Ἀναβαλούτζι - Λούτζι
Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα
Φίλοι μου
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ.
ΕΥΧΟΜΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ 2012 ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΤΕ
ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΑΣ.
Ἀλήθεια, ὅμως, ποῦ περάσατε τήν Πρωτοχρονιά; Ἐλπίζω
κάπου ὄμορφα, καί ὄχι στό Ἀναβαλούτζι - Λούτζι!
Ξέρετε, ἐννοῶ αὐτό τό ἄγριο νησί στή μέση τοῦ Εἰρηνικοῦ. Τί; Δέν τό γνωρίζετε;
Οὔτε κι ἐγώ τό ἤξερα, ὥσπου παραμονή πρωτοχρονιᾶς ἕνας φίλος μου, τό Ὠκεανοσύννεφο, μέ προσκάλεσε νά πετάξουμε πάνω ἀπό τό περίεργο νησί μέ τό ἐγκαταλελειμμένο σχολεῖο καί τούς ἀθέριστους κήπους. Τί νά κάνω; Πῆγα. Ἤθελα τόσο πολύ νά μάθω τί ἀπέγινε ὁ τελευταῖος μαθητής, ὁ Παντελούτζι - Λούτζι. Ἀκοῦστε τήν ἱστορία του, γιά νά τόν βοηθᾶτε ἀπό δῶ καί πέρα ΑΝ τόν συναντήσετε πουθενά...
Στό Λούτζι, τό ὄμορφο νησί τοῦ Εἰρηνικοῦ Ὠκεανοῦ, ζοῦσαν εὐτυχισμένοι οἱ λίγοι κάτοικοι. Κάθε πρωί ἄλλοι ἔβγαιναν γιά ψάρεμα στίς βραχώδεις ἀκτές, ἄλλοι κυνηγοῦσαν θαλάσσιους ἐλέφαντες, ἄλλοι μάζευαν φτερά ἀπό ἄλμπατρος κι ἄλλοι ἔπιαναν γαλάζια νεογέννητα καβούρια. Ἦταν καί μερικοί πιό τολμηροί, πού βουτοῦσαν στά ἀνοιχτά κι ἔφταναν ὥς το φωσφοροῦχο ὕφαλο μέ τά πολύτιμα χρωματιστά κοράλλια. Ὅταν ἔμπαινε χειμώνας καί τά κύματα σκέπαζαν τίς ἀκτές και τούς κοκκοφοίνικες, τότε καί οἱ κάτοικοι ἀποσύρονταν στό ἐσωτερικό, στις ἤρεμες καί καταπράσινες πεδιάδες, και καλλιεργοῦσαν τά χωράφια τους. Ἐπίσης, μιά φορά τήν ἑβδομάδα περνοῦσε ἀπό τό νησί τους ἕνα πλοῖο καί μποροῦσαν μ᾽ αὐτό νά ταξιδέψουν γιά τις μεγάλες πολιτεῖες.
Περνοῦσε ἡ ζωή τους ὄμορφα καί ἤρεμα. Τό πιό σημαντικό ὅμως ἀπ᾽ ὅλα ἦταν τά παιδιά τους! Αὐτά ἦταν ὁ θησαυρός τους. Ἦταν βέβαια λίγα καί στό σχολεῖο πήγαιναν ἀραιά καί ποῦ, ἀλλά ἦταν παιδιά διαμάντια ἤ -τί λέω- κοράλλια, τόσο πολύτιμα! Ἀφοῦ, να φανταστεῖτε, ὅταν οἱ μεγάλοι δούλευαν, αὐτά στέκονταν καί τούς θαύμαζαν, κι ὅλο ζήλευαν και ἔλεγαν μεταξύ τους.
- Ἐγώ, ὅταν θά μεγαλώσω, θά γίνω μεγάλος ἔμπορος κοραλλιῶν και μαργαριταριῶν.
- Ἐγώ, ἔλεγε τό ἄλλο, θά γίνω κυνηγός φώκιας.
- Ἐγώ θά πουλάω σʼ ὅλο τόν κόσμο παπλώματα γεμισμένα μέ φτερά ἄλμπατρος.
