Οἱ κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ
Οἱ διαφορὲς ἀνάμεσα στὴ Ὀρθοδοξία καὶ τὸν παπισμὸ εἶναι πολλὲς καὶ μεγάλες, παλαιὲς καὶ νεότερες καὶ ἀφοροῦν τόσο σὲ δογματικὰ ζητήματα ὅσο καὶ σὲ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, λατρείας, τέχνης καὶ γενικώτερα ἀντιλήψεων καὶ βιοθεωρίας. Θὰ ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ μία συνοπτικὴ παρουσίασή τους ἀντλώντας ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ συγχρόνων θεολόγων, Μητροπολιτῶν καὶ Γερόντων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐνάργεια καὶ ὀρθόδοξο φρόνημα ἀναδεικνύουν τὴν παρεκτροπὴ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ. Γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῶν διαφορῶν ὀρθοδοξίας καὶ παπισμοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξετάσουμε συνολικὰ τὸν ἐκκλησιαστικό, κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ περίγυρο τῆς ἐποχῆς. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ παραθέτουμε πολὺ σύντομα κάποια ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ στάθηκαν σταθμοὶ στὴν γέννηση τοῦ παπισμοῦ καὶ στὴν πορεία του πρὸς τὴν διαίρεση καὶ τὸ σχίσμα.
Ἱστορικὴ ἀναφορὰ
Ἡ ἀρχαία Ὀρθόδοξη Λατινικὴ Ἐκκλησία τῆς Δύσεως στὴν παλαιὰ Ρώμη εἶχε πάντοτε κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ τὰ πατριαρχεῖα της. Τὸ γεγονὸς ποὺ ἀνέτρεψε τὴν ἁρμονικὴ αὐτὴ κοινωνία μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως εἶναι ἡ κατάληψη τῆς δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τοὺς Φράγκους κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 5ου καὶ 6ου αἵ., ὅταν ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη ζεῖ τὸν καταιγισμὸ τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ποὺ μετέβαλαν ριζικὰ τὰ πολιτιστικὰ καὶ θρησκευτικὰ δεδομένα της.
Οἱ Φράγκοι, λαὸς πρωτόγονος καὶ ἀπολίτιστος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τοὺς ἐξέλαβαν καὶ ἀφομοίωσαν μὲ λανθασμένο τρόπο τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἡ χριστολογία καὶ ἡ τριαδολογία τοὺς ὑπῆρξε ἀνέκαθεν προβληματική, καθὼς οἱ ἀντιλήψεις τους γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα ἦταν ἔντονα ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὸν ἀρειανισμό.
Στὴν φραγκικὴ Σύνοδο τοῦ Τολέδο τὸ 589, παρὰ τὴν φαινομενικὴ καταδίκη του ἀρειανισμοῦ, υἱοθετοῦν μία ἄλλη μορφὴ λανθασμένης τριαδολογίας, τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τὴν ὁποία ἀργότερα προσέθεσαν καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Τὸν 8ο αἰώνα βασιλιὰς τῶν Φράγκων γίνεται ὁ Κάρολος ὁ Μέγας (Καρλομάγνος) ὁ ὁποῖος ὑποτάσσει τοὺς ἄλλους λαοὺς καὶ τοὺς ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης καὶ συγκροτεῖ τὴν ἑνιαία Δυτικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ὁ πολιτικὸς καὶ θρησκευτικὸς προσανατολισμὸς τῆς νέας δυτικῆς αὐτοκρατορίας ἔχει ἔντονο τὸ στίγμα τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου. Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση λαμβάνει διαστάσεις περιφρονήσεως καὶ χλευασμοῦ τῶν Ἑλλήνων Βυζαντινῶν, ποὺ ἤδη εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀποκαλοῦνται ὑποτιμητικὰ ἀπὸ τοὺς Φράγκους «αἱρετικοὶ» καὶ «Γραικοὶ» (=κλέφτες). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀπὸ τὸν 9ο ἕως τὸν 13ο αἰώνα συναντοῦμε ἐπανειλημμένα στὴν Δύση συγγράμματα μὲ τὸν τίτλο "Contres errors Graecorum" - «Κατὰ τῶν πλανῶν τῶν Ἑλλήνων». Ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ ὀρθόδοξη πίστη τῶν Ἑλλήνων ἦταν γιὰ τοὺς ἀπολίτιστους Φράγκους μέγεθος ἀκατανόητο καὶ ἀσύλληπτο, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα ἀπλησίαστο καὶ ἀνέφικτο, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προτίμησαν νὰ τὸ προβάλουν ὡς πλάνη καὶ αἵρεση!
Ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα οἱ Φράγκοι, ἀφοῦ ἐξεδίωξαν τοὺς Ρωμαίους ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, διόρισαν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἡγουμένους τῆς Γαλλίας. Κατέλαβαν, ἐπίσης, διὰ τῆς βίας τὸ Ὀρθόδοξο Λατινικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καὶ ἀπὸ τὸ 1009έως τὸ 1046 ἀντικατέστησαν τοὺς ὀρθοδόξους Πάπες τῆς Ρώμης μὲ Φράγκο- Λατίνους, ἱδρύοντας τὸν σημερινὸ Παπισμό. «Ἑπομένως, τὸ λεγόμενο Σχίσμα μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς δὲν ἔγινε μεταξὺ Δυτικῶν καὶ Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῶν Δυτικῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων (Πατριαρχεῖο Ρώμης) καὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων της Ἀνατολῆς (Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως)». (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, Τὰ αἴτια τοῦ Σχίσματος).
Μὲ τὴν ἐκφράγκευση τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου τῆς Ρώμης εἰσάγονται σ' αὐτὸ οἱ κακοδοξίες καὶ ὁ ἀνθελληνισμὸς τῶν Φράγκων, στοιχεῖα ποὺ δὲν ἔπαψαν ἔκτοτε νὰ συνιστοῦν τὰ κύρια γνωρίσματα καὶ τὴν πεμπτουσία τοῦ παπισμοῦ.
- Filioque (και εκ του Υιού)
Πρόκειται γιὰ τὴν ἀντίληψη τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (filioque) καὶ ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, ποὺ προστέθηκε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ λόγια του ἰδίου τοῦ Κυρίου μας στὸ Εὐαγγέλιο ὅπου λέγει «ὅταν δὲ ἔλθη ὁ παράκλητος...,τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται» (Ἰω. 15,26). Ἔρχεται, ἐπίσης, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ διετύπωσε τὸ σχετικὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἄλλων Συνόδων.
