγματικά θά δεῖ μέσα ἐκεῖ ἕναν θρῆνο, ἕνα ἀδιέξοδο, ἕνα χάος. Ὅσοι γονεῖς παρασυρμένοι ἀπό αὐτή τήν ἀρχαιοπληξία πάρουν βιβλία τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας γιά τά παιδιά τους, γρήγορα ἀναγκάζονται νά ἀπολογηθοῦν ὕστερα στά παιδιά τους γιά ὅσα φοβερά διαβάζουν ἐκεῖ. Ἔχει πραγματικά ὁρισμένες φάσεις, ὁρισμένες στιγμοῦλες, διαλειμματάκια πού εἶναι ρομαντικά καί... νόστιμα, θά λέγαμε. Πλήν ὅμως στό σύνολό της εἶναι γεμάτη φρίκη. Οἱ ἄνθρωποι μυθολόγησαν τή φρίκη τοῦ αἰσθήματος τῆς ζωῆς, τή διαμαρτυρία τους γιά τήν ἀνθρώπινη μοίρα, καί τήν ἀγανάκτηση γιά τή μακαριότητα τῶν θεῶν. Ἡ πιό παλιά, ἡ πιό ἀρχαία μυθολογία εἶναι γεμάτη ἀπό ἀνθρωποκτονίες, παιδοκτονίες καί σχέσεις σεξουαλικές γονιῶν μέ παιδιά, ἐπιμιξίες, κ.λπ. Θά πεῖτε, λαϊκά εἶναι· οἱ ἄνθρωποι ἔβγαζαν ἐκεῖ τά ἀπωθημένα τους...
Ὅταν φτάσαμε ὅμως στήν κλασσική ἐποχή, πού ἡ ἀρχαιότητα ἔφτασε στό ὕψιστο σημεῖο τῆς ὡριμότητάς της, ἐκεῖ θά πρέπει νά σταθοῦμε καί νά μελετήσουμε τή θεολογία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Κάθε παράδοση φτάνει σ' ἕνα ἐπίπεδο ὡριμότητας.
Κάποιοι ὀνειρεύονται μία ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, ἐπειδή πηγαίνουν στά μουσεῖα καί βλέπουν τά ἀγάλματα κάτασπρα. Καί λένε κοίταξε ἀνοιχτόκαρδα πράγματα, ἐλεύθερα, στόν ἥλιο, στό φῶς κ.τ.λ. Βέβαια οἱ ἀρχαῖοι τά ἔβαφαν τά ἀγάλματα, ἐμεῖς τά βρίσκουμε ἄσπρα, γιατί τά ἔχει ἀσπρίσει τό χῶμα κι ἡ βροχή πού τά φάγε. Καί φαντάζονται μία θρησκεία ἐλεύθερη πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο. Τώρα, πόσο ἐλεύθερο, ἀλήθεια, ἀφήνουν τόν ἄνθρωπο; Ὁ φόβος τῶν δαιμόνων... μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἄν δοῦμε τούς ἀφρικανούς πρίν ἀπό τίς ἱεραποστολές, ὅταν ζοῦν κάτω ἀπό τόν τρόμο τοῦ μάγου καί τῶν πνευμάτων. Αὐτό τόν φόβο τόν εἶχαν καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Ὄχι μόνο τόν εἶχαν αὐτό τόν τρόμο ἀλλά καί ὅλη ἡ ἱστορία τους, ἡ ἀρχαϊκή ἱστορία τουλάχιστον, πού εἶναι μπλεγμένη μέ τήν μυθολογία τους, εἶναι γεμάτη ἀπό αὐτό τόν τρόμο.
Σκεφτεῖτε πώς ξεκινάει ἡ Τρωϊκή ἐκστρατεία, πού ἔπρεπε νά περάσει ἀπό τή θυσία τῆς Ἰφιγένειας γιά νά προχωρήσει, ἀλλιῶς δέν προχωροῦσε. Λέει ὁ Αἰσχύλος ὅτι τῆς ἔφραξαν τό στόμα μέ πετσιά, γιά νά μή ξεστομίσει κατάρες, γιατί πίστευαν ὅτι οἱ κατάρες ἑνός μελλοθανάτου πιάνουν καί τήν ἔσφαξαν τήν κοπέλα χωρίς νά μπορεῖ οὔτε νά φωνάξει, οὔτε νά διαμαρτυρηθεῖ, οὔτε νά παραπονεθεῖ, γιατί ἀλλιῶς δέ θά μποροῦσε νά γίνει ὁ Τρωϊκός Πόλεμος. Σκεφτεῖτε ὅταν ἔγινε ὁ Τρωϊκός Πόλεμος ἔπρεπε ἐπάνω στόν τάφο τοῦ Πατρόκλου νά θυσιαστοῦν 12 πρηγκιπόπουλα, νά σφαχτοῦν καί πάνω στόν τάφο τοῦ Ἀχιλλέα νά θυσιαστεῖ ἡ Πολυξένη. Ἄρα οἱ ἀνθρωποθυσίες παίρναν καί δίναν. Θά μοῦ πεῖτε μυθολογία ἦταν. Οἱ μυθολογίες ἁπλά δημιουργοῦν ἕνα συναισθηματικό κλισέ θά λέγαμε γύρω ἀπό κάποια ἱστορικά γεγονότα. Εἶναι θρύλοι, δέν εἶναι φανταστικά ἀποκυήματα.
