Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης

2015-11-02 08:25

Ὁ βίος του

  1. Παιδικὴ ἡλικία

            Ὁ Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν Πρόδρομος καὶ ἦταν πρόεδρος τῶν Φαράσων, ἐνῶ ἡ μητέρα τοῦ λεγόταν Εὐλαμπία. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀκόμα 8 ἀδέλφια. Στὶς 7 Αὐγούστου τοῦ 1924, μία ἑβδομάδα πρὶν οἱ Φαρασιῶτες φύγουν γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ὁ Γέροντας βαφτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη, ὁ ὁποῖος ἐπέμεινε καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ δικό του ὄνομα «γιὰ νὰ ἀφήσει καλόγερο στὸ πόδι του», ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶχε πεῖ.

            Πέντε ἑβδομάδες μετὰ τὴ βάπτιση τοῦ μικροῦ τότε Ἀρσένιου, στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1924 ἡ οἰκογένεια Ἐζνεπίδη, μαζὶ μὲ τὰ καραβάνια τῶν προσφύγων, ἔφτασε στὸν Ἅγιο Γεώργιο στὸν Πειραιὰ καὶ στὴ συνέχεια πῆγε στὴν Κέρκυρα, ὅπου καὶ τακτοποιήθηκε προσωρινὰ στὸ Κάστρο. Στὴν Κέρκυρα ἡ οἰκογένειά του ἔμεινε ἐνάμιση χρόνο. Στὴ συνέχεια μεταφέρθηκε στὴν Ἠγουμενίτσα καὶ κατέληξε στὴν Κόνιτσα. Ἐκεῖ ὁ Ἀρσένιος τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο καὶ πῆρε τὸ ἀπολυτήριό του «μὲ βαθμὸ ὀκτὼ καὶ διαγωγὴ ἐξαίρετο». Ἀπὸ μικρὸς συνεχῶς εἶχε μαζί του ἕνα χαρτί, στὸ ὁποῖο σημείωνε τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἔδειχνε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὸν μοναχισμὸ καὶ διακαῶς ἐπιθυμοῦσε νὰ μονάσει. Οἱ γονεῖς τοῦ χαριτολογώντας, τοῦ ἔλεγαν «βγάλε πρῶτα γένια καὶ μετὰ θὰ σὲ ἀφήσουμε».

  1. Ἐφηβικὰ χρόνια καὶ ὁ στρατὸς

            Στὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε μέχρι νὰ ὑπηρετήσει στὸ στρατὸ ὁ Ἀρσένιος δούλεψε σὰν ξυλουργός. Ὅταν τοῦ παραγγελλόταν νὰ κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ὁ ἴδιος, συμμεριζόμενος τὴν θλίψη τῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ καὶ τὴ φτώχεια τῆς ἐποχῆς, δὲν ζητοῦσε χρήματα.

            Τὸ 1945 ὁ Ἀρσένιος κατατάχτηκε στὸ στρατὸ καὶ ὑπηρέτησε σὰν ἀσυρματιστὴς κατὰ τὸν ἑλληνικὸ ἐμφύλιο. Ὅσο καιρὸ δὲν ἦταν ἀσυρματιστής, ζητοῦσε νὰ πολεμᾶ στὴν πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οἰκογενειάρχες, νὰ μὴν βλαφτοῦν. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως διάστημα τῆς θητείας τοῦ τὸ ὑπηρέτησε μὲ τὴν εἰδικότητα τοῦ ἀσυρματιστῆ. Γι' αὐτὸ καὶ πολλὲς ἐκδόσεις ἀφιερωμένες στὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα τὸν ἀναφέρουν ὡς "Ἀσυρματιστὴ τοῦ Θεοῦ". Μάλιστα, ὁ Γέροντας φέροντας ὡς παράδειγμα τὴν κατὰ τὴ στρατιωτική του θητεία αὐτὴ ἰδιότητα, ἀπάντησε σὲ κάποιον ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴ χρησιμότητα τῆς μοναχικῆς ζωῆς ὅτι οἱ μοναχοὶ εἶναι "ἀσυρματιστὲς τοῦ Θεοῦ", ἐννοώντας τὴν θερμή τους προσευχὴ καὶ τὴν ἔγνοια τους γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸ στρατὸ τὸ 1949.