Ἡ προσθήκη τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως συνιστᾶ οὐσιαστικὴ καὶ ἀπροκάλυπτη αἵρεση, ἀφοῦ ἀντιβαίνει στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καὶ μόνον γιὰ τὴν κακοδοξία τοὺς αὐτὴ οἱ παπικοὶ εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ὄχι σχισματικοί, ὅπως λανθασμένα ὑποστηρίζεται ἀπὸ μερικούς, ποὺ τεχνηέντως ἰσχυρίζονται πὼς δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ νὰ καταδίκασε τὸν παπισμὸ ὡς αἵρεση. Πρόκειται, βεβαίως, γιὰ ἀφελὲς ἐπιχείρημα ἀφοῦ ὡς γνωστὸν οἱ Οἰκουμενικοὶ Σύνοδοι ἐδογμάτισαν καὶ ὁριοθέτησαν τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτή, κάθε θέση ἀντίθετη μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι αὐτονόητο ὅτι συνιστᾶ αἵρεση. Δὲν ὑπάρχει, ἄλλωστε, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ νὰ κατεδίκασε π.χ. τοὺς Προτεστάντες, τοὺς Πεντηκοστιανοὺς κ.α, ὡς αἱρετικοὺς χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς δὲν εἶναι.
Ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Φωστήρας αὐτὸς καὶ Μέγας Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς καταδικάζει μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὴν παπικὴ αἵρεση τοῦ filioque: «Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὔτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους παραγράφεται πατέρας, τὸν Μ. Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δείνα ἡ τὸν δείνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὔτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται».
Μὲ τὴν προσθήκη τοῦ filioque εἶναι μία ἀπὸ τὶς βασικότερες καὶ παλαιότερες δογματικὲς διαφορές μας μὲ τοὺς παπικούς, τὴν ὁποία, ὅπως προαναφέραμε, τὴν εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι καὶ τὴν ἐπέβαλαν στὸ ὀρθόδοξο τότε Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης. Εἶναι αὐτὴ πού, ἀπὸ τὴν θέσπισή της ἀκόμη καὶ σὲ ὅλη τὴν μετέπειτα πορεία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀπετέλεσε καὶ συνεχίζει νὰ ἀποτελεῖ ἀνυπέρβλητο χάσμα, καθὼς ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς κυριότερες αἰτίες ποὺ ὁδήγησε στὸ σχίσμα. «Τὸ σχίσμα γέγονεν μάλιστα διὰ τὴν ἐν τῷ Συμβόλω πρόσθεσιν καὶ ὅτι καλῶς ἀπεστράφημεν τοὺς Λατίνους διὰ τὴν πρόσθεσιν ἀποστροφῆς οὖσαν ἀξίαν». (Γεννάδιος Σχολάριος).
Ἔφθασαν μάλιστα οἱ παπικοὶ αἱρετικοὶ νὰ κατηγοροῦν ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους ὅτι ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὸ filioque!!! Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ βασικὴ κατηγορία ποὺ ἀπέδωσε στοὺς ὀρθοδόξους ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα, Καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ὅταν στὶς 15 Ἰουλίου τοῦ 1054 ἀπέθεσε τὸν λίβελλο μὲ τὰ ἀναθέματα τοῦ Πατριάρχου καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅτι δῆθεν δηλαδὴ οἱ ὀρθόδοξοι «ὡς Πνευματομάχοι ἡ Θεομάχοι ἀπέκοψαν ἀπὸ τοῦ Συμβόλου τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἐκπόρευσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ ἐμμονὴ τῶν παπικῶν στὴν αἱρετικὴ θέση τοῦ filioque τοὺς κρατᾶ ἀποκομμένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ ἐμπόδιο σὲ κάθε προσπάθεια ἐπανόδου τους στὴν ὀρθόδοξη πίστη, παρὰ τὶς ὅποιες πρωτοβουλίες καλῆς θελήσεως, ἀκόμη καὶ αὐτῆς τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων.
Ὅπως εὔστοχα διατυπώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος: «Μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἤρθησαν αὐτὰ τὰ ἀναθέματα καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως καὶ ὑπάρχει πρόβλημα, γιατί μὲ μία ἁπλὴ πράξη ἤρθησαν τὰ ἀναθέματα, ἀλλὰ δὲν ἤρθη ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ ὁποία μάλιστα ἰσχυροποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο».
2. Διδασκαλία περὶ τῆς ἀκτίστου οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Μία πολὺ μεγάλη καὶ βασικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ὀρθοδοξία καὶ τὸν παπισμὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀρθὴ διδασκαλία σ' αὐτὸ τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι ἀφοῦ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, εἶναι ἄκτιστες καὶ οἱ ἐνέργειές Του. Ἀντίθετα οἱ δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὲς τὶς ἐνέργειες καὶ κτιστὴ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γράφει σχετικὰ ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὴ τὴν θεία Χάρι, τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυστυχῶς καὶ τοῦτο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς διαφορές μας, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Δὲν εἶναι μόνο τὸ filioque, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ «ἀλάθητό» του πάπα, ἀπὸ τὶς βασικὲς διαφορὲς μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Παπικῶν. Εἶναι καὶ τὰ ἀνωτέρω. Ἂν δὲν δεχθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἔστω κι' ἄν, δεχθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα. Διότι ποιὸς θὰ ἐνεργήση τὴν θέωσι, ἂν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι' ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;»
3. Τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα.
Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ παπισμοῦ ἀποτελεῖ τὸ «πρωτεῖο» τοῦ πάπα. Σύμφωνα μὲ ἀπόφαση τῆς Ἃ' Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ (1870), ὁ πάπας εἶναι τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ μοναδικὸς ἀντιπρόσωπός Του πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρόσωπό του συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ θέση, ὅμως, εἶναι καθαρὰ αἱρετική, ἀφοῦ «ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ καὶ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ διαβάζουμε καὶ στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους τοῦ Ἄπ. Παύλου (Ἐφεσ. α, 22-23), ὅτι δηλαδὴ ὁ οὐράνιος Πατέρας «Αὐτὸν (τὸν Κύριον Ἰησοῦν) ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τὴ Ἐκκλησία, ἤτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοὺ¨ Αὐτὸν κατέστησε κεφαλή, πάνω ἀπὸ ὅλους, στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σῶμα Του», Ἀρχιμ. Γέρβ. Ραπτοπούλου, Αἱρέσεις στὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ, σέλ. 153-154.
4. Τὸ ἀλάθητό του Πάπα.
