Μία γλώσσα... κουτσομπόλα!

2014-08-04 10:23

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Μιά φορά κι ἕναν καιρό, στό βυθό τῆς θάλασσας ζοῦσε μιά γλωσσοοικογένεια ἀπό σόι. Ὁ πατέρας εἶχε ξάδερφο τό πιό δυνατό Σαλάχι τοῦ ὠκεανοῦ, καί ἡ μητέρα κρατοῦσε ἀπό τήν ξακουστή δυναστεία τῶν Γλωσσῶν τῆς θάλασσας τῆς Μάγχης.

        Ἡ οἰκογένεια εἶχε τρία ὄμορφα Γλωσσάκια μέ ἔξυπνα γυαλιστερά ματάκια στη δεξιά τους πλευρά. Τόν Κιτρινούλη, τον Μουσταρδούλη καί τή Χρυσαφένια.

        Ἀπό ὅλους πιό χαριτωμένη ἦταν ἡ Χρυσαφένια. Μά ἡ ὄμορφη Γλωσσίτσα μας εἶχε ἕνα φοβερό ἐλάττωμα, πού πολλές φορές τήν ἔκανε ἀντιπαθητική. Ἦταν... πειραχτήρι καί κουτσομπόλα! Μάλιστα! Ἡ Χρυσαφένια πολλές φορές σχολίαζε και κορόιδευε τά ἄλλα ψάρια στό Σχολεῖο...

        Ἡ κυρία Γλώσσα προσπαθοῦσε νά μάθει καλούς τρόπους στα παιδιά της. Κάθε ἀπογευματάκι, πού ὅλα ἡσύχαζαν στό βυθό, μάζευε τά τρία ψαράκια της, τους ἑτοίμαζε ἀπό ἕνα σάντουιτς μέ ἐκλεκτό μιδοπίλαφο και σκουληκάκια πού τους ἄρεσαν πολύ, καί τους ἔδινε συμβουλές:

        - Παιδιά μου, νά προσέχετε τά λόγια σας. Μή λέτε λόγια πού πληγώνουν. Να μιλᾶτε εὐγενικά. Τά καλά τά λόγια ὀμορφαίνουν τη ζωή.

        Μά ἡ Χρυσαφένια δέν ἄκουγε.

        - Μαμά, ξέρεις τί ἔκανε χθές στά Μαθηματικά ἡ Μουρμούρα; Πῆρε ἀποβολή! Χά, χά, χά, χά, χά! Καί τῆς τά ᾿λεγα. Μη μουρμουρίζεις ὅλη τήν ὥρα μές στό μάθημα!

        Καί πρίν προλάβει νά πάρει ἀπάντηση, γύριζε στόν ἀδερφό της.

        - Μουσταρδούλη, δέ σοῦ εἶπα! Χθές στό διάλειμμα παίζαμε «πατητό» καί μᾶς νίκησε ὅλους τό Χταπόδι! Ἔγινε χαμός! Καί στό χορό νά δεῖς τί ἔγινε! Χορεύαμε νησιώτικα. Ἕνα βῆμα μπροστά κάναμε ἐμεῖς, ἕνα πίσω ὁ Κάβουρας, δύο μπροστά ὅλοι, δύο πίσω ὁ Κάβουρας. Ἦταν τόσο ἀστεῖος! Στό τέλος τόν πέταξαν ἔξω ἀπ᾿ το χορό!

        Τό στόμα τῆς Χρυσαφένιας δέ σώπαινε ποτέ.

        Ἀλλά καί στό Σχολεῖο μπροστά στά ἄλλα ψάρια, δέν ἔβαζε γλώσσα μέσα...

        Τή μιά μέρα πείραζε τόν Ξιφία, πού σηκώθηκε μέ τόση ὁρμή στον πίνακα γιά να δείξει τήν Καραϊβική θάλασσα, ὥστε ἔσκισε μέ τη σουβλερή τή μύτη του το χάρτη.

        Τήν ἄλλη σχολίαζε τή μικρή Σουπιά, πού δέν μποροῦσε νά ζωγραφίσει χωρίς νά τῆς χυθεῖ μπόλικο μελάνι στήν ἀκουαρέλα της... Τήν ἄλλη κορόιδευε τό χοντρό Φαλαινάκι, πῶς ἔκανε πηδηματάκια ἐπί τόπου ἤ τή Μαριδούλα, πού ἦταν κοντή καί ἄσχημη...

        Ὅλα τά παρακολουθοῦσε. Δέν ἄφηνε καυγά στη γειτονιά, πού νά μήν τον κουτσομπολέψει.

        - Ἀκοῦστε τί ἔγινε χθές. Τό Φαγκρί με τό Λιθρίνι πιάστηκαν στά χέρια. «Ἐγώ εἶμαι ἀπό σόι», ἔλεγε τό Φαγκρί κι ἔδειχνε τό κόκκινο χρῶμα του. «Βρέ ξιπασμένο, πού ἐπειδή κάνεις 15 εὐρώ τό κιλό νομίζεις ὅτι κάτι εἶσαι!», ἀπαντοῦσε μέ θυμό το Λιθρίνι. Ἀφῆστε τα. Ἔγινε μεγάλος τσακωμός!

