Μεταξάκης ὁ μεταξοσκώληκας
Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...
Φίλοι μου, γειά σας!
Ἀποκλείεται νά μή μ᾽ ἔχετε δεῖ ὅλον αὐτόν τόν καιρό! Γιά κοιτάξτε ψηλά στον οὐρανό. Μέ βλέπετε; Ἔχω γίνει γκριζωπό ἀπό τή συγκίνησή μου. Ὅλη μέρα βρέχω μέ τά δάκρυά μου τή γῆ. Βρέχω, ὄχι γιατί εἶναι Νοέμβριος, ἀλλά γιατί εἶμαι συγκινημένο και συγκλονισμένο ὥς τά ΣΥΝΝΕΦΟκατάβαθά μου. Γιʼ αὐτό καί δέν ἔχω ΣΥΝΝΕΦΟ παραμύθι! Ἄχ, τί νά σᾶς πῶ! Θυμᾶμαι τόν Μεταξάκη τόν μεταξοσκώληκα ἀπό τό Σουφλί τοῦ Ἕβρου. Ἄν σᾶς πῶ τήν ἱστορία του, σίγουρα θά συγκινηθεῖτε.
Πρίν ἀπό λίγο καιρό ἀποφάσισα να γνωρίσω καλά καλά ὁλόκληρη την περιοχή τῆς Θράκης. Ξεκίνησα λοιπόν ἀπό τή ΣΥΝΝΕΦΟγειτονιά μου καί μ᾽ ἕνα ἁπαλό ἀεράκι γλίστρησα στό βορειοελλαδίτικο οὐρανό. Ἄλλη ὀμορφιά! Τά χρώματα ἐδῶ εἶναι πιό ζωντανά: τό μπλέ τῆς θάλασσας εἶναι καταμπλέ, τό πράσινο στούς κάμπους και στά δάση εἶναι καταπράσινο, τό κόκκινο στίς στέγες τῶν σπιτιῶν κατακόκκινο.
Ταξίδεψα πάνω ἀπό τόν ποταμό Νέστο στούς Τοξότες τῆς Ξάνθης, εἶδα τή λίμνη Πόρτο Λάγος μέ τά σπαρμένα μέσα ἐκκλησάκια της, θαύμασα λιμνοθάλασσες κι ἀμμονησίδες, χάϊδεψα τό παρθένο δάσος στήν ὀροσειρά τῆς Ροδόπης, μπῆκα κρυφά στά ὀχυρά τοῦ Νυμφαίου στήν Κομοτηνή, χαιρέτησα τήν Κοσμοσώτειρα στίς Φέρες, ἔφτασα στό μεταξένιο Σουφλί, σκαρφάλωσα στο Διδυμότειχο, ἔκανα βόλτα στήν πλατεία τῆς ἀρχοντικῆς Ὀρεστιάδας... Καί ποῦ δέν πῆγα! Ὥς καί στό Τριεθνές ἔφτασα! Τό ἀπογευματάκι κατάκοπο ἀλλά καταχαρούμενο, κατέβηκα γιά ξεκούραση στό μεγάλο Φάρο τῆς Ἀλεξανδρούπολης. Χάζευα πέρα ἴσια μακριά τό πέλαγος μέ τις μικρασιάτικες ἀκτές ἀπέναντί μου. Τί ὄμορφα πού ἦταν!
Ὅμως... μοιρολόι ἀκούστηκε:
«Ἄχ, μετάξι μου, μετάξι, ὅλοι μ᾽ ἔχουνε πετάξει. Ἄχ, πατρίδα μου Σουφλί καλό, ἄλλο πιά δέ θά σέ δῶ. Ἐδῶ πάνω θά τελειώσω, μές στό Φάρο θέ νά λειώσω».
- Ποιός κλαίει; Ποιός μοιρολογᾶ; Ποιός εἶναι ἐκεῖ μέσα στο γυάλινο φωτεινό κεφάλι τοῦ φάρου; φώναξα, ὅσο πιό δυνατά μποροῦσα.
- Ἐγώ, ἐγώ ὁ Μεταξάκης, ὁ μεταξοσκώληκας!
- Πῶς βρέθηκες ἐδῶ;! ρώτησα γεμάτο περιέργεια κι ἔκπληξη. Ἔσκυψα τό ΣΥΝΝΕΦΟκεφάλι μου καί τόν περιεργάστηκα. Πρώτη μου φορά ἔβλεπα μεταξοσκώληκα, καί μάλιστα ἀπό τό ὀνομαστό Σουφλί.
- Ἄχ, ΣΥΝΝΕΦΟ, συνέχισε κλαίγοντας ὁ Μεταξάκης, πεθαίνω, σβήνω, λειώνω, χάνομαι. Ἀπό τή μέρα πού ὁ δυνατός ἀέρας ξερρίζωσε τή μουριά μου καί μʼ ἔριξε ἐδῶ πάνω μαζί μ᾽ αὐτό τό μικρό κλαράκι, ἡ ζωή μου πιά δέν ἔχει νόημα.
- Θέλεις νά σέ κατεβάσω;
- Δέν ἔχω πιά δυνάμεις, ΣΥΝΝΕΦΟ. Κάνε μου ὅμως μιά χάρη, τήν τελευταία ἐπιθυμία τῆς ζωῆς μου!
Κράτησα τήν ἀναπνοή μου. Μπροστά μου ὁ ἑτοιμοθάνατος μεταξοσκώληκας και γύρω του μερικά κατάλευκα, γυαλιστερά, σάν αὐγουλάκια, μεταξένια κουκούλια.
Μάζεψε ὁ Μεταξάκης ὅσες δυνάμεις εἶχε καί μοῦ ᾽πε:
- Πάρε αὐτά τά κουκούλια καί πήγαινέ τα στό κάστρο.
- Ποιό κάστρο;
-Στό κάστρο τῆς Ἀδριανούπολης, πέρα στήν Ἀνατολική Ρωμυλία. Ἐσύ, ΣΥΝΝΕΦΟ, μπορεῖς νά τό κάνεις χωρίς νά σέ πάρουν εἴδηση. Τρέχα! Πίσω ἀπό τη δυτική πορτάρα τοῦ τείχους στέκει καί περιμένει μιά κοπέλα. Δέν εἶναι Τούρκισσα, κι ἄς φαίνεται ἔτσι. Εἶναι Ἑλληνίδα. Δῶσε της τά κουκούλια.
- Γιατί; Τί τά θέλει; Ποιά εἶναι; Βροχή οἱ ἐρωτήσεις μου.
Ὁ Μεταξάκης μέ κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του τώρα εἶχε μιά ἄλλη λάμψη.
- Ἄκουσε, ΣΥΝΝΕΦΟ: Χρόνια καί χρόνια τώρα στήν Ἀδριανούπολη κεντοῦν με σουφλιώτικη μεταξένια κλωστή μιά τεράστια ἑλληνική σημαία. Θά τή στήσουν, λένε, στό κάστρο, ὅταν ἡ Ἀδριανούπολη κι ὅλη ἡ Ἀνατολική Ρωμυλία θά γίνουν πάλι Ἑλλάδα. Κι ἐπειδή οἱ τρανοί τῆς γῆς δέ βοηθοῦν σʼ αὐτό, ἀποφασίσαμε ἐμεῖς, τά φτωχά πλασματάκια τῆς γῆς, νά κάνουμε τό ὄνειρο πραγματικότητα!
- Ἐσεῖς οἱ μεταξοσκώληκες;;; ρώτησα κατάπληκτο.
-Ναί, ἐμεῖς! Κι ὄχι μόνοι, μᾶς βοηθοῦν πολλοί, χρόνια καί χρόνια: τά πουλιά πού ταξιδεύουν ἀνενόχλητα πάνω ἀπό τά σύνορα, τό βαθύ ποτάμι μας ὁ Ἕβρος, πού δροσίζει τό ἴδιο καί τίς δυό ὄχθες του, ὁ ἄνεμος πού φεύγει γιά τήν Ἀδριανούπολη γεμάτος ἑλληνικές φωνές. Εἴμαστε πολλοί! Καί πάνω ἀπό ὅλα, ἔχουμε τά παιδιά!
- Τά παιδιά; Πῶς βοηθοῦν τά παιδιά; γούρλωσα γιʼ ἄλλη μιά φορά τά ΣΥΝΝΕΦΟμάτια μου.
- Ὤ, ΣΥΝΝΕΦΟ, κανείς δέν εἶναι τόσο ἀσήμαντος, πού νά μήν μπορεῖ νά κάνει κάτι μεγάλο. Τά παιδιά ὀνειρεύονται, ὀνειρεύονται κι ἀγαποῦν, ἀγαποῦν καί μαθαίνουν, μαθαίνουν καί περιμένουν, περιμένουν καί προσεύχονται. Κι ὅλα αὐτά, τό ὄνειρο, ἡ ἀγάπη, ἡ γνώση, ἡ ἀναμονή κι ἡ προσευχή εἶναι δύναμη τρανή. Ξέρεις πόσο ἀγαποῦν τή γῆ τους τά Θρακιωτόπουλα!... Ὅμως, τρέχα, σέ παρακαλῶ, ἡ ὥρα περνᾶ. Πήγαινε τά κουκούλια στό κάστρο.
Πῆρα τά μεταξένια αὐγουλάκια καί τά ἔκρυψα στίς συννεφένιες τοῦφες μου.
- Γειά σου, Μεταξάκη! Γειά σου, Μεταξάκη! Μεταξάκη;
Ὅμως, ὁ Μεταξάκης δέν ἄκουγε πιά. Εἶχε κοιμηθεῖ γιά πάντα. Τόν θεωρῶ ἥρωα.
Ξεκίνησα μέ βαριά καρδιά, ἀλλά καί με μιά ἔντονη λαχτάρα καί ἀποφασιστικότητα γιά την Ἀδριανούπολη. Δυστυχῶς ὅμως ἕνας κακός βοριάς πού κατέβαινε ἀπό τήν περιοχή τῆς Βουλγαρίας μʼ ἔριξε μακριά. Ἔχω λίγες μέρες πού παλεύω μέ τούς ἀέρηδες. Ὅμως, ποῦ θά πάει! Θά φτάσω, σί γουρα!
Γι᾽ αὐτό, φίλοι μου, βιάζομαι καί δέ σᾶς ἔφερα ΣΥΝΝΕΦΟπαραμύθι. Θά τά ξαναποῦμε τό Δεκέμβριο. Ὥς τότε, νά θυμάστε τά τελευταῖα λόγια τοῦ Μεταξάκη:
«Τά παιδιά ὀνειρεύονται, ὀνειρεύονται κι ἀγαποῦν, ἀγαποῦν καί μαθαίνουν, μαθαίνουν καί περιμένουν, περιμένουν και προσεύχονται.
Κι ὅλα αὐτά, τό ὄνειρο, ἡ ἀγάπη, ἡ γνώση, ἡ ἀναμονή κι ἡ προσευχή εἶναι δύναμη τρανή».
Ἀπό τό https://www.osotir.gr/attachments/article/15350/765.pdf