Η Ἃ' Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ θέσπισε τὸ δόγμα τοῦ ἀλάθητού του πάπα. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀλαζονικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ «ἐκ καθέδρας» ἀλάνθαστό του Πάπα. Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα αὐτὸ ὁ πάπας εἶναι πάνω καὶ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ἔχει τὴν πλήρη καὶ ὑπέρτατη δικαιοδοσία νὰ ἀποφαίνεται ἀλάθητα καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ παραδεχτεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος τολμήσει νὰ «ἀντείπη», νὰ φέρει ἀντίρρηση στὴ διδασκαλία του, «ἀνάθεμα ἔστω» (κέφ. Δ' τῆς Β' Βατικάνειας Συνόδου). Οἱ θεολόγοι μάλιστα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας' φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ διακηρύττουν ὅτι καὶ ψέμα νὰ πεῖ ὁ πάπας πρέπει αὐτὸ νὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς σὰν ἀλήθεια!
Ἡ ἀνακήρυξη ἑνὸς καὶ μόνου ἀνθρώπου σὰν ἀλάθητου, ὅσο κι' ἂν αὐτὸς κατέχει τὸν ἀνώτατο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, εἶναι πράξη ξένη καὶ ἀντίθετη πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Κατὰ τὸν Ὀρθόδοξο Ρῶσο Θεολόγο Βουλγάκωφ «τὸ ἀλάθητον ἀνήκει εἰς τὴ ὅλην Ἐκκλησίαν». Γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἀπὸ 6 Μαΐου 1848 ἐγκύκλιος τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει ὅτι «ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τούτ' ἔστιν ὁ λαὸς αὐτός ἐστι». Ἡ Ἐκκλησία στὸ σύνολό της, κλῆρος καὶ λαὸς μαζί, εἶναι ἡ «πιστὴ φρουρὸς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, φυλάττουσα αὐτὴν ὡς πεπιστευμένην ταύτη παρακαταθήκην».
(βλ. σχ. Αρχιμ. Γερβ. Ραπτοπούλου, ό. π. σελ. 163-166)
Ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης σημειώνει ὅτι «τὸ ἀλάθητο ἐπεκτάθηκε σὲ κάθε ἀπόφαση τοῦ Πάπα. Δηλαδή, ἐνῶ μὲ τὴν Ἃ' Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οἱ ἀπὸ καθέδρας καὶ μὲ τὴν χρήση τοῦ ὄρου definimus (ὁρίζομεν) ἀποφάσεις τοῦ Πάπα ἤσαν ἀλάθητοι, ἡ Β' Βατικάνειος Σύνοδος ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος ὄχι μόνον ὅταν ἀποφαίνεται ἐπισήμως ὡς Πάπας, ἀλλὰ ὁσάκις ἀποφαίνεται. Εἶναι ἀκόμη φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ σύνοδος γίνεται ἕνα συμβουλευτικὸ σωματεῖο τῶν Παπῶν. Τὸ ἀλάθητο στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει στὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο, ἀλλὰ στὸν Πάπα. Ποιὸς ὅμως ἀνεκήρυξε τὸν Πάπα ἀλάθητο; Ἡ λαθητὴ σύνοδος;
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ συνοδικὴ ἀρχή, ἡ παραδοθεῖσα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν παποκεντρικὴ ἀρχή. Ὁ «ἀλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο καὶ πηγὴ ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὴν διατηρῆ σὲ ἑνότητα. Ἔτσι παραμερίζεται καὶ ὑποβαθμίζεται ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀκόμη μὲ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἀλάθητου ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα περιορίζεται ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτική της Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἱστορία καὶ καθίσταται ἐγκοσμιοκρατική».
5. Ἡ κατάργηση Ἱερῶν Κανόνων
«Τὸ Βατικανὸ πρὸ πολλοῦ ἤδη ἀπέρριψε τοὺς πλείστους Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἐμόρφωσεν ἴδιον Κανονικὸν Δίκαιον, διὰ νὰ πορευθῆ ἐλεύθερον τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσαν εἰς πᾶν εἶδος καινοτομίας. Ὁ οὐνίτης Π. Γρηγορίου ὁμολογεῖ ἐν προκειμένω: «Ἀνατολὴ καὶ Δύσις διεφώνουν ὠσαύτως ἐπ' αὐτῶν τούτων τῶν πηγῶν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀποδεχθεῖσα ἐπισήμως κατ' ἀρχὰς μόνον τοὺς κανόνας τῆς ἐν Νικαία Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου(325) καὶ τῆς Σαρδικῆς (343), ἠδιαφόρησεν ὡς πρὸς τὴν νομοθεσίαν ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴν εὐταξίαν καὶ πειθαρχίαν τῶν λοιπῶν Ἀνατολικῶν Συνόδων, Οἰκουμενικῶν ἢ τοπικῶν...
Ὅλως αὐθερέτως, οἱ πάπαι, χάριν τῶν κυριαρχικῶν βλέψεων τῶν ἐπὶ πάσης της Ἐκκλησίας, ἀπέρριψαν τοῦ Ἱεροὺς Κανόνας τῶν ἓξ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τοὺς κανόνας τῶν τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι προσέλαβαν οἰκουμενικὸν κύρος, ἐφ' ὅσον ἐπεκυρώθησαν ὑπὸ τοῦ Β' κανόνος τῆς ΣΤ' οἰκουμενικῆς Συνόδου. Εἰδικότερον, τὸ Βατικανὸν ἀπεχθάνεται τοὺς Κανόνας τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι τινὲς ἐξ αὐτῶν στρέφονται κατὰ τῶν καινοτομιῶν τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας (Β, ΙΓ, ΝΕ κ.λ.π.)» (Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, ο. π.,σέλ.251,2).
6. Τὸ παπικὸ κράτος.
