Τήν ὥρα ποῦ ἤ Θεία Λειτουργία τελεῖται στήν γῆ, τελεῖται καί μία ἄλλη λειτουργία στόν Οὐρανό
Αὐτό τό ἔδειξε ὅ Θεός σέ ἕναν ἄνθρωπο σέ κάποιο μοναστήρι.
Εἶχε διακόνημα νά καθαρίζει τόν πρόναο τοῦ καθολικοῦ της Μονῆς.
Ἕνας ἄλλος νεαρός μοναχός σκούπιζε τόν χῶρο ἀπό τήν Ὡραία Πύλη μέχρι τήν πύλη τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἴδια ὥρα γινόταν ἤ λειτουργία.
Προσευχόταν λοιπόν γιά τόν ἑαυτό του, ὅπως μποροῦσε, μέ τήν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς του. Ξαφνικά στρέφει τό βλέμμα του πρός τά ἄνω καί βλέπει τόν οὐρανό ἀνοιχτό καί μία Ἁγία Τράπεζα. Μπροστά στήν Ἁγία αὐτή Τράπεζα ἤσαν τρεῖς ἀρχιερεῖς γονατιστοί.
Παράπλευρα ἔστεκε μία χορωδία μέ ἀπερίγραπτη ὀμορφιά. Γινόταν ἤ θεία λειτουργία. Ὁλόκληρη. Τήν τελοῦσαν ἅγιοι ἱεράρχες. Ἱεράρχες σάν τούς Βασίλειο, Γρηγόριο καί Ἰωάννη, σάν τούς Ἀθανάσιο καί Κύριλλο, τούς οἰκουμενικούς διδασκάλους.
Ἔσταθη ὅ μοναχός περισσότερο ἀπό μισῆ ὥρα ἀκίνητος καί ἔβλεπε. Σάν νά εἶχε μαρμαρώσει! Ὅταν ἤ λειτουργία τελείωσε καί οἵ ἀδελφοί ἔφευγαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶδαν τόν μοναχό αὐτό νά στέκει ἀκόμα ἀκίνητος. Ἤ σκούπα τοῦ εἶχε φύγει ἀπό τά χέρια.
Σάν στήλη ἅλατος! Μουσκεμένος ἀπό τά δάκρυα. Κυριολεκτικά μουσκεμένος! Τόν πῆραν μέ προσοχή ἀπό τό χέρι καί, χωρίς νά τόν ἐρωτήσουν τίποτε, τόν ἐπῆγαν στό κελί του. Ἔμεινε καί στό κελί τοῦ μερικές ὧρες σάν ἀποβλακωμένος. Μετά ἦρθε ὅ πνευματικός. Τόν ἡσύχασε. Καί ὅταν συνῆλθε, τόν ἐπῆγε στόν ἡγούμενο. Καί ἐκεῖ, μπροστά στόν ἡγούμενο, τά εἶπε ὅλα, Ὅσα εἶδε.
Νά γιατί δέν πρέπει νά χάσκετε. Νά γιατί σᾶς λέγω, πῶς πρέπει νά ἔχετε πάντοτε νίψη. Μήν ἀσχολεῖσθε μέ τήν κουζίνα σας! Μέ τίποτε νά μήν ἀσχολεῖσθε! Ἄν εἶσθε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά κάθεστε σέ μία ἀκρούλα καί νά προσεύχεσθε.
Νά διαβάζετε τό Εὐαγγέλιο- τόν Κανόνα στόν γλυκύτατο Ἴησοϋ' τήν Παράκληση. Καλύψατε τήν ὥρα. Νά ἀρχίζετε στίς 10:00 καί νά τελειώνετε στίς 12:30. Ὅ πατριάρχης μᾶς αὐτήν τήν ὥρα κάνει τήν λειτουργία. Συνήθως στίς 12:20 κοινωνεῖ. Δέκα λεπτά θέλει νά κοινωνήσει ὅ ἴδιος. Μετά κοινωνεῖ τούς συλλειτουργούς ἱερεῖς καί διακόνους. Καί περίπου στίς 12:35 πηγαίνει στό κατάλυμά του, ὅπου καί τοῦ προσφέρουν κάτι νά ποιεῖ. Καί ἐκεῖ διαβάζει τήν Εὐχαριστία. Τήν διαβάζει μόνος του.
Ὅ γεροντότερος πρωτοπρεσβύτερος στέκει καί περιμένει νά τελειώσει. Γιατί ὅ Πατριάρχης δέν θέλει νά ἀνακατεύονται στίς προσευχές τοῦ ἄλλοι. Ὅ ἁγιότατος Πατριάρχης Ἀλέξιος τήν Εὐχαριστία τήν διάβαζε πολύ ἀργά. Ἔκανε περίπου δέκα λεπτά.