  1. Μοναστικὸς Βίος
  • Τὰ πρῶτα χρόνια

            Ὁ πατέρας Παΐσιος πρώτη φορὰ εἰσῆλθε στὸ Ἅγιο Ὅρος γιὰ νὰ μονάσει τὸ 1949, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στρατό. Ὅμως ἐπέστρεψε στὰ κοσμικὰ γιὰ ἕνα χρόνο ἀκόμα, προκειμένου νὰ ἀποκαταστήσει τὶς ἀδελφές του, ἔτσι τὸ 1950 πῆγε στὸ Ἅγιο Ὅρος. Ἡ πρώτη μονὴ στὴν ὁποία κατευθύνθηκε καὶ παρέμεινε γιὰ ἕνα βράδυ ἦταν Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὶς Καρυὲς (Διόρθωση: ΔΕΝ ὑπάρχει τέτοια Μονὴ στὶς Καρυές. Καὶ τὸ λὶνκ στὴν Μονὴ τῆς Πάτμου ὁδηγεῖ). Ἐν συνέχεια κατέλυσε στὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, στὸ κελὶ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ θὰ γνωρίσει τὸν πατέρα Κύριλλο ποὺ ἦταν ἡγούμενος στὴ μονὴ καὶ θὰ τὸν ἀκολουθήσει πιστά.

            Λίγο ἀργότερα ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ κατευθύνθηκε στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου. Ἐκεῖ τελέσθηκε ἡ τελετὴ τῆς «ρασοευχῆς» καὶ πῆρε τὸ πρῶτο ὄνομά του ποὺ ἦταν Ἀβέρκιος. Καὶ ἐκεῖ ἀμέσως ξεχώρισε γιὰ τὴν ἐργατικότητά του, τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ κατανόηση ποὺ ἔδειχνε γιὰ τοὺς «ἀδελφούς» του, τὴν πιστὴ ὑπακοὴ στὸ γέροντά του, τὴν ταπεινοφροσύνη του, ἀφοῦ θεωροῦσε ἑαυτὸν κατώτερο ὅλων τῶν μοναχῶν στὴν πράξη. Προσευχόταν ἔντονα καὶ διάβαζε διαρκῶς, ἰδιαίτερα τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ.

            Τὸ 1954 ἔφυγε ἀπὸ τὴ μονὴ Ἐσφιγμένου καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Μονὴ Φιλοθέου, ποὺ ἦταν Ἰδιόρρυθμο μοναστήρι ὅπου μόναζε καὶ ἕνας θεῖος του. Ἡ συνάντησή του ὅμως μὲ τὸν Γέροντα Συμεὼν θὰ εἶναι καταλυτικὴ γιὰ τὴν πορεία καὶ διαμόρφωση τοῦ μοναχικοῦ χαρακτήρα τοῦ Παϊσίου. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, τὸ 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» καὶ πῆρε τὸ «Μικρὸ Σχῆμα». Τότε ἦταν τελικὰ ποὺ ὀνομάστηκε καὶ «Παΐσιος», χάρη στὸ Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τὸν β΄, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ συμπατριώτης του. Ὁ Γέρων Αὐγουστίνος αὐτὴν τὴν περίοδο ἀπέκτησε στενὴ σχέση μὲ τὸν Παΐσιο.

            Τὸ 1958, ὕστερα ἀπὸ «ἐσωτερικὴ πληροφόρηση», πῆγε στὸ Στόμιο Κονίτσης. Ἐκεῖ πραγματοποίησε ἔργο τὸ ὁποῖο ἀφοροῦσε στοὺς ἑτερόδοξους ἀλλὰ περιελάμβανε καὶ τὴ βοήθεια τῶν βασανισμένων καὶ φτωχῶν Ἑλλήνων, εἴτε μὲ φιλανθρωπίες, εἴτε παρηγορώντας τους καὶ στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, μὲ αἰχμὴ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπὶ 4 ἔτη ἔμεινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίων της Θεοτόκου στὸ Στόμιο, ὅπου ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς περιοχῆς γιὰ τὴν προσφορὰ καὶ τὸν μετριοπαθῆ χαρακτήρα του.

            Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸ Ὅρος Σινὰ στὸ κελὶ τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης. Ὁ Γέροντας ἐργαζόταν ὡς ξυλουργὸς καὶ ὅ,τι κέρδιζε τὸ ἔδινε σὲ φιλανθρωπίες στοὺς Βεδουίνους, ἰδίως τρόφιμα καὶ φάρμακα.

  • Ἐπιστροφὴ στὸ Ἅγιο Ὅρος

            Τὸ 1964 ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἀπὸ ὅπου δὲν ξαναέφυγε ποτέ. Ἡ σκήτη (ἡ Μονή, ὄχι σκήτη)ἡ ὁποία τὸν φιλοξένησε ἦταν ἡ Ἰβήρων. Στὸ διάστημα ποὺ παρέμεινε ἐκεῖ, καὶ συγκεκριμένα τὸ 1966, ἀσθένησε σοβαρὰ καὶ εἰσήχθη στὸ Νοσοκομεῖο Παπανικολάου. Ὑποβλήθηκε σὲ ἐγχείρηση, μὲ ἀποτέλεσμα μερικὴ ἀφαίρεση τῶν πνευμόνων. Στὸ διάστημα μέχρι νὰ ἀναρρώσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιο Ὅρος φιλοξενήθηκε στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στὴ Σουρωτή. Ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιο Ὅρος μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του καὶ τὸ 1967 μετακινήθηκε στὰ Κατουνάκια, καὶ συγκεκριμένα στὸ Λαυρεώτικο κελὶ τοῦ Ὑπατίου.

            Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ δέχεται πολλὲς ἐπισκέψεις. Ἤδη τὸ ὄνομά του ἔχει ἀρχίσει νὰ γίνεται ἀρκετὰ γνωστὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ Ὅρος καὶ κάθε λογὴς βασανισμένοι ἄνθρωποι ὁδηγοῦνταν σὲ αὐτόν, μαθαίνοντας γιὰ ἕνα χαρισματοῦχο μοναχὸ ποὺ ὀνομάζεται Παΐσιος. (Διόρθωση: αὐτὰ ἔγιναν πολὺ ἀργότερα) Τὸ ἑπόμενο ἔτος μεταφέρεται στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικὰ σὲ χειρωνακτικὲς ἐργασίες, συνεισφέροντας στὴν ἀνακαίνιση τοῦ μοναστηριοῦ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ὑποτακτικός του Ρώσου μοναχοῦ Τύχωνα. Ὁ ἅγιος αὐτὸς γέροντας ἀσκήτευε στὸ Σταυρονικητιανὸ κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Κοιμήθηκε τὸ 1968. Ὁ Γέροντας Παΐσιος εὐλαβεῖτο πολὺ τὸν γέροντά του καὶ πάντα μιλοῦσε μὲ συγκίνηση γι'αὐτόν. Ἔμεινε στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα Τύχωνος γιὰ ἕνδεκα ἔτη μετὰ τὴν κοίμησή του, πράγμα ποὺ ἦταν ἐπιθυμία καὶ τοῦ ἴδιου πρὶν πεθάνει.

  • Στὴν Παναγούδα

            Τὸ 1979 ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου (διόρθωση: τοῦ Τιμίου Σταυροῦ) καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Μονὴ Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ εἰσχώρησε στὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα ὡς ἑξαρτηματικὸς μοναχός. Ἡ Παναγούδα ἦταν μία σκήτη (διόρθωση: κελὶ) ἐγκαταλελειμμένη καὶ ὁ Παΐσιος ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ νὰ δημιουργήσει ἕνα κελὶ μὲ «ὁμόλογο», ὅπου καὶ ἔμεινε μέχρι καὶ τὸ τέλος τὴ ζωῆς του. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν Παναγούδα πλῆθος λαοῦ τὸν ἐπισκεπτόταν. Ἦταν μάλιστα τόσο τὸ πλῆθος ὥστε νὰ ὑπάρχουν καὶ εἰδικὲς σημάνσεις ποὺ ἐπεσήμαναν τὸν δρόμο πρὸς τὸ κελί του, ὥστε νὰ μὴν ἐνοχλοῦν οἱ ἐπισκέπτες τοὺς ὑπολοίπους μοναχούς. Ἐπίσης δεχόταν πάρα πολλὲς ἐπιστολές. Ὅπως ἔλεγε ὁ γέροντας στενοχωρεῖτο πολύ, γιατί ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς μάθαινε μόνο γιὰ διαζύγια καὶ ἀσθένειες ψυχικὲς ἢ σωματικές. Παρὰ τὸ βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε τὴν ἔντονη ἀσκητικὴ ζωή, σὲ σημεῖο νὰ ξεκουράζεται ἐλάχιστα, 2 μὲ 3 ὧρες τὴν ἡμέρα. Ἐξακολούθησε ὅμως νὰ δέχεται καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ βοηθήσει τοὺς ἐπισκέπτες. Συνήθιζε ἐπίσης νὰ φτιάχνει «σταμπωτὰ» εἰκονάκια τὰ ὁποῖα χάριζε στοὺς ἐπισκέπτες σὰν εὐλογία.