Θά προχωρήσουμε ὅμως λίγο. Νά δοῦμε τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πώς εἶναι ἕρμαιο ὑπερφυσικῶν δυνάμεων τίς ὁποῖες τρέμει καί τίς ὁποῖες ἐκμεταλλεύεται γιά νά βγάλει ἀπό πάνω του τήν εὐθύνη. Ξέρουμε ὅτι οἱ θεοί καί οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν στόν ἴδιο χῶρο περίπου, τούς ὁποίους ἔφεγγε καί αὐτός ὁ ἥλιος. Λέει ὅτι ὁ ἥλιος βγῆκε γιά νά φαείνει τούς θεούς καί τούς ἀνθρώπους καί οἱ θεοί ἔκαναν τά κέφια τους. Ὁ Δίας ἐμφανίζεται ὅτι κυβερνᾶ τόν κόσμο ἀλλά καί αὐτός ὑπόκειται στή μοίρα, τήν εἱμαρμένη καί ξέρουμε ἀπό τήν Ἰλιάδα ὅτι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά πεθάνει ὁ Σαρπηδόνας, βασιλιάς τῶν Λυκίων, ὁ γιός τοῦ Δία, ὁ Δίας σκέφτηκε νά γλιτώσει τό γιό του ἀπό τή μοίρα τήν κακή· ἀλλά τότε ἔπεσαν οἱ ἄλλοι θεοί καί τοῦ εἶπαν ὅτι δέ μπορεῖς ἐσύ νά ταράζεις τήν τάξη τῆς μοίρας, γιατί ἅμα τό κάναμε ὅλοι αὐτό καί ὁ καθένας ἔβγαζε τό δικό του ἄνθρωπο, τότε θά χαλάσει ὁ κόσμος. Καί τότε ἀναγκάστηκε ὁ Δίας νά παραιτηθεῖ καί νά ἀφήσει τό γιό του νά σκοτωθεῖ· μόνο πού ἔβρεξε αἱμάτινη βροχή στή γῆ, πάνω στά λειβάδια τῆς Τροίας γιά νά δείξει τόν πόνο του, τόν καημό του καί παρακάλεσε τόν Ἀπόλλωνα νά τοῦ πλύνει τίς πληγές καί τότε ὁ ὕπνος καί ὁ θάνατος τόν πῆραν καί τόν πῆγαν στή Λυκία καί τοῦ ἔκαναν τάφο πέτρινο, κ.λπ. Ἔτσι δέν εἶχαν οὔτε τήν παντοδυναμία τῶν θεῶν ἐξασφαλισμένη. Ἦταν ὑποκείμενοι στή μοίρα κι ἡ μοίρα δέν εἶχε πρόσωπο, ἦταν μία κρυφή δύναμη ἀπροσδιόριστη.
Μέσα σ αὐτό τόν τρόμο ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι καί δέν ἤξεραν ποιοί κανονίζουν τή ζωή τους. Ὅπως ἀκριβῶς τά πρόβατα σήμερα στό κοπάδι πού δέν ξέρουν πότε ὁ βοσκός θά τά σφάξει. Κι αὐτό τό αἴσθημα τό εἶχαν, τήν πικρία τήν ἐξέφραζαν. Πολλές φορές ἔχουμε αὐτή τήν ἔκφραση τῆς πικρίας τῶν ἀνθρώπων κι ἄν προσέξετε ὅπου περιγράφει ὁ Ὅμηρος παλληκάρια πού ἔγραψαν ἱστορία μέ τήν παλληκαριά τους, πού ἦταν συνήθως παιδιά θεῶν πού ἔκαναν μέ θνητές γυναῖκες, μετά περιέγραφε τό τέλος, τό θλιβερό τους θάνατο. Ἄρα μία ἀπαισιοδοξία κυριαρχοῦσε στό αἴσθημα τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων γιατί ἤξεραν ὅλοι πώς ὅ,τι νά κάνουν, ὅσο σπουδαῖοι κι ἄν φανοῦν, ὅποια δόξα κι ἄν ἀποκτήσουν θά' ρθεῖ στό τέλος, ἕνας κεραυνός, ἕνα βέλος ἀπό τόν Ἡρακλῆ, ἀπό τήν Ἄρτεμη, μία φωτιά, ἕνα κακό καί θά τούς συντρίψει. Μέ αὐτή τή βεβαιότητα τῆς συντριβῆς ζοῦν ὅλοι οἱ ἥρωες κι ὁ Πάτροκλος κι ὁ Ἡρακλῆς κι ὁ Ἀχιλλέας κι οἱ πάντες. Θά μοῦ πεῖτε γιατί ἀναφέρομαι σ' αὐτά, τά μυθολογικά; Γιατί μέ τή μυθολογία ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά δώσει μία ἑρμηνεία, τήν ὁποία ἀντί νά τήν δώσει μέ μία ξύλινη γλώσσα, νά πεῖ ἔτσι κι ἔτσι φαντάζομαι τή ζωή, τή δίνει μέ μυθολογικές εἰκόνες.
