Λύτρωση ἢ Θέωση; (Α' μέρος)
Λύτρωση ἢ Θέωση;*
Τὸ ἐρώτημα τοῦ ᾿Ανσέλμου
«Γιατί ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος»
καὶ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας
τοῦ Παναγιώτου Νέλλα ( † 1986)
Αʹ. Τὸ Πρόβλημα
- ῾Ιστορία καὶ σημασία τοῦ προβλήματος.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ «Cur Deus Homo?» τὸ ἔφερε στὸ ἄμεσο προσκήνιο τῶν θεολογικῶν συζητήσεων, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ ῎Ανσελμος Καντερβουρίας τὸν ΙΑʹ αἰώνα, μὲ τὸ περίφημο ὁμώνυμο ἔργο του.
῾Η ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸ ἐρώτημα, γνωστὴ ἐπίσης, εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνανθρώπησε γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. ῾Η θέση αὐτὴ ἦταν ἀπαραίτητη στὸ ὅλο ἀνσέλμειο σύστημα καὶ χρησιμοποιήθηκε ὡς στήριγμα τῆς δικανικῆς περὶ λυτρώσεως διδασκαλίας.
᾿Εκεῖνο ποὺ πρόσεξαν καὶ στὸ ὁποῖο ἀντέδρασαν ὀρθὰ οἱ ἀνατολικοὶ θεολόγοι, εἶναι ἡ περὶ ἱκανοποιήσεως δικανικὴ θεωρία. ᾿Αλλὰ δὲν δόθηκε ἀκόμη, στοὺς νεώτερους δικούς μας χρόνους, ἡ δέουσα προσοχὴ στὴν ἴδια τὴν ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματος, στὴ θέση ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
῾Η θέση αὐτὴ ἔχει περάσει χωρὶς συζήτηση καὶ στὴ δική μας νεώτερη θεολογία, τὸ κήρυγμα, τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πνευματικὴ ζωή, μὲ βαρύτατες ὅπως θὰ γίνει φανερὸ στὴ συνέχεια συνέπειες.
Τὸν ΙΓʹ αἰώνα ὁ Duns Scotus ἀντέδρασε στὴ Δύση στὴν ἀνσέλμειο ἀπάντηση καί, τοποθετώντας τὸ ἐρώτημα μέσα στὴν ὅλη περὶ βουλήσεως τοῦ Θεοῦ δική του προβληματική, ὑποστήριξε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ᾿Ενσάρκωση εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν πτώση καί, σύμφωνα μὲ τὴ σειρὰ τοῦ θείου «praedestinatio» [προορισμοῦ], θὰ γινόταν ὁπωσδήποτε.
Δημιουργήθηκε μεγάλη κατὰ τοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν συζήτηση, στὴν ὁποία ὁ Malebranche μίλησε γιὰ «μεταφυσικὴ ἀναγκαιότητα» τῆς ἐνσαρκώσεως, ὁ Westcott γιὰ «ἀπόλυτο κίνητρο» τῆς ἐνσαρκώσεως κ.ἄ.(1).
Στὴ συζήτηση χρησιμοποιήθηκαν καὶ πατερικὰ κείμενα, τὰ σημαντικότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν τὰ γνωστὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ῾Ομολογητοῦ. Αὐτὸ ἔκανε ὁρισμένους ὀρθοδόξους θεολόγους νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ θέμα καὶ νὰ διερωτηθοῦν ἂν ὁ ἅγιος Μάξιμος πρεσβεύει τὴν «ἀπροϋπόθετο ἢ ἐμπροϋπόθετο ἐνανθρώπηση τοῦ θείου Λόγου».
Αἰσθανόμενοι ὡστόσο δύσκολα μέσα στὴν τυπικὰ δυτικὴ αὐτὴ προβληματικὴ οἱ ἐν λόγῳ ὀρθόδοξοι θεολόγοι προτίμησαν νὰ ἀφήσουν τὸ ζήτημα ἀνοιχτό, χαρακτηρίζοντάς το οἱ πιὸ πολλοί, ὡς «θεολογούμενο» (2).
Πρὸ τεσσάρων ἐτῶν [1979] στὸ βιβλίο «Ζῶον Θεούμενον» ὑποστηρίξαμε τὴν ἄποψη ὅτι τὸ θέμα ὄχι μόνο δὲν εἶναι θεολογούμενο, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα «Γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος;» ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση κατὰ τρόπο διαυγέστατο· ὅτι εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκεῖνες τοῦ ᾿Ανσέλμου καὶ τοῦ Scotus· καὶ ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια ποὺ προσδιορίζει ἡ διατύπωση «ἐμπροϋπόθετη ἢ ἀπροϋπόθετη ἐνανθρώπηση».
᾿Εμπεριέχεται σαφῶς στὴν πρὸς ᾿Εφεσίους ἐπιστολὴ («καθὼς ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου»· «εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῶ»· «ἐν αὐτῷ ἐν ᾧ ἐκληρώθημεν» 1, 4-11), στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς («ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς... τὰ πάντα δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται... καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας» 1, 15-18), σὲ πολλὰ ἄλλα χωρία τῆς Γραφῆς, καὶ διατυπώνεται περίλαμπρα στὴν πιὸ χρησιμοποιημένη καὶ ἀδιάκοπα σ᾿ ὅλες τὶς πατερικὲς ἐποχὲς ἐπαναλαμβανόμενη φράση: «῎Ανθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν ᾿Αδὰμ ἀπεργάσηται».
῾Ο πραγματικὸς ἄξονας στὸν ὁποῖο τοποθετοῦνται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὅλες οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικὲς πραγματικότητες εἶναι ὁ ἄξονας: Δημιουργία - Θέωση ἢ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ πραγμάτωση τοῦ σκοποῦ τῆς κτίσεως ἢ ὅπως ἀλλιῶς ἂν τὸ ὀνομάσουμε.
῾Ο περιορισμὸς τοῦ ἄξονα αὐτοῦ μόνο στὸ τμῆμα πτώση-λύτρωση ὁδηγεῖ σὲ ἀκρωτηριασμὸ καὶ παραμόρφωση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, τοῦ περιεχομένου τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῶν ποικίλων διαστάσεων τῆς ᾿Εκκλησίας.
Οἱ ἀλλοιώσεις ποὺ πραγματοποιήθηκαν σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίπεδα στὸ δυτικὸ χριστιανισμὸ μετὰ τὸν ΙΑʹ αἰώνα ἦταν ἀναπόφευκτες. ῾Η προσπάθεια τοῦ Duns Scotus δὲν πέτυχε, πρῶτα γιατὶ κινήθηκε μέσα σὲ ἤδη δημιουργημένα πλαίσια, ἀλλὰ κυρίως ἐπειδὴ ὁ Scotus ἔθεσε ἕνα Θεολογικὸ ἐρώτημα: ἂν ἡ ᾿Ενανθρώπηση ἀποτελοῦσε σκοπὸ τοῦ Λόγου, ἐκεῖ ποὺ τὸ ἐρώτημα εἶναι ἀποκλειστικὰ ἀνθρωπολογικὸ καὶ κοσμολογικό: ἂν ὁ ἄνθρωπος ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιήσει τὸ σκοπό του, νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό, νὰ ἐνυποστασιασθεῖ στὸ Λόγο· ἂν ἡ κτίση μποροῦσε νὰ φθάσει στὸ πλήρωμά της χωρὶς νὰ γίνει σῶμα τοῦ Λόγου.