Ἡ ἄποψη ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ «ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ» στὴ γῆ νὰ βρίσκεται ὑπὸ ἐξουσία κοσμικοῦ βασιλιᾶ(!) ὁδήγησε στὴν ἵδρυση τὸ 1929 (μετὰ ἀπὸ συμφωνία τοῦ Πάπα καὶ τοῦ δικτάτορα Μουσολίνι) τοῦ σημερινοῦ παπικοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ, Ἔτσι, ὁ παπισμὸς κατήντησε κοσμικὸ κράτος ποὺ ἔχει στρατό, ἀσκεῖ διπλωματία καὶ ἐπηρεάζει τὴν διεθνῆ οἰκονομία μὲ τὴν συμμετοχή του σὲ μεγάλες ἑταιρεῖες καὶ ἐπιχειρήσεις. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ μία ἀνθρωποκεντρικὴ ὀργάνωση, γιὰ μία ἐκκοσμίκευση καὶ μάλιστα θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση. Ἀλλὰ ἡ συνύπαρξη τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας μὲ τὴν ἱερατική, ἐπισκοπικὴ ἐξουσία, εἶναι κάτι τὸ ἀσυμβίβαστο, κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι ξένο πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, τοὺς Κανόνες Συνόδων καὶ τὴν ἐν γένει παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
«Εἶναι σημεῖο φοβερᾶς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύγχυσις τῶν δύο ἐξουσιῶν, τῆς πνευματικῆς καὶ τῆς κοσμικῆς, τῶν δύο βασιλείων, τοῦ οὐρανίου καὶ τοῦ ἐπιγείου. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στὸν δεύτερο πειρασμὸ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν προσκυνήση, γιὰ νὰ τοῦ δώση τὴν ἐξουσία ὅλων τῶν βασιλείων τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος τότε τοῦ ἀπήντησε: "Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῶ μόνω λατρεύσεις"». (Ἀρχιμ' Γεωργίου Καψάνη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμὸς (Παπισμὸς) (Κύριαι Διαφοραὶ) ἔκδ. Σταμούλης 2006).
7. Τὸ καθαρτήριο πῦρ - Οἱ ἀξιομισθίες τῶν Ἁγίων.
«Σχετικὰ μὲ τὴν πτώση καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν ἀξιοσημείωτες διαφορές. Ὁ Ἀδάμ, λέγει ἡ Σύνοδος τοῦ Τριδέντου (1546), μὲ τὴν παράβασή του ἐπέφερε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τοῦτο τὸν θάνατο'. Ἑπομένως ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖ τὴν ἐξιλέωση τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἐξαλείφει τὶς αἰώνιες ποινὲς τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες ἔχουν τὴν αἰτία τους στὶς θανάσιμες ἁμαρτίες. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες αὐτές, ὑπάρχουν οἱ βαριὲς καὶ οἱ ἐλαφρὲς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες ἐπιφέρουν πρόσκαιρες ποινές. Αὐτὲς τὶς ποινὲς πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ τὶς ἐξοφλήσει μὲ ἔργα μετανοίας, ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Πολλοὶ ἄνθρωποι πεθαίνουν πρὶν ἐξοφλήσουν αὐτὲς τὶς ποινὲς καὶ μεταβαίνουν στὸ λεγόμενο 'καθαρτήριο πυρ', ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν παράδεισο καὶ τὴν κόλαση, ὅπου καλοῦνται νὰ ἐξαλείψουν τὸ χρέος. Ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Πάπα καὶ τῶν ζωντανῶν, οἱ ψυχὲς μεταβαίνουν στὸν παράδεισο. Ὅμως ἡ «Ἐκκλησία» μπορεῖ νὰ παραχωρήσει τὴ λύση τῶν ποινῶν μὲ βάση τὸ 'θησαυρὸ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἀγίων', τὸν ὁποῖο διαχειρίζεται ὁ πάπας». (Ἄντ. Ἀλεβιζόπουλου, Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία, σέλ. 16). Πιστεύουν, δηλαδή, πὼς οἱ Ἅγιοι ἔχουνε κάνει περισσότερα καλὰ ἔργα ἀπ' ὅσα χρειάζονται γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ τέτοιες «ἀξιομισθίες», ποὺ μ' αὐτὲς μποροῦν νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι. Πρόκειται γιὰ τὶς λεγόμενες ἀφέσεις ἡ τὰ λυσίποινα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.
Πουθενὰ ὡστόσο, τὸ Εὐαγγέλιο δὲν διδάσκει τέτοιο πράγμα, οὔτε δέχεται «περισσεύουσες ἀξιομισθίες» στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ἅγιοι κι' ἂν ἤτανε στὴ ζωή τους. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ «καθαρτήριο πῦρ», ὁ ἅγιος Νεκτάριος, στὸ βιβλίο τοῦ «Μελέτη περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς», σ. 168,9, Ἀθήνα, 1901, γράφει σχετικά: «Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, μετὰ θάνατον οὐδεμία ὑπάρχει μεσάζουσα τάξις μεταξὺ τῶν μεταβαινόντων εἰς Οὐρανοὺς καὶ τῶν καταβαινόντων εἰς ἄδην». Δὲν ὑπάρχει τόπος εἰδικός, μεσάζων, ἔνθα εὑρίσκονται αἳ ψυχαὶ τῶν μετανοησάντων καὶ μὴ ἐνεγκόντων καρποὺς μετανοίας...»
8. Λατινικὴ Μαριολογία ἢ Μαριολατρία
Ἡ παπικὴ «Ἐκκλησία», παρεκκλίνοντας ἀπὸ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων μας, ὁδηγήθηκε σὲ κακοδοξίες, καινοτομίες καὶ ἐσφαλμένα δόγματα ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἔτσι τὸ 1854 θεσπίστηκε τὸ δόγμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ ὅριζε ὅτι «Ἡ Παρθένος Μαρία ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρὰ παντὸς ἐκ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ρύπου».
Τὸ 1950, ὁ πάπας Πίος ΙΒ', ἀνεκήρυξε σὲ δόγμα τὴν ἐνσώματη μετάσταση τῆς Θεοτόκου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο «ἡ ἀειπάρθενος Θεομήτωρ μετὰ τὴν ἐπὶ γὴς ζωὴν αὐτῆς, μετέστη ἐν σώματι καὶ ψυχὴ εἰς τὴν οὐράνιον δόξαν». Τὰ τελευταία χρόνια παρατηρεῖται ἐκ μέρους τῶν παπικῶν μιὰ ἔντονη τάση ἀπόδοσης ὑπερβολικῶν τιμῶν στὴ Θεοτόκο, ποὺ φτάνει στὰ ὅρια τῆς λατρείας. «Συλλυτρώτρια», «Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας», «Μεσίτρια πασῶν τῶν χαρίτων» εἶναι κάποιοι ἀπὸ τοὺς τιμητικοὺς τίτλους ποὺ ἀποδίδουν στὴν Παναγία, μὲ ἐσφαλμένο καὶ προβληματικὸ περιεχόμενο.
Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα μεταδίδεται σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ σ΄ αὐτοὺς ποὺ ἀποτελοῦν σκεύη ἐκλογῆς, ὅπως ἦταν ἡ Παναγία. Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ἡ Θεοτόκος ἦταν «ὑποκείμενη εἰς τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα μέχρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τότε γὰρ ἐκαθαρίσθη διὰ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὅσον ἀφορᾶ στὴν μετάσταση τῆς Θεοτόκου, ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀναφέρεται στὴν μετὰ θάνατον μετάστασή της, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ ἀνάγεται σὲ δόγμα, ἀφοῦ δὲν μαρτυρεῖται οὔτε στὴν Ἁγία Γραφὴ οὔτε στὴν ἀποστολικὴ παράδοση.
Στὴν Ὀρθοδοξία ἡ λατρεία ἀνήκει μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεό, ἐνῶ στοὺς ἁγίους καὶ τὴν Παναγία ἁρμόζει ἡ τιμητικὴ προσκύνηση καὶ ἡ πρεσβευτικὴ ἰδιότητα πρὸς τὸν μόνο Σωτήρα, τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν. Μὲ μεγάλη σαφήνεια ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) ὁρίζει: «τιμᾶν καὶ μεγαλύνειν ἐμάθομεν πρῶτον μὲν καὶ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὴν τοῦ Θεοῦ Γεννήτριαν καὶ τὰς ἁγίας καὶ ἀγγελικᾶς Δυνάμεις καὶ τοὺς ἐνδόξους Μάρτυρας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁγίους ἄνδρας, καὶ τούτων αἰτεῖν τὰς πρεσβείας», (βλ. σχ. Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, ἔκδ. Ὀρθοδόξου τύπου, Ἀθήνα 1969, σέλ. 164-191).
9. Μυστήρια
Μία γενικὴ διαφορὰ ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα εἶναι ἡ στάση τῶν ἱερέων στοὺς λόγους τῶν μυστηρίων, οἱ ὁποῖοι φαίνεται νὰ τὰ τελοῦν στὸ ...ὄνομά τους: «Ἐγὼ σὲ βαπτίζω, ἐγὼ σὲ συγχωρῶ κ.λ.π.», σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ Ὀρθόδοξα Μυστήρια στὰ ὁποῖα ὁ ἱερέας εἶναι ἁπλὸς ὑπηρέτης: «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος διὰ τῆς ἐμῆς ἐλαχιστότητος ἔχει σὲ λελυμένον καὶ συγκεχωρημένον κ.λ.π.»
10. Τὸ Βάπτισμα
Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τελεῖ τὸ Βάπτισμα μὲ τριπλῆ κατάδυση στὸ νερό, ἡ ὁποία συμβολίζει τὴν τριήμερο ταφὴ καὶ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἄλλωστε εἶναι σαφὴς ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητές Του νὰ βαπτίζουν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ παπικὴ «Ἐκκλησία» καινοτομεῖ καὶ εἰσάγει τὸ διὰ ἐπιχύσεως ἡ ραντισμοῦ βάπτισμα.
11. Χρίσμα
Ἡ παπικὴ «Ἐκκλησία καινοτομεῖ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Συνιστᾶ νὰ ἀναβάλλεται τοῦ μυστήριο τοῦ Χρίσματος στοὺς βαπτιζομένους μέχρι τὸ 7ο ἡ κὰτ΄ ἄλλους τὸ 14ο ἔτος τῆς ἡλικίας τους, ὅποτε καὶ δὲν κοινωνοῦν. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία παρεῖχε στὰ βαπτιζόμενα νήπια τὸ Χρίσμα ἀμέσως μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἀκριβῶς γιὰ νὰ τὰ εἰσάγει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δεδομένου ὅτι γιὰ νὰ στηριχθεῖ ὁ βαπτιζόμενος στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἔχει πάντοτε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ ζωογόνο Θεία Χάρη. Αὐτὴν τὴν παράδοση ἀκολουθεῖ μέχρι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τελεῖ τὸ Χρίσμα μὲ ἅγιο Μύρο, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς παπικοὺς ποὺ τὸ τελοῦν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου.
12. Μετάνοια
Ὡς πρὸς τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας, τὴν Ἱερὰ Ἐξομολόγηση, στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς γίνεται ὡς μία δίκη καὶ ἡ ἐπικοινωνία εἶναι ἀπρόσωπη. Ὁ ἐξομολογούμενος λέει τὰ ἁμαρτήματά του χωρισμένος καὶ ἄγνωστος στὸν πνευματικὸ (στοὺς ξύλινους θαλαμίσκους) καὶ λαμβάνει τὰ ἐπιτίμια καὶ τὴν ἄφεση. Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ προσωπικὴ ποιμαντικὴ σχέση καὶ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ἀλλὰ νομικὴ καὶ ἀπρόσωπη σχέση. Προέχει ἡ νομικὴ δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ὄχι ἡ συγχώρηση, ἐπάνοδος καὶ ἀποκατάστασή του στὸ πατρικὸ σπίτι (Ἐκκλησία) καὶ τὴν πατρικὴ ἀγκάλη.
Ἀντίθετα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει προσωπικὴ ἐπαφὴ τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν ἱερέα. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν πηγάζει ἀπὸ τὴν Σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου μας καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς μεσιτεῖες τῶν ἁγίων ἡ ἄλλους παράγοντες, ὅπως διδάσκουν οἱ παπικοί.
13. Θ. Εὐχαριστία
Σὲ αὐτὸ τὸ Μυστήριο οἱ παπικοὶ ἔχουν εἰσάγει πολλὲς καινοτομίες:
α) Χρησιμοποιοῦν βιομηχανοποιημένο ἄζυμο ἄρτο ποὺ λέγεται «ὄστια» καὶ ὄχι ἔνζυμο ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ἀνατολικὴ Ἐκκλησία στηριζόμενη στὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἀκολουθοῦν ἀρχαία συνήθεια. Αὐτό, ὅμως, δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀλήθεια. Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος ἔγινε μὲ ἔνζυμο καὶ ὄχι μὲ ἄζυμο ἄρτο. Στὴν πραγματικότητα τὰ ἄζυμα δὲν ἀποτελοῦν ἀρχαία συνήθεια, ἀλλὰ ἐπινοήθηκε ἀπὸ αἱρετικούς τους πρώτους αἰῶνες.
β) Ὁ καθαγιασμὸς τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ τελεῖται γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντιθέτως γιὰ τοὺς παπικοὺς τελεῖται μὲ τὴν ἐκφώνηση τῶν συστατικῶν του μυστηρίου λόγων τοῦ Κυρίου «Λάβετε φάγετε...» κ.λ.π.
γ) Οἱ παπικοὶ ἀπέκοψαν τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν μετοχὴ στὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ κοινωνοῦν ἀπ' αὐτό, διότι πιστεύουν ὅτι ἀρκεῖ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν ἡ μετάληψις μόνο τοῦ Σώματος μόνο οἱ ἱερωμένοι. Σὲ ἀντίθεση, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μεταδίδει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Χριστοῦ σὲ ὅλους τους πιστοὺς.
δ) Τὰ νήπια καὶ τὰ παιδιὰ μέχρι τὸ 10ο ἡ 12ο ἔτος ἀπέχουν ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, διότι, σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ διδασκαλία, δὲν εἶναι ἱκανὰ νὰ διακρίνουν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀντίθετα μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἐπιτρέπουν τὴ Θεία Κοινωνία στὰ βαπτισμένα νήπια.
14. Γάμος
Ὁ Κύριος τόνισε τὸ ἀδιάλυτό του μυστηρίου τοῦ γάμου «παρεκτὸς λόγου πορνείας». Οἱ παπικοὶ δὲν σεβάστηκαν αὐτὴ τὴν ἐξαίρεση καὶ θέσπισαν τὸ ἀδιάλυτό του γάμου χωρὶς καμμία ἐξαίρεση.
15. Ἱερωσύνη
Ἡ παπικὴ «Ἐκκλησία ἔχει αὐθαίρετα καθιερώσει τὴ γενικὴ ἀγαμία τοῦ κλήρου, στηριζόμενη σὲ ἀποστολικὸ χωρίο («...ὁ ἄγαμος μεριμνᾶ τὰ τοῦ Κυρίου, πὼς ἀρέσει τῷ Κυρίω...» Ἃ' Κόρ. ζ, 32). Στὴν οὐσία ὅμως ἡ ἀγαμία ὀφείλεται στὴν στάση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας» ποὺ θέλει νὰ ἐξάρει τὸν κλῆρο ὑπὲρ τοὺς λαϊκούς, ἀποχωρίζοντας τὸν ἀπὸ κάθε δεσμὸ μὲ τὶς λαϊκὲς τάξεις καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωή, καὶ κυρίως νὰ καταδείξει τὴν ἀνωτερότητα τοῦ δικοῦ τους κλήρου ἔναντι τῶν κληρικῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἡ Α' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποδίδει τὸ πνεῦμα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐλεύθερη δηλαδὴ ἐκλογὴ τῶν κληρικῶν μεταξὺ γάμου καὶ ἀγαμίας. Ἡ ἀγαμία εἶναι χάρισμα, εἰδικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ ὁρισμένα ἄτομα. Ὡστόσο, στὴν ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία, ποὺ ἐπέβαλε ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία στὸν κλῆρο της, δίνει τὴν πρέπουσα ἀπάντηση ὁ ἀσκητικότατος, ὁμολογητής, θαυματουργός, ἅγιος καὶ ἐπίσκοπος μέγας Πανφούτιος: «Μὴ βαρύνετε τὸν ζυγὸν τῶν ἱερωμένων».
16. Εὐχέλαιο
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου τελεῖται σὲ κάθε περίπτωση. Ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀδελφόθεου Ἰακώβου εἶναι ρητή: «Ἀσθενεῖ τὶς ἐν ὑμίν; Προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίω ἐν τῷ ὀνόματι Κυρίου...» (Ἰακ. Ε, 14-15). Οἱ παπικοὶ ἀντίθετα καὶ πάλι, χρησιμοποιοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου μόνο μία φορὰ καὶ μόνο στοὺς ἑτοιμοθανάτους, σὰν τελευταῖο ἐφόδιο.
17. Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ
Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μὲ τὰ τρία δάκτυλα, ποὺ συμβολίζουν τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ παπικοί, ἀντιθέτως, τὸν κάνουν μὲ τὰ τέσσερα δάκτυλα, γιατί κοντὰ στὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πρόσθεσαν καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἀπόρροια τῆς Μαριολατρείας. Ἐπίσης, τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ οἱ καθολικοὶ τὸ κάνουν ὄχι ἀπὸ τὰ δεξιὰ πρὸς τὰ ἀριστερά, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά.
18. Θεία Λειτουργία
Ἀρχαία τάξη στὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερέας νὰ τελεῖ μία μόνο Θεία Λειτουργία τὴν ἡμέρα καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα νὰ τελεῖται μόνο μία Θεία Λειτουργία καθημερινά. Ἡ παπικὴ «Ἐκκλησία», ὅμως, καθιέρωσε ὁ ἱερέας νὰ τελεῖ περισσότερες ἀπὸ μία Θεῖες Λειτουργίες καὶ μάλιστα πάνω στὴν ἴδια Τράπεζα.
19. Ναός
Οἱ παπικοὶ Ναοὶ δὲν εἶναι στραμμένοι πρὸς τὴν Ἀνατολή, ὅπως εἶναι οἱ ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ πρὸς τὴ Δύση. Αὐτὸ φαίνεται προκλητικότατα στὸ μεγάλο Ναὸ τῆς Ρώμης, τὸν Ἅγιο Πέτρο.
Ο Μ. Βασίλειος γράφει σχετικά: «Πάντες ὀρῶμεν κατὰ ἀνατολᾶς ἐπὶ τῶν προσευχῶν, ὅτι τὴν ἀρχαίαν ἐπιζητοῦμεν πατρίδα, τὸν Παράδεισον, ὂν ἐφύτευσεν Ἀδὰμ ἐν Ἐδέμ, κατὰ ἀνατολᾶς».
20. Ἐκκλησιαστικὲς τέχνες
Ἡ τέχνη τῆς Δύσεως, ἡ μουσική, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ ἡ ἁγιογραφία, ἔχει καθαρὰ ἀνθρωποκεντρικὸ χαρακτήρα, σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὴν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στὴν δυτικὴ ζωγραφικὴ παράσταση ὁ Χριστὸς φαίνεται ὡς ἄνθρωπος καὶ ἡ Θεοτόκος καὶ οἱ ἅγιοι ὡς κοινοί, μὴ μεταμορφωθέντες ἄνθρωποι. Καὶ ἡ φύση παρουσιάζεται «νατουραλιστικά», χωρὶς μετοχὴ στὸ ἄκτιστο φῶς. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη εἰκόνα εἰκονίζει τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ τὰ μεταμορφωμένα πρόσωπα τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων μέσα στὸν ἐπίσης μεταμορφωμένο ἀπὸ τὴν Ἄκτιστη Χάρη κτιστὸ κόσμο.
