Ἐμένα δέ μέ αγαπάει κανείς
Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα
Φίλοι μου, γειά καί χαρά σας!
Σᾶς φέρνω νέα ἀπό τό ΣΥΝΝΕΦΟγιατρούλη. Εἶναι ὁ καλύτερος γιατρός καί φίλος μου. Ξέρει πολλά παραμύθια, πού γιατρεύουν τά παιδιά. Αὐτός γιάτρεψε τή μικρή Φιλαρέτη. Εἶναι διάσημος καί τόν ξέρουν σχεδόν σέ ὅλα τά σχολεῖα. Τί; Δέν τόν ξέρετε; Δέν ξέρετε οὔτε τήν ἱστορία τῆς μικρῆς Φιλαρέτης; Λοιπόν, ἀκοῦστε.
Kάποια μέρα πετούσαμε μαζί μέ το φίλο μου πάνω ἀπό ἕνα μεγάλο σχολεῖο. Τά παιδιά ἦταν μέσα στίς τάξεις κι ἔκαναν μάθημα. Μόνο ἕνα μικρό κοριτσάκι καθόταν ἔξω στά σκαλιά κι ἔκλαιγε μέ λυγμούς. Κάτι ψιθύριζε, ἀλλά δέν μπορούσαμε νά ἀκούσουμε. Βλέπαμε μονάχα τήν κυρία ἐπιστάτρια νά σκύβει μέ ἀγάπη πάνω στή μικρή μαθήτρια καί νά τή χαϊδεύει.
- Πᾶμε νά δοῦμε τί γίνεται, φώναξε ὁ ΣΥΝΝΕΦΟγιατρούλης καί -φλούπ- με μιά ἀέρινη βουτιά βρέθηκε πάνω στη στέγη τοῦ Σχολείου.
- Τί νομίζεις ὅτι ἔχει; ρώτησα τό φίλο μου.
- Χμμμ, γιά νά ἀκούσουμε τί λέει, εἶπε ὁ γιατρούλης κι ἔβαλε τά ἀκουστικά του.
- «Ἐμένα κανείς δέ μʼ ἀγαπάει. ΟΥΓΚΟΥ ΓΚΟΥ. Ὅλοι μέ μαλώνουν. Συνέχεια μοῦ κάνουν παρατηρήσεις. ΑΟΥΓΚΟΥΓΚΟΥΓΚΟΥΟΥΟΥ. Κανείς δέ μʼ ἀγαπάει! Οὔτε ἡ δασκάλα πού συνέχεια σημειώνει τά λάθη στό τετράδιό μου, οὔτε ἡ μαμά πού μέ βάζει νά κάνω δουλειές, οὔτε τά παιδιά. Ἴιιιιιι. Κανείς! ΟΥΟΥΓΚΟΥΓΚΟΥΙΙΙ!».
- Βαριά περίπτωση. Εἶπε ὁ φίλος μου, πού ὅλα τά ἰατρικά τά ἤξερε. Ἔχει τόν ἰό «Μεῖον ἕξι» (-6) ἤ ἀλλιῶς Παραπονιάριους Παρεξηγήσιμους ντε Γκρινιάρ.
- Ἄαα, τί εἶναι αὐτό; ρώτησα γεμάτο ἀνησυχία. Πεθαίνεις ἀπό αὐτό;
- Ὄχι ἀμέσως, εἶπε ὁ γιατρούλης, ἀλλά σιγά σιγά ἀδυνατίζεις. Μειώνεται καί ἡ ὅραση τίς περισσότερες φορές. Ἔχεις παραισθήσεις καί ἄλλα πολλά.
- Ἄχ, σέ παρακαλῶ, ΣΥΝΝΕΦΟγιατρούλη, κάνε κάτι γιά τή Φιλαρέτη. Φαίνεται τόσο καλή κατά βάθος.