Ἡ ζωή, ὅπως τή δίνει ἡ ἑλληνική μυθολογία, εἶναι ἕνα βαρύτατο γεγονός μέσα στό ὁποῖο εἶναι μπλεγμένος ὁ ἄνθρωπος. Χαρακτηριστικό εἶναι καί τό δράμα τοῦ Αἰσχύλου 'Προμηθέας Δεσμώτης'. Ὁ τιτάνας Προμηθέας δέν μποροῦσε νά δεχτεῖ τήν τόση δυστυχία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, πού οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὄχι μόνο μελλοθάνατοι ἀλλά καί ὑποκείμενοι σάν τά πιό ἀπροστάτευτα ζῶα σέ ὅλες τίς καιρικές συνθῆκες πού προέκυπταν, τίς ὁποῖες δέν εἶχαν τήν τέχνη νά βελτιώσουν κι αὐτό τούς στοίχιζε. Ὁ Προμηθέας λοιπόν ἀπό συμπόνοια, διά λίαν φιλοτητα βροτῶν, ὅπως λέει κι ἐπαναλαμβάνει συχνά στό ἔργο τοῦ ὁ Αἰσχύλος λόγω τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους, κλέβει τή φωτιά ἀπό τούς θεούς, γιά νά τή δώσει στούς ἀνθρώπους, ὄχι γιά νά λύσουν τό πρόβλημα τοῦ θανάτου καί τῶν γηρατιῶν. Γι' αὐτά δέν ὑπῆρχε ἐλπίδα. Ἀλλά γιά νά ζήσουν, ὅσο θά ζοῦσαν, κάπως καλύτερα, κάπως πιό δυνατοί, πιό προστατευμένοι. Ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους, μή ξεχνᾶμε ὅτι εἶχε κάποιους ἀντιπάλους. Ἦταν οἱ θεοί. Αὐτοί μίσησαν πολύ τόν Προμηθέα καί τόν κάρφωσαν στόν Καύκασο. Δήλ. οἱ θεοί τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φθονοῦσαν καί τό παραμικρό ἴχνος εὐτυχίας στόν ἄνθρωπο. Τό παραμικρό ἴχνος προστασίας καί στοργῆς ἀπό ὁποιαδήποτε δύναμη. Ἐπαληθεύεται αὐτό πού λέει καί ἡ Γραφή (Ψαλμοί): οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια. Ἀπό τούς ἀνθρώπους ἤθελαν ὑποταγή, δόξα, προσκύνηση καί τίποτ' ἄλλο. Μέ τή μοίρα τῶν ἀνθρώπων ἔπαιζαν. Εἴδαμε στήν Ἰλιάδα νά μοιράζονται οἱ θεοί, ὅπως στίς ὁμάδες οἱ φίλαθλοι, οἱ μισοί ἀπό δῶ καί οἱ μισοί ἀπό κεῖ καί ὑποστήριζε ὅποιον ἤθελε ὁ καθένας, ἔτσι γιά γοῦστο, γιά εὐχαρίστησή του, μέ τυχαία ἐπιλογή καί βοηθοῦσαν τούς ἀνθρώπους νά ἀνοίγουν τά κεφάλια ὁ ἕνας του ἄλλου, νά σφάζονται περισσότερο, νά σκοτώνονται περισσότερο.
Ὁ Προμηθέας, μέσα στό δράμα τοῦ Αἰσχύλου, μιλάει μέ ἐχθρότητα, μέ ἀντιπάθεια μεγάλη γιά τό Δία. Λέει ὅτι εἶναι καινούργιος θεός, γεμάτος κακία καί σκληρότητα γιά τούς ἀνθρώπους καί προβλέπει τήν πτώση του. Καί ἀνήσυχος ὁ Δίας στέλνει τόν Ἑρμῆ νά μάθει λεπτομέρειες. Ὁ Προμηθέας δέν δίνει τίς πληροφορίες στόν Ἑρμῆ καί ὁ Ἑρμῆς τόν ἀπειλεῖ καί τοῦ λέει: τέτοια θά πάθεις, ὅπως εἶσαι ἐδῶ καρφωμένος θά μείνεις αἰῶνες ἔτσι καί δέν θά γλιτώσεις ἀπό αὐτή τή συμφορά σου, ἐκτός ἄν φανεῖ καί θελήσει κάποιος θεός νά περπατήσει γιά σένα στά ἀνήλιαγα βάθη τοῦ Ἅδη. Ὅπως λέει τό χωρίο: τοιοῦδε μόχθου τέρμα μή τί προσδόκα... · τέτοιου μαρτυρίου τό τέρμα μή τό περιμένεις καθόλου, ...πρίν ἄν θεῶν τίς διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανεῖ θελήσει τ εἰς ἀναύγητον μολεῖν Αἰδην κνεφαία τ' ἀμφί Ταρτάρου βάθη· πρίν λέει κάποιος θεός νά γίνει διάδοχος τῶν πόνων σου, δήλ. νά πάρει τούς πόνους σου καί τά βάσανά σου ἐπάνω του, νά τά κάνει δικά του καί νά θελήσει νά πάει στόν σκοτεινό, τόν χωρίς αὐγή Ἅδη καί στά τάρταρα, τά σκοτεινιασμένα βάθη του νά κατέβει γιά σένα. Νομίζω ὅτι εἶναι ἡ πιό σαφέστατη προφητεία τοῦ σπερματικοῦ λόγου γιά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς θυμίζει τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ὅπου ὁ Χριστός μέ τήν εἰς Ἅδου κάθοδον ἀδράχνει μέ ὁρμή τά χέρια τῶν πρωτοπλάστων καί τούς βγάζει ἀπό τούς τάφους. Μπορεῖ οἱ θεοί νά ἦταν ὑποκείμενοι στή μοίρα καί νά μήν εἶχαν τή δύναμη νά ξεφύγουν ἄπ' αὐτή καί ν ἀποφασίζουν ἐλεύθερα. Ὁ θεός ὅμως, γιά τόν ὁποῖο μιλάει ὁ Αἰσχύλος στό δράμα του, θά ἀποφασίσει ἐλεύθερα καί θά θελήσει νά γίνει διάδοχος τῶν πόνων τοῦ Προμηθέα.
