ΤΑ «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ» ΚΑΙ Η «ΓΛΩΣΣΟΛΑΛΙΑ» ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΩΝ

2014-08-09 11:49

     ιερεύς Σωτήριος Ο. Ἀθανασούλιας

Ἀπαρχές καί ἐξάπλωση τοῦ «χαρισματικοῦ κινήματος» 

     Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ σπουδαιότερος ἴσως λόγος, γιά τόν ὁποῖο γνωρίζει μεγάλη ἐξάπλωση ἡ αἵρεση τῶν Πεντηκοστιανῶν στίς μέρες μας, εἶναι ὁ ἰσχυρισμός ὅτι μεταξύ τῶν μελῶν τῆς ἐμφανίζονται τά πνευματικά «χαρίσματα» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα ἡ «γλωσσολαλία» ἡ «γλωσσολαλιά». Τό κίνημα τῶν Πεντηκοστιανῶν καί πολλές ἄλλες «χαρισματικές» ὁμάδες θεωροῦν τά «χαρίσματα» ὡς ἀπόδειξη γνησιότητας τῆς «ἐκκλησίας» τους, ὡς σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς ἀναβίωση τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀποστόλων, ὡς ἐπανάληψη τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅσα μέλη διαθέτουν τέτοια «χαρίσματα», ἔχουν τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα, ὅτι βρίσκονται στόν σωστό δρόμο, ὅτι κατέχουν τό πλήρωμα τῆς «ἀλήθειας», ὅτι εἶναι μέλη μίας
ζωντανῆς «ἐκκλησίας», σέ ἀντίθεση μέ τίς νεκρές ἡ παρηκμασμένες θρησκευτικές κοινότητες (αἱρέσεις) τοῦ περιβάλλοντός τους. Κατά συνέπειαν, εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀντιληφθοῦν ὅτι, ὅσα θεωροῦν ὡς πνευματικά «χαρίσματα» δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό φαινόμενα δαιμονικῆς πλάνης, πολύ γνωστά στόν Ὀρθόδοξο χριστιανικό χῶρο.

     Τό λεγόμενο «χαρισματικό κίνημα» ἐμφανίσθηκε στίς Η.Π.Α στίς ἀρχές τοῦ περασμένου (20ού) αἰώνα, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς πενίας (ἀπουσίας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ), πού, ὅπως εἶναι φυσικό, διακρίνει τίς προτεσταντικές καί ἄλλες χριστιανικές αἱρέσεις κάθε ἐποχῆς. Κάποιοι πιστοί ἀναζητοῦσαν ἕνα βαθύτερο περιεχόμενο, μία γνήσια πνευματική ἐμπειρία, πέρα ἀπό τόν στεῖρο ἠθικισμό καί τήν ἐπιφανειακή προσέγγιση τῆς Βίβλου, πού παρεῖχε τό θρησκευτικό περιβάλλον της τότε ἀμερικανικῆς κοινωνίας. Τό κενό αὐτό ἦλθε νά καλύψει ἡ ἐμφάνιση τῆς «γλωσσολαλίας» σέ ἀναζητητές τῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν, πού περιγράφονται στή Βίβλο, ὅπως στούς John Alexander Dowie (1847-1910), Maria Woodworth Etter (1844-1924), Charles F. Parham (1875-1929) κ.α. Σημεῖα τῆς παρουσίας αὐτοῦ του «χαρίσματος» θεωρήθηκαν τό νά βγάζει ὁ πιστός παράξενους ἤχους ἡ κραυγές (πέφτοντας πολλές φορές στό ἔδαφος), τό νά ὁμιλεῖ γλῶσσες πού δέν γνωρίζει (καί πού δέν κατανοοῦν συνήθως οἱ παριστάμενοι) κ.α.