Δὲν εἶναι χωρὶς χρησιμότητα γιὰ τὴ σημασία τοῦ θέματος νὰ λεχθεῖ ὅτι ὁ Καθηγητὴς Δημήτριος Στανιλοάε υἱοθέτησε στὴν κριτική του στὸ «Ζῶον Θεούμενον» ἀμέσως τὴν πρότασή μας καὶ ὅτι ὁ καθηγητὴς Παναγιώτης Χρήστου στὴ σπουδαία μελέτη του «῎Ανθρωπος ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος - ᾿Απὸ τὴν ἀνθρωπολογία τοῦ Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ», (Κληρονομία, 1980, τ. 12βʹ, σ. 251-281) ἑρμηνεύει στὴν ἀνθρωπολογικὴ καὶ ὄχι Θεολογικὴ προοπτικὴ τὰ κρίσιμα χωρία τοῦ Μαξίμου, χωρὶς ἀναφορὰ αὐτὸς στὴν παραπάνω πρόταση.
Θὰ ἐπανέλθουμε στὸ πρόβλημα τοῦ περιορισμοῦ τῆς θείας οἰκονομίας στὸ τμῆμα πτώση-λύτρωση καὶ στὶς τραγικὲς συνέπειές του.
Χρειάζεται, κλείνοντας αὐτὴ τὴν εἰσαγωγή, νὰ ποῦμε ὅτι στὴν ἐπισήμανση τοῦ προβλήματος ὁδηγηθήκαμε ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν κειμένων τοῦ Νικολάου Καβάσιλα καὶ μέσω αὐτοῦ φθάσαμε στὴν ἐπανερμηνεία τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ῾Ομολογητοῦ. ᾿Εδῶ ἐνδιαφέρει νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν ἱερὸ Καβάσιλα.
- Τὰ ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ πλαίσια τοῦ προβλήματος κατὰ τὸν ΙΔʹ αἰώνα.
ΔΕΝ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ βίο ἢ τὴν προσωπικότητά του. ῎Εχουν ἤδη γραφεῖ ἀρκετὰ γιὰ τὴ θεολογικὴ βαθύτητα, τὸ χριστοειδὲς ἦθος καὶ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα τοῦ ἁγίου ἀνδρός, σεμνότητα ποὺ ἔκανε ὥστε παρόλο ὅτι ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς δημόσιας ζωῆς τῆς ἐποχῆς του, πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική, θεολογική, πνευματική, νὰ μείνει -ἐπειδὴ κινήθηκε πάντα στὴν οὐσία καὶ ὄχι στὴν ἐπιφάνεια τῶν προβλημάτων- ἀφανής, τόσο ὥστε νὰ μὴ μποροῦμε σήμερα νὰ προσδιορίσουμε μὲ ἀκρίβεια οὔτε τὴ χρονολογία τοῦ θανάτου του (μετὰ τὸ 1391) οὔτε τὸ ἂν ἐχειροτονήθη κληρικός, ἐκάρη μοναχὸς ἢ ἔμεινε ὥς τὸ τέλος τοῦ βίου του λαϊκός. ᾿Αντικειμενικὴ ἔρευνα τῶν δεδομένων ἀναγκάζει τὸν ἔντιμο ἐπιστήμονα νὰ κρατήσει τὸ θέμα αὐτὸ ἀνοιχτό, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ προκύψουν νέα στοιχεῖα ἀπὸ ἄγνωστες μέχρι σήμερα πηγές.
Παρουσιάζουν ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα μας δύο πτυχὲς τῆς δημόσιας ζωῆς του. Πρῶτα ἡ σχέση του μὲ τὴ διανόηση τῆς ἐποχῆς, μάλιστα τὴ δυτικίζουσα. ῾Η στενὴ φιλία του μὲ τὸν Κυδώνη ἀλλὰ καὶ προσωπικά, νεανικὰ κυρίως, ἐνδιαφέροντά του, τὸν ἔκαναν νὰ παρακολουθήσει ἀπὸ κοντὰ τὴ γοητεία ποὺ ἀσκοῦσε στὸν κύκλο τῶν δυτικοφρόνων διανοουμένων ἡ δυτικὴ θεολογικὴ σκέψη. Παρακολούθησε μάλιστα βῆμα πρὸς βῆμα τὴ μετάφραση τῆς Summa Contra Gentiles ποὺ ἔκανε ὁ Κυδώνης. ῎Ετσι ὁ Καβάσιλας ἦταν ἐνήμερος γιὰ τὰ διαδραματιζόμενα στὴ Δύση. Αὐτὸ τὸ δείχνει καὶ ἡ προσεκτικὴ μελέτη τῶν ἔργων του μολονότι, γιὰ λόγους ποὺ θὰ ἐξηγήσουμε, σπάνια ἀναφέρεται ἄμεσα στὶς δυτικὲς διδασκαλίες. ῾Η γνώση αὐτὴ ἔχει σημασία σὲ ἀναφορὰ μὲ τὴ σχέση τοῦ Καβάσιλα πρὸς τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ γενικότερα τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες. Καὶ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἔχουν γραφεῖ ἀρκετά.
Τὰ μέχρι στιγμῆς συμπεράσματα συνοψίζονται πρῶτον, στὸ ὅτι ὁ Καβάσιλας γνώρισε σὲ βάθος τὴ διδασκαλία τοῦ Παλαμᾶ, εἶχε μάλιστα μαθητεύσει κοντά του ἐπὶ ἕνα περίπου χρόνο στὸ ῞Αγιον ῎Ορος. ᾿Επειδὴ ὅμως ἡ μάχη τοῦ Παλαμᾶ εἶχε ἤδη οὐσιαστικά κερδηθεῖ -ὁ Καβάσιλας εἶναι κατὰ 15 χρόνια νεώτερός του- δὲν ἔκρινε σκόπιμο νὰ ἀναμιχθεῖ ἐνεργὰ στὴ διαμάχη, ἀλλὰ ἀφιέρωσε τὸ ἔργο του στὸ νὰ διοχετευθοῦν οἱ βαθειὲς δογματικὲς ἀλήθειες ποὺ διατύπωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὸ εὐρὺ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. ῎Εγινε ἔτσι ὁ πρωτεργάτης τοῦ νὰ διοχετευθεῖ ἡ μεγάλη ἡσυχαστικὴ ἀναγέννηση τοῦ ΙΔʹ αἰώνα στὸ λαὸ ὡς λειτουργικὴ καὶ πνευματικὴ ἀναγέννηση, ἔργο τοῦ ὁποίου ἡ σημασία εἶναι προφανής.
Τὸ δεύτερο συμπέρασμα ἔχει σχέση μὲ τὴ θεολογικὴ ὁρολογία καὶ ὅσα αὐτὴ ἐμπεριέχει. Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστὸ προσδιόρισε ὡς τὸν πυρήνα καὶ τὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μὲ κατηγορηματικὸ καὶ τελεσίδικο τρόπο ὁ Παῦλος. Τὸ σκοπὸ αὐτὸ κανεὶς αἱρετικὸς παληὰ καὶ καμμιὰ χριστινιακὴ ὁμολογία σήμερα δὲν τόλμησε νὰ τὸν ἀμφισβητήσει.
῾Ωστόσο ἀμφισβητήθηκε ἀπὸ νωρὶς τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός. ῾Η θέση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κτίσμα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἔθεσε σὲ ἀμφισβήτηση τὸ θεμέλιο τῆς πίστεως, τὴν ἀλήθεια τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἔβαλε σὲ κίνδυνο καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι κτίσμα, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ νὰ ἑνώνεται μαζί Του δὲν ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό.
Στὴν πρώτη διάσταση τοῦ κινδύνου αὐτοῦ οἱ Πατέρες ἀπάντησαν μὲ τὸ δόγμα τῆς Νικαίας, στὴ δεύτερη μὲ τὸ νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ «ἐν Χριστῷ ζῇν» τοῦ Παύλου, ὡς ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ θέωση. ῾Η διδασκαλία τῆς θεώσεως γνώρισε στὴ συνέχεια μεγάλη καὶ λαμπρὴ ἀνάπτυξη ὡς γνήσια ἔκφραση τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανισμοῦ, καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς τὴ στήριξε περίτρανα καὶ τὴν ἀνέπτυξε θαυμαστὰ ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἀρειανίζουσα αἵρεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὴν κτιστὴ θεία χάρη.