Στοὺς Ναοὺς τοὺς οἱ δυτικοὶ ἔχουν ἀγάλματα ἀντὶ γιὰ εἰκόνες καὶ στὶς «ἀκολουθίες» τοὺς χρησιμοποιοῦν μουσικὰ ὄργανα, κάτι ποὺ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
21. Νηστεία
«Χαλαραὶ ἀντιλήψεις ἐπεκράτησαν παρὰ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὡς πρὸς τὸν ἱερὸν θεσμὸν τῆς νηστείας. Ὁ Σπυρίδων Μακρὴς γράφει περὶ τῶν νηστειῶν τῶν Λατίνων: «Αἳ νηστεῖαι τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐλαφρότεραι τῶν τῆς Ἀνατολικῆς, ἀπαγορεύουσαι κυρίως τὸ κρέας μόνον, οἱ δὲ κατὰ τόπους ἐπίσκοποι ἔχουν τὸ δικαίωμα τῆς ρυθμίσεως τῶν νηστειῶν». Ὁ οὐνίτης ἐπίσκοπος Ὑάκινθος, ἀναφερόμενος εἰς τὸν νόμον τῆς λατινικῆς νηστείας, γράφει: «Ὁ νόμος τῆς νηστείας ἐπιτρέπει ἐν μόνο γεῦμα τὴν ἡμέραν, κατὰ τὸ ὁποῖον δύναται τὶς νὰ φάγη ὅσον θέλει καὶ ὅ,τι θέλει. Ἀρκεῖ νὰ μὴ διαρκέση τὸ γεῦμα περισσότερον ἀπὸ δύο ὥρας»...Ἡ νηστεία παύει πατᾶ τοῖς ρωμαιοκαθολικοῖς νὰ ἀποτελῆ πνευματικὸν ὅπλον πρὸς καθαίρεσιν τῶν σκιρτημάτων τῆς σαρκὸς καὶ μέσον ἄριστον γενικώτερον πρὸς ἐγκράτειαν. Ὑλιστικὸν νεωτερισμὸν ἀποτελεῖ ἡ οὐσιαστικὴ κατάργησις τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας ὑπὸ τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας. Ο Μ. Βασίλειος ἐλέγχει πάντα ἐπιχειροῦντα τὴν κατάργησιν τῆς νηστείας: «Ἀρχαῖον δῶρον ἡ νηστεία, οὐ παλαιούμενον καὶ γηράσκων, ἀλλ' ἀνανεούμενον ἀεί...νηστεία ἐν παραδείσω ἐνομοθετήθη. Τὴν πρώτην ἐντολὴν ἔλαβεν Ἀδάμ, Ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φαγεῖσθε. Τὸ δέ, οὐ φάγεσθε, νηστείας ἐστι καὶ ἐγκρατείας νομοθεσία...» (Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, σέλ. 250,1).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
«Συνέπεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι στὸν Παπισμὸ ἔχουμε ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἐνῶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στὴ θέωση ποὺ συνίσταται στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, διὰ τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὅποτε οἱ θεούμενοι συνέρχονται σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὁριοθετοῦν ἀσφαλῶς τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια σὲ περιπτώσεις συγχύσεως, ἐν τούτοις στὸν Παπισμὸ δίνεται μεγάλη σημασία στὸν θεσμὸ τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος Πάπας ὑπέρκειται ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Σύμφωνα μὲ τὴν λατινικὴ θεολογία 'ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει τότε μόνον ὅταν στηρίζεται καὶ ἐναρμονίζεται μὲ τὴν θέληση τοῦ Πάπα. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση ἐκμηδενίζεται'...
Ὑπάρχουν μεγάλες θεολογικὲς διαφορές, οἱ ὁποῖες καταδικάσθηκαν ἀπὸ τὴν Σύνοδο ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ στὴν Σύνοδο ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται καὶ στὸ 'Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας'. Ἐπὶ πλέον καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι μέχρι τὸν 19ο αἰώνα καταδίκαζαν ὅλες τὶς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ. Τὸ πράγμα δὲν θεραπεύεται οὔτε βελτιώνεται ἀπὸ κάποια τυπικὴ συγγνώμη ποὺ θὰ δώση ὁ Πάπας γιὰ ἕνα ἱστορικὸ λάθος, ὅταν οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ εἶναι ἐκτὸς Ἀποκαλύψεως καὶ ἡ Ἐκκλησιολογία κινεῖται σὲ ἐσφαλμένο δρόμο, ἀφοῦ μάλιστα ὁ Πάπας παρουσιάζεται ὡς ἡγέτης τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ὡς διάδοχός του Ἀποστόλου Πέτρου καὶ βικάριος-ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ, ὡσὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔδωσε τὴν ἐξουσία του στὸν Πάπα καὶ Ἐκεῖνος ἀναπαύεται εὐδαίμων στοὺς Οὐρανούς». (Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου, Βασικὰ σημεῖα διαφορᾶς μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Παπισμοῦ, ἔφ. Παρέμβαση, Ἀπρίλιος 2001.
Μετὰ ἀπὸ ὅσα παρατέθηκαν, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ Δυτικὸς Χριστιανισμὸς (Παπισμὸς - Προτεσταντισμὸς) εἶναι ἕνας ἐντελῶς διαφορετικὸς κόσμος. 'Άλλη θεολογία, ἄλλη κοσμολογία, ἄλλη ἀνθρωπολογία, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν σὲ διαφορετικὴ βιοθεωρία, διαφορετικὴ κουλτούρα διαφορετικὸ πολιτισμὸ καὶ ἑπομένως σὲ μία ἐντελῶς διαφοροποιημένη νοοτροπία ποὺ καταλήγει σὲ μία ξένη, ὡς πρὸς τὴν ὀρθόδοξη, πνευματικότητα καὶ καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ὅλοι τείνουν σὲ ἐνοποιήσεις καὶ πολὺς λόγος γίνεται γιὰ τὸ αὔριο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, οἱ λόγοι τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς ἠχοῦν στὰ αὐτιά μας ὡς προφητικὸ κάλεσμα ἐπαγρυπνήσεως καὶ ἐγρηγόρσεως:
«Ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ οὐμανισμοί, ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς Ἀναγεννήσεως, τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ περαιτέρω, οἱ προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, ἐπιστημονικοί, πολιτιστικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἐπεδίωκαν ἐν γνώσει ἡ ἐν ἀγνοία καὶ ἀδιακόπως ἐπιδιώκουν, ἕνα πράγμα: νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεάνθρωπον μὲ τὴν πίστιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεανθρώπου μὲ τὸ εὐαγγέλιον κατ' ἄνθρωπον, τὴν φιλοσοφίαν κατὰ Θεάνθρωπον μὲ τὴν φιλοσοφίαν κατ' ἄνθρωπον, τὴν κουλτούραν κατὰ Θεάνθρωπον μὲ τὴν κουλτούραν κατ' ἄνθρωπον. Μὲ μίαν λέξιν, νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν ζωὴν κατὰ Θεάνθρωπον μὲ τὴν ζωὴν κατ' ἄνθρωπον. Καὶ ταῦτα συνέβαινον ἐπὶ αἰώνας, ἕως ὅτου τὸν παρελθόντα αἰώνα, τὸ 1870, εἰς τὴν Ἃ' Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ, ὅλα αὐτὰ συνεκεφαλαιώθησαν εἰς τὸ δόγμα τοῦ ἀλάθητού του Πάπα. Ἔκτοτε τὸ δόγμα αὐτὸ ἀπέβη τὸ κεντρικὸ δόγμα τοῦ παπισμοῦ. Δία τοῦτο ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας εἰς τὴν Β' Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ τόσον ἐπιμόνως καὶ ἐπιδεξίως συνεζητήθη καὶ ὑπεστηρίχθη τὸ ἀπαραβίαστον καὶ τὸ ἀναλλοίωτον αὐτοῦ του δόγματος.