Αὐτά δέν ὑπῆρχαν σέ ἄλλες παραδόσεις πρωτύτερα κι ὅταν θέλησε ὁ Αἰσχύλος νά βρεῖ ἥρωα νά παίξει τόν Προμηθέα, δέν δεχόταν κανένας νά ἀναλάβει, ἐνῶ ἦταν τότε περιζήτητες αὐτές οἱ θέσεις ἠθοποιῶν στό ἀρχαῖο θέατρο, πληρώνονταν καί καλά, καί ἦταν πολύ τιμημένες. Κι ὅμως δέν εὕρισκε κανένα, γιατί ἔπρεπε νά μιλήσει μέ τέτοια ὑβριστικά λόγια γιά τόν Δία καί δέν τολμοῦσε κανείς νά τό κάνει αὐτό. Τελικά στή πρώτη παρουσίαση τοῦ δράματος τόν ρόλο τοῦ Δία τόν ἔπαιξε ὁ ἴδιος ὁ Αἰσχύλος καί στίς πρόβες, τήν ὥρα πού ξεστόμιζε αὐτά τά λόγια ἐναντίον τοῦ Δία, κατέβηκαν οἱ ἄνθρωποι κάτω ἀπό τίς κερκίδες νά τόν σκοτώσουν καί κατέφυγε στή Θυμέλη πού ἦταν ἱκέτις τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι τή γλίτωσε. Ὅταν ὕστερα ὅμως τό παῖξε κανονικά τό δράμα δέν τόν ἔδειραν οἱ ἄνθρωποι γιατί εἶχαν ἀρχίσει νά τό σκέφτονται καί εἶπαν: αὐτός λέει κάτι.
Ἀλλά καί στόν Εὐριπίδη, βλέπουμε τόν προβληματισμό τοῦ ποιητῆ σχετικά μέ τόν θάνατο. Τί νά ποῦμε στά ποιήματά μας; Ἀφοῦ ὑπάρχει ὁ θάνατος, πρέπει νά ὑπάρχει ἀνάσταση. Νά ἀνεχθοῦμε τό θάνατο; Καί στό ἔργο Ἄλκηστις, ἡ Ἄλκηστις πεθαίνει, μάρτυρας τῆς ἀγάπης γιά τόν ἄνδρα της καί ὁ Ἡρακλῆς, πού εἶναι ἡμίθεος, μισός θεός καί μισός ἄνθρωπος, τήν ἀνασταίνει καί τήν ξαναδίνει στόν ἄνδρα της, γιατί, ὅπως λέει, ἦταν πολύ καλή. Κι ἔκανε ὁ λαός ἕναν ὑπέροχο ὕμνο πρός χάριν της. Κι ὁ Ἡρακλῆς, ὁ θεάνθρωπος ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Ἡρακλῆς στήν ἀρχαία μυθολογία, ὠφελεῖ γιατί παλεύει μέ τίς δυνάμεις τίς ὑπερφυσικές πού βάζουν τόν ἄνθρωπο κάτω, τήν ἀνασταίνει.
Μ' αὐτό τό ἔργο ξεκινᾶ ὁ Εὐριπίδης. Αὐτό εἶναι τό ντεμποῦτο του, θά λέγαμε, στή θεατρική του παραγωγή. Κι ὕστερα, ἔρχεται νά μᾶς κάνει τήν ἄλλη διαμαρτυρία ὁ Εὐριπίδης. Ἐμφανίζει ἕναν ὑπέροχο, ἁγνό νέο, τόν Ἰππόλυτο, στό ἔργο τοῦ Ἰππόλυτος, πού ἦταν γιός τῆς ἀμαζόνας. Καί πού ἤθελε νά εἶναι ἁγνός. Δέν ἤθελε τούς ἔρωτες. Δέν τιμοῦσε τήν Ἀφροδίτη. Ὅταν τοῦ λέγει ὁ παιδαγωγός τοῦ εἶχαν δύο ἀγάλματα ἔξω ἄπ τό ἀνάκτορο, τῆς Ἀφροδίτης καί τῆς Ἄρτεμης: Πές καί στή Ἀφροδίτη καμιά κουβέντα λατρευτική.... Ἐκεῖνος λέει: Πόρωθεν αὐτήν, ἁγνός ὧν, ἀσπάζομαι. Ἀπό μακριά, λέει, τή χαιρετῶ, κρατώντας τήν ἁγνότητά μου.
Στήν Ἄρτεμη προσέφερε τά λουλούδια... Σέ σένα, λέει, κυρά μου, προσφέρω αὐτό τό στεφάνι μέ τά ὡραία λουλούδια, πού τά κοψα ἀπό ἕνα ἀνέγγιχτο λιβάδι, ὅπου δέν ἔχει ἔλθει ξυλοκόπος μέχρι τώρα, οὔτε βοσκός νά βόσκει τά πρόβατά του... Ἡ Ἀφροδίτη ὅμως θίγεται βαθύτατα. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν τήν τιμᾶ; Καί βγαίνει στή σκηνή καί λέει: Αὐτό τόν ἄνθρωπο, σήμερα, θά τόν σκοτώσω. Ἀλλά πῶς θά τόν σκοτώσει; Πρέπει νά παρουσιάσει ὅτι κατά τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα του, ἔκανε προτάσεις ἀθέμιτες στή μητριά του. Σκέφτεται, βέβαια, ἡ Ἀφροδίτη καί λέει: Ἡ Φαίδρα, ἡ μητριά του, εἶναι ἀξιοπρεπής, εἶναι ἠθική, ἀλλά, ἐγώ δέν θά προτιμήσω τήν δική της ἠθική καί θά χάσω τήν εὐχαρίστηση καί τό δικαίωμα νά ἐκδικηθῶ, ἄς τήν πάρει, λοιπόν, κι αὐτήν τό κακό. Καί τήν ξετρελλαίνει γιά τόν πρόγονό της· κάνει αὐτή προτάσεις στόν πρόγονό της· ὁ Ἰππόλυτος ἀρνεῖται, μέ σιχαμό μεγάλο κι αὐτή αὐτοκτονεῖ. Καί τότε ὁ Ἰππόλυτος ξεστομίζει ἕνα φοβερό κατηγορητήριο κατά τῶν γυναικών... Τί τίς θέλανε τίς γυναῖκες οἱ θεοί καί τίς κάνανε; Γιά νά κάνουμε παιδιά; Δέ θά μποροῦσαν νά μᾶς τά ἀφήνουν στούς ναούς καί νά πηγαίνουμε νά τά παίρνουμε;. Δηλαδή, φάνηκε ὁ δυϊσμός τοῦ πλέον, φάνηκε ὅτι ὑπάρχουν δύο δυνάμεις ἀκαταγώνιστες σ' αὐτό τόν κόσμο: Ἡ δύναμη τῆς ἁγνότητας τοῦ καλοῦ καί ἡ ἄλλη, ἡ βρωμιά. Δέν μπορεῖ νά ὑποταχτεῖ τό ἕνα στό ἄλλο; Δέ μπορεῖ νά ὑπάρχει μία ἑνότητα στή ζωή, πού νά ὑποτάσσει τά πάντα σέ μία εἰρήνη καί νά μήν εἶναι βρωμιά τό ἕνα καί νά μήν εἶναι τό ἄλλο τόσο ἐγωιστικό καί ὑπερήφανο; Γιατί τό ἔργο καταλήγει στό θάνατο τοῦ Ἰππόλυτου κι ἐνῶ εἶναι ἀδικία αὐτό, συγχρόνως, φαίνεται ὅτι εἶναι καί γκρέμισμα τῆς μεγάλης ἀλαζονείας τῆς ἀρετῆς. Τήν ἴδια στιγμή, λέει, ἡ ἀλαζονική ἀρετή θά χοῦμε ἡ προστυχιά ἀσυγχώρητη, ἀπ' τήν ἄλλη μεριά. Ἐγκαινιάζει τό δυϊσμό ὁ Εὐριπίδης κι ἀφήνει τό ἔργο ἔτσι νά τελειώνει. Μᾶς ἀφήνει διχασμένους, μέ σκισμένη τήν ψυχή μας στά δύο.
Κι ἄς δοῦμε δύο ἀκόμα ἔργα τοῦ Εὐριπίδη. Κι ἐδῶ ἐκφράζεται τό πιό ὑψηλό ἐπίπεδό της θρησκευτικότητας μέσα στήν Κλασσική Ἐποχή. καθίστανται ἀπό ἀπαίτηση θεσμοθετημένης συμμόρφωσης καί νομικίστικης στράτευσης; Ποιά εἶναι τ' ἀποτελέσματα, ὅταν ὁ κατάλληλος σεβασμός πρός τήν ἐξουσία μετατρέπεται σέ δουλοπρέπεια, ἀναντίρρητη ὑποταγή κι ἐγκατάλειψη κάθε προσωπικῆς εὐθύνης ἐνώπιόν του Θεοῦ, ἀναφορικά μέ τή λήψη ἀποφάσεων βασισμένων στήν συνείδηση τοῦ ἀτόμου;
Στή Μήδεια, ὅπου ἡ τροφός τῆς Μήδειας, πού βλέπει τή Μήδεια καί τόν Ἰάσονα νά μισοῦνται θανάσιμα καί νά βρίζονται χυδαία, λέει τά ἑξῆς πολύ συγκινητικά λόγια. Λέει: Οἱ ἄνθρωποι, οἱ παλιοί, πού βγάλανε τά τραγούδια, εἶναι κακοί καί ἀχρεῖοι ἄνθρωποι. σκαιούς θά μποροῦσε νά τούς πεῖ κανείς. Γιατί, βγάλανε τραγούδια γιά τά γλέντια καί γιά τά τραπέζια. Τί νά τά κάνουμε αὐτά; Ἔφ ὅσον ἔχουμε ὡραία φαγιά, τί νά τά κάνουμε τά τραγούδια γιά τά ὡραία φαγιά καί τά ὡραία ποτά. Τραγούδια πού νά παρηγοροῦν τίς ψυχές καί νά γλυκαίνουν τά πάθη τῶν ἀνθρώπων καί νά μερώνουν τίς κακίες τους, ἀπ' τίς ὁποῖες προέρχονται καί θάνατοι καί τόσα βάσανα, δέ βγάλανε οἱ ἀνόητοι!
Ἄς προσέξουμε ἐδῶ τόν καημό τοῦ Εὐριπίδη πού, τελικά, τόν πραγματοποίησε ἡ Ἐκκλησία μας. Ἔβγαλε τραγούδια πού νά μερώνουν τίς καρδιές, νά τίς παρηγοροῦν καί νά προλαβαίνουν τίς μεγάλες ἀψιθυμίες πού φέρνουνε βάσανα στούς ἀνθρώπους, ἀκόμα καί θανάτους.
Καί παρακάτω, ὅταν ἡ Μήδεια σκέφτηκε νά σκοτώσει, νά σφάξει τά παιδιά της γιά νά ἐκδικηθεῖ τόν ἄνδρα τῆς ἔκανε, δηλαδή, τό μεγαλύτερο ἔγκλημα πού θά μποροῦσε νά κάνει μία μάνα, ἦλθε ὁ πάππος της, ὁ Ἥλιος καί τῆς ἔστειλε ἕνα ἅρμα, πού τό ἔσερναν δράκοντες μυθικοί ἔχει σημασία, ὅτι δέν τό ἔσερναν ἄλογα. Καί τό δείχνει αὐτό τό ἅρμα στό βάθος τῆς σκηνῆς, τό ἔργο, στό τέλος γιά νά τήν παραλάβει καί νά τήν σώσει στήν Ἀθήνα. Βέβαια, τό χωρικό ἔχει πεῖ παραπάνω: Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ σ' αὐτή τή χώρα τῶν μακάρων καί τῶν ἁγίων, τῶν ἱερῶν ἀνθρώπων, ἐσύ, μία φόνισσα; Παρ' ὅλα αὐτά, θά πήγαινε ἐκεῖ, μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ θεοῦ κι ἐκεῖ, πάνω στό ἅρμα ἦταν τά δύο σφαγμένα νά στάζουν αἵματα πτώματα τῶν παιδιῶν της. Κι ἐκείνη, περιφανῆ στό ἅρμα, ἕτοιμη νά ξεκινήσει...Καί τήν προλαβαίνει, καθώς ἀνοίγει ἡ σκηνή, ὁ Ἰάσονας καί τήν παρακαλεῖ νά τόν ἀφήσει ν' ἀγγίξει τά παιδάκια του, νά τά θρηνήσει. Κι αὐτή λέει: Ὄχι, ἀποκλείεται.
Ἀλλά, γιατί νά δοξάζεται ἡ φόνισσα; Γιατί θά πρέπει νά τήν τιμήσουν οἱ θεοί μέ τέτοιο ἅρμα, μυθικό, μεγαλειῶδες; Γιατί χάνεται μέσα στά βάθη τοῦ θρύλου, χωρίς ἕνα δάκρυ, χωρίς μία ντροπή, χωρίς μία μετάνοια, χωρίς τίποτε;... Γιατί, ὅπως ἔχει τή δόξα τοῦ τό καλό καί τό κακό ἔχει τή δόξα του. Εἶναι ἡ δόξα τοῦ Σατανᾶ, ἡ δόξα τοῦ δαιμονισμοῦ. Γιατί ὅταν οἱ Κορίνθιες γυναῖκες κατάλαβαν ὅτι ἡ Μήδεια θά ἔκανε αὐτό τό κακό, τῆς λένε: Σταμάτα, κυρά μου. Ὁ Δίας θά σέ βοηθήσει. Ποιός Δίας, λέει ἐκείνη, ἐγώ θά πάρω τό δίκιο μου μόνη μου. Καί εἶναι ἡ δόξα, ἡ κολασμένη, τοῦ κακοῦ πού φαντάζει στό τέλος σάν τό φινάλε τῆς ἁμαρτίας. Κι ἐδῶ, μᾶς διδάσκει ὁ Εὐριπίδης ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν γίνεται γιά νά εὐχαριστηθεῖ κάποιος μέ κάτι ἤ γιά νά κερδίσει κάτι. Στό τέλος ζητᾶ ἕνα δοξασμό, ὅπως ζητᾶ ἕνα δοξασμό, μέσα στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἕνας ἅγιος. Ζητά κι αὐτός μία δόξα μέσα στήν κόλαση, μέσα στήν ἀνταύγεια τῆς κόλασης, τήν ὁποία κόλαση ὁ Αἰσχύλος τήν περιγράφει: Ἀνήλιον λάμπειν. Λάμπη, εἶναι ἡ γυαλάδα, σάν ἕνας ὑπόνομος πού γυαλίζει στήν ἐπιφάνειά του. Ἀλλά, σάν τό φῶς αὐτό νά μήν εἶναι τοῦ ἥλιου. Νά ναί ἕνα φῶς σατανικό. Ἕνα φῶς φανταστικό, οὐτοπίας. Αὐτή εἶναι ἡ κόλαση κι αὐτή τή λάμπη, τήν ἀνήλιον, τήν ἔχει σάν ζητούμενο ὁ ἄνθρωπος· τό τέρμα τῆς κάθε ἁμαρτίας. Καί στή Μήδεια, παρασταίνεται πιά, τό ὅτι ὑπάρχει μία δόξα κολασμένη, δόξα σατανική της ἁμαρτίας. Κι εἶναι τό πύρινο, τό ἅρμα αὐτό μέ τούς δράκοντες αὐτή ἡ δόξα.
Ὁ Εὐριπίδης πάλεψε πολύ μέ τό θέμα τῆς θρησκείας. Καί πολύ πόνεσε γιά τό ὅτι οἱ θεοί δέν εἶναι καλύτεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὅταν στό δράμα Ἑλένη γιά τήν ὡραία Ἑλένη πρόκειται παρουσιάζεται ὁ χορός καί λέει: Τά χῶ χαμένα· δέν ξέρω τί νά πῶ. Ἐσύ, Ἑλένη εἶσαι κόρη τοῦ Δία. Ἄρα εἶσαι θεά κι ἐσύ. Κι ὅμως, ἐνῶ εἶσαι θεά, βούιξε ὁ κόσμος, γιατί εἶσαι ἄπιστη, ἄθεη, ἄδικη· ὅλα τά κακά! Ἔ, δέν ξέρω τί νά πῶ γιά τούς θεούς... Τό μόνο πού μπορῶ νά πῶ, εἶναι πώς ὑπάρχουν. Κατά τά ἄλλα, ὅλα εἶναι θολά. Πῶς εἶναι θεοί κι εἶναι χειρότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους; Αὐτός εἶναι ὁ προβληματισμός τοῦ Εὐριπίδη.
Ξέρουμε ὅτι τό τελευταῖο ἔργο τοῦ Εὐριπίδη εἶναι οἱ Βάκχες, τό ὁποῖο πιθανότατα παραστάθηκε χωρίς νά ζεῖ ὁ ἴδιος. Στό τέλος τοῦ δράματος αὐτοῦ μας ἄφησε τόν τελευταῖο του λόγο, πού πρέπει νά εἶναι ὁ πόνος πού τόν κράτησε ὅλη τή ζωή τοῦ στριφνόν.
Ἦλθε ὁ Διόνυσος, πού εἶναι ὁ ἥρωας ὁ κεντρικός ὅλου του δράματος καί τούς ἔφερε τό μέθυ. Ἡ Δήμητρα τούς ἔφερε τό ψωμί κι ὁ Διόνυσος τό κρασί. Καί τί καλό τους κάνει τό κρασί; Ξεχνοῦν τίς λύπες τους· ὄχι ὅτι δέν ἔχουν λύπες, ὄχι ὅτι δέν ἔχουν συμφορές, ἀλλά τίς ξεχνοῦν. Στά παλιά χρόνια ὅταν δέν εἶχε καταργηθεῖ ἀκόμα ἡ ποινή τοῦ θανάτου, στούς μελοθανάτους ἔδιναν τίς τρεῖς τελευταῖες μέρες πρίν ἀπό τήν ἐκτέλεσή τους μία νταμιτζάνα κρασί νά πίνουν, νά εἶναι μεθυσμένοι διαρκῶς. Λοιπόν, αὐτό τό πράγμα εἶναι καί ὁ Διόνυσος. Αὐτή εἶναι ἡ προσφορά τοῦ Διόνυσου.
