Μιά ὀμπρέλα ταξί
Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα
Φίλοι μου, γειά σας.
Γύρισα πρίν λίγο ἀπό τό Συνεργεῖο. Πῆγα νά δῶ μιά φίλη μου, τήν Πέλα Βροχέλα, τήν ὀμπρέλα τῆς Πηνελόπης. Εὐτυχῶς δέν εἶναι καί πάρα πολύ σοβαρά. Τρία μικρά κατάγματα ἔχει στά χαμηλά σιδεράκια της. Ὅσο γιά τή Μιχαέλα περιμένει πῶς καί πῶς νά τήν ξαναπάρει στά χέρια της και νά ἀρχίσει τά πήγαινε ἔλα.
Θά σᾶς πῶ ὅμως τά γεγονότα μέ τή σειρά, ὅπως ἀκριβῶς ἔγιναν...
Ἦταν χειμωνιάτικο μεσημέρι καί σε λίγο θά χτυποῦσε τό τελευταῖο καί πιο χαρούμενο κουδούνι γιά τό σχόλασμα. Ἡ Μιχαέλα, μαθήτρια τῆς Γ΄ Δημοτικοῦ, ἔριξε ἕνα βλέμμα ἔξω ἀπό τό τζάμι. Ὁ οὐρανός ἦταν κατάμαυρος.
- Σίγουρα θά βρέξει, ψιθύρισε στη διπλανή της.
- Ἴιιι, δέν ἔφερα ὀμπρέλα, εἶπε ἡ Ραφαέλα στενοχωρημένη.
- Ἔχω ἐγώ μαζί μου τήν Πέλα Βροχέλα, τήν καλύτερη ὀμπρέλα. Μή στενοχωριέσαι, θά σέ πάω ὥς τό σπίτι σου, ἀπάντησε ἡ Μιχαέλα γεμάτη χαρά.
- Μά ἐσύ μένεις ἀπό τήν κάτω πλευρά τῆς πλατείας.
- Μή σέ νοιάζει, θά προλάβουμε.
- Ἄχ, εἶσαι τόσο καλή.
Σέ λίγο φορτωμένες τίς βαριές σάκκες τους, πιασμένες ἀγκαζέ κάτω ἀπό τήν πολύχρωμη ὀμπρέλα καί προχωρώντας ἀργά ἀργά, προσέχοντας νά μη γλιστρήσουν διέσχιζαν οἱ δυό φίλες το δρόμο μπρoστά ἀπό τό σχολεῖο τους.
- Φτάσαμε! Δέν μπορεῖς νά πεῖς, εἶμαι τό καλύτερο ταξί.
-Σʼ εὐχαριστῶ, Μιχαέλα, γειά σου καί νά προσέχεις στό δρόμο.
Κρατώντας σφιχτά τήν ὀμπρέλα κόντρα στό δυνατό ἀέρα, κατάφερε ἡ Μιχαέλα νά περάσει τόν κεντρικό δρόμο μέ τίς γεμάτες νερό λακκοῦβες καί να φτάσει πάλι μπροστά στό σχολεῖο. Δυό δίδυμοι πιτσιρίκοι τῆς Α΄ στέκονταν ἀπελπισμένοι κάτω ἀπό ἕνα στέγαστρο
στή σκάλα.
- Σταυράκη! Ὀδυσσέα! Ἐλᾶτε! Ἔχω ὀμπρέλα ταξί, φώναξε ἡ Μιχαέλα και τούς πῆρε καί τούς δυό στό πρωτότυπο ταξί της.
Πιασμένοι κι οἱ τρεῖς χέρι χέρι περπάτησαν ὥς τό πάρκο μέ τίς μουριές. Οἱ τσάντες στήν πλάτη τους εἶχαν γίνει μούσκεμα, ἀλλά τά κεφαλάκια τους ἦταν ἀσφαλισμένα μέσα στό ταξί. Τους παρέδωσε στή μαμά τους καί ξεκίνησε ἐπιτέλους γιά τό σπίτι της.
- Μπράβο, Πέλα Βροχέλα, εἶσαι σπουδαία, τραγουδοῦσε στό δρόμο καί... σάν νά τήν κατάλαβε ἡ ὀμπρέλα της, γιατί τά χρώματά της ἔγιναν, θαρρεῖς, πιό λαμπερά.
Χρειάστηκε νά ξαναπεράσει ἀπό το δρόμο τοῦ Σχολείου, γιά νά κόψει δεξιά στό στενό. Στή στροφή ὅμως ἐπάνω, ἔμεινε κόκκαλο. Γούρλωσε τά μάτια της καί νόμισε ὅτι ἀνέβηκε τό αἷμα στό κεφάλι της.
- Αὐτό μοῦ ἔλειπε τώρα, ψιθύρισε θυμωμένη και προσπάθησε να τρέξει, ἀλλά φοβήθηκε, γιατί ὁ δρόμος γλιστροῦσε φοβερά.