- Κι ἐγώ θά γίνω καπετάνιος σέ ὑπερωκεάνιο και θά περνάω ἀπό τό Λούτζι κάθε μέρα.
Οἱ γονεῖς τους καμάρωναν καί σκέφτονταν πόσο σπουδαῖα πράγματα θα ἔβλεπαν σέ λίγα χρόνια τά μάτια τους. Γι᾽ αὐτό κι ἀπό νωρίς σκέφτηκαν ὅτι ἔπρεπε νά βάλουν τά παιδιά στή δουλειά. Ἔτσι,
- Τασούτζι, ρωτοῦσε ἕνας ψαράς τό γιό του, θέλεις νά ἔρθεις μαζί μου γιά ψάρεμα; Θά μάθεις χίλια μυστικά.
- Θέλω, ἔλεγε ὁ Τασούτζι ἀλλά δεν κουνιόταν ἀπό τή θέση του. Ξεκίνα πατέρα, καί θά ἔρθω σέ λίγο.
- Ἑλενούτζι, ἔλεγε ἡ κυρία παπλωματοῦ, ἔλα, παιδάκι μου, νά μάθεις πῶς μαζεύουμε φτερά!
- Μμμμ, σέ λίγο ἀπαντοῦσε ἡ Ἑλενούτζι, θά ἔρθω σέ λίγο.
- Κωστούτζι, Κωστούτζι, φώναζε ὁ κύριος δύτης, τρέχα, φεύγουμε για τόν ὕφαλο!
- Σέ λίγο. Πήγαινε καί θά ἔρθω σε λίγο. Τώρα δέν μπορῶ, πρέπει να βάψω τά κορδόνια μου.
- Ἀλικούτζι, ἔλα κορίτσι μου, ὕψωνε τή φωνή ἡ κυρία δασκάλα, ἔλα ἐπιτέλους στήν τάξη!
- Σέ λίγο. Θά ἔρθω, ἀλλά σέ λίγο.
- Παντελούτζι, τρέχα, φώναζε ὁ πατέρας, γλίστρισε μέσα στή λάσπη ἡ γιαγιά, δῶσε ἕνα χεράκι.
- Σέ λίγο, περίμενε, θά ἔρθω σε λίγο.
Ὅπως καταλαβαίνετε, φίλοι μου, τά παιδιά, μέσα στά χίλια τους καλά, εἶχαν ἕνα σοβαρό ἐλάττωμα. Ποτέ δέν ἔκαναν μιά δουλειά, γιατί συνεχῶς τήν ἀνέβαλλαν. Ἀφοῦ, νά φανταστεῖτε, ὁ Παντελούτζι, πού ἐπρόκειτο νά ταξιδέψει μέ τό πλοῖο τῆς γραμμῆς γιά δουλειές τοῦ πατέρα του, φώναξε στόν καπετάνιο:
- Βίρα τίς ἄγκυρες! Ξεκίνα καί θα ᾽ρθω σέ λίγο!
Ὁ καιρός περνοῦσε καί τά παιδιά στό Λούτζι, πού τώρα ὅλοι τό ἔλεγαν Ἀναβαλούτζι-Λούτζι, μεγάλωναν χωρίς νά μαθαίνουν καμία δουλειά. Το μόνο πού ἤξεραν ἦταν νά κάθονται στά βράχια καί νά ὀνειρεύονται το μέλλον. Ὅμως ἔτσι σιγά σιγά τό νησί ἀγρίεψε, γιατί οἱ μεγάλοι δέν εἶχαν πιά δύναμη γιά νά δουλέψουν. Τά χωράφια γέμισαν ἀγκάθια, τά φτερά ἀπό τά ἄλμπατρος ἔπνιξαν τίς ἀκτές καί τά σπίτια τους, καί τά κοράλλια τά ἔκλεβαν ἔμποροι ἀπό τήν Ἀτσιδαλάνδη καί τό Σχολεῖο τό κατέστρεψαν ἔμποροι φώκιας ἀπό την Πανουργοστάν. Τίποτα δέν πήγαινε καλά στό Ἀναβαλούτζι. Ὥς καί το πλοῖο ἀραίωσε τά δρομολόγιά του, γιατί τά παιδιά ἤθελαν πάντα νά ταξιδέψουν τήν «ἄλλη φορά». Φρίκη σᾶς λέω. Ὥσπου ἔγινε τό ἀναπάντεχο!
