Τό γάλα τοῦ Κωστάκη
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΑΣ
Μεγάλη ἦταν ἡ χαρά τῶν παιδιῶν ἐκείνη τή μέρα. Στά παιδικά συσσίτια για πρώτη φορά θά μοίραζαν γάλα, πού εἶχε ἐξαφανιστεῖ ἀπό τήν Ἀθήνα πολλούς μῆνες. Λίγο ἔπειτα ἀπό τήν εἴσοδο τῶν Γερμανῶν (1941) εἶχε γίνει καί αὐτό εἶδος πολυτελείας. Μά τώρα εὐτυχῶς ἔφτασε ἡ πρώτη ἀποστολή τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ.
Τό γάλα βραζόταν σέ μεγάλα καζάνια στά σχολεῖα κι ὅπου ἀλλοῦ λειτουργοῦσαν παιδικά συσσίτια. Καί τά πεινασμένα Ἑλληνόπουλα δέν χόρταιναν να τό ρουφοῦν μέ τά μάτια, πρίν ἀκόμα γίνει ἡ διανομή. Τά φασόλια, τά μπιζέλια καί τό πλιγούρι μόλις τά εἶχαν συγκρατήσει ὡς τώρα στή ζωή. Καί τά εἶχαν πιά βαρεθεῖ. Τό γάλα ὅμως θά τούς ξανάφερνε τό ρόδινο χρῶμα τῆς ὑγείας.
Σ' ἕνα συνοικιακό δημοτικό σχολεῖο τοῦ Πειραιῶς ἦταν μαθητής κι ὁ Κωστάκης, παιδί φτωχοῦ ὑπαλλήλου. Ἡ οἰκογένειά του εἶχε ὑποφέρει πολύ ἑνάμιση χρόνο ἀπό τίς στερήσεις. Ἀφοῦ ἀναγκάστηκαν στήν ἀρχή νά πουλήσουν τά λίγα κοσμήματα τῆς μητέρας, τά περισσότερα ἔπιπλα καί πολλά ροῦχα τους, τώρα τελευταῖα στήριζαν ὅλες τίς ἐλπίδες τους στά συσσίτια και στίς διανομές.
Ὁ πατέρας ἔπαιρνε συσσίτιο ἀπό την ὑπηρεσία του καί τά δύο παιδιά, ἡ Λέλα κι ὁ Κωστάκης, ἀπό τά σχολεῖα τους. Ὁ μισθός τοῦ πατέρα ἐκείνη τήν ἐποχή δεν ἦταν ἀρκετός νά τούς θρέψει οὔτε πέντε μέρες τό μήνα. Καί ἡ καημένη ἡ μητέρα ἔπρεπε νά βάλει ὅλη τήν τέχνη της, για νά ἔχουν πέντε πιάτα φαγητό τό μεσημέρι καί πέντε τό βράδυ.
Ἡ φτωχή οἰκογένεια εἶχε καί ἕνα φιλοξενούμενο σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα. Ἦταν ἕνας Κύπριος, στρατιώτης στον ἀγγλικό στρατό, καί τόν ἔλεγαν Μιχάλη. Εἶχε πολεμήσει γενναῖα τούς Γερμανούς, πληγώθηκε ἐλαφρά στό δεξί χέρι καί εἶχε πιαστεῖ αἰχμάλωτος. Ἀλλά κατόρθωσε νά δραπετεύσει καί τυχαῖα εἶχε χτυπήσει τήν πόρτα τοῦ φτωχοῦ ὑπαλλήλου. Τόν δέχτηκαν μέ ὅλη την καρδιά τους, τόν ἔκρυψαν ἀπό κάθε ὕποπτο μάτι καί μοιράστηκαν μαζί του τό λίγο φαγητό τους. Κι οὔτε ἤθελαν ν' ἀκούσουν τίς παρακλήσεις του νά τον ἀφήσουν νά παραδοθεῖ. Τόν κίνδυνο να τουφεκιστοῦν οἱ γονεῖς, ἄν τόν ἀνακάλυπταν οἱ ἐχθροί, ἡ οἰκογένεια δέν τον λογάριαζε.
- Τό γάλα σας θά τό πίνετε ὅλοι ἐδῶ κι ὅταν φεύγετε, θά μοῦ δείχνετε ἄδειο τό τενεκάκι σας, εἶπε ἡ διευθύντρια στα παιδιά τήν ὥρα τῆς διανομῆς.
