Ἀγάπη ΝΑΙ, ἀλλὰ ποιὰ Ἀγάπη;
«ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε' 40).
1. Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει μία μεγάλη ἀλήθεια. Τὴν περασμένη Κυριακὴ μίλησε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ- Πατέρα, ποὺ περιμένει τὸ πλάσμα του νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ μᾶς κάμει νὰ ξεχάσουμε καὶ τὴν δικαιοσύνη Του. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μονάχα στοργικὸς Πατέρας. Εἶναι καὶ δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ὁ Μ. Βασίλειος. Θὰ κρίνει τὸν Κόσμο, μᾶς λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ μάλιστα ὄχι αὐθαίρετα, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα μας. Μᾶς φέρνει, λοιπόν, ἡ σημερινὴ περικοπὴ ἐνώπιόν του γεγονότος τῆς κρίσεως. Καὶ λέμε «γεγονότος», γιατί ἡ παγκόσμια κρίση ἀποτελεῖ γιὰ τὴν πίστη μᾶς ἐσχατολογικὴ βεβαιότητα καὶ πραγματικότητα, ποὺ ὁμολογεῖται σ' αὐτὸ τὸ Σύμβολό μας ὡς ἐκκλησιαστικὴ πίστη: «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρίναι ζώντας καὶ νεκρούς...».
Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα νὰ συνειδητοποιήσουμε τρία πράγματα. Πρῶτον, ὅτι Κριτής μας θὰ εἶναι ὁ Ι. Χριστός, ὡς Θεός. Σωτὴρ ὁ Χριστὸς ἀλλὰ καὶ Κριτής. Ἂν τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε ταπεινὸς στὴ γῆ, «ἴνα σώση τὸν κόσμον», τώρα θὰ ἔλθει «ἐν τὴ δόξη αὐτοῦ», ἴνα κρίνη τὸν κόσμον. Αὐτὸς ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς «κατάρα» πάνω στὸν Σταυρό, ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ μᾶς κρίνει, ἂν ἀφήσαμε νὰ μείνει μέσα μας καὶ στὴν κοινωνία μᾶς ἀνενέργητη ἡ θυσία Του. Δεύτερον θὰ κρίνει ὄχι μόνο τοὺς Χριστιανούς, οὔτε μόνο τοὺς ἐθνικούς, ὅπως πίστευαν οἱ Ἑβραῖοι γιὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Θὰ κρίνει ὅλους τους ἀνθρώπους, χριστιανοὺς καὶ μή, πιστοὺς καὶ ἀπίστους. Τρίτον βάση τῆς κρίσεως, τὸ κριτήριο, θὰ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ στάση μας δηλαδὴ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας. Καθολικὴ - παγκόσμια ἡ κρίση, καθολικὸ - παγκόσμιο καὶ τὸ κριτήριο. Ὁ παγκόσμιος νόμος τῆς ἀνθρωπιᾶς, στὸν ὅποιο συναντῶνται ὅλοι, χριστιανοὶ καὶ μή. Καὶ ὅσοι ἐγνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ γι' αὐτὸ ἔμειναν μακριὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό Του. Στὸ νόμο αὐτό, δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ προφάσεις καὶ δικαιολογίες. Ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ γύμνια, ἡ ἀρρώστια, ἡ φυλακὴ βοοῦν, δὲν μποροῦν νὰ μείνουν κρυφά, γιὰ νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἰσχυρισθεῖ κάποιος πῶς δὲν τὰ πρόσεξε... Δὲν μπορεῖ νὰ τ' ἀγνοήσει κανείς, χωρὶς προηγουμένως νὰ παύσει νὰ ἔχει συναισθήματα ἀνθρώπου, ἂν δὲν ἔχει τελείως «ἀχρειώσει», ἐξαθλιώσει, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του.
2. Τὸ συγκλονιστικὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν φρικτότητα τῆς ὥρας τῆς Κρίσεως ζωγραφίζουν μὲ ὑπέροχα χρώματα οἱ ὕμνοι τῆς ἡμέρας. «Ώ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθωνται θρόνοι καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται, καὶ πράξεις ἐλέγχωνται καὶ τὰ κρυπτά του σκότους δημοσιεύονται»! Εἶναι φρικτὴ καὶ ἡ ἁπλὴ σκέψη τῆς ὥρας τῆς κρίσεως, γιατί ὄχι μόνο ὑπενθυμίζει τὴν ἀνετοιμότητά μας νὰ ἐμφανισθοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποκαλύπτει τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς μας, τὴν ὁποία δαπανᾶμε μέσα σὲ ἔργα ματαιότητος, ποὺ δὲν ἀντέχουν στὸ φῶς τῆς αἰωνιότητος. Δὲν δικαιούμεθα ἐνώπιόν του κριτοῦ μας γιὰ ὅσα ὁ κόσμος θεωρεῖ μεγάλα καὶ σπουδαία: γνώσεις, θέσεις, τίτλους, ἀξιώματα, πλοῦτο, δόξα. Αὐτὰ ὅλα εἶναι δυνατὸ μάλιστα νὰ ὁδηγήσουν στὴν καταδίκη μας.
