Ραχατάκος, ὁ τεμπέλης κοκοράκος
Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...
Φίλοι μου, γειά σας!
Ποῦ νά σᾶς τά λέω! Ἔρχομαι ἀπό τήν Νυχτοχώρα, πού τώρα πιά τή λένε Ἡλιοχώρα. Καί εἶναι ἡ πιό φωτεινή χώρα τῆς γῆς. Ἀλήθεια! Ἐγώ πού εἶμαι ἕνα κοσμογυρισμένο ΣΥΝΝΕΦΟ, ξέρω τί σᾶς λέω. Ἡ Ἡλιοχώρα βρίσκεται στήν κορφή ἑνός πανύψηλου βουνοῦ ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπό τό Κοτοκοκοροχώρι. Και ξέρετε τί συμβαίνει; Κάθε πρωί πρωί ἡ πρώτη πρώτη ἄκρη ἄκρη τῆς πρώτης πρώτης ἀκτίνας τοῦ ἥλιου πέφτει πάνω στήν Ἡλιοχώρα!!! Σᾶς φαίνεται ἀπίστευτο; Κι ὅμως εἶναι ἀλήθεια! Ἄν γνωρίζατε τον Ραχατάκο καί τή φοβερή ἱστορία του, δέν θά σᾶς ἔκανε ἐντύπωση τό φαινόμενο αὐτό.
Λοιπόοοοον, ἀκοῦστε!
Στό πιό ὄμορφο κοτέτσι τοῦ Κοτοκοκοροχωριοῦ ζοῦσαν μονοιασμένα καί ἀγαπημένα ὅλα τά πουλερικά: κότες, πάπιες, χῆνες, γαλοποῦλες καί κοκόρια. Κάθε πρωί, προτοῦ ἀκόμη φανεῖ ὁ ἥλιος τά κοκόρια ἔβαζαν τίς πιό γυαλιστερές φτερωτές στολές τους, κούρδιζαν τίς φωνητικές τους χορδές, σαπούνιζαν τό ράμφος τους κι ἀνέβαιναν στή σκεπή τοῦ κοτετσιοῦ. Στέκονταν στή σειρά σιωπηλά ἀγναντεύοντας κατά τήν ἀνατολή καί 1΄ πρίν σηκωθεῖ ὁ ἥλιος τραγουδοῦσαν ὅλα μαζί συντονισμένα, κάνοντας μάλιστα και δεύτερη καί τρίτη φωνή:
Κικιρίκου, Καλημέρα! Ἔρχεται ὁ ἥλιος! Κικιρίκου! Ξυπνῆστε!
Ξημερώνει νέα μέρα, διῶξτε τόν ὕπνο πέρα πέρα!
Σέ λίγο ὅλο τό Κοτοκοκοροχώρι λουσμένο στό φῶς ἄρχιζε μέ χαρά καί ὄρεξη τη δουλειά!
Μόνο ἕνας κοιμόταν τοῦ καλοῦ καιροῦ. Ὁ Ραχατάκος, ὁ τεμπέλης κοκοράκος. Κουκουλωμένος στά ζεστά του πούπουλα οὔτε πού ἔπαιρνε εἴδηση τί γινόταν γύρω του.
Ἡ καημένη ἡ μανούλα του πήγαινε ἀπό πάνω του:
- Σήκω, Ραχατάκο, ξημέρωσε! Ξύπνα παλληκάρι μου!
- Ὄχι εἶναι νύχτα, ἔλεγε τεμπέλικα ὁ Ραχατάκος καί γύριζε ἀπό τό ἄλλο φτερό.
- Σήκω, Ραχατάκο! Πήγαινε κι ἐσύ μαζί μέ τά ἄλλα κοκόρια νά ὑποδεχτεῖς τον ἥλιο!
- Ὄχι, ὄχι, ὄχι! μουρμούριζε μέσα ἀπό τό ζεστό του πουπουλοπάπλωμα.
Δέν τόν χωνεύω τόν ἥλιο!...
- Μά γιατί καλό μου κοκόρι, ἔλεγε ὁ πατέρας, γιατί νά εἶσαι τόσο τεμπέλης; Γιατί μᾶς στενοχωρεῖς;
- Νυστάζω, ἔλεγε ὁ Ραχατάκος, θέλω νά κοιμηθῶ. Καί χασμουριόταν, ἄαααα!
Ἔτσι περνοῦσαν οἱ μέρες τοῦ Ραχατάκου, ἔεε δηλαδή οἱ νύχτες του. Γιατί στό κοκοροκρεβάτι του πάντα ἦταν νύχτα.
Ποτέ του δεν εἶδε ὁ Ραχατάκος τά χρώματα τῆς αὐγῆς.
Ποτέ του δεν εἶδε τό βασιλιά ἥλιο νά ἀνατέλλει.
Ποτέ του δέν σηκώθηκε στήν ὥρα του.
Ποτέ του δέν εἶπε «καλημέρα!», γιατί ξυπνοῦσε τόσο ἀργά, πού μόνο τήν «καλησπέρα» ἤξερε.
Καί φυσικά, ποτέ του δέν πῆγε ἐγκαίρως στό Κοκοροσχολεῖο του. Ὅταν τά ἄλλα κοκόρια ἔμπαιναν γιά μάθημα στήν τάξη, τότε ὁ Ραχατάκος σηκωνόταν ἀργά ἀργά ἀπό τό κρεβάτι του.
- Ἄχ, Ραχατάκο, ἔλεγε ἡ δασκάλα, θα τήν πληρώσεις ἀκριβά τήν τεμπελιά σου...
Ὅμως ὁ Ραχατάκος δέν χαλοῦσε τό ραχάτι του.
Ὥσπου...μιά μέρα...
Ἔφτασε στό Κοτοκοκοροχωριό ὁ βασιλιάς τῆς Νυχτοχώρας!
Ἔψαχνε νά βρεῖ κοκόρια γιά νά σηκώσουν τόν ἥλιο πάνω ἀπό τήν ἀπελπισμένη καί κατασκότεινη χώρα του. Περπατοῦσε μέσα στό χωριό ἀπελπισμένος. Πουθενά δέν ἔβλεπε κοκόρι. Ἦταν ὅλα στό σχολεῖο.
Ξάφνου, σέ μιά στροφή βλέπει τόν Ραχατάκο. Ἁπλώνει ἕνα δίχτυ καί φράααπ τόν κλείνει μέσα.
- Μή! Μήηηηη! Βοήθειαααα! φώναζε ὁ Ραχατάκος.
Ὅμως ὁ βασιλιάς ἦταν ἀποφασισμένος.
- Πῶς σέ λένε, ρώτησε αὐστηρά.
- Ρααχαατάακοο, ἀπάντησα τρέμοντας.
- Γιά πές μου, σέ διατάζω, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐδῶ στό χωριό σας τά κοκόρια κάθε πρωί καλωσορίζουνε τόν ἥλιο;
- Μάλιστααα, ἀπʼ ὅσο ξέρω... εἶπε διστακτικά ὁ Ραχατάκος.
- Πολύ καλά λοιπόν! Ἐγώ, μικρέ μου, εἶμαι ὁ βασιλιάς τῆς Νυχτοχώρας καί θέλω ἕνα κοκόρι, γιά νά ξυπνάει τόν ἥλιο καί νά τόν φέρνει πάνω ἀπό τή χώρα μου.
- Ἔ, τότε νά βροῦμε ἕνα κοκόρι... εἶπε ὁ Ραχατάκος.
- Μά ἀφοῦ βρῆκα ἐσένα! Θά σέ πάρω μαζί μου. Ἄν καταφέρεις νά σηκώσεις τόν ἥλιο πάνω ἀπό τό βασίλειό μου, θά σέ κάνω πλούσιο.
- Κι ἄν δέν τά καταφέρω; ρώτησε με ἀγωνία ὁ Ραχατάκος μέσα ἀπό τό δίχτυ.
- Ἔ, τότε θά γίνεις ὁ πιό νόστιμος μεζές!!!
Ὁ Ραχατάκος τά χρειάστηκε. Κόντευε νά λιποθυμήσει ἀπό τό φόβο του. Ἐν τω μεταξύ ὁ βασιλιάς τόν φόρτωσε στό βασιλικό του ἁμάξι καί τόν πῆγε στή Νυχτοχώρα.
Ἡσυχία βασίλευε παντοῦ. Ὅλοι κοιμόντουσαν μέσα στο ἥσυχο σκοτάδι.
«Ἄχ, τί ὡραῖο μέρος γιά ὕπνο!» σκεφτόταν ὁ Ραχατάκος. Ὅμως ὁ βασιλιάς δεν ἀστειευόταν. Ἔβαλε τό Ραχατάκο πάνω σέ ἕνα ψηλό τοῖχο καί τοῦ εἶπε:
- Σοῦ δίνω προθεσμία 3 νύχτες!
Ὁ Ραχατάκος, ξάπλωσε πάνω στά πούπουλά του. Ἀλλά γιά πρώτη φορά δέν τόν ἔπιανε ὕπνος ἀμέσως. Στριφογύριζε καί μουρμούριζε:
- Τώρα; Τί ὥρα ἄραγε βγαίνει ὁ ἥλιος; Καί πότε ἀκριβῶς φωνάζουν τά κοκόρια; Καί πῶς δηλαδή πρέπει νά φωνάξω; «Κικιρίκου» ἤ «Κοκορόκο»; Ἄχ τί κρίμα νά μην μάθω νά ξυπνάω τό πρωί!
Ὅμως οἱ νύχτες περνοῦσαν. Ἔφτασε καί ἡ τελευταία στιγμή τῆς τελευταίας νύχτας! Ὁ βασιλιάς θυμωμένος μέ τόν τεμπέλη κόκορα, πῆρε τό μεγάλο μαχαίρι καί πλησίασε τόν Ραχατάκο.
- Ποῦ εἶσαι, Ραχατάκο; φώναξε ἄγρια. Μμμμ, νόστιμη κοκορόσουπα θά φᾶμε ἀπόψε!!!
- Κικιρίκου! Κικιρίκου! Βοήθεια! Ἥλιεεε! ἄρχισε νά φωνάζει ἀπελπισμένος ὁ Ραχατάκος.
-Κικιρίκου! Ξυπνῆστε!
Καί τότε... ἔγινε κά τι πού κανείς μά κανείς δέν τό ξανάδε στή Νυχτοχώρα. Ἀπό μακριά, πίσω ἀπό τό ἀντικρυνό βουνό φάνηκαν τά χρώματα τοῦ ἥλιου.
Ὁ βασιλιάς ἔκπληκτος στράφηκε προς τήν ἀνατολή. Ὁ Ραχατάκος μέ δάκρυα στά μάτια κοίταζε τόν ἥλιο πού μεγαλόπρεπος ἀνέβαινε, ἀνέβαινε... Πρώτη φορά τόν ἔβλεπε νά ἀνατέλλει. Πώ-πώ! Τί ὄμορφος πού ἦταν!
Τί νά σᾶς τά πολυλογῶ, φίλοι μου, ὁ Ραχατάκος τό πῆρε τό μάθημά του. Ὁ βασιλιάς τόν ἔκανε ἀρχηγό σέ ὅλα τά κοτέτσια.
Κι ὁ Ραχατάκος, πού κόντεψε νά χάσει τό κεφάλι του ἐξαιτίας τῆς τεμπελιᾶς του, ἔβγαινε κάθε πρωί και φώναζε:
Κικιρίκου, Καλημέρα
Ἔρχεται ὁ ἥλιος!
Κικιρίκου! Ξυπνῆστε!
Ξημερώνει νέα μέρα διῶξτε τόν ὕπνο παρά πέρα!
Ἀπό τότε ἡ Νυχτοχώρα ἔγινε Ἡλιοχώρα καί ζοῦσαν ὅλοι εὐτυχισμένοι καί ἡλιόλουστοι.
Ἀλήθεια, παιδιά, ἐσεῖς τόν ξέρετε τον Ραχατάκο;
Σᾶς χαιρετῶ μέ ἀγάπη
τό ΣΥΝΝΕΦΟ
Καί... μακριά ἡ τεμπελιά!
Νέα μέρα! διῶξτε τόν ὕπνο πέρα,
πέρα, πέρα!
Ἀπό τό https://www.osotir.org/images/stories/pdf/720/10.%20SYNNEFOPARAMYTHIA.pdf