     Ο Parham θεωρεῖται ὁ «πατέρας τῆς Πεντηκοστῆς» καί ἡ 1/1/1901 ἡ γενέθλια ἡμέρα τοῦ «χαρισματικοῦ κινήματος». Τό «Κίνημα τῆς Ἁγιότητας» ή ἡ «Δεύτερη Πεντηκοστή» ἄρχισε νά διασπᾶται καί νά ἐξαπλώνεται ἀπό τό «ὑπερῶο» τῆς ὁδοῦ Azousa τοῦ Λός Ἀντζελές σέ ὁλόκληρη τήν Ἀμερική καί μετέπειτα σέ ὅλο τόν κόσμο. Φυσικά, δέν ἔλειψαν οἱ ἀλληλοκατηγορίες. Κάποιοι διέκριναν σωστά, ὅτι ἐκεῖνο πού ἐνέπνευε αὐτά τά «χαρίσματα», δέν ἦταν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά κάποιο ἄλλο πνεῦμα, καί κατηγοροῦσαν συνανθρώπους τους γιά «καταστάσεις ὑπνωτισμοῦ, καταστάσεις δαιμονικές, καταστάσεις πνευματιστικές ... ὅλα τά εἴδη μαγείας, παροξυσμούς, καταληψίες καί ἄλλα ... μία ἀσυνάρτητη φλυαρία πού δέν εἶναι καθόλου γλωσσολαλία» (βλ. Ἱερομ. Ἀλεξίου Καρακαληνοῦ, Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, ἔκδ. Μακρυγιάννης, Κοζάνη 2006, σ. 197). Μέ βάση τά παραπάνω, δέν πρέπει νά ἀμφιβάλλουμε ὅτι μεταξύ τῶν σύγχρονων Πεντηκοστιανῶν ἐμφανίζονται ἐμπειρίες, κάποτε μάλιστα πολύ ἔντονες. Δέν πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι οἱ κάτοχοι τέτοιων ἐμπειριῶν ψεύδονται, ἡ ὅτι πρόκειται πάντοτε γιά φαινόμενα αὐθυποβολῆς καί ἄλλα παρόμοια. Τό πρόβλημα εἶναι ὄχι ἡ ὕπαρξη, ἀλλά ἡ αἰτία καί ἡ προέλευση αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν. Ποιό πνεῦμα ἐμπνέει κάθε φορᾶ καταστάσεις, ποῦ ἐμφανίζονται ὡς πνευματικά χαρίσματα; Αὐτό μπορεῖ εὔκολα νά διαπιστωθεῖ ἀκόμη καί μέ τήν ἁπλή σύγκριση τῶν ἐμπειριῶν πού περιγράφει ἡ Βίβλος μέ αὐτές πού παρατηροῦνται στούς σύγχρονους «χαρισματικούς». Ἐπί πλέον ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, μέ τίς πλούσιες μαρτυρίες της, μᾶς διδάσκει συστηματικά τήν «ἐπιστήμη» τῆς διακρίσεως τῶν γνήσιων (θείων) χαρισμάτων ἀπό τά μή γνήσια (δαιμονικά) «χαρίσματα», ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.