- Ὤ, μά βέβαια, θά τῆς πῶ τήν ἱστορία τῆς παραπονιάρας τριανταφυλλιᾶς, εἶπε ὁ γιατρούλης καί σκύβοντας προς τό κοριτσάκι ἄρχισε τήν ἱστορία:
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΣΥΝΝΝΕΦΟΓΙΑΤΡΟΥΛΗ
Μιά φορά κι ἕναν καιρό στόν κῆπο ἑνός βασιλιᾶ ζοῦσε καί μεγάλωνε μια τριανταφυλλίτσα. Ἦταν πανέμορφη και εὐωδιαστή. Ὅλοι τήν καμάρωναν. Ὅμως ἡ καημένη ἦταν πολύ-πολύ παραπονιάρα. Κάθε πρωί, μόλις ἔβγαινε ὁ ἥλιος, ἔστελνε μιά ἀκτίνα στά πέταλά της. «Οὔφ, κι αὐτός ὁ ἥλιος», ἔλεγε ἡ τριανταφυλλιά, «θέλει νά μέ κάψει».
Σέ λίγο ξυπνοῦσαν οἱ μέλισσες. Ἔτρεχαν στά τριαντάφυλλα, γιά νά μαζέψουν νέκταρ. «Ξούτ, ξούτ», φώναζε ἡ τριανταφυλλίτσα, «ἔξω γρήγοραααα» καί τίναζε τά πέταλα, τά φύλλα της, τέντωνε τά ἀγκάθια της. «Σᾶς ξέρω παλιομέλισσες, θέλετε νά χαλάσετε τά χρώματά μου».
Πότε-πότε ἐρχόταν κι ἕνα μικρό σπουργιτάκι. Πετάριζε γύρω ἀπό τά μικρά κλαδιά της καί τῆς ἔκανε ἀέρα. Ὅμως ἡ τριανταφυλλίτσα ξεσήκωνε τόν τόπο: «Οὔουου, πάρτε το, καλέ, ἀπό κοντά μου, θέλει νά ρημάξει τά λουλούδια μου».
Ἐκεῖ ὅμως πού γινόταν ὁ μεγάλος καβγάς, ἦταν ὅταν ἐρχόταν ὁ βασιλικός κηπουρός μέ τό χρυσό κλαδευτήρι. Ἔ, τί χαμός τότε. Τά ἄλλα λουλούδια ἔκλειναν τά αὐτάκια τους, γιατί ἡ τριανταφυλλιά τσίριζε μʼ ὅλη της τή δύναμη: «Φύγε, κακέ κηπουρέ: Βοήθεια, βοήθεια, θέλει νά με σκοτώσει! Πάρτε τον! Βοήθεια!».
Ἦταν τόση ἡ φασαρία, πού μερικά λουλουδάκια δέν ἄντεχαν καί παρακαλοῦσαν τον κηπουρό νά τή βάλει σε γλάστρα καί νά τήν πουλήσει στή λαϊκή. Ὅμως ὁ κηπουρός ποτέ δέν ἔβγαζε τά βασιλικά λουλούδια στήν ἀγορά. Μόνο φώναζε τή μαγείρισσα τοῦ παλατιοῦ γιά νά μαζέψει λίγα ροδοπέταλα καί νά τά κάνει γλυκό τοῦ κουταλιοῦ και νά μοσχοβολήσει τό παλάτι. Καί τότε γινότανε το «σῶσε». Καθώς μάδαγε τά μεγάλα πέταλα ἡ μαγείρισσα, οἱ φωνές δέν εἶχαν τελειωμό: «Φύγε, βάρβαρη, ἀπό πά νω μου! Βοήθεια! Ἀστυνομίαααα!»
Κάποια μέρα ἡ βασίλισσα περπατώντας μέσα στόν κῆπο, εἶδε τήν τριανταφυλλίτσα καί τόσο μαγεύτηκε ἀπό την ὀμορφιά της, πού κάθισε ἐκεῖ δίπλα της, ἔβγαλε τό βασιλικό της σημειωματάριο κι ἔγραψε ἕνα ποίημα. Ἡ παραπονιάρα ὅμως πάλι δέν κατάλαβε κι ἄρχισε να μουρμουρίζει: «Οὔφ, τί θέλει τώρα ἐδῶ κοντά μου. Σίγουρα θέλει νά μέ πουλήσει καί σημειώνει τήν τιμή! Βοήθεια! Ἡ βασίλισσα μέ μισεῖ», φώναξε μέ δάκρυα.