Διάβαζε. Διάβαζε. Ξαναδιάβαζε. Ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς. Μεγάλος ἄνθρωπος προσευχῆς. Καί ὅταν τήν χόρταινε πιά, ἔγνεφε νά τοῦ πάρουν τό βιβλίο. Τότε ἔρχεται ὅ πρωτοπρεσβύτερος καί τοῦ δίνει κάτι νά πιεῖ.
Πίνει μία γουλιά, σκουπίζει λίγο τό στόμα του, παίρνει ἕνα μικρό κομματάκι κατακλαστό (ἀντίδωρο) καί... αὐτό εἶναι ὅλο! Μετά ἔρχονται οἵ ἱερεῖς νά πάρουν τήν εὐχή του! Τί εἰρηνικός ἄνθρωπος ἦταν! Ὅλο μέ τό χαμόγελο! Κατέβει τώρα στήν γῆ! Μά καί στήν μαύρη γῆ ὄρθιος στέκει!
Αὐτές τίς ὧρες, νά τίς ἔχετε ἱερές. Νά μήν ἀσχολεῖσθε μέ τίποτε. Καί ποτέ - μά ποτέ νά μή βρίσκεσθε στήν κουζίνα σας!
Νά μήν ἀσχολεῖστε οὔτε καν νά ἐπιβλέπετε κάτι! Μέ τίποτε! Τίς Κυριακές καί τίς Μεγάλες Ἑορτές. Τίς δώδεκα ἑορτές. Τίς Δεσποτικές καί τίς Θεομητορικές ἑορτές. Τίς ἑορτές τῶν μεγάλων ἑορταζόμενων Ἁγίων. Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. Τοῦ προστάτου σᾶς Ἁγίου, τοῦ ὁποίου φέρετε τό ὄνομα.
Ἄν αὐτά τά τόσο ἁπλά δέν τηροῦμε, θά τόν χάσομε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν τόν χάσομε, θά καταντήσομε ὡς ὅ ἐθνικός καί τελώνης, ἄθεοι. Τόσο πολύ ἀδειάζομε, ὥστε νά καταντᾶμε ὡς ὅ ἐθνικός καί ὅ τελώνης. Κάποιος ἱερομόναχος λειτουργοῦσε. Στό «τά Ἅγια τοῖς Ἁγίοις» ἀναπήδησε ἀπό τό ἅγιο Ποτήρι μία φλόγα
Δέν κατέβηκε ἡ φλόγα. Ἀναπήδησε!
Καί αὐτό συνέβη στίς ἥμερές μας τίς πονηρές: στήν ἐποχή τῆς ἀποστασίας. Καί ἦταν ἕνας τυχαῖος ἱερομόναχος.
Ἐρώτηση: Βέβαια ἐμεῖς δέν τό βλέπομε. Ὅμως κατεβαίνει καί τώρα σέ κάθε λειτουργία πῦρ ἀπό τόν Οὐρανό;
Ἀπάντηση: Πῶς ὄχι; Μόνο ποῦ δέν τό βλέπομε μέ τά σωματικά μας μάτια. Μά καί δέν θά μᾶς ὠφελήσει νά τό ἰδοῦμε. Γιατί εἴμαστε ὑπερήφανοι, ματαιόδοξοι, φιλόδοξοι. Καί θά μᾶς ἔβλαπτε. Καί τούς διαβόλους γιά τόν ἴδιο λόγο δέν τούς βλέπομε. Γιατί δέν θά μᾶς ἦταν ὠφέλιμο. Μπορεῖ καί νά ὑπερηφανευόμαστε. Βέβαια μπορεῖ καί νά γινόμαστε ἔτσι ἀκλόνητα πιστοί. Μά θά ὑπερηφανευόμαστε! Καί ὅποιος αἰσθάνεται πνευματική αὐτάρκεια, καταφρονεῖ τήν πίστη.
Νά ἕνα ἐνδιαφέρον, περίπλοκο καί δύσκολο ζήτημα: Ποιά εἶναι ἤ συμμετοχή τοῦ λαϊκοῦ, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ μή Ἱερωμένου, στήν λειτουργία;
Συνήθως νά πῶς μετέχετε! Συνήθως τήν λειτουργία δέν τήν παρακολουθεῖτε, ὅπως πρέπει! Γιατί δέν παρακολουθεῖτε τήν κάθε λέξη ἀπό αὐτά, ποῦ ψάλλουν καί διαβάζουν! Οὐσιαστικά συμμετέχετε μόνο μέ τήν αἰσθητή σᾶς ὕπαρξη, μέ τήν σωματική παρουσία σας! Γιά αὐτό καί τόσο σπάνια παίρνετε ἀπό τήν λειτουργία παρηγοριά, χαρά, ξανάνιωμα.