῾Ο Καβάσιλας συμφώνησε ἀπόλυτα μὲ τὸν Παλαμᾶ, ἀλλὰ παράλληλα αὐτὸς ξανάφερε στὸ θεολογικὸ προσκήνιο τὴν ὁρολογία τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου καί, προχωρώντας στὴν κατεύθυνσή της, ἑρμήνευσε τὴ θέωση ὡς ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ χριστοποίηση.
Μὲ τὴν ἀνεκτίμητης σπουδαιότητας αὐτὴ μετατόπιση, ἐκτὸς τοῦ ὅτι συνέδεσε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ θέωση μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας κι ἔδειξε μὲ ἀλλεπάλληλες, διεισδυτικὲς καὶ ἔκτακτα ρεαλιστικὲς παρατηρήσεις ὅτι στὰ ὕψη τῆς θεώσεως μποροῦν νὰ φτάσουν ὅλοι οἱ πιστοί, ἄσχετα μὲ τὸ ἂν ζοῦν στὴν ἔρημο ἢ στὸν κόσμο, ξανάφερε τὶς συζητήσεις μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν στὴ βιβλικὴ βάση τους, γεγονὸς βαρυσήμαντο.
Προλαβαίνοντας ἐξ ἄλλου τοὺς καιροὺς καὶ προσφέροντας, ἰδιαίτερα σὲ μᾶς τοὺς ᾿Ορθοδόξους τοῦ Κʹ αἰώνα θὰ ἔλεγα, τὸ πραγματικὸ περιεχόμενο τῆς θεώσεως, μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὸ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ θέωση ὡς ἕνα νεφελῶδες καὶ ἀπροσδιόριστο κατηγόρημα, ὡς ἁπλὸ σύνθημα.
῾Η μετατόπιση τῆς ὁρολογίας ἀπὸ τὴ θέωση στὴ χριστοποίηση ὁδήγησε ἀκόμη τὸν Καβάσιλα στὴ διατύπωση μιᾶς ἀνθρωπολογίας ἐξαιρετικὰ διεισδυτικῆς, τόσο στὴ φαινομενολογικὴ ὅσο καὶ στὴν ὀντολογική της διάσταση, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα, ρευστοποιώντας καὶ ἐφαρμόζοντας μέσα στὴ ζωή καὶ τὸν πολιτισμὸ τὶς δογματικὲς παλαμικὲς θέσεις, νὰ ὑψώσει μπροστὰ στὸν ὑποφώσκοντα δυτικὸ ἀνθρωπισμό, τὸ λυκαυγὲς τοῦ ὁποίου ἔβλεπε μὲ σαφήνεια χάρη στὶς ἐπαφές του, τὸ ὀρθόδοξο ὅραμα ἑνὸς ἀνθρωπισμοῦ θεοκεντρικοῦ. ῞Ολα τὰ παραπάνω ἔχουν ἤδη δημοσιευθεῖ. (3).
᾿Αλλὰ τὸ θέμα ποὺ διαπραγματευόμαστε ἐδῶ ἀπαιτεῖ νὰ προσδιορισθεῖ καὶ μιὰ τρίτη διάσταση τῆς σχέσεως τοῦ Καβάσιλα πρὸς τὸν Παλαμᾶ.
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος βρέθηκε τὸν ΙΔʹ αἰώνα μπροστὰ στὸ πυορροοῦν ἀπόστημα τοῦ Βαρλαάμ. ῎Ανοιξε τὴν πληγή, ἀνέταμε τὸ πρόβλημα, φανέρωσε καὶ κατανίκησε τὴν αἵρεση τῆς διδασκαλίας περὶ κτιστῶν ἐνεργειῶν καὶ περὶ τῆς κτιστῆς χάριτος. Βρέθηκε μπροστὰ σ᾿ ἕνα ἄμεσο καὶ θανατηφόρο κίνδυνο καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔσωσε τὸν ἀνατολικὸ Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν αἵρεση. ᾿Αλλὰ ἡ διδασκαλία τῶν δυτικῶν περὶ κτιστῆς χάριτος εἶναι ἕνα σύμπτωμα, ἀναπόφευκτο μετὰ τὸν ἀκρωτηριασμὸ τοῦ ἄξονα τῆς Θείας Οἰκονομίας ἀπὸ Δημιουργία-Θέωση σὲ ἁμαρτία-λύτρωση. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος εἶδε καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ βαρύτατο αὐτὸ σύμπτωμα.
῾Ο Καβάσιλας, ἔχοντας ἀσφαλισμένα τὰ νῶτα χάρις στὴ νίκη τοῦ Παλαμᾶ, μπόρεσε νὰ δεῖ τὸ πρόβλημα στὸ σύνολό του καὶ στὸν πυρήνα του καὶ μὲ τὴ νηφαλιότητα καὶ βαθύτητα ποὺ τὸν χαρακτήριζε, τὸ ἀντιμετώπισε καθολικά.
῎Ετσι, ὅπως μετὰ τὸν ᾿Αθανάσιο ἦρθε ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μετὰ τὸν Παλαμᾶ ἦρθε -θὰ λέγαμε ὄχι συγκρίνοντας, ἀλλὰ κάνοντας μιὰ ἁπλὴ παρομοίωση- ὁ Καβάσιλας. Κι ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸν Δʹ αἰώνα μελετώντας τὸν ᾿Αθανάσιο μόνο χωρὶς τοὺς Καππαδόκες, οὔτε μελετώντας ἀπὸ τοὺς Καππαδόκες μόνο τὸν Γρηγόριο Νύσσης, ἔτσι εἶναι ἀνεπαρκής, ἀνεπαρκέστατη θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε ἡ γνώση τοῦ ΙΔʹ αἰώνα μὲ τὴ μελέτη μόνο τοῦ Παλαμᾶ, χωρὶς τὴν παράλληλη σὲ βάθος μελέτη τοῦ Καβάσιλα.
῾Ο Παλαμᾶς μὲ διεισδυτικότητα ἀπαράμιλλη φανέρωσε τὸ βάθος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. ῾Ο Καβάσιλας ἔδωσε στὸ βάθος αὐτὸ τὸ εὖρος καὶ τὴν οἰκουμενικότητα ποὺ τοῦ ἅρμοζε. ῎Εργο του ὑπῆρξε ἡ ἐπανατοποθέτηση ὅλων τῶν θεολογικῶν, πνευματικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγματικοτήτων τοῦ χριστιανισμοῦ στὸν ἄξονα Δημιουργία-Θέωση ἢ ἐν Χριστῷ τελείωση· καὶ κύριος μοχλός του ἡ ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα γιατί ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος.
Εἶναι καιρός, μετὰ τὴν παραπάνω ἱστορικὴ τοποθέτηση, νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτὸ τὸ θεολογικὸ πρόβλημα, ὅπως τὸ ἔλυσε ὁ Καβάσιλας. Θὰ συγκεντρώσουμε τὴν ἔρευνά μας γύρω ἀπὸ ἕνα θεμελιῶδες χωρίο του.
Βʹ ῾Η ᾿Απάνταση τοῦ Καβάσιλα
1. ῾Η βαραθρώδης «φυσικὴ» ἀπόσταση Θεοῦ-ἀνθρώπου.
῾Η «κατ᾿ ἐνέργειαν» καὶ ἡ «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἕνωσις.
«᾿Ανθρώπων ὁ Θεὸς οὐ τόπῳ διέφερεν, ὅ γε πάντα τόπον κατέχων, ἀλλὰ διαφορᾷ διίστατο. Καὶ ἡ φύσις αὐτὴν αὐτὴ τοῦ Θεοῦ διεῖργε (=χώριζε) τῷ πᾶσιν οἷς εἶχε διαφέρειν καὶ πρὸς αὐτὸν μηδὲν κοινὸν ἔχειν· ὅτι Θεὸς μὲν αὐτὸς μόνον, ἡ δὲ φύσις ἄνθρωπος μόνον» (572Α). (4).
Τὸ χωρίο αὐτὸ δημιουργεῖ μερικὲς θεμελιώδεις ἀπορίες. Γιατί, ἂν ὁ Καβάσιλας ἀναφέρεται στὴ μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ πράγμα εἶναι βέβαια κατανοητό. ῍Αν ὅμως ἀναφέρεται στὴν προπτωτικὴ φύση, ἂν ἡ φύσις ἐξ ἀρχῆς «Αὐτὴν αὐτὴ τοῦ Θεοῦ διεῖργε» τί σημαίνει τότε ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Αποκαλύψεως περὶ τῆς «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἔκφραση τοῦ ἁγίου Μαξίμου «μοῖρα ἐσμὲν Θεοῦ» καὶ πάμπολλες ἄλλες φράσεις τῶν Πατέρων, ποὺ μιλοῦν γιὰ «θεοείδεια» τοῦ ἀνθρώπου κλπ.; ῾Ο Καβάσιλας κατὰ τὴν προσφιλή του μέθοδο, χωρὶς νὰ θέτει ἀνοιχτὰ τὸ ζήτημα, τὸ ἀντιμετωπίζει σὲ βάθος καὶ μὲ μιὰ δογματικὴ ριζικότητα ἐκπληκτική.
Εἶναι κατ᾿ ἀρχὴν φανερὸ ὅτι ἀκολουθεῖ ἐδῶ πιστὰ τὸν ἅγιο ᾿Ιωάννη Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος συνοψίζοντας ὁλόκληρη τὴν πρὸ αὐτοῦ πατερικὴ παράδοση διδάσκει ὅτι «πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ οὐ τόπῳ ἀλλὰ φύσει». ῾Η φυσική, οὐσιαστικὴ ἀπόσταση μεταξὺ κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως εἶναι βαραθρώδης καὶ ἀγεφύρωτη. Τὸ κτίσμα μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ ἀπὸ μόνο του νὰ κοινωνήσει στὸ ἄκτιστο.
Αὐτὴ τὴ βαραθρώδη ὅμως φυσικὴ ἀπόσταση ἡ θεία ἀγαθότης εὐδόκησε νὰ τὴν ἐπικαλύψει ἐξ ἀρχῆς μὲ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες. ῎Ετσι, μόλις ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς», ὁ Θεὸς ἐνεφύσησε μέσα του «πνοὴν ζωῆς» καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀναδείχθηκε σὲ «ψυχή ζῶσα» δηλαδὴ σὲ ὕπαρξη κοινωνοῦσα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ζῶν καὶ μόνο ἐν τῷ Θεῷ καὶ διὰ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ μιὰ ψυχὴ νὰ εἶναι ζῶσα.
῾Ωστόσο ἡ διὰ τῶν ἐνεργειῶν γεφύρωση τοῦ χάσματος δὲν τὸ αἴρει πλήρως. Τὸ ἐπικαλύπτει πραγματικά, ἀλλὰ εἰς μέτρον ἀρραβῶνος. ῾Ο Καβάσιλας προϋποθέτει καὶ ἐδῶ τὸν Δαμασκηνὸ ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι ὑπάρχουν τρία εἴδη ἑνώσεων: ἡ κατ᾿ οὐσίαν, ἡ καθ᾿ ὑπόστασιν καὶ ἡ κατ᾿ ἐνέργειαν.
Καὶ κατ᾿ οὐσίαν μέν εἶναι ἑνωμένα μόνο τὰ τρία πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνώνεται ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐν Χριστῷ. ῾Η κατ᾿ ἐνέργειαν ἕνωση εἶναι προετοιμαστικὴ τῆς καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνώσεως, εἶναι ἕνωση καὶ κοινωνία ἀρραβῶνος. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ προπτωτικὰ καὶ μεταπτωτικά· καὶ πρὸ καὶ μετὰ Χριστόν. ῾Η κατ᾿ ἐνέργειαν κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ ἀπορρέει καὶ πρὸ καὶ μετὰ Χριστὸν ἀπὸ τὴν ἐνσάρκωση καὶ αὐτὴν ἐνεργοποιεῖ. ῾Η κατ᾿ ἐνέργειαν κοινωνία εἶναι προσανατολισμένη καὶ ἐνεργοποιεῖται ὡς ἐνυποστασίαση στὸ Χριστό. Αὐτό εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς θεώσεως, αὐτὸ ἐνεργοῦν οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καὶ αὐτὸ ἐμφανίζουν.
Βρισκόμαστε, ὅπως εἶναι φανερό, στὸν πυρήνα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπολοίπων Πατέρων, κατ᾿ ἐξοχὴν τοῦ ἁγίου Μαξίμου καὶ τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, γιὰ τὸν ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, τὸ θεῖο φῶς, οἱ θεοπτίες κλπ. εἶναι πάντοτε γεγονότα προσωποκεντρικά, χριστοκεντρικά, καὶ ἐπίσης στὸν πυρήνα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν.
῍Αν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπέμεινε περισσότερο στὸ δογματικὸ ζήτημα τοῦ κτιστοῦ ἢ ἀκτίστου τῶν θείων ἐνεργειῶν, εἶναι ἐπειδὴ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ πολεμήσει τὸν Βαρλαάμ, τὴ διδασκαλία περὶ κτιστῆς θείας χάριτος. ᾿Αλλὰ προσεκτικὴ μελέτη τῶν ἔργων του δείχνει τὴν ἐν Χριστῷ καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως ὡς τὴ θεμελιώδη προϋπόθεση καὶ τὸν πυρήνα τῆς διδασκαλίας του, πυρήνα τὸν ὁποῖο ἀκριβῶς ἀνέλυσε καὶ ἀνέπτυξε ὁ ἱερὸς Καβάσιλας.
- ῾Η σπουδαιότης καὶ σημασία τῆς «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἑνώσεως.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ αὐτὸς μεγάλος θεολόγος τοῦ ΙΔʹ αἰώνα ἐξετάζει τὸ ὅλο ζήτημα ἀξιοποιώντας καὶ ἐμβαθύνοντας τὸ βιβλικὸ κατηγόρημα τῆς εἰκόνος. Γράφει:
«Διὰ τὸν καινὸν ἄνθρωπον ἀνθρώπου φύσις συνέστη τὸ ἐξ ἀρχῆς. Καὶ νοῦς καὶ ἐπιθυμία πρὸς ἐκεῖνον κατεσκευάσθη· καὶ λογισμὸν ἐλάβομεν, ἵνα τὸν Χριστὸν γινώσκωμεν· ἐπιθυμίαν, ἵνα πρὸς ἐκεῖνον τρέχωμεν· μνήμην ἔσχομεν, ἵν᾿ ἐκεῖνον φέρωμεν· ἐπεὶ καὶ δημιουργημένοις αὐτὸς ἀρχέτυπον ἦν. Οὐ γὰρ ὁ παλαιὸς τοῦ καινοῦ, ἀλλ᾿ ὁ νέος ᾿Αδὰμ τοῦ παλαιοῦ παράδειγμα» (680Α).
Τὸ ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνεπῶς ὁ Χριστός. ῎Όχι ἁπλῶς ὁ Λόγος, ἀλλὰ ὁ σαρκωθεὶς Λόγος. Γιατὶ
«ἄνθρωπος πρὸς τὸν Χριστὸν ἵεται [ἔρχεται], οὐ διὰ τὴν θεότητα μόνον, ἣ πάντων οὗσα τυγχάνει τέλος, ἀλλὰ καὶ τῆς φύσεως ἕνεκα τῆς ἑτέρας» (681ΑΒ). «῾Ο πρεσβύτερος (᾿Αδὰμ) τοῦ δευτέρου (δηλαδὴ τοῦ σαρκωθέντος Λόγου) μίμημα καὶ κατὰ τὴν ἰδέαν ἐκείνου καὶ τὴν εἰκόνα πέπλασται ὁ πρῶτος».
Δὲν ἔχει σημασία, συνεχίζει ὁ Καβάσιλας, τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ὑπῆρχε ἱστορικὰ κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ ᾿Αδάμ. ῾Η θεία οἰκονομία διαφοροποιεῖ ριζικὰ τὴ φυσικὴ διαίρεση τοῦ χρόνου σὲ παρελθὸν παρὸν καὶ μέλλον, εἰσάγει ἄλλη ἀντίληψη τῆς ἱστορίας. ῾Ο σαρκωθεὶς Λόγος εἶναι ὁ «πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Καὶ ἡ «εἰσαγωγὴ τοῦ πρωτοτόκου εἰς τὴν οἰκουμένην» ἀποτελεῖ τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ «μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν» (Κολ. 1, 26). Αὐτὸ τὸ μυστήριο ἐκπληρώθηκε ἐν Χριστῷ. ᾿Αλλὰ αὐτὸ ἀποτελοῦσε τὸν ἀρχικὸ προορισμὸ τοῦ ᾿Αδάμ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Καβάσιλας εἶναι κατηγορηματικός. Πρὸς τὸν Χριστὸ ὁ ἄνθρωπος
«ὥσπερ εἰς κανόνα τινα καὶ ὅρον κατεσκευάσθη τό ἐξ ἀρχῆς... ὥστε Θεὸν ὑποδέξασθαι δυνηθῆναι» (560D). Καί: «μηδ᾿ ἔκτισεν αὐτὴν (τὴν ἀνθρώπινη φύση) ὁ Θεὸς πρὸς ἄλλό τι βλέπων... ἀλλὰ τοῦτο ζητῶν ἐποίησεν, ἵνα γεννηθῆναι δεῆσαν, τὴν μητέρα παρ᾿ αὐτῆς λάβῃ. Καὶ ταύτην ὑποθέμενος πρότερον καθάπερ τινὰ κανόνα τὴν χρείαν (τὴν ἐνσάρκωση) εἰς αὐτὴν ἔπειτα πλάττει τὸν ἄνθρωπον» (5).
῾Η κατεύθυνση αὐτὴ ὁδηγεῖ στὸν προσδιορισμὸ μιᾶς ἀνθρωπολογικῆς διαστάσεως τῆς Χριστολογίας ποὺ δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὰ συμβαίνοντα τὸν ΙΔʹ αἰώνα, μὲ τὴν ὁποία ὅμως δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ.
Εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὸ θέμα μας νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» γιὰ τὸν Καβάσιλα περιέχει δύο στοιχεῖα: τὸ στοιχεῖο τῆς ὁμοιότητας ἢ μιᾶς, θὰ λέγαμε σήμερα, δομικῆς ἀντιστοιχίας τῆς εἰκόνας πρὸς τὸ ᾿Αρχέτυπο, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ μιὰ βαθειὰ καὶ πολὺ ἐπίκαιρη στὶς μέρες μας φαινομενολογικὴ ἀνθρωπολογία καὶ γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε ἐκτενῶς ἀλλοῦ, καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς ἐκ τῶν ἔνδον φορᾶς τῆς εἰκόνας πρὸς τὸ ᾿Αρχέτυπο, φορᾶς ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὸ τελευταῖο αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει λίγος λόγος.
᾿Εφ᾿ ὅσον ὁ ἄνθρωπος «κατεσκευάσθη τό ἐξ ἀρχῆς» γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό, ἐφ᾿ ὅσον ἔτεινε πρὸς τὸ Θεὸ καὶ σκοπός του ἦταν ἡ ἕνωση, ὅσο δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ ἕνωση ἦταν ἀκόμη ἀτελής. ῏Ηταν καὶ προπτωτικὰ πρὸ Χριστοῦ -πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ «ὡρμήθη μέν... οὐ κατήλειφε δέ», γράφει ὁ Καβάσιλας (680Β)- ἦταν νήπιος, εἶχε ἀνάγκη ὁλοκληρώσεως, δηλαδὴ σωτηρίας. Τοῦ ἔλειπε ἡ καθαυτὸ ἀνθρωπίνη, ἡ Χριστοειδὴς «μορφή», ἐξηγεῖ ὁ Καβάσιλας, τὸ χριστοειδὲς «εἶδος», ἀκόμη ριζικότερα, τὸ «κατὰ Χριστὸν ὑποστῆναι».
῾Η ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου στὴ διδασκαλία τοῦ Καβάσιλα, ὅπως καὶ ὅλης τῆς πατερικῆς παραδόσεως ἄλλωστε, εἶναι δυναμική, εἰκονική, συνίσταται στὴ φορὰ-πρὸς-τὸ-εἶναι. ῾Ο ἄνθρωπος βρίσκει τὸ «ὑποστῆναι» καὶ τὸ εἶναι του ἐν Χριστῷ. Πρὶν καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Χριστὸ τὸ εἶναι του εἶναι ἕνα εἶναι-πρὸς-τὸ-Χριστό. Καί ὅταν δὲν εἶναι προσανατολισμένο πρὸς τὸ Χριστό, ὅταν, ἀκριβέστερα, ὁρίζεται ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ἐπιγνώσει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἶναι, ὅπως ὀρθὰ μέσα στὴ δική του προοπτικὴ τὸ ὀνομάζει ὁ Heidegger, ἕνα εἶναι-πρὸς-θάνατον. ῾Ενωμένο μὲ τὸ Χριστὸ τὸ εἰκονικὸ βιολογικὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου γίνεται πραγματικὸ εἶναι-ἐν-τῷ-Χριστῷ. ᾿Εν τῷ Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸ πραγματικὸ ὀντολογικό του περιεχόμενο.
Τὰ τελευταῖα αὐτὰ δὲν εἶναι βέβαια φράσεις τοῦ Καβάσιλα. ᾿Αλλὰ οἱ δικές του φράσεις εἶναι πιὸ ριζικές. ᾿Εφ᾿ ὅσον ὁ Χριστὸς εἶναι «ἡ κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας», λέγει, εἶναι φανερὸ ὅτι ὅσο καιρὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν εἶχε λάβει τὴν ῾Υπόσταση τοῦ Λόγου ἦταν χωρὶς πραγματικὴ ὑπόσταση, τὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο ἀκέφαλο.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ
«γεγέννηνται τοῦ Χριστοῦ τὸν βίον τοῦτον εἰσεληλυθότος καὶ γεννηθέντος». Διότι «ἡ γέννησις τῆς Κεφαλῆς, τῶν μελῶν τῶν μακαρίων γέννησις ἦν. Τοῦτο γὰρ ἦν συστῆναι τὰ μέλη, τό
γεννηθῆναι τὴν κεφαλὴν» (604Α).
Αὐτὴ τὴ θεμελιώδη θέση καὶ σημασία ἔχει στὴ διδασκαλία τοῦ Καβάσιλα ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου. Τὸ «μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» ποὺ ἀποτελεῖ τὴν προαιώνια καὶ ἄρα ὑπεριστορικὴ καὶ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὶς ἐν χρόνῳ πτώσεις καὶ ἀλλοιώσεις τῶν κτισμάτων, βουλὴ τοῦ Θεοῦ -πῶς πράγματι μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου ὁ Χριστός;- ἀποτελεῖ τὴν κεντρικὴ ὀπτικὴ γωνία, τὸν πυρήνα τῆς θεολογίας του.
Δὲν θὰ ἦταν πράγματι δυνατὸ νὰ οἰκοδομήσει ὁλόκληρη τὴ σύνθεσή του περὶ πνευματικῆς ζωῆς πάνω στὰ μυστήρια ὡς ὁδοὺς ἐνσωματώσεως στὸ Χριστό, ἂν ὁ Χριστός δὲν εἶχε στὴν ἀνθρωπολογία του αὐτὴ τὴν ὀντολογικὴ θέση.
Διαφαίνεται ἤδη ἀπὸ αὐτὰ ἡ ἀπάντηση τοῦ Καβάσιλα στὸ ἐρώτημα «Cur Deus Homo?» καὶ ἡ σημασία της. ᾿Αλλὰ ὑπάρχουν περισσότερα.
3. ῾Η ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν πτώση θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως καὶ ἡ σημασία της.
Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ μας συνεχίζει ὡς ἑξῆς τὸ χωρίο του ποὺ παραθέσαμε πιὸ πάνω:
«῞Οταν σὰρξ ἐθεώθη καὶ φύσις ἀνθρώπων ὑπόστασιν ἔλαχε αὐτὸν τὸν Θεόν... ἡ διαφορὰ ἐκείνη χώραν οὐκ ἔχει, τῆς μιᾶς ὑποστάσεως τοῦτο μὲν οὔσης, ἐκεῖνο δὲ γενομένης».
῾Η βαραθρώδης φυσικὴ διάσταση τὴν ὁποία δὲν ἀρκοῦσε νὰ ἄρει ἡ κατ᾿ ἐνέργειαν ἢ εἰκονικὴ -οἱ ὅροι εἶναι ταυτόσημοι προπτωτικὴ κοινωνία, σύμφωνα μὲ τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε καὶ μποροῦσε νὰ ἀρθεῖ μὲ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση.
῾Η «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἕνωση τελειότερη ἀπὸ τὴν «κατ᾿ ἐνέργειαν» αἴρει πλήρως τὴ διάσταση, ἑνώνει «ἀδιαιρέτως», σύμφωνα μὲ τὴν θεόπνευστη διατύπωση τῶν πατέρων τῆς Χαλκηδόνος, τὶς φύσεις χωρὶς ὅμως νὰ τὶς συγχέει κατ᾿ οὐσίαν, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως.
῾Η μία ὑπόσταση, ἐξηγεῖ ὁ Καβάσιλας κατὰ τρόπο σαφῶς χαλκηδόνειο, «τὴν διάστασιν τῆς θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος ἀναιρεῖ, κοινὸς ὅρος ἑκατέρας φύσεως οὗσα». ᾿Επειδὴ ἀκριβῶς «τῶν διεστώτων οὐκ ἂν γένοιτο κοινὸς ὅρος» (572ΑΒ).
῞Ενα παράδειγμά του εἶναι ἐξόχως ἐκφραστικό. ῍Ας φαντα στοῦμε, λέει, μιὰ φιάλη ποὺ περιέχει μύρο. ῞Οπως εἶναι φυσικό, τὰ τοιχώματα τῆς φιάλης χωρίζουν τὸ μύρο ἀπὸ τὴ γύρω ἀτμόσφαιρα. ῍Αν ὅμως βρεθεῖ τρόπος καὶ τὰ τοιχώματα τῆς φιάλης μετατραποῦν καὶ αὐτὰ σὲ μύρο, τότε ὄχι μόνο δὲν χωρίζουν, ἀλλὰ ἀντίθετα γίνονται τὸ μέσο διὰ τοῦ ὁποίου τὸ μύρο διαποτίζει ὁλόκληρη τὴν ἀτμόσφαιρα. Σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμὸ ὥστε, ἂν κανεὶς ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ τοιχώματα τῆς φιάλης, νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἴδιο τὸ μύρο καὶ νὰ χρίεται ἀπ᾿ αὐτό.
Εἶναι φανερὸ ὅτι βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ μεγαλοφυὴ θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως. ᾿Απορροφημένοι συνήθως ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἐν Χριστῷ λυτρώσεως τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, θεωροῦμε τὴν ἐν Χριστῷ ἀσύγχυτη ἀνάκραση τῶν δύο φύσεων ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως καὶ μὲ τὴν μεταπτωτικὴ αὐτὴ ὅραση ὀρθὰ τὴν ὀνομάζουμε εἴσοδο τοῦ Λόγου στὴν ἱστορία.
Καὶ οἱ Πατέρες καὶ ὁ ἴδιος ὁ Καβάσιλας ἐπιμένουν ἐκτενῶς στὴν κεφαλαιώδη αὐτὴ πλευρὰ τοῦ μυστηρίου. Καὶ μὴ νομισθεῖ μὲ κανένα τρόπο ὅτι τὴν ὑποτιμοῦμε ἐδῶ, ἄλλωστε θὰ ἐπανέλθουμε. ῞Ομως ἡ ἱστορία, καὶ ὁ χρόνος γενικότερα, ὅπως γνωρίζουμε τὶς πραγματικότητες σήμερα, εἶναι γιὰ τοὺς Πατέρες «δερμάτινοι χιτῶνες»· δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ φύση τους προπτωτικά.
Μὲ προϋπόθεση αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ ἐν ὄψει τοῦ κινδύνου τοῦ περιορισμοῦ τοῦ ἄξονα τῆς θείας οἰκονομίας ἀπὸ δημιουργία-καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωση ἢ θέωση σὲ ἁμαρτία-λύτρωση καὶ τῆς σχετικοποίησης τῶν πάντων ποὺ εἶναι ἡ συνέπεια αὐτοῦ τοῦ περιορισμοῦ, ὁ Καβάσιλας ἐπιμένει τὸν ΙΔʹ αἰώνα ἰδιαίτερα καὶ στὴν ἄλλη κεφαλαιοδέστατη ἐπίσης πλευρὰ τοῦ μυστηρίου.
῾Ο Λόγος πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωση ἦταν μύρο «ἐφ᾿ ἑαυτοῦ (δηλαδὴ ἐν τῇ Τριάδι, παρὰ τῷ Πατρί), μένον», γράφει. ῞Οταν ὅμως «ἡ μακαρία συνέστη σάρξ, ἡ τῆς θεότητος ἅπαν τὸ πλήρωμα δεξαμένη... τηνικαῦτα ἐπ᾿ αὐτὴν τὸ μύρον... χρίσμα καὶ ἔστι καὶ λέγεται. Τὸ γὰρ μεταδοθῆναι, τοῦτο ἦν αὐτῷ χρίσμα τε γενέσθαι καὶ κενωθῆναι. Οὐ γὰρ ἤμειψε (=ἄλλαξε) τόπον, οὐδὲ διεῖλε τεῖχος, οὐδ᾿ὑπερέβη, ἀλλὰ τὸ διεῖργον τῶν ἡμετέρων αὐτὸν (τὴν ἀνθρώπινη φύση) ὅπερ αὐτὸς ἀποδείξας, οὐδὲν ἀφῆκε μέσον» (569-572Α).
Δὲν πρόκειται συνεπῶς μόνο γιὰ εἴσοδο τοῦ Λόγου στὴν ἱστορία. Αὐτὸ εἶναι ἀπολύτως πραγματικό, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ πιὸ κάτω, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλεῖ τὸ μυστήριο. Οὔτε βέβαια ἀσφαλῶς πρόκειται γιὰ ὀντολογικὴ μεταβολὴ τοῦ Λόγου σὲ σάρκα.
