Ἡ θέρμη τῆς μετάνοιας
Μίας κόρης, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς της κι ἀπόμεινε ὀρφανή. Μετά ἀπ' αὐτό ἔκανε τό σπίτι τῆς ξενώνα γιά χάρη τῶν πατέρων τῆς Σκήτης, καί γι' ἀρκετό καιρό τούς δεχόταν ἐκεῖ καί τούς περιποιόταν. Ἔπειτα ὅμως, ἀφοῦ ξόδεψε ὅσα εἶχε, ἔπεσε σέ στέρηση.
Τήν πλησίασαν τότε κάποιοι ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί κατόρθωσαν νά τή βγάλουν ἀπό τόν ἴσιο δρόμο. Ἔτσι ἄρχισε νά ζεῖ ἁμαρτωλά, ὥσπου κατάντησε καί σέ πορνεῖο.
Ὅταν τό ἄκουσαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν ὑπερβολικά. Κάλεσαν τόν ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό καί τοῦ εἶπαν:
-Μάθαμε γιά τήν τάδε ἀδελφή ὅτι ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία. Ἐπειδή ὅμως αὐτή, ὅταν μποροῦσε, μᾶς ἔδειξε τήν ἀγάπη της, κι ἐμεῖς τώρα ἄς τή βοηθήσουμε ὅπως μποροῦμε.
Κᾶνε λοιπόν τόν κόπο νά πᾶς κοντά της καί, μ' ὅση σοφία σου ἔδωσε ὁ Θεός, νά οἰκονομήσεις τήν κατάστασή της.
Πῆγε πράγματι ὁ γέροντας στό σπίτι της καί λέει στή γριά πορτάρισσα:
-Πές στήν κυρά σου πώς τή θέλω!
Ἐκείνη τόν ἀποπῆρε:
-Ἐσεῖς οἱ καλόγεροι καταφάγατε τό βίος της! Καί νά πού τώρα βρίσκεται μέσα στή φτώχεια!
-Πές τό της! ἐπέμενε ὁ γέροντας. Γιατί ἔχω νά τήν ὠφελήσω πολύ.
Τότε ἡ γριά ἀνέβηκε πάνω καί εἶπε στήν κόρη γιά τό γέροντα. Σάν τ' ἄκουσε ἐκείνη, μονολόγησε:
-Αὐτοί οἱ μοναχοί τριγυρνᾶνε πάντοτε στά μέρη τῆς Ἐρυθράς θάλασσας καί βρίσκουνε μαργαριτάρια.
Στολίστηκε, κάθισε στό κρεβάτι καί εἶπε στήν πορτάρισσα:
-Ἀνέβασε τόν ἐπάνω!
Μόλις μπῆκε ὁ ἀββάς Ἰωάννης, πῆγε καί κάθησε κοντά της. Τήν κοίταξε ἐπίμονα στό πρόσωπο καί τῆς λέει:
-Γιατί τά ἔβαλες μέ τόν Ἰησοῦ καί κατάντησες ἔτσι;
Πάγωσε σύγκορμη ἡ κόρη μ' αὐτά τά λόγια.
Ὁ γέροντας ἔσκυψε τό κεφάλι του καί ἄρχισε νά κλαίει γοερά.
-Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς; τόν ρωτάει ἐκείνη.
Σήκωσε τό κεφάλι του, τό ξανακατέβασε καί εἶπε:
-Βλέπω τό σατανᾶ νά παίζει στό πρόσωπό σου, καί νά μήν κλάψω;
Ἡ κόρη τότε τόν ρώτησε:
-Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ;
-Ὑπάρχει.
-Πάρε μέ, λοιπόν, ὅπου θέλεις!
-Πᾶμε!
Στή στιγμή ἡ κόρη σηκώθηκε καί τόν ἀκολούθησε. Καί ὁ γέροντας θαύμασε, βλέποντας πώς δέν ἔδωσε καμιά παραγγελία γιά τό σπίτι της.
Εἶχε πιά νυχτώσει, ὅταν ἔφτασαν στήν ἔρημο. Ὁ γέροντας τῆς ἐφτίαξε ἕνα μικρό προσκεφάλι, τό σταύρωσε καί τῆς εἶπε:
-Κοιμήσου ἐδῶ.
Ἀφοῦ ἑτοίμασε καί γιά τόν ἑαυτό τοῦ λίγο πιό πέρα, ἔκανε τήν προσευχή του καί ξάπλωσε κι ἐκεῖνος.
Ξύπνησε γύρω στά μεσάνυχτα. Καί βλέπει ἕνα φωτεινό δρόμο, ἀπό τόν οὐρανό μέχρι τήν Ταϊσία, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν' ἀνεβάζουν τήν ψυχή της!
Σηκώθηκε, πῆγε κοντά της καί τη σκούντηξε με τό πόδι του. Ἦταν νεκρή! Μόλις βεβαιώθηκε γι' αὐτό, ἔπεσε μέ τό πρόσωπο καταγῆς καί προσευχήθηκε στό Θεό. Ἄκουσε τότε φωνή νά τοῦ λέει, πώς ἡ μία ὥρα τῆς μετάνοιας τῆς ἔγινε εὐπρόσδεκτη περισσότερο ἀπό τή μετάνοια πολλῶν ἄλλων, πού χρόνια ὁλόκληρα μετανοοῦν, δέν δείχνουν ὅμως τῆς δικῆς της μετάνοιας τή θέρμη.
Ἀπό τό https://www.romfea.gr/foni-ierarxon/20189-2013-11-07-17-04-34