Κρινόμεθα βάσει τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης μας. Ὄχι ὡς ἄτομα δηλαδή, ἀλλὰ ὡς μέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ὁ θεὸς δὲν ἔπλασε ἄτομα, αὐτόνομα καὶ ἀνεξάρτητα. Μᾶς ἔπλασε, γιὰ νὰ γίνουμε πρόσωπα καὶ κοινωνία προσώπων. Καὶ οἱ μεγαλύτερες ἀρετές, ἂν μείνουν ἁπλῶς ἀτομικές, εἶναι μετοχὲς χωρὶς ἀντικρυσμα ἐνώπιόν του Μεγάλου Κριτοῦ. Γιατί δὲν βρῆκαν τὴν πραγμάτωση τοὺς μέσα στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Δὲν καταξιώθηκαν σὲ διακονίες. Ἔτσι λ.χ. ἡ γνώση εἶναι θεία εὐλογία, ὅταν ὅμως θηρεύεται γιὰ χάρη τοῦ συνανθρώπου, γιὰ τὴν διακονία τοῦ πλησίον. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ εὐλάβεια, καὶ ἡ νηστεία καὶ σύνολη ἡ ἄσκησή μας. Ἂν ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ μία ἀτομικὴ δικαίωση καὶ ὄχι ὡς διακονία τῶν ἀδελφῶν, τῶν πλησίον, μᾶς ἐλέγχει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Μάτ. θ΄ 13)! Ἀγάπη θέλω καὶ ὄχι τὴν θρησκευτικότητα, ποὺ ἀποβλέπει στὴν αὐτοέξαρση καὶ τὴν αὐτοπροβολή. Ποῦ βλέπει τὸν τύπο ὡς πεμπτουσία τῆς εὐσέβειας.
3. Ὁ κόσμος ἔχει μάθει νὰ ἐξαγοράζει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὶς συνειδήσεις. Στὸ χῶρο ὅμως τῆς πίστεως δὲν ἰσχύει ὁ νόμος αὐτός. Ἡ ἀτομικὴ εὐσέβεια δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει θέση στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν γίνει πρῶτα ἐκκλησιαστική, ἂν δὲν συνοδεύεται δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὁ στίβος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι καὶ ἡ κοινωνία καὶ ὄχι μόνο τὸ «ταμιεῖον». Εἰς τὸ ταμιεῖον τοῦ καταφεύγει ὁ Χριστιανὸς γιὰ τὸν πνευματικό του ἀνεφοδιασμό. Ποτὲ ὅμως δὲν ἐξαντλεῖται ἡ πολιτεία του στὸ στενὸ χῶρο τῆς ἀτομικότητάς του. Ἂν ἡ πνευματικότητα μᾶς εἶναι ὀρθή, θὰ ὁδηγεῖ σὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ἂς τὸ ἀκούσουμε μία γιὰ πάντα: Τὸ ἐπιχείρημα τῶν γλυκανάλατων χριστιανῶν τῆς ἀνευθυνότητος καὶ τοῦ «λάθε βιώσας» δὲν ἔχει καμμιὰ δύναμη: «Κύτταξε τὴν ψυχή σου» δὲν σημαίνει τίποτε περισσότερο ἀπὸ δειλία καὶ ὑποχώρηση, ἂν δὲν συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὸ στίβο: «Πάλευσε γιὰ νὰ φτιάξεις τὴ χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικὰ εἴμασθε κατὰ λάθος ἀνάμεσα σὲ χριστιανούς. Ἡ θέση μᾶς εἶναι κάπου στὴν Ἄπω Ἀνατολή, στὴ νέκρωση τοῦ νιρβάνα.
4. Αἰσθάνομαι ὅμως τὴν ἀνάγκη νὰ προλάβω στὸ σημεῖο αὐτὸ μία ἀπορία. Ἂν κρινόμασθε βάσει τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας, τότε ποῦ πηγαίνει ἡ πίστη; Ποιὰ σημασία ἔχει ὁ ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς καθαρότητος τοῦ δόγματος ἀγώνας; Ἂν δὲν ἔχει διαστάσεις αἰώνιες, τότε γιατί νὰ γίνεται;
Κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως ἡ πίστη, καὶ ὡς ἀφοσίωση καὶ ὡς διδασκαλία, δὲν ἀποκλείεται, ὅπως πιστεύουν ἐν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτὴς μᾶς εἶναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μᾶς σώζει ἡ μᾶς κατακρίνει ἡ συμπεριφορὰ καὶ στάση μας ἀπέναντί του. Γιατί μᾶς διευκρινίζει ὅτι στὸ πρόσωπο Τοῦ ἀναφέρεται κάθε πράξη μας πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας, καλὴ ἢ κακή. Ἠθικὰ ἀδιάφορες πράξεις δὲν ὑπάρχουν. Ἂν τονίζει σὰν κριτήριο τὴν ἀγάπη, δὲν σημαίνει πῶς θέλει ν' ἀποκλείσει τὴν πίστη. Θέλει νὰ προλάβει ἀκριβῶς τὴν καταδίκη της πίστεως ἐκ μέρους μᾶς σ' ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν χωρὶς ἀνταπόκριση καὶ ἐφαρμογὴ στὴ ζωή μας. Ὅπως ὁ κεκηρυγμένος ἄθεος καὶ ὁ συνειδητὸς ἀρνητὴς τῆς πίστεως μεταφράζει τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία του σὲ ἀντίθεα ἔργα, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πρέπει νὰ κάμει τὴν πίστη τοῦ κινητήρια δύναμη τῆς ζωῆς του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ἰακ. β΄ 20) τῆς ἀγάπης, εἶναι νεκρά. Δὲν ἀποκλείει, λοιπόν, τὴν πίστη, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ προϋπόθεση τοῦ ὀρθοῦ βίου καὶ τῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ καὶ κάτι περισσότερο. Ὄχι μόνο «ὁ μὴ πιστεύσας» (εἰς τὸν Χριστὸ) δὲν σώζεται, ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ὀρθῶς πιστεύσας. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἀγάπη, εἶναι καὶ ἀλήθεια (Ἰωάν. Ιδ' 6· Α' Ἰωάν. δ' 8· δ' 16· ε' 6) καὶ μάλιστα Αὐτοαλήθεια. Ὅποιος προδίδει τὴν ἀλήθεια προδίδει καὶ τὴν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «συγχαίρει δὲ τὴ ἀληθεία» (Α΄ Κόρ. ιγ΄ 6) συζεῖ δηλαδὴ καὶ συνευδοκιμεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει χωρὶς αὐτήν. Νὰ λοιπὸν πῶς καταξιώνεται ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ δόγματος. Γιατί εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀγάπη, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Εἶναι ἀγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χάριν τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μείνει ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὴν πλάνη, ποὺ εἶναι πραγματικὴ αὐτοκτονία.
Ἀδελφοί μου!
Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς ἀνέφερε τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως, οἱ λόγοι τοῦ μποροῦσαν νὰ νοηθοῦν ὄχι μόνο σὲ συνάρτηση πρὸς τοὺς συγχρόνους του, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅσους ἔζησαν πρὶν ἀπ' Αὐτόν. Ὅσοι δὲν γνώρισαν τὸν Χριστό, μποροῦν νὰ ἔχουν λόγους νὰ κριθοῦν μόνον γιὰ τὴν ἀγάπη τους, μολονότι ἀγάπη χωρὶς πίστη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρχει. Ὅποιος εἰλικρινὰ ἀσκεῖ τὴν ἀγάπη «δέχεται» τὸν Θεό, ἔστω καὶ ἂν τὸν ἀγνοεῖ. Ὁ ἄπιστος δὲν δύναται νὰ ἔχει παρὰ μόνο φαινομενικὰ ἀγάπη. Καὶ μόνο ἐκεῖ, ποὺ ὑπάρχει βάπτισμα καὶ «ἅγιο Πνεῦμα», εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει «τελεία ἀγάπη», ἀγάπη χριστιανική.
Τὸ ζήτημα ὅμως πρέπει, νομίζω, νὰ τεθεῖ κατ' ἄλλο τρόπο. Ὅταν ἐμεῖς σήμερα ἀκοῦμε τὴν παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χωρίσουμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας τὴν (ὀρθὴ) πίστη; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει καθαρά: «ο... μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἰωαν. γ' 18). Μετὰ τὴν ἔνσαρκη δηλαδὴ οἰκονομία ἡ κρίση εἶναι συνέπεια τῆς στάσης κάθε ἀνθρώπου ἔναντί του Χρίστου. Κριτήριο μένει ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη ὅμως ποὺ προϋποθέτει τὴν εἰς Χριστὸν πίστη. Γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Αὐτὴ μονάχα δικαιώνει καὶ σώζει...
Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοὺ