Περί μνησικακίας

2014-08-01 14:32

Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου

        1. Ὁμοιάζουν, οἱ μέν εὐλογημένες καί ὅσιες ἀρετές μέ τήν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, οἱ δέ ἀνόσιες κακίες μέ τήν ἁλυσίδα ποῦ ἔπεσε ἀπό τά χέρια τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου (πρβλ. Πράξ. ιβ΄ 7) . Διότι οἱ μέν πρῶτες, καθώς ἡ μία ὁδηγεῖ στήν ἄλλη, ἀνεβάζουν στόν οὐρανό ἐκεῖνον ποῦ τό ἐπιθυμεῖ. Ἐνῶ οἱ ἄλλες, οἱ κακίες, ἔχουν τή συνήθεια νά γεννοῦν ἡ μία τήν ἄλλη καί νά συσφίγγωνται μεταξύ τους. Διά τοῦτο καί μόλις προηγουμένως ἀκούσαμε τόν ἀσύνετο θυμό νά ὀνομάζη ἰδικό τοῦ τέκνο τήν μνησικακία. Τώρα λοιπόν ποῦ τό καλεῖ ὁ καιρός, ἄς ὁμιλήσωμε καί γί΄αὐτήν.

        2. Μνησικακία σημαίνει κατάληξις τοῦ θυμοῦ, φύλαξ τῶν ἁμαρτημάτων, μίσος τῆς δικαιοσύνης, ἀπώλεια τῶν ἀρετῶν, δηλητήριο τῆς ψυχῆς, σαράκι τοῦ νοῦ, ἐντροπή τῆς προσευχῆς [1], ἐκκοπῆ τῆς δεήσεως, ἀποξένωσις τῆς ἀγάπης, καρφί ἐμπηγμένο στήν ψυχή, αἴσθησις δυσάρεστη ποῦ ἀγαπᾶται μέσα στήν γλυκύτητα τῆς πικρίας της, συνεχής ἁμαρτία, ἀνύστακτη παρανομία, διαρκῆς κακία. Καί τοῦτο τό σκοτεινό καί δύσμορφο πάθος, ἡ μνησικακία δηλαδή, ἀνήκει στά πάθη ποῦ γεννῶνται ἀπό ἄλλα πάθη καί ὄχι σέ αὐτά ποῦ γεννοῦν. Γί΄αὐτό δέν σκοπεύομε νά ὁμιλήσωμε πολύ περί αὐτῆς.

        3. Ὅποιος κατέπαυσε τήν ὀργή, αὐτός ἐφόνευσε τήν μνησικακία, διότι γιά νά γεννηθοῦν τέκνα πρέπει νά ζῆ ὁ πατέρας.

        4. Ὅποιος ἀπέκτησε τήν ἀγάπη, ἔγινε ξένος της ὀργῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ποῦ διατηρεῖ τήν ἔχθρα, συσσωρεύει στόν ἑαυτόν τοῦ ἄσκοπα ἐνοχλητικά βάρη.

        5. Ἡ τράπεζα καί τό γεῦμα τῆς ἀγάπης διαλύουν τό μίσος, καί τά εἰλικρινῆ δῶρα μαλακώνουν τήν ὠργισμένη ψυχή. Ἡ ἀπρόσεκτη συμπεριφορά κατά τήν τράπεζα εἶναι μητέρα τῆς παρρησίας. Καί  ἀπό τό παράθυρο τῆς ἀγάπης κάνει τήν ἐμφάνισί της στήν τράπεζα ἡ γαστριμαργία.

        6. Εἶδα μίσος νά διασπᾶ πολυχρόνιο πορνικό δεσμό, καί εἶδα -πράγμα παράδοξο!- μνησικακία νά τόν διατηρῆ πλέον ὁριστικά διαλελυμένο. Θαυμαστό πράγματι θέαμα! Ἕνας δαίμων νά θεραπεύη ἀπό ἄλλον δαίμονα! Πρόκειται μᾶλλον γιά ἔργο τῆς προνοίας καί ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι τῆς θελήσεως τῶν δαιμόνων.

        7. Ἡ μνησικακία εὑρίσκεται μακρυά ἀπό τήν φυσική καί αὐθόρμητη καί στερεωμένη ἀγάπη. Σ΄ αὐτήν ὅμως τήν ἀγάπη πλησιάζει εὔκολα ἡ πορνεία, καί βλέπεις στό περιστέρι νά εἰσχωρῆ ἀνεπαίσθητα ἡ ψείρα.

        8. Νά μνησικακῆς πολύ ἐναντίον τῶν δαιμόνων καί νά ἐχθρεύεσαι πολύ καί διαρκῶς τήν σάρκα σου. Ἡ σάρκα εἶναι ἕνας ἀχάριστος καί δόλιος φίλος, καί ὅσο τήν περιποιεῖται κανείς, τόσο περισσότερο αὐτή βλάπτει.

