Ἀτενίζοντας τὸν Ἰησοῦ ἐν σιωπῇ
Παναγιώτης Σημάτης
Κάθε χρόνο, ὅταν φτάνει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὁ πιστὸς προσκαλεῖται γιὰ μία ἐπανατοποθέτηση τῆς ζωῆς του μπρὸς στὸ μυστήριο τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἀτενίζει καθηλωμένος ἐκεῖ στὰ μεσούρανα, στὸ Σταυρό Του, προσκαλώντας μας καὶ προκαλώντας ταυτόχρονα πιστοὺς καὶ λιγότερο πιστούς. Καὶ ποιὸς ἄραγε θὰ μποροῦσε νὰ διαβεβαιώσει ὅτι προσπέρασε τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὸ αἰώνιο αὐτὸ σκάνδαλο τῆς λογικῆς ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων, χωρὶς κλυδωνισμοὺς ἀμφιβολιῶν, χωρὶς κραδασμοὺς στὸ ἐπίπεδο τῶν αὐτονόητων ἐνδοκοσμικῶν βεβαιοτήτων;
Φέτος ἰδιαίτερα, καὶ ἐνῶ ἀκόμη εἶναι νωπὲς οἱ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὰ σκάνδαλα ποὺ ἦρθαν, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ ἔρθουν, θὰ ἀντικρίσουμε καὶ πάλι τὸ Χριστό. Ἴσως φέτος νὰ φαντάζει περισσότερο μόνος: δεμένος σὰν κακοῦργος, περιτριγυρισμένος καὶ λοιδορούμενος ἀπὸ τὸν ὄχλο καὶ τὸ ἀρχοντολόϊ τῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας τοῦ «καιροῦ ἐκείνου»· μὲ τοὺς μαθητές Του ἀποσυναρμολογημένους, διασκορπισμένους καὶ ἀνήμπορους νὰ τοῦ προσφέρουν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ Πέτρου.
Κι Αὐτὸς σιωπηλός, νὰ ἀτενίζει ὅλους, ὅπως τότε τὸν Πέτρο πρὶν λαλήσει ὁ πετεινός, καὶ νὰ ἀναμοχλεύει μέσα μας ὅλες τὶς ἀρνήσεις κι ὅλες τὶς προδοσίες στὸ πρόσωπό Του, ὅλα τὰ πάθη κι ὅλες τὶς πληγές.
Νὰ μᾶς κοιτᾶ μὲ μίαν ἀπέραντα μεγαλόπρεπη Σιωπὴ -ὅση κι ἡ ἀγάπη Του- ποὺ θεραπεύει τὴν κούφια καὶ ὑβριστικὴ πολυλογία τῶν «ἐκπροσώπων» Του, κάθε μεγαλόστομη καὶ ὑπερφίαλη καπηλεία τῆς Σιωπῆς καὶ τοῦ Πάθους.
Μία ἁγιασμένη, πονεμένη Σιωπὴ γιὰ τοὺς πόνους καὶ τὶς ἀποτυχίες τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώνων, μυστικὴ φωνὴ στὰ μύχια της ψυχῆς μας. Μία μεγαλειώδης, εὔγλωττη, κατανυκτικὴ Σιωπὴ Ἀγάπης.
* * *
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Στὸν πόνο καὶ στὸν θρίαμβο. Καὶ ὅταν ἔκανε τὰ θαύματα, καὶ ὅταν δεχόταν τὰ ραπίσματα. Καὶ ὅταν εἰσέρχεται θριαμβευτικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα «μετὰ βαΐων καὶ κλάδων», καὶ ὅταν ἐρωτᾶται ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα Καϊάφα, τὸν Πιλάτο, τὸν βασιλιὰ Ἡρώδη: «Οὐδὲν ἀποκρίνη; οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσιν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα».
Σιωπᾶ ὅταν ὁ ὄχλος καὶ οἱ στρατιῶτες τὸν χλευάζουν, ὅταν τὸν προκαλοῦν λέγοντας: «Σῶσον σεαυτὸν εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ». Ὅταν καταφέρουν στὸ ἅγιο πρόσωπό Του ραπίσματα καὶ μὲ σαρκαστικὴ εἰρωνεία τὸν ἐξωθοῦν νὰ «προφητεύσει» ποιὸς τὸν ράπισε. Ἀνταποδίδει στὴν παράλογη πρόκληση τῆς ἀνθρώπινης κακότητας τὴν πορφυρὰ Σιωπὴ τῶν σταυρωμένων Του χεριῶν, τὴ ματωμένη καρδιὰ τῆς Ἀγάπης.
Σιωπᾶ ὁ Ἰησοῦς μπροστὰ στὴν μισαλλοδοξία ἐχθρῶν, στὴν ἀλαζονεία καὶ τὴν ὑποκρισία τῶν «φίλων», γιατὶ οἱ λέξεις δὲν μποροῦν νὰ ποῦν τίποτα περισσότερο ἀπ᾿ ὅσα πολυσήμαντα μαρτυροῦν τὰ πάθη, ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάστασή Του.