Κατά τά ἄλλα, ἦταν πολύ ἐκδικητικός καί στούς συγγενεῖς της μάνας του! Στήν Ἀγάβη, δηλαδή, τή θεία του, ἀδελφή της μάνας τοῦ τῆς Σεμέλης, ἔδειξε ὅλη του τήν σκληρότητα καί τήν κακία καί στόν πάππο του, τόν Κάδμο, γιατί δέν τόν πίστευαν γιά θεό. Τή θεία τοῦ τή Ἄγαβη τήν ἔκανε νά ξετρελαθεῖ καί ἐπίασε τόν Πενθέα τό γιό της, πού νόμιζε ὅτι εἶναι λιοντάρι καί τόν ἔσκισε μέ τά χέρια του καί τά κομάτια τοῦ τά φέρε στή σκηνή· τό κεφάλι τοῦ μπηγμένο σένα καλάμι. Κι αὐτός ἦταν ὁ θρίαμβος τοῦ θεοῦ· κι ἔτσι ἀποδείκνυε τή δύναμή του. Ἡ δύναμή του ἀποδεικνύεται μέ τό νά τρελάνει τούς ἀνθρώπους καί νά τούς κάνει νά κάνουν τίς μεγαλύτερες κακίες καί νά περάσουν τίς πιό μεγάλες θλίψεις. Καί δέν ἔφτανε αὐτό, ἀλλά μετά, ὅταν τοῦ εἶπαν: Ναί, παραδεχόμαστε ὅτι εἶσαι θεός, στέλνει ἐξορία τόν πάππο του καί τή θεία του. Κι ἐκείνη τήν ἐποχή, γιά βασιλιάδες... τῆς Θήβας, νά τούς στείλουν ἐξορία ἦταν χειρότερα ἀπό θάνατο. Καί τοῦ λέει ὁ Κάδμος: Παραδεχόμεθα ὅτι σέ ἀδικήσαμε... Τώρα, λέει ἐκεῖνος, εἶναι ἀργά. Ὅταν ἔπρεπε δέν μέ παραδεχόσασταν. Μά, λένε ἐκεῖνοι, δέν ξέραμε, τώρα σέ παραδεχόμαστε. Συγχώρεσέ μας. Ὄχι, θά πάτε ἐξορία. Καί ἡ τελευταία λέξη τοῦ δράματος, ὁ τελευταῖος στοῖχος, τά τελευταία λόγια πού ἄφησε γραμμένα ὁ Εὐριπίδης εἶναι: Στούς θύμους τους, οἱ θεοί ἔπρεπε νά μήν εἶναι ὅμοιοι μέ τούς θνητούς. Τί θεοί εἶναι αὐτοί, ἄν δέν εἶναι καλύτεροι ἀπό μας; Αὐτοί εἶναι οἱ τελευταῖοι, σχεδόν, στίχοι ἀπό τό δράμα Βάκχες.
Θά μπορούσαμε νά μιλᾶμε ὧρες πολλές... Κι ἀκόμα, δέ μιλήσαμε γιά Πλάτωνα, δέ μιλήσαμε γιά ἄλλους συγγράφεις, οὔτε γιά Σοφοκλῆ οὔτε γιά τόν Οἰδίποδα Τύραννο... Εἶναι ἄπειρα τά παραδείγματα μέσα στήν ἀρχαία ἑλληνική λογοτεχνία, ὅπου φαίνεται ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέν ἦταν καθόλου εὐχαριστημένοι μέ τούς θεούς τους. Ἦταν βαθιά πληγωμένοι ἄπ τή θεολογία τους κι ἔδειχναν αὐτή τή βαρυθυμότατη διάθεση γιά τή ζωή. Ἡ εἰκόνα πού μᾶς ἔχουν δώσει οἱ διάφοροι μελετητές τῆς ἀρχαιότητος ἰδιαίτερα οἱ Γερμανοί καθηγητές, πού ἦταν καθηγητές τῶν καθηγητῶν μας, εἶναι τελείως παραπλανητική. Θά χρειαστεῖ νά τά ξαναδιαβάσουμε ἀπό τή ἀρχή καί νά τά ἐπανεκτιμήσουμε. Ὄχι, πώς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέν ξέρανε τό ὡραῖο καί δέν ξέρανε τί λαχταροῦσαν· φαίνεται ἀπό τά διαλείμματα, ἀπό τά κομματάκια τά μικρά, στά ὁποῖα προσπαθοῦσαν νά στήσουν ἕναν κόσμο ὡραῖο τόν ὁποῖο ὅμως, δέν μποροῦσαν νά τόν στήσουν ποτέ.
Ἔτσι, θά θέλαμε νά μᾶς ποῦν, ὅσοι ἀπό τούς νεότερους συνανθρώπους μας, συμπολίτες μας, ὀνειρεύονται τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο, τίς ἀρχαῖες θρησκεῖες, τό δωδεκάθεο κ.τ.λ., σάν ποιόν ἀπό τούς θεούς θά θέλανε νά χοῦν θεό; Ποιόν ἀπ' ὅλους; Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ ἴδιοι. Καί πῶς φαντάζονταν τούς ἀρχαίους Ἕλληνες νά ζοῦν τή θρησκευτική τους ζωή; Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοι μᾶς ἦταν γεμάτοι τρόμο καί φόβο. Συνέχεια θέλαν τόν ἐξιλασμό σάν νά ἦταν ἐγκληματίες, γεμάτοι ἐνοχή καί θέλαν ἁπλῶς νά ἐξευμενίσουν, ὅπως ἕνας κατάδικος πού θέλει μία ποινή ὅσον γίνεται πιό ἐπιεικῆ. Τίποτε περισσότερο. Καί πρέπει ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, νά παρακαλοῦμε τό Θεό νά βοηθάει τούς ἀνθρώπους, ὄχι τόσο στό νά μή γίνονται αἱρετικοί, ἀλλά στό νά στέκονται Ὀρθόδοξοι, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἄρνηση ὅλων τῶν αἱρέσεων ὅλες οἱ αἱρέσεις εἶναι ἄρνηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ὑπαρκτός τόπος, πού μπορεῖ κανείς νά πατήσει.