Ἔτσι περνοῦσαν οἱ μέρες μέσα στο βασιλικό κῆπο. Κι ἡ μικρή τριανταφυλλίτσα γινόταν ὅλο καί πιό παραπονιάρα καί παρεξηγοῦσε ὅ,τι ἔβλεπε μπροστά της. Ὥσπου μια μέρα ἡ βασίλισσα τήν πλησίασε θλιμμένη. Ὅλοι ἤξεραν τόν πόνο της: ὁ μικρός της πρίγκιπας ἦταν ἄρρωστος. Ἄχ, πόσο ἤθελαν τά λουλούδια νά πᾶνε στό νοσοκομεῖο νά τοῦ κρατήσουν συντροφιά. Ὅμως ἡ βασίλισσα κάτι ἔψαχνε. Ὅλα τά λουλούδια κράτησαν τήν ἀναπνοή τους. Καί τότε ἐκείνη ἅπλωσε τό χέρι καί ἔκοψε ἕνα μικρό τριανταφυλλάκι. Ἡ τριανταφυλλιά ἦταν ἕτοιμη νά παραπονεθεῖ, ὅμως πετάχτηκε μέσα ἀπό τά κλαδιά μιᾶς μουριᾶς ἕνας μικρός κότσυφας καί φώναξε: «Σταμάτα ἐπιτέλους, καημένη τριανταφυλλιά, τά παράπονα. Ἐδῶ μέσα ὅλοι σέ ἀγαπᾶμε κι ὅλοι σέ προσέχουμε, ὅλοι γιά σένα μιλᾶμε καί σέ θαυμάζουμε! Τίποτα δεν κατάλαβες; Καί τώρα, νά, τό μικρό σου λουλούδι θά κάνει συντροφιά στόν πρίγκιπα! Τί ἄλλο θέλεις πιά; Ἡσύχασε, ὅλοι σʼ ἀγαποῦμε!». Ἔτσι εἶπε ὁ κότσυφας κι ἡ τριανταφυλλίτσα ἔμεινε σκεφτική.
Τίς ἑπόμενες μέρες δέ μιλοῦσε καθόλου. Ἔκλεισε μερικά τριανταφυλλάκια και μάζεψε τά περισσότερα ἀγκάθια της. Μέσα στό τριανταφυλλένιο της μυαλό σκεφτόταν... κι ὅλο σκεφτόταν...
«Πώ-πώ, πόσο ἀνόητη ἤμουν».
Οἱ μέρες πέρασαν με ἡσυχία κι οὔτε πού παραπονέθηκε καθόλου.
Κι ὅταν ὁ πρίγκιπας ἔγινε καλά καί περπάτησε στόν κῆπο, ἡ πρώτη πού τόν καλωσόρισε χαρωπή καί γελαστή ἦταν... ἡ τριανταφυλλιά!
Ὁ φίλος μου τελείωσε τήν ἱστορία κι ἔβαλε τά ΣΥΝΝΕΦΟγυαλιά του, γιά να δεῖ καλά τή Φιλαρέτη, πού τόν παρακολουθοῦσε μέ προσοχή.
Στά μάτια της εἶχαν στεγνώσει τά δάκρυα κι ἕνα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στό πρόσωπό της.
- Λές νά κατάλαβε τήν ἱστορία; ρώτησα τό γιατρούλη.
- Φυσικά, εἶναι πολύ ἔξυπνα τά παιδιά σήμερα, εἶπε.
- Κι ἄκου -συμβούλεψε τή Φιλαρέτη κάθε φορά πού θά σοῦ ἔρχεται παράπονο, νά παίρνεις δυό κουταλιές τῆς σούπας γλυκό ἀπό τριαντάφυλλο. Δρᾶ ἀμέσως. Θά τά βλέπεις ὅλα καλύτερα καί θα νιώθεις τήν ἀγάπη ὅλων. Ἐντάξει;
- Ἐντάξει! φώναξε ἡ Φιλαρέτη κι ἔτρεξε στήν τάξη της χαρούμενη.
Φίλοι μου σᾶς χαιρετῶ, μέ ἀγάπη...
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ
Ο ΣΥΝΝΕΦΟγιατρούλης προειδοποιεῖ:
ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΒΛΑΠΤΟΥΝ
ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ.
Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3331/738.pdf