Ἡ Σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι διακριτικὴ συνομιλία, ἕνας ἀέναος διάλογος ἀγάπης μὲ τὶς ψυχές, ὅταν τὰ λόγια καθίστανται ἀνήμπορα νὰ διασπάσουν τὰ τείχη τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀμφιβολίας ποὺ ἔχουν ἑρμητικὰ σφραγίσει τὰ «ὦτα» μας. Ὅταν τὰ πάθη ἔχουν ἀλλοιώσει τὴν «λογική» ψυχή μας καὶ τὴν ἔχουν παραδώσει στὸ παράλογό της τυχαιότητας, τὸ χαοτικὸ ἐνήδονο κυνήγι τῆς ὀδύνης.
Συνομιλεῖ καὶ τότε «ἐν τῇ σιωπῇ» ὁ Χριστὸς μαζί μας, γιατί ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν παύει νὰ εἶναι Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποτὲ δὲν χάνει τὴν ἱκανότητα νὰ διαισθάνεται, νὰ ξέρει, νὰ «καταλαβαίνει πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπ᾿ ὅσα μπορεῖ νὰ ἐκφράσει», ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀκούσει. Ὁ Σιωπῶν Χριστὸς τοῦ Πάθους, μᾶς ἔχει ἐξασφαλίσει τὸ προνόμιο, ὥστε «νῦν καὶ ἀεί» νὰ μποροῦμε νὰ ψιθυρίζουμε τὸ «μνήσθητί μου, Κύριε» τοῦ ληστοῦ, ἀκόμα καὶ πάνω στὸ σταυρὸ τῆς πιὸ μεγάλης ντροπῆς, τῆς πιὸ μεγάλης ἀπελπισίας.
Ὁ Χριστὸς τῆς Σιωπῆς, εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς ἀγάπης, ὁ Χριστὸς τῆς ἀναμονῆς, δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τῆς ἐλευθερίας: κανένα δὲν ἐξαναγκάζει, μὰ ἀγαπᾶ, σιωπᾶ καὶ περιμένει τὴν μετάνοιά μας. «Ἡ σιωπὴ εἶναι ὁ ἐσχατολογικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον μιλεῖ καὶ πράττει ὁ Θεός... Ὅποιος ἀγαπᾶ δὲν φλυαρεῖ... μὰ ὑποφέρει καὶ ὑπομένει».
* * *
Ἡ Σιωπὴ τοῦ Λόγου! Τὰ λόγια εἶναι τὰ ἐργαλεῖα τῆς χρονικότητας. Ἡ κατανόηση τῆς οὐσίας τῶν λόγων εἰσάγει στὴν αἰωνιότητα τοῦ ὑπέρ-λόγου, ἐκεῖ ὅπου τὰ λόγια εἶναι περιττά. Ἡ «σιωπὴ εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Ἡ σιωπὴ μυστήριόν ἐστι τοῦ αἰῶνος τοῦ μέλλοντος· οἱ δὲ λόγοι ὄργανόν ἐστι τούτου τοῦ κόσμου» (Ἰσαὰκ ὁ Σύρος).
Ἡ Σιωπὴ τοῦ Λόγου λογοποιεῖ τὴν παράλογη λογικὴ τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Σιωπηλὰ ἀνασκάπτει τὶς καρδιές, ἀποκόπτει τὰ καρκινώματα τοῦ ἄλογου ἐγωϊσμοῦ, δένει τὰ τραύματα, ζωντανεύει τὴν ἐρειπωμένη πίστη, ἑτοιμάζει τὴν ἐξανάσταση.
Μέσα στὴν σιωπὴ συντελεῖται ἡ θεανθρώπινη συνάντηση. «Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ, στὴ σιγὴ τῆς ἡσυχίας, «τῶν ὑπερφυῶν γεύεται ἀγαθῶν καὶ ὑπερκοσμίων ἀπολαύει καλῶν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης καθίσταται χώρημα· καὶ οὕτω ἐρωτοληπτεῖται καὶ χαίρει καὶ εὐθυμεῖ» (Ἅγ. Κάλλιστος).
«Ὁ φίλος της σιωπῆς προσεγίζει τὸν Θεὸ καὶ συνομιλώντας μυστικὰ μαζί Του, φωτίζεται ἀπ᾿ Αὐτόν» (Ἰωάννης Κλίμακος).
Ὅσοι αὐτὴ τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατορθώσουμε -ἀτενίζοντες τὸν Ἰησοῦ- ν᾿ ἀφουγκραστοῦμε ταπεινὰ τὴ πολύφθογγη Σιωπή Του, ἀποφασίσουμε «ἐν μετανοίᾳ» νὰ ἐναποθέσουμε στὰ χέρια Του τὴν ζωή μας καὶ μποῦμε στὴ σιωπὴ τοῦ «ὄλβιου» τάφου, θὰ μᾶς χαρίσει ἄλλη μία φορὰ διὰ τοῦ θανάτου Του τὴν «ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση».