Ἡ φτώχια καί ἡ ἀπελευθέρωση
Μητροπολίτου Σουρόζ Αnthony Bloom
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε πάει στήν Αἴγυπτο ἐλεύθερος, σιγά - σιγά ὑποδουλώθηκε. Οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς ἔφεραν τούς ἀνθρώπους σταδιακά στήν κατάσταση τῆς δουλείας. Ἡ ἐργασία τούς γινόταν ὁλοένα καί βαρύτερη, ἐνῶ οἱ συνθῆκες τῆς διαβιώσεως ὅλο καί πιό ἄθλιες. Ὅλο αὐτό ὅμως δέν ἦταν ἀρκετό νά τούς κάνει νά κινηθοῦν γιά νά ἀποκτήσουν πραγματική ἐλευθερία.Ἀπό ἕνα σημεῖο καί πέρα ἡ ἀθλιότητα μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἐπανάσταση, στή βία, στήν προσπάθεια νά δραπετέψει ἀπό αὐτή τήν ὀδυνηρή καί ἀνυπόφορη κατάσταση. Στήν πραγματικότητα ὅμως καμιά ἐπανάσταση, καμιά φυγή δέν εἶναι ἱκανή νά μᾶς χαρίσει τήν πραγματική ἐλευθερία. Γιατί πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ἐλευθερία εἶναι ἐσωτερική κατάσταση τῆς ψυχῆς, πού ἔχει ἄμεση σχέση καί ἐξαρτᾶται ἀπό τή στάση πού θά κρατήσουμε ἀπέναντι στό Θεό, στό ἐγώ καί στόν κόσμο πού μᾶς περιβάλλει.
Κάθε φορᾶ πού οἱ Ἰσραηλίτες ἐπιχειροῦσαν νά φύγουν ἀπό τήν Αἴγυπτο τούς ἐπιβάλλονταν νέα καί βαρύτερα ἐξευτελιστικά ἔργα. Ὅταν ἤθελαν νά κόψουν πλίθρες, δέν τούς ἔδιναν ὅσο ἄχυρο τούς χρειαζόταν καί ὁ Φαραώ διέταξε «νά πηγαίνουν καί νά μαζεύουν μόνοι τους τό ἄχυρο» καί «νά τούς φορτώνετε περισσότερη δουλειά, ὥστε νά κουράζονται πολύ» (Ἐξ. 5,7). Ἤθελε νά 'ναί ἐντελῶς ἐξαντλημένοι καί τόσο πολύ ἀπορροφημένοι ἀπό τή σκληρή δουλειά, ὥστε νά μήν τούς ἔμενε πιά μυαλό γιά τήν ἐπανάσταση καί ἀπελευθέρωση.[...]
Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τό διάβολο εἶναι ὅμοια μέ ἐκείνη πού ἐπιχειρήθηκε τότε στήν Αἴγυπτο, μέ ἀρχηγό τό Μωυσῆ. Ἐπίσης κατορθώνεται κατά τό βάπτισμα μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ καί τή Χάρη πού ἔχει δοθεῖ στήν Ἐκκλησία Του. [...]
Ὁ διάβολος καί τά ἔργα τοῦ παίρνουν στή ζωή μας τή θέση πού εἶχε γιά τούς Ἰσραηλίτες στή βιβλική Ἔξοδο ἡ Αἴγυπτος, ὁ Φαραώ καί ὅλα τά ἄλλα ἀγαθά πού ἀπολάμβαναν, δηλαδή ἡ τροφή καί ἡ ἐπιβίωση, μέ τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι θά τοῦ ἦταν πειθήνιοι σκλάβοι. Ἀλλά καί γιά μᾶς τούς χριστιανούς ὄχι ἡ ἔνοπλη ἐξέγερση ἀλλά ἡ προσευχή εἶναι ἡ τελική καί ἡ πιό οὐσιώδης ἐπαναστατική πράξη μας κατά τή σκλαβιᾶς μας. Ἡ προσευχή μᾶς αὐτή βιώνεται ταυτόχρονα καί παράλληλα καί σάν ἐπιστροφή μας στή συναίσθηση τῆς ὑπευθυνότητας καί τῆς οἰκειότητάς μας ἀπέναντι στό Θεό.