Γύρω, γύρω εἶναι τό χάος πού οἱ ἄνθρωποι πέφτουν καί γκρεμοτσακίζονται. Κι αὐτό, γιατί ἀγνοοῦν, δέν διαβάζουν τά κείμενα, ἔχουν μία φανταστική εἰκόνα τῶν κειμένων, ὅπως τήν δώσανε οἱ Γερμανοί. Οἱ Γερμανοί διδάξαν τήν Ὀδύσσεια καί δέν τό εἴπανε στόν κόσμο, δέν τό εἶπαν στούς καθηγητές τῶν Πανεπιστημίων κι οἱ καθηγητές τῶν Πανεπιστημίων δέν τό πᾶν στούς καθηγητές, ἐμᾶς... κι ἐμεῖς δέν τό εἴπαμε στά παιδιά, ὅτι ἡ κυρία ἀρετή ποῦ ὑμνεῖται μέσα στήν Ὀδύσσεια εἶναι ἡ νηστεία. Τ'ἀκοῦν οἱ καθηγητές καί τά παιδιά αὐτό καί μένουν μ ἀνοικτό τό στόμα. Κι ὅμως, τό λέει ὁ Ὅμηρος. Ἄπ' ὅλους τους συντρόφους του, ὁ Ὀδυσσέας, καί μόνος αὐτός, γύρισε, γιατί; Γιατί αὐτός δέν ἔφαγε ἀπό τά βόδια τοῦ Ἥλιου. Τήρησε τή νηστεία πού τοῦ ὅρισε ὁ θεός. Θεός εἰδωλολατρικός... Ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ὅλοι καταστραφῆκαν. Καί λέει, νήπιοι, οἱ κατά βούς Ὑπερίονος Ἠελίοιο, ἤσθιον, οἱ ἀνόητοι..., αὐτό ἦταν τό ἔγκλημά τους. Δέ συγκρατήθηκαν στή νηστεία τους.
Τό λέει ἐκτενῶς στό Ν' τῆς Ὀδύσσειας, πώς τρεῖς φορές προσπάθησε ὁ Ὀδυσσέας νά τούς πείσει νά μή φᾶνε τά ἀπαγορευμένα κι ἀπέτυχε. Δέν τόν ἄκουσαν καί γί αὐτό, χάσαν τήν ἡμέρα τοῦ γυρισμοῦ· χάσαν τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, θά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα. Χάσαν τήν Ἰθάκη. Καί κάτι ἄλλο μᾶς λέει ὁ Ὅμηρος, ὁ σοφώτατος Ὅμηρος. Ὅταν αὐτοί ψήναν τά βόδια καί τά πρόβατα τοῦ Ἥλιου κι ἦλθε ὁ Ὀδυσσέας πού εἶχε πάει νά προσευχηθεῖ στό βάθος, βλέπει κι ἔβαλε τά κλάματα ὁ Ὀδυσσέας, ἀπ' τή δυστυχία τους. Γιατί εἶδε τέρατα! Τί ἦταν τά τέρατα; Κάποια πρόβατα πού ψήνονταν στή φωτιά, βελάζανε... Τά σφαχτά βελάζανε! Καί κάποια τομάρια πού τά χᾶν γδάρει καί τά χᾶν πετάξει, εἶχαν σηκωθεῖ καί περπατοῦσαν μόνα τους τά τομάρια.
Δηλαδή, φρίκη! Κι ἔτσι, ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ τερατογενέσεις. Ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι καταστροφή, διαστροφή τῆς φύσης. Αὐτά τά πράγματα δέ μᾶς τά δίδαξαν ποτέ... Δέ μᾶς τά δίδαξαν καί δέν τά διδάξαμε στά παιδιά. Εἶναι καιρός νά μάθουμε σωστά ἀρχαῖα ἑλληνικά· ἡ νεολαία μας κι οἱ διδάσκαλοί τους καί νά προσέχουμε, νά μήν παρασυρόμαστε ἀπό ψευτιές καί ἀπό ἐπιπολαιότητες. Γιατί, πολλοί ἀπό αὐτούς τούς ἀρχαιολάτρες δέν εἶναι ψεῦτες, ἁπλῶς εἶναι ἐπιπόλαιοι κι ἀναμασοῦν αὐτά τά δύο, τρία λαθεμένα πού μᾶς εἶπαν οἱ Γερμανοί φιλόλογοι. Αὐτό τό ἴδιο, τό βλέπουμε καί στή θεολογία τήν Ὀρθόδοξη. Ὅσοι πᾶνε ἔξω νά σπουδάσουνε θεολογία, τό τί ἀκοῦνε, δέ λέγεται. Ἔρχονται καί δέ θέλουν νά πιστέψουν σέ τίποτα.
Ἀπό ὁμιλία του στό Σεμινάριο Ὀρθοδόξου Πίστεως, πού γίνεται κάθε Κυριακή στό Ἐνοριακό Κέντρο τοῦ Ι. Ναοῦ Ἄγ. Παρασκευῆς, τοῦ ὁμωνύμου προαστείου, ἀπό 11.30 ἕως 1 μ.μ., περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχη 39-40.