Ἐπάνω ἀπό ὅλα πρέπει νά φροντίζετε νά ἔχετε εἰρήνη. Ἅμα ἔλθεις στήν λειτουργία, χωρίς νά ἔχεις εἰρήνη, πῶς θά λάβεις χαρά; Μετά χρειάζεται καί ἤ συμμετοχή: Νά παρακολουθεῖτε δηλαδή ἕνα-ἕνα τά λόγια, ποῦ ψάλλομε καί διαβάζαμε.
Νά ἀγωνίζεσθε νά προσέχετε. Νά μή ἐπαφίεσθε στήν διάθεση τῆς στιγμῆς. Νά ἀγωνίζεσθε νά τήν ὑπερνικᾶτε αὐτήν τήν συναισθηματική διάθεση, αὐτό τό παράλογο ξεπέταγμα. Μόνο τότε θά μπορέσετε νά παρακολουθεῖτε καί νά καταλαβαίνετε τά λόγια.
Καί ποτέ νά μή χάνετε τήν αἴσθηση, ὅτι εὑρίσκεστε ἐνώπιόν του Κυρίου. Ἤ αἴσθηση αὐτή μερικές φορές εἶναι μόνο τοῦ νοῦ, ἐνέργεια νοερή, χωρίς συμμετοχή τῶν συναισθημάτων. Ὅ συναισθηματισμός στήν θεία λατρεία εἶναι κάτι τό ξένο στήν Ὀρθοδοξία. Νά γιατί καί ἤ χορωδιακή μας εὐρωπαϊκή μουσική συχνά μας ἐμποδίζει στήν προσευχή μας! Γιατί εἰσάγει στή ζωή μας τό στοιχεῖο τοῦ συναισθηματισμοῦ.
Ἐπάνω ἀπό ὅλα πρέπει νά φροντίζομε, ἤ προσευχή νά γίνεται μέσα μας. Τά λατρευτικά ἄσματα ἁπλῶς πρέπει νά εἶναι τό περιβάλλον, μέσα στό ὅποιο ἀναπτύσσεται! Ἄν δέν ἀρχίσει ἤ προσευχή νά γίνεται μέσα μας, ποτέ δέν θά μπορέσομε νά μποῦμε μέσα στόν ἑαυτό μας. Νά γιατί εἶναι τόσο ἔντονη ἤ σύσταση, καί νά πηγαίνομε στήν Ἐκκλησία, καί νά ἀσχολούμεθα μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν κουραζόμαστε ἀπό τήν εὐχή, τρέχομε στήν θεία λατρεία. Ὅμως προσοχή. Δέν θά εἶναι ὀρθόδοξο, νά ἀποφεύγομε συστηματικά κάθε εἴδους συναισθηματική συμμετοχή στήν λατρεία.
Ἀκοῦτε συχνά, ὅτι εἶναι ἀξιοσύστατη ἤ συμμετοχή ὅλου του λαοῦ στήν ψαλμωδία. Ἡ κοινή ψαλμωδία δέν προκαλεῖ τόσο ἐντόνους συναισθηματισμούς, ὅσο ἡ πολυφωνική μουσική.
Νά γιατί ὁ ἁπλός λαός, ποῦ δέν καταλαβαίνει τήν πολυφωνική καί τήν κλασσική μουσική, προσεύχεται! Ἐνῶ ἤ λεγομένη ἰντελιγκέντσια, οἱ κουλτουριάρηδες, ποῦ ἀγαποῦν τήν κλασσική μουσική, προσεύχονται μόνο συναισθηματικά! Καί ἔτσι, δέν παίρνουν ποτέ ἀπό τήν προσευχή τούς χάρη καί παρηγοριά. Ὅλη ἤ οὐσία τῆς συμμετοχῆς μας στήν λατρεία ἔγκειται, στό ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νά σπρώξομε τόν ἑαυτό μας, νά αἰσθάνεται τήν κάθε λέξη τῶν εὐχῶν καί τῶν ἀσμάτων μας- μέ ἄλλα λόγια, νά προσεύχεται νοερά...
Πρέπει νά μάθομε, νά προσευχώμεθα! "Ὄχι νά διαβάζομαι. Νά προσευχώμεθα!
Πρέπει νά προσευχώμεθα μέ ἁπλότητα καί φυσικότητα. Σάν νά κουβεντιάζουμε. Νά μήν ἀφήνομε ποτέ τήν ἀνάγνωσή μας νά καταντάει μηχανική. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ δουλειά. Πολλή δουλειά. Συνεχῆ καί ἀδιάκοπη δουλειά. Ἐπίμονη δουλειά. Δουλειά ἐπάνω στόν ἑαυτό μας.
Καί νά παρακαλοῦμε: «Δίδαξε μέ, Κύριε, νά προσεύχομαι. Δέν ξέρω νά προσεύχομαι». Αὐτός ὅ στεναγμός, αὐτός ὅ λυγμός, πρέπει νά βγαίνει χρόνια ἀπό τό στόμα μας. Καί ὅ Κύριος θά μᾶς ἐπισκεφθεῖ. θά ἔλθει ξαφνικά. Θά διανοίγει ὅ νοῦς μας. Καί θά μᾶς ἀποκάλυψη τό μυστικό: πῶς πρέπει νά προσευχώμεθα, καί Τί εἶναι ἤ προσευχή.
Μερικές φορές αυτό το μυστικό μας αποκαλύπτεται μέσα στην λειτουργία, όταν κοινωνούμε των αγίων μυστηρίων. Και άλλοτε στο σπίτι μας. Μας αποκαλύπτεται μετά από συνεχή και επίμονο στεναγμό: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι! Δίδαξε με να προσεύχομαι!
Μόνο νά διαβάζω ξέρω. Νά προσεύχομαι, δέν ξέρω»! Καί ὅ Κύριος θά μᾶς διδάξει, καί Τί εἶναι ἤ προσευχή καί πῶς πρέπει νά προσευχώμεθα. Μά τότε θά χρειασθεῖ, σύ νά φύλαξης πιά τόν ἑαυτό σου ἀπό κάθε θανάσιμη ἁμαρτία καί κάθε ἀπροσεξία... καί νά παρακαλεῖς, νά μή σού ξαναπάρει ὅ Θεός τό χάρισμα τό μεγάλο αὐτό ἀπόκτημα αὐτόν τόν ἁγιασμό τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ.
Γνώριζα ἕνα ἱερέα, ποῦ δέν μπόρεσε ποτέ νά μάθη νά προσεύχεται.
Μία φορά λοιπόν, τήν ὥρα ποῦ κοινωνοῦσε, ἐπῆρε τό ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου μας μέ τό ἀριστερό του χέρι, τό ἔβαλε ἐπάνω στό δεξί, ὅπως συνήθως τό βάζομε, καί ἄρχισε νά διαβάζει, ὅπως συνήθως, τήν εὐχή: «Πιστεύω, Κύριε, καί ὁμολογῶ».
Ὅταν τήν τελείωσε ἄρχισε, ἐνῶ ἀπό τά μάτια τοῦ ἔρεαν σάν ποτάμι τά δάκρυα, νά παρακαλεῖ θερμά καί ταπεινά: «Μάθε μέ, Κύριε, νά προσεύχομαι. Δέν ἔμαθα ἀκόμη νά προσεύχομαι. Ἁπλῶς διαβάζω τίς εὐχές. Δέν ξέρω καθόλου νά προσεύχομαι».
Τό πρόσωπο τοῦ ἐφωτίσθη ἀπό ἕνα τέτοιο ἀόρατο φῶς, ὅπως ὅ ἴδιος ἔλεγε, καί μέσα τοῦ ἄνοιξε ἕνας ἄλλος νοῦς. Ἄρχισε τότε νά διαβάζει γιά δεύτερη φορά τό «Πιστεύω, Κύριε, καί ὁμολογῶ», χωρίς νά σηκώνει τά μάτια του ἀπό τό ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου.
Ὅ Διάκονος τό παρατήρησε, ὅτι δέν σηκώνει τά μάτια του ἀπό τό Σῶμα τοῦ Κυρίου. Τόν πλησίασε καί τοῦ ψιθύρισε: «Ἄντε, Δέσποτα. Ὅ κόσμος περιμένει».
Τελείωσε τό Κοινωνικό. Ἔγινε ἕνα χάσμα σιγῆς. Τό καταλαβαίνει, πῶς πρέπει πιά νά κοινωνήσει. Μά δέν μπορεῖ! Ὅσο κι ἄν προσπαθεῖ! Ὅσο κι ἄν τό θέλει! Στέκει σάν νά τάχε χαμένα, σάν νά ἔγινε στήλη ἅλατος. Γιατί κατάλαβε, Τί εἶναι ἤ προσευχή!
Σάν νά ἀναστήθηκε.
Σάν νά ξύπνησε ἀπό ἕνα παράδοξο ὕπνο.
Ἀπό τότε κλαίει ἀσταμάτητα. Καί ποτέ πιά δέν μπόρεσε νά στρέψη τό βλέμμα του στό Πανάχραντο Σῶμα τοῦ Κυρίου μας.
Στάρετς Συμεών-Ἔκδοση Ι.Μ.Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1995
Ἀπό τό https://www.romfea.gr/foni-ierarxon/20300-2013-11-11-22-30-53