Τήν περασμένη ἑβδομάδα, παραμονές Πρωτοχρονιᾶς, ἄναψε τεράστια πυρκαγιά στό Ἀναβαλούτζι.
- Φωτιά, φωτιά! φώναξε ὁ Παντελούτζι, τρέξτε νά τή σβήσετε! Τρέξτε! Πειρατές ἔβαλαν φωτιά.
Τότε ἔγινε κάτι, πού ποτέ ἄλλοτε δέν ξανάγινε: τά παιδιά ἔτρεξαν ἀμέσως νά τή σβήσουν. Οἱ γέροι γονεῖς τους ἔβλεπαν πρώτη φορά στή ζωή τους τά παιδιά τους νά δουλεύουν. Ἄλλο κουβαλοῦσε νερό, ἄλλο κατασκεύαζε ἀντλίες φτιαγμένες ἀπό καλάμια, ἄλλο χτυποῦσε τή φωτιά με φύλλα φοίνικα. Μόνο ἕνας δεν ἔτρεξε, ὁ Παντελούτζι.
- Θά πάω σέ λίγο, εἶπε καί συνέχισε νά σκαλίζει τό φυσοκάλαμό του.
Πόσες ὧρες νά πέρασαν ἄραγε. Οὔφ, τί ζέστη ἦταν αὐτή! Μήπως ἡ φωτιά δέν ἔσβησε; Ὁ Παντελούτζι ἄρχισε νά βήχει. Ὁ καπνός τον ἔπνιγε. Ἄνοιξε τήν πόρτα, γιά να φύγει, ἀλλά τίποτε δέν ἔβλεπε μπροστά του. Τώρα;
- Ἑλενούτζι, Κωστούτζι, Τασούτζιιιιι φώναζε ἀπελπισμένος.
Κανείς δέν τόν ἄκουγε. Τρελός ἀπό τήν ἀγωνία ἔτρεξε κατά τήν ἀκτή. Ἀπό μακριά διέκρινε τό μεγάλο καράβι, εἶχε σηκώσει ἄγκυρες κι ἔφευγε μακριά ἀπό τό φλεγόμενο νησί, φορτωμένο μ᾽ ὅλους τούς κατοίκους.
- Γύρνα πίσω, καπετάνιε! Φώναζε ὁ Παντελούτζι. Ὅμως ὁ καπετάνιος ἦταν πιά μακριά.
Κουρασμένος, μαυρισμένος, πεινασμένος, μόνος κι ἔρημος ὁ Παντελούτζι γυρνοῦσε στά βράχια. Ἡ φωτιά ἦταν μακριά του. Τί κρίμα νά μήν ξέρει πῶς ψαρεύουν. Πῶς πεινοῦσε!
Νύχτωσε, κι ὁ Παντελούτζι, ὁ τελευταῖος κάτοικος τοῦ Ἀναβαλούτζι φοβόταν τώρα μόνος του. Ἦταν ὅμως ἀναγκασμένος να περιμένει τό πλοῖο καί ποιός ξέρει πότε θά περνοῦσε. Αὐτός πάντως θά ἀνέβαινε χωρίς ἀναβολή!
Πάντως, γιά νά μήν ἀγωνιᾶτε, καθώς πετοῦσα πάνω ἀπό τόν Ὠκεανό, συνάντησα τό πλοῖο. Τώρα σίγουρα θά ᾽χει φτάσει.
Φίλοι μου, καλή χρονιά,
Καί θυμηθεῖτε:
Στή νέα χρονιά
μακριά ἀπό τήν ἀναβολή,
εἶναι καταστροφή.
Υ.Γ. ΠΡΟΣΟΧΗ: Τά παιδιά τοῦ Ἀναβαλούτζι φοιτοῦν σέ σχολεῖο τῆς γειτονιᾶς σας. Προσπαθοῦν νά διορθωθοῦν. Βοηθῆστε τα.
Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3568/743.pdf