Σύμφωνα μέ τά παραπάνω λοιπόν, ἡ Ἔξοδος τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀρχίζει μέ τήν ἴδια κατάσταση μέ τήν ὁποία ἀρχίζουμε καί ἐμεῖς τήν Ἔξοδό μας ἀπό τή δουλεία στό σατανᾶ. Καί αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τῆς σκλαβιᾶς μας, ἀλλά καί τῆς βεβαιότητας ὅτι δέν μποροῦμε νά ἀντιμετωπίζουμε ριζικά τό αἴτημα τῆς ἐλευθερίας μας μέ ἐπανάσταση ἡ φυγή. Γιατί εἴτε δραπετεύσουμε, εἴτε ἐπαναστατήσουμε δέν ξεφεύγουμε ἀπό τή δουλεία, ἐκτός ἐάν τοποθετήσουμε σέ νέες βάσεις τή σχέση μας μέ τό Θεό καί μέ ὅλους τους οὐσιαστικούς καί περιβαλλοντικούς παράγοντες τῆς ζωῆς μας, ὅπως διδάσκει ὁ Κύριος στόν πρῶτο Μακαρισμό: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ φτώχεια - ὄντας μόνιμο καί οὐσιαστικό γνώρισμα τῆς ζωῆς τῶν δούλων - δέν εἶναι ἀπό μόνη της διαβατήριο γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἕνας δοῦλος, ὑπάρχει περίπτωση, νά στερηθεῖ καί τά ὑλικά καί τά οὐράνια ἀγαθά. Αὐτή ἡ φτώχεια, δηλαδή ἡ στέρηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, μπορεῖ νά εἶναι περισσότερο συντριπτική ἀπό ἐκείνη πού ζεῖ κανείς μέ τή στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι φτωχός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού στερεῖται κάτι, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ πάρα πολύ ἔντονα αὐτό πού δέν κατέχει.
Ἡ φτώχεια δέν θεμελιώνεται στή βάση τοῦ τί ἔχουμε ἤ τί δέν ἔχουμε, ἀλλά στό πόσο λαχταρᾶμε ἐκεῖνο πού μᾶς λείπει καί δέν μποροῦμε νά τό ἀποκτήσουμε.
Ἄν μελετήσουμε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, πολύ εὔκολα θά ἀνακαλύψουμε ὅτι εἴμαστε πάμπτωχοι καί ἄποροι. Γιατί ὅ,τι ἔχουμε, ποτέ δέν τό κατέχουμε, ὅσο καί ἄν ἐξωτερικά δίνουμε τήν ἐντύπωση τοῦ πλούσιου καί εὔπορου ἀνθρώπου. Στήν προσπάθειά μας ν' ἁρπάξουμε κάτι, ἀνακαλύπτουμε πολύ γρήγορα ὅτι ἤδη μᾶς ξέφυγε μέσα ἀπό τά χέρια. Ἡ ὕπαρξη μᾶς ἔχει μοναδική ἀφετηρία τόν κυρίαρχο δημιουργικό λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς κάλεσε ἀπό τό μηδέν, ἀπό τήν τέλεια ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη πού ζωογονεῖται ἀπό τήν παρουσία Του. Δέν μποροῦμε νά διατηρήσουμε ἀπό μόνοι μας τή ζωή καί τήν ὑγεία μας. Καί ὄχι μόνο τήν ὑγεία μας ἀλλά καί ὅλες τίς ἄλλες ψυχοσωματικές μας ἱκανότητες. Ἄς πάρουμε γιά παράδειγμα ἕναν ἄνθρωπο μέ πολύ μεγάλη νοημοσύνη. Μόλις σπάσει στόν ἐγκέφαλο αὐτοῦ του ἀνθρώπου ἕνα πολύ μικρό αἱμοφόρο ἀγγεῖο, ξεμωραίνεται καί νεκρώνεται διανοητικά. Τά συναισθήματά μας μποροῦν νά μεταβληθοῦν ἀπό κάποια σημαντική ἤ ἀσήμαντη αἰτία, ὅπως εἶναι τό κρυολόγημα ἤ ἡ κόπωση. Κι ἔτσι τή στιγμή πού θέλουμε δέν μποροῦμε νά νιώσουμε τή συμπάθειά μας γιά κάποιον, ἐνῶ τόσο πολύ τό ἐπιθυμοῦμε. Ἤ ἄλλοτε πᾶμε στήν Ἐκκλησία καί νιώθουμε τήν καρδιά μᾶς κρύα καί σκληρή σάν πέτρα. Αὐτή βασικά εἶναι ἡ φτώχεια. Μᾶς κάνει ὅμως αὐτοῦ του εἴδους ἡ φτώχεια πολίτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν; Ὄχι βέβαια. Γιατί, ἄν ζοῦμε κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μᾶς μ' ἕνα αἴσθημα κακομοιριᾶς - ἐπειδή εἴμαστε φτωχοί καί μᾶς λείπουν ὅλα - ἄν μᾶς διακατέχει μόνο τό αἴσθημα τῆς ἀνέχειας, τότε δέν μποροῦμε ποτέ νά νιώσουμε εὐτυχισμένα παιδιά στό βασίλειο τῆς θείας Ἀγάπης. Ἀντίθετα θά ἔχουμε τό βίωμα ὅτι εἴμαστε δυστυχισμένα θύματα μίας καταστάσεως πού δέν ἔχουμε τή δύναμη νά τήν ἀποτινάξουμε, καί τήν ὁποία μισοῦμε.
Ὅλα αὐτά μας φέρνουν πίσω στίς λέξεις «πτωχοί τῷ πνεύματι». Ἡ φτώχεια πού μᾶς ἀνοίγει τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, βρίσκεται στή συνειδητοποίησή του ὅτι, ἐφόσον τίποτα ἀπ' ὅσα κατέχω δέν μοῦ ἀνήκει πραγματικά, τότε καθετί πού ἔχω εἶναι δῶρο ἀγάπης θείας ἤ ἀνθρώπινης. Αὐτό τό βίωμα ἀλλάζει ἐντελῶς τά πράγματα. Ἄν κατανοήσουμε βαθιά ὅτι, μολονότι δέν μποροῦμε νά 'ρθοῦμε στή ζωή καί νά παραμείνουμε σ΄ αὐτή μέ τίς δικές μας δυνάμεις, παρά ταῦτα ἀκόμα ὑπάρχουμε, τότε ἀσφαλῶς θά ὁμολογήσουμε ὅτι κάποια ἄλλη διαρκῆς, θεία, ἀγαπητική δύναμη μᾶς συντηρεῖ. Ἄν παρατηρήσουμε ὅτι τό καθετί πού ἔχουμε στή ζωή μᾶς προσφέρεται καί δέν μποροῦμε μέ τή βία νά τό ἐξουσιάσουμε, τότε ἀσφαλῶς θά παραδεχθοῦμε ὅτι τά πάντα προέρχονται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζεται καί γίνεται συγκεκριμένη σέ κάθε μικροστιγμή τῆς ζωῆς μας. Τότε ἡ φτώχειά μας θά γίνει πηγή ἀτέλειωτης χαρᾶς, ἀφοῦ τό καθετί πού ἔχουμε εἶναι δεῖγμα τῆς Ἀγάπης. Δέν πρέπει ποτέ νά προσπαθήσουμε νά οἰκειοποιηθοῦμε πράγματα, γιατί ὅταν λέμε ὅτι αὐτό εἶναι «δικό μου» καί ὄχι εἶναι «διαρκές δῶρο τοῦ Θεοῦ», τότε χάνουμε ἀντί νά τό κερδίσουμε. Ἄν κάτι τό θεωρῶ «δικό μου», τότε δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἀμοιβαία ἀγάπη πού ὑπάρχει μεταξύ της ψυχῆς μου καί τοῦ Θεοῦ. Ἄν εἶναι δικό Του καί μοῦ τό παρέχει αὐτό, μέρα τή μέρα καί ὥρα τήν ὥρα, γίνεται μέσο γιά συνεχῆ ἀνανέωση τῆς ἀγάπης μας. Ἔτσι ὁδηγούμαστε στό σωστό λογισμό: «Δόξα τῷ Θεῶ, δέν μοῦ ἀνήκει. Ἄν ἦταν δικό μου θά τό ἐξουσίαζα, ἀλλά δυστυχῶς χωρίς τήν ἀγάπη». Ἡ σχέση στήν ὁποία ὁδηγεῖ αὐτός ὁ λογισμός εἶναι ἐκεῖνο πού τό ἱερό Εὐαγγέλιο τό ὀνομάζει «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Σ' αὐτή τή Βασιλεία ἀνήκουν μόνο ἐκεῖνοι πού παίρνουν τό καθετί ἀπό τό βασιλιά μέσα σέ μία κοινωνία ἀμοιβαίας ἀγάπης καί πού δέν θέλουν νά εἶναι πλούσιοι. Γιατί τό νά εἶναι κανείς πλούσιος σημαίνει τό νά εἶναι φτωχός ἀπό ἀγάπη, ἀλλά φορτωμένος ὑλικά πράγματα. Ἀπό τή στιγμή πού βρίσκουμε μέσα σ' αὐτή τή σχέση τό Θεό, ὅτι δηλαδή τά πράγματα ἀνήκουν στό Θεό καί καθετί πού ἔχουμε εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ, ἀπ' αὐτή τή στιγμή ἀρχίζουμε νά μπαίνουμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί νά ἀπελευθερωνόμαστε.
Ἀπό τό βιβλίο «Ζωντανή Προσευχή», Ἀρχιεπ. Antony Bloom, Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία».
Ἀπό τό https://apantaortodoxias.blogspot.gr/2011/10/antony-bloom.html