 Ἡ μαρτυρία τῆς Βίβλου γιά τά χαρίσματα

     Ὁ Κύριος σέ μία χαρακτηριστική παραβολή Τοῦ παρομοίασε τόν κόσμο μέ ἀγρό, ὁ κύριος του ὁποίου ἔσπειρε σ' αὐτόν «καλόν σπέρμα» (Μάτθ. 13, 24-30). Ὅμως, τήν νύκτα («ἐν τῷ καθεύδειν») μπῆκε ὁ ἐχθρός καί ἔσπειρε ζιζάνια. Τό «καλόν σπέρμα» στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι τά γνήσια χαρίσματα, πού προέρχονται ἀπό τόν Χριστό, ἐνῶ τά ζιζάνια εἶναι τά κίβδηλα, πού προέρχονται ἀπό τόν διάβολο. Χαρακτηριστικό τῶν ζιζανίων εἶναι ὅτι μοιάζουν πολύ μέ τόν καλό σίτο· μόνο στόν καιρό τῆς καρποφορίας καί τοῦ θερισμοῦ διακρίνεται σαφῶς ὁ σίτος ἀπό τά ζιζάνια. Δίπλα, λοιπόν, σέ κάθε γνήσιο πνευματικό χάρισμα ὑπάρχει ἕνα δαιμονικό κακέκτυπό του, πού σκοπό ἔχει νά καταστήσει τόν δῆθεν χαρισματοῦχο ὑπόδουλό του «ἐχθροῦ». Ἔτσι, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κάνει λόγο γιά τήν ἐμφάνιση «ψευδοχρίστων» καί «ψευδοπροφητῶν» (Μάτθ. 24,24), πού νομίζουν ὅτι προφητεύουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ ὁμιλοῦν μέ δαιμονική ἔμπνευση. Κάνει, ἐπίσης, λόγο γιά κάποιους, πού ἐπιτελοῦν «σημεῖα μεγάλα καί τέρατα», μέ κίνδυνο νά πλανήσουν ἀκόμη καί τούς «ἐκλεκτούς»  (Μάτθ. 24,24). Ὅλοι αὐτοί οἱ πλανημένοι ψευδοχαρισματοῦχοι θά πολλαπλασιάζονται, ὅσο πλησιάζουν τά ἔσχατα, τό τέλος τοῦ κόσμου. Ὁ ἄπ. Παῦλος ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» καί «οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης» (Β΄ Κόρ. 11,14-15). Στούς βίους τῶν Ἁγίων συναντᾶμε πάμπολλες περιπτώσεις, πού ὁ Σατανᾶς ἐμφανίζεται ὡς φῶς ἡ παίρνει τίς μορφές τῶν Ἁγίων, τῆς Θεοτόκου, ἀκόμη καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δήλ. μιμεῖται ὅλα, ὅσα ἐπιτελεῖ ὁ Θεός γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Δέν εἶναι, λοιπόν, καθόλου δύσκολο νά μιμεῖται καί τά πνευματικά χαρίσματα.