        Τέτοια κι ἄλλα πολλά ἔλεγε ἡ Χρυσαφένια. Ὥσπου τά ψαράκια τῆς γειτονιᾶς ἄρχισαν νά μήν τῆς κάνουν παρέα, γιατί φοβοῦνταν μήν τά πιάσει καί αὐτά στο στόμα της... Καί στό τέλος τῆς κόλλησαν τό παρατσούκλι: «Γλώσσα, ἡ γλωσσού».

        - Χρυσαφένια, ἄκουσέ με, τῆς εἶπε ἕνα πρωί σοβαρά ἡ μητέρα της. Λυπᾶμαι για σένα. Δέν εἶναι σωστό νά κοροϊδεύουμε τούς ἄλλους, οὔτε καί νά κουτσομπολεύουμε. Γιατί δημιουργοῦμε προβλήματα καί στενοχώριες. Τά λόγια μας πρέπει να εἶναι εὐγενικά.

        Ἡ Χρυσαφένια ὅμως δέν καταλάβαινε.

        - Γιατί, κάνω κανένα κακό; Τήν ἀλήθεια λέω.

        -Καλά, παιδί μου, ἐγώ ἕνα ἔχω νά σοῦ πῶ: Προσπάθησε να ᾿ρθεῖς στή θέση τοῦ ἄλλου, καί θά καταλάβεις...

        Πέρασαν μῆνες. Ἦρθε τό Καλοκαίρι. Μιά ζεστή μέρα τοῦ Ἰουλίου ἔφτασε στη γειτονιά τους γιά διακοπές μιά Τσούχτρα ἀπό τό ἐξωτερικό. Κουνιστή καί λυγιστή χόρευε εὐχαριστημένη. Μέ ὅλους μιλοῦσε, σέ ὅλα ἀνακατευόταν, ὅλους ἤθελε να τούς γνωρίσει.

        Ἕνα πρωινό ἡ Χρυσαφένια τή συνάντησε στήν παρέα μέ τά πράσινα Φύκια.

        - Καλημέρα, τῆς εἶπε μέ θάρρος, και τῆς ἔδωσε πρώτη τό χέρι.

        - Καλημέρα! Γιά νά σέ δῶ! Καλέ, πῶς εἶσαι ἔτσι; Σάν νά σέ πάτησε ὁδοστρωτήρας εἶσαι! Χά, χά, χά, δέν ἔχω ξαναδεῖ τέτοιο ψάρι! Φάε λίγο, καλέ, νά φουσκώσει ἡ κοιλιά σου! Εἶπε ἡ Τσούχτρα στή Χρυσαφένια κι ἔσκασε στά γέλια.

        Ἡ Χρυσαφένια τά ἔχασε. Κάτι πῆγε να ἀπαντήσει, μά... κόλλησε ἡ γλώσσα της. Κοίταξε τά Φύκια, σάν νά ζητοῦσε βοήθεια. Μά καί τά Φύκια γελοῦσαν μέ τήν καρδιά τους.

        Γιά πρώτη φορά ἔνιωσε τόσο ἄσχημα. Τῆς ἀνέβηκε τό αἷμα στό κεφάλι. Αἰσθάνθηκε δυνατό πονοκέφαλο. Κοκκίνισε, κιτρίνισε ἀπ᾿ τή ντροπή της. Πῆγε νά κάνει ἕνα βῆμα... μά τελικά... ἔκανε ἀπότομα μεταβολή κι ἔφυγε, ἐνῶ στ᾿ αὐτιά της ἠχοῦσαν ἀκόμη τά δυνατά γέλια τῆς Τσούχτρας.

        Πόσο ντράπηκε! Πρώτη φορά ἄκουγε τέτοιες κοροϊδίες. Τι ἀγένεια! Τί τσουχτερές κουβέντες ἦταν αὐτές πού τῆς εἶπε ἡ Τσούχτρα! Τήν ἔκανε ρεζίλι μπροστά στά Φύκια!

        Δυό καυτά δάκρυα κύλησαν ἀπό τά μάτια της. Τά σκούπισε. Ξανακύλισαν.

        Πῆρε μιά ἀνάσα βαθιά. Τώρα ἄρχισε να καταλαβαίνει τά λόγια τῆς μητέρας της. Πόσο πληγώνουν μερικές κουβέντες! Τόσον καιρό λοιπόν κι ἐκείνη πλήγωνε τους ἄλλους;...

        - Μαμά, ψιθύρισε, πόσο δίκιο εἶχες! Δεν θά ξανακοροϊδέψω κανέναν! Ὄχι! Ποτέ πιά!

        Ἄρχισε νά κολυμπάει γρήγορα. Ἔφτασε στό σπίτι της καί σέ λίγο βρισκόταν στην ἀγκαλιά τῆς ἀγαπημένης της μητέρας. Τῆς ἔλεγε μέ πόνο αὐτά πού ἄκουσε. Πολλή ὥρα μέ δάκρυα στά μάτια τῆς μιλοῦσε. Καί ἡ μητέρα χάιδευε καί ξαναχάιδευε τη Χρυσαφένια της καί ἔλεγε:

        - Ναί, παιδί μου, ἔτσι εἶναι.

Νεφέλη

Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/15077/761.pdf