Τά παιδιά εἶχαν μπεῖ στή σειρά και περνοῦσαν μπροστά ἀπό τό καζάνι, ἀπό τό ὁποῖο δύο διδασκάλισσες μέ δύο μεγάλες κουτάλες ἔχυναν τό γάλα στά τενεκάκια τους. Καί τό καθένα καθόταν σ' ἕνα θρανίο καί τό ρουφοῦσε γρήγορα καί μέ μεγάλη εὐχαρίστηση. Κι ὅταν τελείωνε, περνοῦσε μπροστά ἀπό τή διευθύντρια κι ἔδειχνε τό ἄδειο τενεκάκι του.
Ὁ μικρός Κωστάκης κάθισε σέ μια γωνιά καί φαινόταν πώς ἔπινε τό γάλα του. Ἔπειτα, σέ μία στιγμή πού ἔβγαιναν πολλά παιδιά μαζεμένα, χώθηκε ἀνάμεσά τους καί αὐτός μισοκρύβοντας τό τενεκάκι του. Ἡ διευθύντρια δεν μποροῦσε νά ὑποπτευθεῖ πώς θά τήν ξεγελοῦσε, γιατί ἦταν ὁ πιό καλός μαθητής στήν τάξη του.
Αὐτό τό παιγνίδι τοῦ Κωστάκη κράτησε μιά βδομάδα. Μά στό τέλος πιάστηκε. Ἡ διευθύντρια δέν μποροῦσε νά τό πιστέψει!
- Γιατί τό ἔκαμες αὐτό, Κωστάκη; Τόν μάλωσε περισσότερο λυπημένη παρά θυμωμένη.
- Κυρία, δέν ἔχω ὄρεξη σήμερα, δικαιολογήθηκε μέ βουρκωμένα μάτια και μέ κατακόκκινα μάγουλα.
Εἶχε φανερωθεῖ πώς δέν ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Καί ἡ διευθύντρια κατάλαβε πώς κάτι πολύ σοβαρό τοῦ συνέβαινε.
- Τό γάλα εἶναι ἴσα-ἴσα γιά τους ἀνόρεχτους καί νά καθίσεις νά το πιεῖς, τοῦ εἶπε.
Ὁ Κωστάκης ξανακάθισε καί ἤπιε το γάλα του, χωρίς νά μπορεῖ νά σταματήσει τά δάκρυά του.
Τό ἀπόγευμα ἡ διευθύντρια ἐπισκέφθηκε τή μητέρα τοῦ Κωστάκη καί τῆς διηγήθηκε τό πρωινό ἐπεισόδιο. Και ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ. Γνώριζε πολύ καλά τον καλό χαρακτήρα τῆς διευθύντριας καί γι' αὐτό τῆς εἶπε ὅλη τήν ἀλήθεια, πώς ἔκρυβαν τό Μιχάλη, πώς ἦταν τώρα μέρες ἄρρωστος ἀπό κρυολόγημα καί πώς τά δύο παιδιά τους, ἡ Λέλα καί ὁ Κωστάκης, εἶχαν συμφωνήσει κρυφά ἀπό τούς γονεῖς τους νά τοῦ φέρνουν τό γάλα τους. Καί οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς ἔβλεπαν πώς το γάλα ἦταν πιό ἀπαραίτητο γιά τον ἄρρωστο παρά γιά τά παιδιά τους. Δυστυχῶς δέν εἶχαν ἐμπιστοσύνη νά τοῦ φέρουν καί γιατρό.
- Ὁ Κωστάκης νά πίνει τό γάλα του, εἶπε τότε ἡ διευθύντρια μέ συγκίνηση, γιατί εἶναι ἀδύνατος. Κι ἐγώ θά ἐξοικονομῶ ἄλλο γιά τόν ἄρρωστο καί με τρόπο θά σᾶς τό φέρνω ἡ ἴδια. Αὔριο θα φέρω καί γιατρό, στόν ὁποῖο μπορεῖτε νά ἔχετε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη.
Ὁ Κωστάκης εἶχε προσθέσει δύο ἀκόμη προστάτες τοῦ Μιχάλη, τή διευθύντριά του καί τό γιατρό. Κι ὡς την ἡμέρα πού ἔφυγαν οἱ Γερμανοί, τόν φύλαξαν πολύ καλά κρυμμένον.
Γεώργιος Ν. Καλαματιανός
------------
Παλιά Ἀναγνωστικά Δημ. Σχολείων
Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3338/740.pdf