- Μιχαέλα! Μιχαέλα! ἄκουσε πίσω της μιά γνώριμη ἀλλά τόσο ἀχώνευτη φωνή. Προσποιήθηκε ὅτι δέν ἄκουσε καί προχώρησε.
- Μιχαέλα! Μπορεῖς νά μέ πάρεις στήν ὀμπρέλα σου; ξαναρώτησε ἡ ἀχώνευτη φωνή.
- Δυστυχῶς βιάζομαι τρομερά, ἀπάντησε μέ παγερό ὕφος καί ξεκίνησε.
Περπατοῦσε μέ νευρικά βήματα και παρʼ ὅλο πού ὁ ἀέρα δυνάμωνε, ἡ Μιχαέλα αἰσθανόταν τά μάγουλά της νά καῖνε.
- Αὐτό μοῦ ᾽λειπε, νά βάλω στην ὀμπρέλα ταξί τήν Ἀντιγόνη, πού μοῦ ἔσχισε τό τετράδιο χθές καί μέ πῆγε στό γραφεῖο προχθές καί μέ κορόϊδεψε καί πῆρε ὅλες τίς φίλες μου μέ το μέρος της καί... Ὄχι, ὄχι καί ποτέ. Δεν τή θέλω γιά φίλη.
Ἐν τῶ μεταξύ ὁ δυνατός ἀέρας μια γύριζε τήν ὀμπρέλα, μιά ἀνακάτωνε τά μαλλιά τῆς Μιχαέλας.
- Ὄχι καί ποτέ! μουρμούριζε.
- Ὅμως... σήμερα ἡ Ἀντιγόνη ἦταν ἄρρωστη στό σχολεῖο.
- Ποιός μίλησε! ρώτησε ἀπότομα το κοριτσάκι.
- Ἐγώ, ἡ Πέλα Βροχέλα. Δέν ἔπρεπε νά ἀφήσεις τήν Ἀντιγόνη.
- Καί τί μέ νοιάζει, ἄν εἶναι ἄρρωστη. Ἄς ἔπαιρνε μαζί της ὀμπρέλα.
- Καί μένετε τόσο κοντά, συνέχισε ἡ Βροχέλα μέ κόπο, γιατί ὁ ἄγριος ἀέρας τή γύριζε συνεχῶς ἀνάποδα.
- Εἶναι κακιά καί δέ θά τή συγχωρήσω ποτέ, δήλωσε μέ πεῖσμα ἡ Μιχαέλα καί... ΜΠΛΟΥΜ... γλίστρησε στη λακκούβα.
Σηκώθηκε ἀπό τό πεζοδρόμιο μούσκεμα, μάζεψε τήν τσάντα της κι ἔψαξε τήν ὀμπρέλα της, τήν εἶδε σφηνωμένη σʼ ἕνα παγκάκι.
- Μιχαέλα! Μιχαέλα! ἔλα μέσα γρήγορα! Χτύπησες; Μπα μπά, νά τήν πάρουμε στό αὐτοκίνητο.
Δυό δυνατά ἀνδρικά χέρια τήν ἔπιασαν καί τήν ἀνέβασαν στό ζεστό αὐτοκίνητο.
- Ἴιιι, ἡ Ἀντιγόνη κι ὁ πατέρας της, εἶπε αὐθόρμητα κι ἔγινε κατακόκκινη.
- Ἔμαθα ὅτι εἶσαι γενναῖο παιδί, ἔχεις καί ὀμπρέλα ταξί!
- Μόνο πού τώρα χάλασε, κλαψούρισε ἡ Μιχαέλα, πιό πολύ ἀπό την ντροπή της.
- Ἔ, θά τήν πᾶμε στό συνεργεῖο και σέ δυό μέρες θά γίνει καλά! ἀστειεύτηκε ὁ ὁδηγός.
Ἡ Μιχαέλα, πού καθόταν δίπλα στην Ἀντιγόνη, χωρίς νά γυρίσει τό κεφάλι της ἔστριψε τά μάτια της καί τῆς ἔριξε μιά λοξή λοξή ματιά. Ἡ Ἀντιγόνη κοίταζε μπροστά μέσα ἀπό τόν καθρέφτη τοῦ ὁδηγοῦ. Κάποια στιγμή τά βλέμματά τους συναντήθηκαν στό μικρόκαθρεφτάκι πού ἦταν κρεμασμένο μπροστά στόν ὁδηγό. Τούς ἄρεσε αὐτό τό παιχνίδι. Σιγά σιγά ἄρχισαν νά χαμογελοῦν.
- Συγγνώμη, εἶπαν κι οἱ δυό αὐθόρμητα κι ἔδωσαν τά χέρια.
Δίπλα τους ἡ Πέλα Βροχέλα ἔκλαιγε ἀπό συγκίνηση.
Σᾶς χαιρετῶ, μʼ ἀγάπη,
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ
ΥΓ. Διῶξε πέρα μακριά κάθε λύπη, κατσουφιά. Ξέχνα ὅ,τι σοῦ ᾽χουν κάνει κι ἡ καρδούλα σου θά γειάνει.
Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3607/744.pdf