     Στήν Ἄγ. Γραφή, ὅμως, γίνεται λόγος καί γιά τά γνήσια πνευματικά χαρίσματα. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, μέ ἀφορμή κάποιες παρανοήσεις μεταξύ τῶν χαρισματούχων τῆς Κορίνθου, ἀφιερώνει τρία ὁλόκληρα κεφάλαια τῆς Α΄ Πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του στό ζήτημα τῶν χαρισμάτων (12, 13, 14). Ἄς παρακολουθήσουμε τή σκέψη του, διευκρινίζοντας προκαταβολικά ὅτι τά πνευματικά χαρίσματα, ὅπως τά περιγραφόμενα στήν παραπάνω ἐπιστολή, διακρίνονται σαφῶς ἀπό τά φυσικά χαρίσματα, ὅπως τά ὑπονούμενα ὑπό τοῦ Κυρίου στήν παραβολή τῶν ταλάντων (Μάτθ. 25, 14-30). Βέβαια, καί οἱ δύο κατηγορίες χαρισμάτων ἀποτελοῦν δωρεές τοῦ Ἁγ. Πνεύματος· ὅμως τά μέν φυσικά χαρίσματα διανέμονται σέ κάθε ἄνθρωπο γενικά καί ἐξ ἀρχῆς, ἐνῶ τά πνευματικά χορηγοῦνται ἐκ τῶν ὑστέρων, συνήθως μετά ἀπό ἐπίπονη προσωπική προσπάθεια, καί μόνο σέ βαπτισμένους Χριστιανούς - μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τό νά διαθέτει κάποιος εὐστροφία ἡ εὐγλωττία ἡ σωματική δύναμη εἶναι φυσικό χάρισμα, πού ὀφείλει νά τό ἀξιοποιήσει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Τό νά θεραπεύει, ὅμως, ἀνίατες ἀσθένειες μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πνευματικό χάρισμα («χάρισμα ἰαμάτων»), πού συναντᾶται κατά κανόνα σέ Ἁγίους. Ἐπιστρέφοντας στή σκέψη τοῦ Παύλου, παρατηροῦμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ διευκρινίζει κατ' ἀρχήν ὅτι τά πνευματικά χαρίσματα εἶναι πολλά, ὑπάρχουν δήλ. «διαιρέσεις χαρισμάτων» (Α΄ Κόρ. 12,4)· ὅλα, ὅμως, τά «ἐνεργεῖ τό ἐν καί τό αὐτό Πνεῦμα», τό Ὁποῖο τά διανέμει «καθώς βούλεται», ὅπως Ἐκεῖνο θέλει (12,11). Ἡ κατανομή τῶν χαρισμάτων παραλληλίζεται μέ τή λειτουργία τῶν μελῶν στό ἀνθρώπινο σῶμα: ὅπως ἕνα σῶμα δέν μπορεῖ νά ἔχει μόνο χέρια ἡ μόνο πόδια, ἔτσι καί στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει ἕνα μόνο χάρισμα, ἀλλά πολλά (12,12-27). Χωρίς χαρίσματα, δέν συγκροτεῖται τό Σῶμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι τά χαρίσματα δέν χορηγοῦνται χάριν τοῦ κατόχου τους, ἀλλά γιά τήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ, πιό ἁπλά, γιά τήν ὠφέλεια τῶν πολλῶν, ὅσων δέν διαθέτουν τέτοια χαρίσματα, τούς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος ἀποκαλεῖ «ἰδιώτας» (14, 16). Γι' αὐτό ὁ Κύριος ἐπισήμανε ὅτι ὑπάρχουν χαρισματοῦχοι, οἱ ὁποῖοι, τελικά, δέ θά εἰσέλθουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Μάτθ. 7, 22-23), προφανῶς, ἐπειδή τούς δόθηκαν τά χαρίσματα μόνο καί μόνο γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Ἀλλά καί ὁ Ἀπ. Παῦλος τονίζει ὅτι πάνω ἀπό τά χαρίσματα εἶναι ἡ ἀνιδιοτελής χριστιανική ἀγάπη (13, 1-8). Τά χαρίσματα εἶναι προσωρινά καί κάποτε θά καταργηθοῦν, ἡ ἀγάπη, ὅμως, «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (13,8).

     Ποιά εἶναι, ὅμως, τά πνευματικά χαρίσματα; Ὁ ἄπ. Παῦλος ἀπαριθμεῖ ἀρκετά, ὅπως «προφητεία», «διδασκαλία», «λόγος σοφίας», «λόγος γνώσεως», «πίστις», «δυνάμεις», «χαρίσματα ἰαμάτων», «ἀντιλήψεις», «κυβερνήσεις», «διακρίσεις πνευμάτων», «ἑρμηνεία γλωσσῶν», «γένη γλωσσῶν» ἡ «γλῶσσαι» (12, 8-10, 12,28). Προχωρώντας ὁ Ἀπόστολος, τονίζει ὅτι ὅλα τά χαρίσματα δέν ἔχουν τήν ἴδια ἀξία. Ὅπως στό ἀνθρώπινο σῶμα ὑπάρχουν «ἰσχυρότερα» καί «ἀσθενέστερα» μέλη, ἔτσι ὑπάρχουν «κρείττονα» καί «ἐλάσσονα» (μεγαλύτερα καί μικρότερα) χαρίσματα (12,22, 12,31). Ἀλλοῦ παραθέτει μία ἀξιολογική κατάταξη τῶν χαρισμάτων, ἀναφέροντας χαρακτηριστικά: «Οὖς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τή ἐκκλησία πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἴτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (12,28). Παρατηροῦμε ὅτι ἐπικεφαλῆς τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων εἶναι τό ἀποστολικό χάρισμα καί ἀμέσως ἕπεται τό προφητικό, ἐνῶ τελευταῖο εἶναι τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν (ἡ γλωσσολαλία). Ἄν τό ἀποστολικό χάρισμα ἀφορᾶ στούς Δώδεκα καί στούς Ἑβδομήκοντα μαθητές τοῦ Κυρίου, τότε ἐπικεφαλῆς τῶν χαρισμάτων εἶναι τό προφητικό χάρισμα. Ὁ ἄπ. Παῦλος παραγγέλει σαφῶς νά ἐπιδιώκουμε τά ἀνώτερα χαρίσματα («ζηλοῦτε τά χαρίσματα τά κρείττονα», 12,31) καί μάλιστα τήν προφητεία (14,1). Ὅποιος προφητεύει, ὁπωσδήποτε ὑπερέχει ἐκείνου πού «λαλεῖ γλώσσαις» (14,5).

Τά «κρείττονα χαρίσματα» καί ἡ ἐμμονή στή «γλωσσολαλία»

     Παρά τίς σαφέστατες αὐτές διευκρινίσεις τοῦ ἄπ. Παύλου, οἱ Πεντηκοστιανοί καί πολλοί ἄλλοι «χαρισματικοί» τῶν ἡμερῶν μᾶς διακατέχονται ἀπό μία ἐμμονή στό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας, στό κατώτερο ἀπό τά πνευματικά χαρίσματα. Τί ἦταν, ὅμως, ἡ γλωσσολαλία; Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ Ἀπ. Παύλου γιά τά χαρίσματα (τά κέφ. 12, 13 καί 14 τῆς Α΄ Πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς) παρουσιάζει πολλά ἑρμηνευτικά προβλήματα, ἐπειδή προφανῶς, γιά νά κατανοήσει κάποιος τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ ὁ Ἀπ. Παῦλος, πρέπει νά ἔχει ἀνάλογες ἐμπειρίες, δήλ. νά εἶναι ὁ ἴδιος φορέας τῶν ἴδιων ἀκριβῶς χαρισμάτων, γιά τά ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος. Ἄν δέν εἶναι φορέας τέτοιων χαρισμάτων, καί πολύ περισσότερο, ἄν ἔχει πλανηθεῖ μέ δαιμονικές ἐμπειρίες, ὁδηγεῖται σέ κραυγαλαῖες ἀντιφάσεις καί σέ παράδοξες ἑρμηνεῖες τῶν κειμένων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει αὐτά τά προβλήματα καί ὁ ἴδιος ἐπαναλαμβάνει ἁπλῶς τήν ἑρμηνεία τῶν δασκάλων του στήν Ἀντιόχεια, σύμφωνα μέ τήν ὁποία γλωσσολαλία ἦταν τό χάρισμα νά ὁμιλεῖ κάποιος ξένες γλῶσσες. Τό χάρισμα αὐτό ἦταν προσωρινό, γιά νά διαδοθεῖ ἡ νέα πίστη, καί πολύ νωρίς ἔπαψε νά ὑπάρχει.

     Ὅμως, ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δίνουν μία διαφορετική ἑρμηνεία, ἐπισημαίνοντας κάποια χωρία, τά ὁποῖα δέν πρόσεξαν οἱ σύγχρονοι Πεντηκοστιανοί. Γιά παράδειγμα, λέει σαφῶς ὁ ἄπ. Παῦλος ὅτι, ὅταν κάποιος γλωσσολαλεῖ, «οὐδείς ἀκούει» (14,2). Ἡ γλωσσολαλία δήλ. εἶναι κάτι ἐσωτερικό, δέν ἔχει ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις καί δέν ἐκφράζεται οὔτε μέ ἀνθρώπινες γλῶσσες, οὔτε μέ παράδοξους ἤχους ἡ μέ κραυγές! «Ὁ λαλῶν γλώσση» δέν ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους, ἀλλά στόν Θεό, καί «πνεύματι λαλεῖ τά μυστήρια» (14,2). Ὁ ἅγιος Νικήτας Στηθάτος (1014-1090) καί παλαιότερα ὁ Ὠριγένης (185 -254) κ.α. δέχονται ὅτι πρόκειται γιά ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς προσευχῆς («νοερά προσευχή», πρβλ. τίς ἐκφράσεις «γλώσση προσευχέσθω», «προσεύχομαι γλώσση», 14, 13-14), ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἄγ. Πνεύματος «ἐν τή καρδία» τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ λεγόμενη «νοερά προσευχή» (εἶδος προσευχῆς, πού γίνεται διά τοῦ Ἄγ. Πνεύματος «ἐν τή καρδία»), ὅπως συστηματοποιήθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί ἔχει καταγραφεῖ στά ἔργα τῶν Πατέρων καί στή Φιλοκαλία, εἶναι μία κατάσταση ἤδη γνωστή στόν ἄπ. Παῦλο καί στούς συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀναφέρει, γιά παράδειγμα, ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ὁ Θεός ἐξαπέστειλε τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Τοῦ «εἰς τάς καρδίας ἠμῶν», τό Ὁποῖο κράζει «ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γάλ. 4,6). Αὐτό τό Πνεῦμα προσεύχεται συνεχῶς («ὑπερεντυγχάνει») γιά μᾶς μέ ἀλάλητους στεναγμούς (Ρώμ. 8,26). Ἀλλοῦ προτρέπει τούς πιστούς, λέγοντας: «πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἐαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ὠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τή καρδία ὑμῶν τῷ Κυρίω» (Ἔφ. 5,19). Οἱ ψαλμοί αὐτοί, οἱ ὕμνοι καί οἱ πνευματικές ὠδές, πού λαλοῦνται ἡ ἄδονται ἡ ψάλλονται «ἐν τή καρδία» καί «ἐν Πνεύματι», ταυτίζονται μέ τίς γλῶσσες ἡ μέ τά «γένη γλωσσῶν», γιά τά ὁποία ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ ἄπ. Παῦλος. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ κατάσταση αὐτή δέν ταυτίζεται μέ τή «γλωσσολαλία» τῶν Ἀποστόλων μετά τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου οἱ Ἀπόστολοι μιλοῦσαν σέ μία γλώσσα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μετέφερε τά λεγόμενά τους στή γλώσσα καθενός ἀπό τούς ἀκροατές (Πράξ. 2,1-13).

     Μέ βάση αὐτή τήν πατερική ἑρμηνεία διαφωτίζονται πολλά ἄλλα σκοτεινά σημεῖα τοῦ κειμένου. Λέει π.χ. ὁ ἄπ. Παῦλος ὅτι ὑπάρχουν πολλά «γένη φωνῶν» στόν κόσμο. Κανένα, ὅμως, δέν εἶναι «ἄφωνον» (14,10), ἐννοεῖται ὅπως στήν προκειμένη περίπτωση οἱ «γλῶσσες». Ἄν ἡ σάλπιγκα δώσει φωνή, ποῦ δέν ἀκούγεται («ἄδηλον φωνήν»), τότε ποιός θά ἑτοιμασθῆ γιά πόλεμο; (14,8). Ἡ φωνή ποῦ βγαίνει ἀπό ἄφωνα («ἄψυχα») ὄργανα, εἴτε εἶναι αὐλός, εἴτε κιθάρα, πῶς θά γίνει γνωστή στούς ἀκροατές της; (14,7). Ἄν μποῦν στήν Ἐκκλησία «ἰδιῶται ἡ ἄπιστοι», ὅταν ὅλοι «γλώσσαις λαλῶσιν», φυσικά θά νομίσουν πρόκειται γιά παράφρονες (14,23), ὄχι ἐπειδή λένε ἀκατανότητες φράσεις, ὅπως νομίζουν οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί, ἀλλά, ἐπειδή ὅλοι μένουν σιωπηλοί καί δέν ἐπικοινωνοῦν καθόλου μεταξύ τους. Ἄλλωστε, μία σύναξη, στήν ὁποία ὅλοι βγάζουν κραυγές καί μιλοῦν ἀκατανόητες γλῶσσες, μοιάζει μέ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ μέ συγκέντρωση δαιμονιζομένων; Ἀλλά καί ὁ «ἰδιώτης», αὐτός πού δέν ἔχει πνευματικά χαρίσματα, δέν γνωρίζει πού τελειώνει ἡ προσευχή γιά νά πεῖ τό «ἀμήν» (14,10). Ὅποιος «γλώσση λαλεῖ», συνιστᾶ ὁ ἄπ. Παῦλος, δέν πρέπει νά ὁμιλεῖ στήν Ἐκκλησία («σιγάτω ἐν τή Ἐκκλησία»), δήλ. δέν πρέπει νά προσπαθεῖ νά ἐκφράσει τήν ἐσωτερική του προσευχή μέ ἀνθρώπινα λόγια, ἐκτός ἄν ἔχει τό εἰδικό χάρισμα νά «ἑρμηνεύει» («διερμηνευτής») τήν προσευχή (14, 27-28).

     Ἔτσι, κατά τόν ἄπ. Παῦλο, ἡ γλωσσολαλία εἶναι μία κατώτερη πνευματική κατάσταση, πού πρέπει νά ξεπεραστεῖ (14,5), γιατί μοιάζει μέ τή νηπιακή ἡ τήν παιδική ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου (14,20). Ὁ πιστός πρέπει νά ἀναζητᾶ τά «κρείττονα χαρίσματα» καί μάλιστα τήν προφητεία (12,31, 14,5). Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ τά ἐδῶ λεγόμενα τοῦ ἄπ. Παύλου, θεωρεῖ τή νοερά προσευχή (ἄν ἡ γλωσσολαλία ταυτίζεται μέ τή νοερά προσευχή)ὡς κατάσταση πρίν ἀπό τή θεοπτία ἡ τή θέωση, δήλ. πρίν ἀπό τόν πλήρη δοξασμό τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ. Ὁ γλωσσολαλῶν ἀπευθύνεται μόνο στόν Θεό καί ὠφελεῖ μόνο τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ προφητεύων ὠφελεῖ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία (14, 2-4).

     Μέ βάση τά παραπάνω καθίσταται ἰδιαίτερα ὕποπτη καί προβληματική ἡ ἐμμονή τῶν σύγχρονων αἱρετικῶν στό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας εἰς βάρος τῶν «κρειττόνων χαρισμάτων» καί μάλιστα μέ τόν τρόπο πού ἐκλαμβάνεται τό παραπάνω χάρισμα. Ἀκόμη κι ἄν ἡ γλωσσολαλία ἦταν χάρισμα ὁμιλίας ξένων γλωσσῶν, τό χάρισμα αὐτό θά εἶχε δοθεῖ γιά νά γίνει κατανοητό τό Εὐαγγέλιο, καί ὄχι γιά νά γίνει ἀκατανόητο, ὅπως συμβαίνει στούς «χαρισματικούς» τῶν ἡμερῶν μας. Ποιός ὁ λόγος νά δοθεῖ ἕνα τέτοιο «χάρισμα» σέ ὅσους ὁμιλοῦν τήν ἴδια γλώσσα; Τά γνήσια πνευματικά χαρίσματα ἔχουν λόγο καί νόημα, ὁ δέ λόγος καί τό νόημά τους εἶναι ἡ «οἰκοδομῆ» (πνευματική ὠφέλεια) τῶν ἄλλων καί ὄχι ἡ σύγχυσή τους. Κι ἀπ' αὐτό ἀκόμη τό ἁπλό δεδομένο καταδεικνύεται ὅτι ἡ «γλωσσολαλία» τῶν Πεντηκοστιανῶν εἶναι χαρακτηριστική περίπτωση δαιμονικῆς πλάνης.

Συμπέρασμα: Τά χαρίσματα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

     Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση μᾶς διδάσκει πώς, ὅ,τι φαίνεται ὡς πνευματικό χάρισμα, ἀπέχει πολύ ἀπό τό νά εἶναι ὄντως πνευματικό χάρισμα. Γι' αὐτό ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης συνιστᾶ νά μήν πιστεύουμε ἀδιάκριτα σέ κάθε «πνεῦμα», ἀλλά νά δοκιμάζουμε τά «πνεύματα» ἄν εἶναι ὄντως «ἐκ τοῦ Θεοῦ», γιατί «πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλήθασιν εἰς τόν κόσμον» (Ἅ΄ Ἰω. 4,1). Εὐτυχῶς, ἔχουμε τά κριτήρια γιά νά διακρίνουμε τά γνήσια χαρίσματα τοῦ Ἄγ. Πνεύματος ἀπό τά ποικίλα φαινόμενα τῆς δαιμονικῆς πλάνης. Ἡ σύγκριση κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης μέ τό πλῆθος ἀνάλογων περιπτώσεων, πού ἔχουν καταγραφεῖ στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, θά καταδείξει τελικά, ἄν αὐτή εἶναι «ἐκ τοῦ Θεοῦ» ἡ ὄχι.

     Ὁ ἄπ. Παῦλος σαφῶς ἀναφέρει, ὅπως εἴδαμε, ὅτι τά χαρίσματα δίδονται γιά τήν οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ φυσικός χῶρος, στόν ὁποῖο ἐκδηλώνονται, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, αὐτή πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ, πού ὑπάρχει ἀδιάκοπα μέχρι σήμερα καί πού θά ὑπάρχει ὡς τό τέλος τοῦ κόσμου. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ νεοεμφανισθεῖσες ὁμάδες «χαρισματικῶν» δέν ἐκδηλώνονται πνευματικά χαρίσματα. Τά χαρίσματα τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ποτέ δέν ἐξέλειψαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι σήμερα. Φορεῖς τούς (χαρισματοῦχοι) εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἀφοῦ ὁ Θεός κατοικεῖ σέ καθαρές ψυχές καί ἀφοῦ ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη εἶναι κατά κανόνα μία μακρά καί ἐπίπονη διαδικασία. Εἶναι χαρακτηριστικές οἱ περιπτώσεις γνωστῶν Ἁγίων μέ ἔκδηλα χαρίσματα προφητείας (προοράσεως), διοράσεως, ἰάσεως ἀσθενειῶν, θεόπνευστης διδασκαλίας κ.α. (τά «κρείττονα χαρίσματα» τοῦ Ἀπ. Παύλου).

     Ὅσο γιά τούς σύχρονους «χαρισματικούς» ἰσχύουν οἱ προειδοποιήσεις τοῦ Κυρίου: Προσέξτε τούς ψευδοπροφῆτες, πού ἔρχονται μέ ἐνδύματα προβάτων. Θά τούς ἀντιληφθεῖτε ἀπό τούς καρπούς τους. Τά καλό δένδρο κάνει καλούς καρπούς καί τό σάπιο δένδρο κάνει κακούς καρπούς. Εἶναι ἀδύνατο τό καλό δένδρο νά κάνει κακούς καρπούς καί τό σάπιο δένδρο νά κάνει καλούς καρπούς (Μάτθ. 7, 15-19).

(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεύχ. 70, Σεπτ. - Ὀκτ. 2010).

https://www.egolpion.com/xarismata_penthkostianwn.el.aspx