Τὸ δόγμα τοῦτο ἔχει κοσμοϊστορικὴν σημασίαν δὶ' ὅλην τὴν τύχην τῆς Εὐρώπης, μάλιστα δὲ διὰ τοὺς ἀποκαλυπτικοὺς καιρούς της, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει ΄δὴ εἰσέλθει Διὰ τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοὶ ἀπέκτησαν τὸ ἰδεῶδες καὶ τὸ εἴδωλον τῶν: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης. Τὸ εὐρωπαϊκὸν οὐμανιστικὸν πάνθεον ἀπέκτησε τὸν Δία τοῦ» (Ι. Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, ἔκδ. Ἀστήρ, ἐ' ἔκδοσις, 1987, σέλ. 149 - 150)
«Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ ἕνωσις δὲν εἶναι ὑπόθεσις συμφωνίας μόνο σὲ κάποια δόγματα, ἀλλὰ ἀποδοχῆς τοῦ ὀρθοδόξου, θεανθρωποκεντρικοῦ, χριστοκεντρικοῦ, τριαδοκεντρικοῦ πνεύματος στὰ δόγματα, στὴν εὐσέβεια, στὴν ἐκκλησιολογία, στὸ κανονικὸ δίκαιο, στὴν ποιμαντική, στὴν τέχνη, στὴν ἄσκησι.
Γιὰ νὰ γίνει ἀληθινὴ ἕνωσις θὰ πρέπει ἡ ἐμεῖς νὰ παρατηθοῦμε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό μας ἡ οἱ Παπικοὶ ἀπὸ τὸν δικό τους ἀνθρωποκεντρισμό. Τὸ πρῶτο εἶναι ἀδύνατο νὰ συμβῆ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου μας, διότι αὐτὸ θὰ ἦταν προδοσία στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ καὶ τὸ δεύτερο εἶναι δύσκολο νὰ συμβῆ. Ὅμως «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῶ ἐστίν».
Πιστεύουμε ὅτι δὲν συμφέρει καὶ στοὺς μὴ Ὀρθοδόξους νὰ παραιτηθοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ὅσο ὑπάρχει ἡ Ὀρθοδοξία, σώζεται ἡ ἀκαινοτόμητος εὐαγγελικὴ πίστις, ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς Ἁγίοις». Ὑπάρχει ζωντανὴ ἡ μαρτυρία τῆς πραγματικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεανθρωπίνης κοινωνίας. Ἔτσι ἀκόμη καὶ οἱ ἑτερόδοξοι ποὺ τὴν ἔχασαν, γνωρίζουν ὅτι κάπου ὑπάρχει. Ἐλπίζουν. Ἴσως κάποτε τὴν ἀναζητήσουν μεμονωμένα ἡ συλλογικά. Θὰ τὴν βροῦν καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν. Ἂς κρατήσουμε αὐτὴν τὴν ἁγία πίστι ὄχι μόνο γιὰ μᾶς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τους ἀδελφοὺς ἑτεροδόξους καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ θεωρία περὶ δύο πνευμόνων, διὰ τῶν ὁποίων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὴ ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, διότι ὁ ἕνας πνεύμων (ὁ Παπισμὸς) δὲν ὀρθοδοξεῖ καὶ τὸ γὲ νῦν ἔχον νοσεῖ ἀνιάτως.
Εὐχαριστοῦμε τὴν Παναγία καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο Της, τὴν ἁγία Ὀρθόδοξο Πίστι μας καὶ γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς προγόνους, διδασκάλους, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικούς μας πατέρας, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν καὶ παρέδωσαν αὐτὴν τὴν ἁγία Πίστι.
Ὁμολογοῦμε, ὅτι δὲν θὰ ἀναπαυόμασταν σὲ μία Ἐκκλησία ποὺ ἐν πολλοῖς ὑποκαθιστᾶ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ μὲ τὸν «ἀλάθητο» ἄνθρωπο «πάπα» ἡ «προτεστάντη».
Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Χάριτος. Λυπούμεθα, γιατί οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ χαροῦν αὐτὸ τὸ πλήρωμα, καὶ μάλιστα κάποτε προσπαθοῦν καὶ νὰ παρασύρουν καὶ προσηλυτίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους στὶς κοινότητές τους, ὅπου μόνον μία μερική, ἀποσπασματικὴ καὶ διαστρεβλωμένη ἄποψι τῆς ἀληθείας ἔχουν. Ἐκτιμοῦμε τὴν ὅση ἀγάπη ἔχουν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάνουν, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίδουν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν ἁγίων Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Προσευχόμεθα ὁ ἀρχιποιμὴν Χριστός, ὁ μόνος ἀλάθητος Ἀρχηγὸς καὶ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνους μὲν νὰ ὁδηγήση στὴν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ πατρικό τους σπίτι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κάποτε ἀπεσκίρτησαν, ἐμᾶς δὲ τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ φωτίση, ὥστε νὰ παραμείνουμε ἄχρι θανάτου πιστοὶ στὴν ἁγία καὶ ἀκαινοτόμητο Πίστι μας, ὅλο καὶ περισσότερο στερεούμενοι καὶ ἐμβαθύνοντες σ' αὐτήν, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». «Ἀμήν». (Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμὸς (Παπισμὸς) (Κύριαι Διαφοραί), ἔκδ. Σταμούλης 2006).
Ἀναδημοσίευση: Ἐκ τοῦ τεύχους "Ἐν συνειδήσει", Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου