Πῶς νά λέμε τήν Εὐχή;
π. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου
Ὁ πλέον συνηθισμένος τρόπος εἶναι νά λέμε τήν Εὐχή εἴτε προφορικά εἴτε ψιθυριστά εἴτε ἀπό μέσα μας μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, παντοῦ καί πάντοτε. Ἔτσι, στή δουλειά, στό σπίτι, στό δρόμο λέμε: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ". Ὅταν τρῶμε, ὅταν περπατᾶμε καί, εἰδικότερα, ὅταν βρισκόμαστε μέσα στό ναό: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ".
Τόν πρῶτο καιρό πρέπει νά λέμε τήν Εὐχή προφορικά, μέ τό στόμα ψιθυριστά, σεμνά καί ταπεινά καί μάλιστα ὅσο μποροῦμε συχνότερα: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ... Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ". Γιατί ἡ φωνή πού βγαίνει ἀπό τό στόμα, συγκεντρώνει τόν νοῦ πάνω στίς λέξεις καί ἔτσι ὁ νοῦς μέ τή σειρά τοῦ ἀρχίζει σιγά-σιγά νά τίς προσέχει. Ὅπως λοιπόν δέν εἴμαστε ἀφηρημένοι μπροστά στόν Πνευματικό ἤ σ' ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο, ἔτσι καί πολύ περισσότερο δέν πρέπει νά εἴμαστε ἀφηρημένοι ὅταν κάνουμε Εὐχή, γιά ν' ἀρχίσει ὁ τρόπος αὐτός ν' ἀποδίδει καρπούς. Γιατί, ὅσο πιό θερμή καί πιό δυνατή εἶναι ἡ Εὐχή, τόσο καί τά ἀποτελέσματά της εἶναι πιό θεάρεστα καί πιό ὠφέλιμα γιά τήν ψυχή μας.
Ὅταν ἐπιμείνουμε πολύ στήν προφορική Εὐχή καθ' ὅλη τήν ἡμέρα, ἀνεξάρτητα ἀπό τή δουλειά πού κάνουμε, ὅσο θά περνάει ὁ καιρός, τόσο καί πιό ἀπαραίτητη θά τήν αἰσθανόμαστε, καθώς δημιουργεῖται μέσα μᾶς ἕνα παράδοξο κλίμα γλυκύτητος καί εἰρήνης, τόσο πού ἀκόμα καί τό στόμα γλυκαίνεται, σάν νά ἔχει μέσα τοῦ μία γλυκιά καραμέλα πού τήν πιπιλίζει διαρκῶς: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ...". Ἔτσι αὐθόρμητα πλέον ἐπιθυμοῦμε καί ζητοῦμε νά λέμε τήν Εὐχή, γιατί ἔχουμε γλύκα στό στόμα καί στά χείλη γεύση μειλιού. Καί τότε, βέβαια, γιά κανένα λόγο δέ θέλουμε νά σταματήσουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μᾶς διακόπτουν γιά τόν ἄλφα ἤ βήτα λόγο, αἰσθανόμαστε σάν νά μᾶς λείπει κάτι τό πολύτιμο, γιατί ἡ ψυχή αἰσθάνεται τήν ἔλλειψη τῆς Εὐχῆς καί τήν ἀναζητεῖ. Μόλις ὅμως ξαναβρεῖ τήν εὐκαιρία, ἀμέσως ἀρχίζει καί πάλι: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ...".
Ἡ προφορική Εὐχή εἶναι μέν στάδιο ἀρχαρίων -ὧν πρῶτος εἰμί ἐγώ- ἀλλά εἶναι καί στάδιο εἰσαγωγικό γιά ὅλους ἐκείνους, πού ἐπιθυμοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίω νά ἐργάζονται τήν Εὐχή, ὅσο μποροῦν, ὥστε νά δοῦν καλύτερες ἡμέρες στή ζωή τους, στήν οἰκογένειά τους καί στό περιβάλλον τούς γενικότερα. Εἶναι δέ ἐπίμονος καί ἀπαραίτητη ἀρχή, γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ τελικοῦ σκοποῦ, δηλαδή τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, πού πετυχαίνεται μέ τήν κατάκτηση τῆς καρδιᾶς ἀπό τό παντοδύναμο Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ χριστιανός, πού λέει τήν Εὐχή, πλουτίζει πνευματικά!!! Πλουτίζει ὄντως ἀπό τίς θεῖες Τριαδικές δωρεές, ἀλλ' ὄχι χωρίς κόπους, πειρασμούς καί σκληρούς πνευματικούς ἀγῶνες, πού χρειάζονται, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά μύρια πάθη πού ἔχει μέσα του καί κυρίως τήν ψωρό-ὑπερηφάνεια.
Τά παραδείγματα πού ὑποδεικνύουν ὅτι ἡ Εὐχή εἶναι δυνατή καί μέσα στόν κόσμο, εἶναι πολλά καί ζωντανά ἀνάμεσα στούς χριστιανούς, πού ζοῦν καί ἀγωνίζονται φιλότιμα, ἐν Χριστῷ.
Ὁ μακαριστός πάπα-Χαράλαμπος, μέλος τῆς συνοδείας τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ καί προηγούμενος τῆς Ι. Μ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, διηγεῖτο ἀπό τήν προσωπική του πείρα ὡς Πνευματικοῦ, τά ἑξῆς:
"Εξομολογώ κάποιο ἀνδρόγυνο ἀπό τή Θεσσαλονίκη. Ἔχουν τέτοια ἀκρίβεια, πού τούς θαύμασα. Πρόκειται πραγματικά γιά μία "κατ' οἶκον ἐκκλησία".
Ἔχουν τρία παιδιά. Μόλις φύγουν τά παιδιά στό σχολεῖο καί ὁ ἄνδρας γιά τή δουλειά, ἡ γυναίκα κάθεται μία-δύο ὧρες καί λέει τήν Εὐχή. Κατόπιν σηκώνεται, ἀρχίζει τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ καί ἐν τῷ μεταξύ ἡ Εὐχή, σάν μηχανή, δουλεύει ἀσταμάτητα, πότε μέ τό στόμα καί πότε μέ τό νοῦ. Ὁ ἄνδρας, μόλις γυρίσει ἀπό τή δουλειά, ἀμέσως θ' ἀλλάξει καί θά πάει λίγη ὥρα γιά προσευχή καί μελέτη. αὐτή τήν τάξη συνήθισαν καί τά παιδιά τους.
Μοῦ ἔγραφε τίς προάλλες ἡ μάνα: "Τά παιδιά μᾶς ἔμαθαν νά λένε τήν Εὐχή καί στό σχολεῖο. Ὅταν γυρίζουν ἀπό τό σχολεῖο, ἔχω τελειωμένες τίς δουλειές καί τό φαγητό καί κάθομαι ξανά στό προσευχητάρι. Τά παιδιά μέ περιέργεια μέ ρωτοῦν:
- Τί κάνεις ἐκεῖ, μαμά;
- Προσεύχομαι στό Χριστούλη γιά νά μᾶς φυλάει.
- Μαμά, μποροῦμε κι ἐμεῖς νά προσευχόμαστε μαζί σου;
- Βεβαίως, παιδιά μου. Ὁ Χριστούλης σᾶς ἀγαπᾶ καί θέλει νά μιλᾶτε μαζί Του.
Ἔτσι λοιπόν κάναμε συνήθεια καί τό μεσημέρι προσευχόμαστε ὅλοι μαζί δεκαπέντε-εἴκοσι λεπτά καί ὕστερα τρῶμε.
Ὅταν τό βράδυ γυρίσει καί ὁ πατέρας τους, καθόμαστε ὅλοι μαζί. Ἄλλοτε διαβάζουμε μαζί βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλοτε τούς διηγοῦμαι ἱστορίες.
Κάποτε μᾶς τυχαίνει κανένας ξένος καί μᾶς χαλᾶ λίγο τή σειρά. Ὡστόσο, οἱ πιό πολλοί μας ἔμαθαν καί εἴτε ἔρχονται γιά ν' ἀκούσουν καμιά ὠφέλιμη κουβέντα εἴτε πᾶνε σέ ἄλλους φίλους τους, πού ταιριάζουν στά φρονήματα. Κάποιες φορές κανονίζουμε καί μικρές οἰκογενειακές ἀγρυπνίες.
Τήν Κυριακή ὅλοι οἰκογενειακῶς θά ἐκκλησιασθοῦμε καί θά κοινωνήσουμε. Μέ τή Χάρη τοῦ Κυρίου, καί τά παιδιά μᾶς προσαρμόσθηκαν καί μᾶς ἀκολουθοῦν χωρίς προβλήματα. Παρόλο πού οἱ φίλοι τους στό σχολεῖο δέ νηστεύουν, ὅμως εὐτυχῶς δέν παρασύρονται".
Τελειώνοντας, γράφει αὐτή ἡ χαριτωμένη γυναίκα:
"Κατ' αὐτόν τόν τρόπο κυλᾶ ἡ ζωή μας. Ἄν καί ἔχουμε πολλούς πειρασμούς ἀπό τό φθόνο τοῦ ἐχθροῦ, ὅμως αἰσθανόμαστε ὅτι στό σπίτι μᾶς βασιλεύει ὁ Χριστός καί εἴμαστε πολύ χαρούμενοι καί εὐτυχισμένοι".
Καί καταλήγει ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Χαράλαμπος:
"Να, τέκνον, ἕνα παράδειγμα ἀπό μέσα στόν κόσμο, γιά νά ἐννοήσεις ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης. Δίνει τή χάρη Τοῦ παντοῦ.
Ἀπό τό "Ἡ εὐχή μέσα στόν κόσμο".
Ἀπό το https://www.xfd.gr