Ἡ δίκη τῆς κατσίκας Ρίκας Βαρίκας

2014-08-04 10:11

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Πώ-πώ, φίλοι μου!

        Ἄλλο νά σᾶς τό λέω κι ἄλλο νά τό βλέπετε! Φοβερό! Δέν ξανάγινε! Θά σᾶς τά πῶ ὅμως μέ τή σειρά, γιά να μή σᾶς κρατάω σέ ἀγωνία.

        Ξεκίνησα ἕνα πρωί γιά τό χωριό τοῦ παπποῦ μου. Πετοῦσα ἀνέμελο πάνω ἀπό κάμπους και βουνά καί τραγουδοῦσα. Ὅμως ξαφνικά... τί βλέπω! Κάτω ἀπό τό γεροπλάτανο δίπλα στήν κρύα βρύση, δεξιά στήν ἀκροποταμιά, παρέκει ἀπό τις στάνες τοῦ κυρ-Παναγῆ, εἴχανε μαζευτεῖ ὅλα τά ζωντανά: γίδια, πρόβατα, προβατίνες, τραγιά, κριάρια, κατσικοῦλες, ἀρνάκια, καί πιό πίσω κάτι τσοπανόσκυλα... μανούλα μου!

        Ἦταν ὅλα ἀμίλητα, σάν κάτι νά περίμεναν. Χαμήλωσα λιγάκι κι εἶδα στο βλέμμα τους μιά παράξενη ἀγριάδα. Λές καί σέ λίγο θά ξεσποῦσε μεγάλος πόλεμος. Στή μέση ἀνάμεσα στά ζωντανά, πάνω σέ μιά μεγάλη ἀκούνητη κοτρώνα -σʼ ἕνα λιθάρι ριζιμιό, πού λέν καί στό χωριό μου- στεκόταν σοβαρό καί σκεφτικό τό πιό μεγάλο κριάρι μέ τά στριφτά κέρατα. Πρίν προλάβω νά πῶ λέξη, ἀκούστηκε τό κριάρι:

        - Νά προσέλθει ἡ κατηγορουμένη Ρίκα Βαρίκα τοῦ Ἀσήκωτου καί τῆς Παχουλοῦς.

        - Μάααλιιιστααα..., ἀκούστηκε μιά τρεμουλιαστή φωνή κι ἡ Ρίκα Βαρίκα ἔκανε μερικά βήματα καί ξεχώρισε ἀπό τό κοπάδι. Στάθηκε στή μέση μπροστά στό δικαστή, πάνω σʼ ἕνα χασαπόξυλο καί περίμενε.

        - Λοιπόν, συνέχισε τό κριάρι, τί κατηγορίες εἶναι αὐτές πού ἀκούγονται τόν τελευταῖο καιρό γιά σένα;

        - Δέν ξέρω τίποτα, δέν ξέρω τίποτα, κλαψούρισε ἡ κατσικούλα. Εἶμαι ἀθώα, μπέεεε...

        Ἔ, τό τί ἔγινε τότε! Φωνές, βελάσματα, γαβγίσματα. Ὥς κι ἕνα γκάρισμα ἀκούστηκε ἀπό μακριά.

        - Παρακαλῶ! φώναξε τό κριάρι. Παρακαλῶ, ἡσυχία στο ἀκροατήριο! Με τή σειρά, μέ τή σειρά! Θά μιλήσετε ὅλοι.

        - Ἐγώ κυρ-δικαστά -πῆρε πρώτη τό λόγο μιά γριά προβατίνα- τοῦτο ξέρω: ὅτι χάλασε ἡ νεολαία ἐδῶ στό κοπάδι. Ἀκοῦς ἐκεῖ, νά ἔρχεται ἡ Ρίκα Βαρίκα καί νά μοῦ λέει: «Γιαγιά προβατίνα, φέρε μου νερό, φέρε μου σανό, φέρε τοῦτο, φέρε τʼ ἄλλο»! Ἀκοῦς ντροπές! Καί τί μέ πέρασες, μωρές, ᾽πηρέτρια; Καί δέν ἔγινε μιά φορά, κυρ-δικαστά. Φτάνει πιά! Νά τή διώξουμε ἀπό τη στάνη.