        9. Ἡ μνησικακία γίνεται καί ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν, προσαρμόζοντας καί ἐξηγώντας τά λόγια του Ἁγίου Πνεύματος κατά τίς ἰδικές τῆς διαθέσεις. Ἄς τήν καταισχύνη ὅμως ἡ προσευχή ποῦ μᾶς παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς, (τό «Πάτερ ἠμῶν»), τήν ὁποία δέν μποροῦμε νά τήν εἰποῦμε ὅπως αὐτός, ἐάν μνησικακοῦμε.

        10. Ἄν δέν μπορῆς, μολονότι ἐπάλαιψες πολύ, νά διαλύσης ἐντελῶς τό σκάνδαλο τῆς μνησικακίας, δεῖξε στόν ἐχθρό σου, ἔστω μέ λόγια, ὅτι μετενόησες. Ἔτσι θά συμβῆ νά ἐντραπῆς τήν παρατεινομένη ὑποκρισία σου, καί νά τόν ἀγαπήσης ὁλοκληρωτικά, κεντώμενος καί καιόμενος σάν μέ πῦρ ἀπό τίς τύψεις τῆς συνειδήσεως.

        11. Τότε θά καταλάβης ὅτι ἀπηλλάγης ἀπό αὐτήν τήν «σαπίλα», τήν μνησικακία δηλαδή, ὄχι ὅταν προσεύχεσαι γιά ἐκεῖνον ποῦ σέ ἐλύπησε οὔτε ὅταν τοῦ προσφέρης δῶρα οὔτε ὅταν τοῦ στρώσης τράπεζα, ἀλλά ὅταν μάθης πῶς τοῦ συνέβη κάποια συμφορά, ψυχική ἤ σωματική, καί πονέσης καί κλαύσης σάν νά ἐπρόκειτο γιά τόν ἑαυτό σου.

        12. Ἡσυχαστής ποῦ διατηρεῖ μνησικακία ὁμοιάζει μέ ἐμφωλεύουσα ἀσπίδα, ἡ ὁποία περιφέρει μέσα τῆς θανατηφόρο δηλητήριο. Ἡ ἀνάμνησις τῶν παθημάτων τοῦ Ἰησοῦ θά θεραπεύση τήν ψυχή ποῦ μνησικακεῖ, διότι θά αἰσθάνεται ὑπερβολική ἐντροπή, ἐνῶ θά ἀναλογίζεται τήν ἰδική Τοῦ ἀνεξικακία.

        13. Στό σάπιο ξύλο γεννῶνται σκουλήκια. Ὁμοίως καί σέ ἀνθρώπους μέ πραότατη ἐπιφανειακή συμπεριφορά καί νοθευμένη ἠρεμία καί ἡσυχία προσκολλᾶται ἡ ὀργή. Ὅποιος τήν ἀπεδίωξε ἀπό μέσα του, εὐρῆκε τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὅποιος ἀντιθέτως προσκολλᾶται σ΄ αὐτήν, ἐστερήθηκε τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ.

        14. Μερικοί ὑπέβαλαν τόν ἑαυτό τους σέ κόπους καί ἱδρώτας γιά νά ἐπιτύχουν τήν συγχώρησι. Ὁ ἀμνησίκακος ὅμως ἄνδρας τούς ξεπέρασε, ἔφ΄ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι ἀληθινός ὁ λόγος «ἄφετε - συντόμως- καί ἀφεθήσεται ὑμίν - πλουσίως» (πρβλ. Λουκ. στ΄ 37).

        15. Ἡ ἀμνησικακία εἶναι ἀπόδειξις τῆς γνησίας μετανοίας. Ἐκεῖνος δέ ποῦ διατηρεῖ τήν ἔχθρα καί νομίζει ὅτι ἔχει μετάνοια, ὁμοιάζει μ΄ αὐτόν ποῦ τοῦ φαίνεται στόν ὕπνο του ὅτι τρέχει.

        16. Εἶδα μνησικάκους νά παροτρύνουν ἄλλους στήν ἀμνησικακία. Καί ἔτσι αἰσθάνθηκαν ἐντροπή ἀπό τά ἴδια τούς τά λόγια καί ἀπηλλάγησαν ἀπό τό πάθος τους.

        17. Ἄς μή θεωρήση κανείς ἀσήμαντο πάθος τούτη τήν «σκοτομήνη», δηλαδή τήν μνησικακία. Διότι πολλές φορές συμβαίνει νά καταλαμβάνη ἀκόμη καί τούς πνευματικούς ἄνδρας.

        Βαθμίς ἐνάτη! Ὅποιος τήν κατέκτησε, ἄς ζῆ πλέον μέ παρρησία τήν συγχώρησι τῶν πταισμάτων του ἀπό τόν Σωτήρα Χριστόν.

Ἀπὸ τὴν «Κλίμακα» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Λόγος 9ος