  1. Οἱ ἀσθένειες τοῦ Γέροντα
  • Τὸ ἱστορικὸ

            Τὸ 1966 ὁ γέροντας νοσηλεύθηκε στὸ Νοσοκομεῖο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιῶν. Μετὰ τὴν ἐπέμβαση γιὰ τὴν ἀφαίρεσή τους καὶ λόγω τῆς χρήσης ἰσχυρῶν ἀντιβιοτικῶν ὁ γέροντας ἔπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, ἡ ὁποία τοῦ ἄφησε μόνιμα δυσπεπτικὰ προβλήματα. Κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐργαζόταν στὴν πρέσα ποὺ εἶχε στὸ κελί του, ἔπαθε βουβωνοκήλη. Ἀρνήθηκε νὰ νοσηλευτεῖ καὶ ὑπέμεινε καρτερικὰ τὴν ἀσθένεια, ἡ ὁποία τοῦ ἔδινε φοβεροὺς πόνους γιὰ τέσσερα ἢ πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σὲ μία ἐπίσκεψή του στὴ Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροὶ κυριολεκτικὰ τὸν ἀπήγαγαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ Θεαγένειο νοσοκομεῖο, ὅπου καὶ χειρουργήθηκε. Παρὰ τὴν ἀντίθεση τῶν γιατρῶν, ὁ γέροντας συνέχισε τὴ σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὶς χειρωνακτικὲς ἐργασίες κάτι ποὺ ἐπιδείνωσε καὶ ἄλλο τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του.

  • Τὸ τέλος τῆς ζωῆς του

            Μετὰ τὸ 1993 νὰ παρουσιάζει αἱμορραγίες γιὰ τὶς ὁποῖες ἀρνοῦνταν νὰ νοσηλευτεῖ λέγοντας χαρακτηριστικὰ ὅτι «ὅλα θὰ βολευτοῦν μὲ τὸ χῶμα». Τὸν Νοέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους ὁ Γέροντας Παΐσιος βγαίνει γιὰ τελευταία φορὰ ἀπὸ τὸ Ὅρος καὶ πηγαίνει στὴ Σουρωτή, στὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου (10 Νοεμβρίου). Ἐκεῖ μένει γιὰ λίγες μέρες καὶ ἐνῶ ἑτοιμάζεται νὰ φύγει ἀσθενεῖ καὶ μεταφέρεται στὸ Θεαγένειο, ὅπου του γίνεται διάγνωση γιὰ ὄγκο στὸ παχὺ ἔντερο. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1994 ὁ γέροντας χειρουργεῖται.

            Παρότι ἡ ἀσθένεια δὲν ἔπαυσε (παρουσίασε μεταστάσεις στοὺς πνεύμονες καὶ στὸ ἧπαρ), ὁ γέροντας ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιο Ὅρος στὶς 13 Ἰουνίου. Ὁ ὑψηλὸς πυρετὸς ὅμως καὶ ἡ δύσπνοια τὸν ἀνάγκασαν νὰ παραμείνει.

            Στὸ τέλος τοῦ Ἰουνίου οἱ γιατροὶ τοῦ ἀνακοινώνουν ὅτι τὰ περιθώρια ζωῆς τοῦ ἦταν δύο μὲ τρεῖς ἑβδομάδες τὸ πολύ. Τὴ Δευτέρα 11 Ἰουλίου (γιορτὴ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας) ὁ γέροντας κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ γονατιστὸς μπροστὰ στὸ κρεβάτι του. Τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς τοῦ ἀποφάσισε νὰ μὴν παίρνει φάρμακα ἢ παυσίπονα, παρὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους τῆς ἀσθένειάς του. Τελικὰ ὁ Γέροντας Παΐσιος ἀπεβίωσε τὴν Τρίτη 12 Ἰουλίου 1994 καὶ ὥρα 11:00. Ἐνταφιάστηκε στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης. Ἔκτοτε, κάθε χρόνο στὶς 11 πρὸς 12 Ἰουλίου, στὴν ἐπέτειο κοιμήσεως τοῦ Γέροντος, τελεῖται ἀγρυπνία στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο, μὲ συμμετοχὴ χιλιάδων πιστῶν.

Ἀπὸ τὸ  https://el.wikipedia.org

Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου γιά τόν Ἅγιο Παΐσιο ΕΔΩ

Δεῖτε διάφορα ἀφιερώματα - ντοκιμαντερ γιά τόν Ἅγιο Παΐσιο  ΕΔΩ ΕΔΩ καί   ΕΔΩ.