        - Ναί, ναί, νά τή διώξουμε! Φώναξε μονομιᾶς τό πλῆθος.

        - Ἕνα λεπτό νά πῶ κι ἐγώ, εἶπε ἕνας τράγος πού φαινόταν σοφός. Αὐτή ἐδῶ ἡ μικρή κατσίκα, κύριε δικαστά, ἔχει γίνει ἀνυπόφορη. Δέν τήν ἀντέχουμε πλέον. Γίνεται σέ ὅλους βάρος.

        - Ναί, ναί βάρος! βέλαζαν ὅλα μαζί.

        -Δέν μποροῦμε νά κάνουμε βῆμα μέσα στό μαντρί, -συνέχισε ὁ τράγος- καί νά σου ἡ Βαρίκα: «Κυρ-τράγε, φέρε μου τά χόρτα νά φάω, φέρε μου τήν καρδάρα γιά τό γάλα». Ἔ, φτάνει πιά. Προτείνω νά φύγει. Ἐξάλλου τίποτα δέν προσφέρει. Μόνο βάρος.

        - Ἔξω! Ἔξω ἡ Βαρίκα πού γίνεται βάρος!

        - Κι ἐγώ θέλω νά καταθέσω κάτι, εἶπε μιά μικρή κατσικούλα συμμαθήτρια τῆς Βαρίκας. Κύριε δικαστή, ἡ Βαρίκα ποτέ δέ διαβάζει. Ποτέ δέ λύνει τίς ἀσκήσεις. Ὅλα τά περιμένει ἀπό τούς ἄλλους. Οὔτε μᾶς ἀφήνει νά παίξουμε στά διαλείμματα, παρά μᾶς ἀναγκάζει νά τῆς λέμε τά μαθήματα. Κι ἄλλοτε ἀντιγράφει ἀπό τά τετράδιά μας. Καί στίς ἐκδρομές ποτέ δέν κουβαλάει τά πράγματά της, ἀλλά τά φορτώνει σέ μᾶς. Ρωτῆστε, ἄν θέλετε, καί τή δασκάλα μας.

        - Πράγματι, κύριε δικαστά -φώναξε ἡ κυρία Γίδα Γραφίδα- ἡ Βαρίκα ἔχει γίνει ἀνυπόφορη. Γίνεται βάρος σέ ὅλους, ὥς καί σέ μένα. Νά φανταστεῖτε, χθές τό μεσημέρι στό σχόλασμα σκαρφάλωσε στήν πλάτη μου, γιατί, λέει, ἦταν κουρασμένη καί δεν μποροῦσε νά περπατήσει ὥς τό μαντρί. Αὐτό εἶναι ἄνω ποταμῶν. Προτείνω ἀλλαγή κοπαδιοῦ.

        - Ἐγώ, κυρ-δικαστά -εἶπε μέσα ἀπό τό πλῆθος ἕνα ἀρνί με φουντωτό μαλλί- μπορῶ να σᾶς πῶ ὅλα τά καμώματά της, γιατί μένω στήν ἴδια γειτονιά. Ἡ Βαρίκα ἀπό δῶ ποτέ στή ζωή της δεν ἔστρωσε τό κρεβάτι της, παρά φωνάζει τή μάνα της γιά νά σιάξει τό σανό. Ποτέ δέν καθάρισε οὔτε μιά τόση δά γωνίτσα μέσα στό μαντρί, παρά φωνάζει τά ἀδέλφια της νά σκουπίσουν. Γιʼ αὐτό κυρ-δικαστά, τό καλό πού σοῦ θέλουμε, διῶξʼ την ἀπό τό κοπάδι, γιατί ἔχει γίνει σʼ ὅλους βάρος!

        - Ἔεεε, φώναξε τότε τό μεγάλο τσοπανόσκυλο, νά πῶ κι ἐγώ κάτι; Μένα δέ μοῦ πέφτει λόγος, ἀλλά θά τό πῶ: Ἡ Βαρίκα ὥς καί σέ μένα θέλησε νά γίνει βάρος!

        - Ἴιιιιιι!!! μουρμούρισε ὅλο τό κοπάδι καί κοίταξε μέ τρόμο τό ἄγριο τσοπανόσκυλο.

        - Δηλαδή; ρώτησε μέ ἀγωνία ὁ δικαστής.

        - Πρίν ἀπό λίγες μέρες πού ἔκανε πολλή ζέστη κι ἔπεσε μύγα στό κοπάδι, ἦρθε ἡ Βαρίκα καί μοῦ λέει: «Θέλω να γαβγίζεις καί νά διώχνεις τίς μύγες ἀπό πάνω μου». Κι ἐπειδής ἐγώ δεν τῆς ἔκανα τό χατίρι, ἔβαλε τά κουτάβια τοῦ γείτονα νά τῆς κάνουν τή δουλειά! Πρόσεξε, κυρ-δικαστά, ἤ τή διώχνεις ἤ φεύγω καί σᾶς ἀφήνω στους λύκους!

        Ὅση ὥρα μιλοῦσαν οἱ κατήγοροι, ἡ Ρίκα Βαρίκα ἔτρεμε σύγκορμη. Μια κοίταζε τό δικαστή, μιά τό χασαπόξυλο κάτω ἀπό τά πόδια της, μιά τά αἰγοπρόβατα... Ἄχ, πῶς τήν ἔπαθε ἔτσι; Γιατί νά μήν προσέξει τόσο καιρό;

        - Λοιπόν, Βαρίκα, τί λές τώρα; ρώτησε αὐστηρός ὁ δικαστής.

        - Ἄχ, κυρ-δικαστά, εἶπε ἡ Βαρίκα, πρῶτα δός μου λίγο ἀπʼ τό νερό πού ᾽χεις μπροστά σου, γιατί μέ τήν τρομάρα πού πῆρα, στέγνωσε τό στόμα μου.

        - Τά βλέπεις; Τά βλέπεις, κυρ-δικαστά; φώναξε ἡ γριά προβατίνα, ὥς και σέ σένα γίνεται βάρος. Δέν ντρέπεσαι, Βαρίκα; Τεμπέλικο γίδι! Νροπιάζεις ὅλο τό κοπάδι.

        Ἡ κατσικούλα τά χρειάστηκε τότε. Ποτέ δέν εἶχε φανταστεῖ πόσο μεγάλο ἐλάττωμα εἶναι νά φορτώνεις τις δουλειές σου στούς ἄλλους καί νά τούς γίνεσαι βάρος. Πώ-πώ! Τί θά γίνει τώρα; Τί ἀπόφαση θα βγάλει ὁ δικαστής;

        Τό μεγάλο κριάρι ξερόβηξε, ξαναξερόβηξε κι ἦταν ἕτοιμο νά ρίξει την καταδικαστική ψῆφο τῆς σούβλας, ἀλλά κείνη τήν ὥρα ἔφτασε τρέχοντας ὁ γαϊδαράκος τοῦ κυρ-Παναγῆ κι εἶπε ὅτι τό ἀφεντικό, πού τά ἔμαθε ὅλα, θέλει νά δώσουν ἄλλη μία εὐκαιρία στή Βαρίκα καί νά τήν ἀφήσουν κι αὐτή τή χρονιά, κι ἄν τυχόν δέ διορθωθεῖ, θά τή σουβλίσει τοῦ χρόνου τό Πάσχα.

        Τί νά σᾶς τά πολυλογῶ, φίλοι μου! Τέτοια δίκη δέν ξανάδα οὔτε στόν Ἄρειο Πάγο. Γιʼ αὐτό σηκώθηκα κι ἔφυγα γρήγορα. Ὅσο γιά τή Βαρίκα, πῆρε ἀπόφαση νά διορθωθεῖ, κι ἀπʼ ὅ,τι μαθαίνω καλά πηγαίνει. Γιά να δοῦμε...

        Σᾶς χαιρετῶ μʼ ἀγάπη,

τό ΣΥΝΝΕΦΟ

Καί προσοχή:

Ποτέ βάρος στούς ἄλλους, μήτε σέ μικρούς μήτε σέ μεγάλους.

Τή δουλειά σου, ἀφοῦ μπορεῖς, μόνος σου νά ἐκτελεῖς!

Ἀπό τό https://www.osotir.org/images/stories/pdf/734/734.pdf