῾Ο πυρήνας τοῦ μυστηρίου βρίσκεται στὴν ἀπὸ τὸ Λόγο «πρόσληψη» -ὁ Καβάσιλας λέει ἐπίσης «ἀνάληψη»- τῆς σαρκός. ῾Η ὀντολογικὴ ἀλλοίωση δὲν ἐπῆλθε στὴ θεία, ἀλλὰ στὴν ἀνθρώπινη φύση. ῾Η στοιχειώδης αὐτὴ ἀλήθεια προϋποτίθεται σὲ ὅλους τοὺς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένοντες τόσο πολὺ στὴ «σάρκωση» δὲν λησμονοῦν ὡστόσο ποτὲ ὅτι ἡ ἄλλη, ἡ πρώτη ὄψη τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ «πρόσληψη», ὅπως οἱ ἄριστοι τῶν ἀστρονόμων, μολονότι γνωρίζουν ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἀλλάζει θέση, μιλοῦν στὸν καθημερινὸ βίο περὶ ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου.
Στὴν «῾Ερμηνεία τῆς Θ. Λειτουργίας» ἀναλύοντας ὁ Καβάσιλας τὴν ἀκολουθία τῆς Προθέσεως κάνει σαφέστερο τὸ σημεῖο αὐτό.
Τὸ «Κυριακὸν Σῶμα», λέει, «ἀφωρίσθη τῶν ὁμογενῶν καὶ ἀνετέθη Θεῷ». ᾿Επειδὴ προσλαμβάνων ἦταν ὁ «τῶν κόλπων τοῦ Πατρὸς μηδέποτε χωρισθείς» Λόγος. «Αὐτὸς δέ, συνοψίζει, τὸ κυριακὸν τοῦτο σῶμα δῶρον ἔδωκε τῷ Θεῷ... ἐν τοῖς κόλποις αὐτὸ θεὶς τοῦ Πατρός» (380C).
Κατὰ συνέπεια ἱστορικὰ μὲν βλέπουμε πραγματικὰ τὸ «κυριακὸν σῶμα» συλλαμβανόμενο καὶ αὐξανόμενο στὴ μακαρία νηδὺ τῆς Παρθένου πρῶτα, στὴ Βηθλεέμ, Ναζαρέτ, Τιβεριάδα κλπ., ὕστερα, στὴν ὑπεριστορικὴ ὅμως πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ ἡ Μακαρία αὐτὴ Σὰρξ δημιουργεῖται διὰ τῆς ὑπὸ τοῦ Λόγου ἀναλήψεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Πατρός.
῾Ο Καβάσιλας εἶναι σαφής:
«ἐκεῖ τοῦτο κτίσας καὶ περιθέμενος, ὥστε ἅμα τε πλασθῆναι καὶ δεδομένου Θεῷ εἶναι» (380C).
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ «Μύρο» ἔγινε «χρίσμα» καὶ ἔχρισε τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ Θεότητα. ῾Η κίνηση εἶναι διπλή: ῾Ο Λόγος «ἀναλαμβάνει» τὴν κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν τοποθετεῖ «ἐκεῖ» στοὺς ἀκτίστους Πατρικοὺς κόλπους. ῎Ετσι τὴν «ἀμείβει (ἀλλάζει) καὶ πρὸς ἑαυτὸν μεταβάλλει, καθάπερ ρανίδα μικρὰν ὕδατος ἐγχειθεῖσαν ἀπείρῳ μύρου πελάγει» (593C).
Ταυτόχρονα καὶ χάρη στὴν κτιστὴ φύση ποὺ προσέλαβε, τὸ Μύρο μετατρέπεται ἀπαθῶς καὶ ἀναλλοιώτως σὲ χρίσμα καὶ ἐκχέεται στὴν κτίση, καὶ τὸ βαραθρῶδες χάσμα μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου καλύπτεται ὄχι πλέον ἐξωτερικά, διὰ τῶν ἐνεργειῶν, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα, ὑποστατικά.
῾Ο φυσικὸς Υἱός, ἡ εἰκὼν καὶ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός, ὁ ὁμοούσιος Λόγος, χαρίζει στὴν κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβε τὴν υἱοθεσία. ῾Ο ἄνθρωπος μέσα στὸ Χριστὸ ὑψώνεται ἀπὸ τὸ κατ᾿ εἰκόνα σὲ εἰκόνα, τὸ κτίσμα μετατρέπεται σὲ κατὰ χάρη τέκνο, αἴρονται οἱ πιὸ καίριες καὶ ριζικές, οἱ ὀντολογικὲς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀγεφύρωτες κατὰ τὴ φιλοσοφία ἀντιθέσεις, ὁ κύκλος τετραγωνίζεται. Αὐτὸ σημαίνει ἡ μετατροπὴ τοῦ δημιουργήματος σὲ κατὰ χάρη γέννημα, τέκνο, πράγμα ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ περιεχόμενο τῆς κατὰ χάρη υἱοθεσίας ἢ θεώσεως.
᾿Εξ ἄλλου ἡ «χρισθεῖσα τῇ θεότητι» ἀνθρωπότης ὑψώνεται διὰ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, στὸ μέσο τὸ ὁποῖο ἑνώνει στὸ ἑξῆς πραγματικὰ τὸ Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σὲ ἀγωγὸ διὰ τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ τῆς θείας φύσεως ρέει καὶ ζωοποιεῖ τὴν κτίση, σὲ μυστήριο, σὲ ᾿Εκκλησία. Γίνεται «ἔνδυμα» καὶ «σῶμα» τοῦ Λόγου.
Γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαπτισθεῖ, νὰ ἐνδυθεῖ ἐν Χριστῷ τὸν Θεό, νὰ θεωθεῖ, ἔπρεπε προηγουμένως νὰ ἔχει βαπτισθεῖ ἢ κενωθεῖ ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, νὰ ἔχει ἐνδυθεῖ ὁ Λόγος τὸν ἄνθρωπο, νὰ ὑπάρχει ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση.
Χάρη στὴν ὑποστατικὴ ἕνωση ὁ Θεὸς
«δι᾿ ὧν ἡμῖν ἅ παρ᾿ ἡμῶν ἔλαβεν ἀποδίδωσιν, ἑαυτοῦ μεταδίδωσι. Καὶ σαρκὸς καὶ αἵματος μετέχοντες ἀνθρωπείου, τὸν Θεὸν αὐτὸν ταῖς ψυχαῖς δεχόμεθα, καὶ σῶμα Θεοῦ καὶ αἷμα, καὶ ψυχὴν Θεοῦ καὶ νοῦν καὶ θέλησιν, οὐδὲν ἔλαττα ἢ ἀνθρώπινα» (593Β).
῍Αν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀπευθύνει στὸ Θεὸ τὸ «τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν» εἶναι γιατὶ ὁ Θεὸς πρῶτος τὸ ἀπηύθυνε στὸν ἄνθρωπο. ῎Ελαβε «σάρκα σαρκικὴν» καὶ μᾶς ἀνταπέδωσε «σάρκα πνευματικήν».
῎Ετσι «οὐ διατεθῆναι μόνον καὶ παρασκευασθῆναι πρὸς τὴν ζωήν, γράφει ὁ Καβάσιλας, ἀλλ᾿ ἤδη καὶ ζῇν κατ᾿ ἐκείνην καὶ ἐνεργεῖν ἔξεστι τοῖς ῾Αγίοις ἐν τῷ παρόντι». Γιατὶ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον «συνήφθησαν», «ἀνεμίγησαν» καὶ «ἀνεκράθησαν».
Τὸ ἄκτιστο εἰσέδυσε στὴν κτίση, ὁ ἀχώρητος ἐχωρήθη, ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος διεστάλησαν, τὸ κτιστὸ ὑπερέβη τὰ ὅριά του, ἡ ζωὴ τῶν ἐσχάτων μπορεῖ νὰ βιωθεῖ στὸ παρόν:
«ὁ μέλλων ἐκεῖνος (βίος) τῷ παρόντι τούτῳ καθάπερ ἐνεχέθη καὶ ἀνεμίγη καὶ ὁ ἢλιος ἐκεῖνος καὶ ἡμῖν ἀνέτειλε φιλανθρώπως· καὶ τὸ ὑπερουράνιον μύρον ἐν τοῖς δυσώδεσι χωρίοις ἐξεκενώθη· καὶ ὁ τῶν ἀγγέλων ἄρτος τοῖς ἀνθρώποις ἐδόθη» (496D).
Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: ὁ ἐν χρόνῳ, ὑπεριστορικὸς ὅμως στὴν ἐνδότερη φύση του, γάμος τοῦ Δημιουργοῦ μὲ τὴ δημιουργία Του. ῞Ολα τὰ ἄλλα εἶναι ἱστορικὰ συμβάντα.
῾Η προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία πρὸ «καταβολῆς κόσμου» «ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ», ἡ ὁποία θέλησε «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ», πραγματοποιήθηκε χάρη στὴν ὑποστατικὴ ἕνωση ἐν τῇ Μακαρίᾳ Σαρκὶ τοῦ Κυρίου ἐπὶ Καίσαρος Αὐγούστου.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ σύλληψη τῆς Μακαρίας Σαρκὸς ἀποτελεῖ τὴν καλὴ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα ἀγγελία τοῦ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ, καὶ ἡ γέννηση τῆς Μακαρίας Σαρκὸς χαιρετίστηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ὡς ἡ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ ῾Υψίστου Θεοῦ, ἡ εἰρήνη τῆς γῆς καὶ ἡ πραγματοποίηση τῆς θείας εὐδοκίας -τῆς πρὸ καταβολῆς κόσμου- ἐν ἀνθρώποις.
Αὐτὴ ἡ ὑποστατική, πλήρης -ὅσο πληρέστερη μποροῦσε νὰ γίνει- ἀδιαίρετη καὶ ἀσύγχυτη ἀνάκραση τῆς κτιστῆς μὲ τὴν ἄκτιστη φύση, ποὺ εἶχε ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τὴ θέωση τῆς κτιστῆς ἐν Χριστῷ φύσεως, εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς φανερώσεως ἀπὸ τὸ δωδεκαετὴ ᾿Ιησοῦ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ στὸ Ναό, τῆς ἀποκαλύψεως τῆς Παντοδυναμίας Του μὲ τὰ θαύματα, τῆς ἄκτιστης δόξας Του ποὺ ἔλαμψε κατὰ τὴ Μεταμόρφωση, κατ᾿ ἐξοχὴν τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ Βάπτιση στὸν ᾿Ιορδάνη, δηλαδὴ τῶν ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ.
῎Ετσι θὰ τολμοῦσε κανείς, ὡς ἔνδειξη καὶ ἁπλὴ ὑπόθεση -ὄχι προφανῶς ὡς γνώμη καὶ ἄποψη (6)- νὰ ἔλεγε ὅτι ἂν δὲν ὑπῆρχαν τὰ ἄλλα δύο στοιχεῖα ποὺ χωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεὸ (ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος (527BC)· τὸ πρῶτο εἶναι ὅπως εἴδαμε ἡ ἴδια μας ἡ φύση ἡ ὁποία «διαφορᾷ διΐσταται διὰ τὸ πρὸς αὐτὸν μηδὲν κοινὸν ἔχειν»), ἐὰν δηλαδὴ δὲν εἶχε προηγηθεῖ ἡ πτώση, ἡ ἐν τῷ Λόγῳ ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο φύσεων θὰ ἔλαμπε ὡς ὑπὸ τοῦ Λόγου ΑΝΑΛΗΨΙΣ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως «ἐκεῖ», «εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Πατρός», ἡ ὁποία θὰ χάριζε στὸν ἄνθρωπο τὴν ΑΦΘΑΡΣΙΑ, τὴν ὁποία μόνο δυνάμει εἶχε λάβει κατὰ τὴ δημιουργία του, καὶ θὰ ἔλαμπε ταυτόχρονα ὡς ὑπὸ τοῦ «Μύρου» «χρίσις τῆς ἀνθρωπότητος», ὡς ἔκχυση δηλαδὴ τοῦ Πνεύματος ἐπὶ πᾶσαν σάρκα καὶ Πνευματοποίηση τοῦ Σύμπαντος, ὡς ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ.
4. ῾Η σὲ σχέση μὲ τὴν πτώση θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως καὶ ἡ σπουδαιότης της.
ΟΜΩΣ ἡ ἐν χρόνῳ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δημιούργησε τὰ δυὸ ἄλλα ἐμπόδια ποὺ κατὰ τρόπο τραγικῶς πραγματικὸ ἐμποδίζουν τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν πλήρη πραγμάτωση τῆς σωτηρίας ἢ ὁλοκληρώσεως ἢ ἀνακεφαλαιώσεως ἢ θεώσεως, ὅπως καὶ ἂν τὸ ὀνομάσουμε. Καὶ τὰ ἐν χρόνῳ αὐτὰ πραγματικὰ ἐμπόδια ἀπαιτοῦν τὴν ἐξ ἴσου πραγματικὴ ἐν χρόνῳ ἀντιμετώπισή τους.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου ἔρχεται
«ὡς γίγας τὴν ὁδὸν δραμεῖν τῆς ἡμετέρας... φύσεως, καὶ διὰ παθῶν ὁδεῦσαι πρὸς θάνατον, καὶ δῆσαι τὸν ἰσχυρόν, καὶ διαρπάσαι αὐτοῦ τὰ σκεύη... καὶ πρὸς τὴν οὐράνιον γῆν ἀναγαγεῖν τὸ πλανώμενον πρόβατον», γράφει ποιητικότατα ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός. (7).
Καὶ ὁ ἱερὸς Καβάσιλας:
«Γίνεται τοίνυν καὶ Θεὸς μὲν οἰκειοῦται τὸν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων ἀγῶνα, ἄνθρωπος γάρ· ἄνθρωπος δὲ νικᾶ τὴν ἁμαρτίαν, καθαρὸς ἁμαρτίας ἁπάσης, Θεὸς γὰρ ἦν» (513Β).
Φθάνουμε ἔτσι στὴ μεταπτωτική, ἱστορικὴ θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνσαρκώσεως καὶ στὴ μεταπτωτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ χωρίου τοῦ Καβάσιλα ποὺ παραθέσαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ θεολογικοῦ τμήματος τῆς μελέτης μας.
Μὲ τὴ μεταπτωτικὴ ὅμως αὐτὴ θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνσαρκώσεως δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε ἀναλυτικὰ ἐδῶ, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἐμπίπτει στὸ θέμα μας, ἀλλὰ γιὰ τὸ μοναδικὸ λόγο ὅτι ὁ χῶρος εἶναι περιορισμένος.
Γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ἐξ ἴσου θεμελιώδης μὲ τὴν προηγούμενη, ὅτι ὁ συντριμμένος, ἀχρειωμένος, ὑποδουλωμένος στὴν ἁμαρτία, τὸ διάβολο καὶ τὸ θάνατο ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεως ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη λυτρώσεως. Καὶ τὴ λύτρωση δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πετύχει μόνος του. ῾Ο ἄνθρωπος ὤφειλε νὰ «ἀναπαλαίσῃ τὴν ἧτταν», λέει ὁ Καβάσιλας. ᾿Αλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ κερδίσει τὴ μάχη.
Πραγματικά, καμμιὰ σοφία, ἰσχύς, ἀρετὴ ἢ δικαιοσύνη ἀνθρώπινη δὲν μποροῦσε νὰ ξεπεράσει τὸ ριζικό, τελεσίδικο γιὰ τὰ ἱστορικὰ μέτρα ὅριο τοῦ θανάτου.
᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ Θεὸς ποὺ μποροῦσε μὲ μιά του σκέψη νὰ ἐξαφανίσει τὴν ἁμαρτία, τὸ διάβολο καὶ τὸ θάνατο, δὲν τὸ ἔκανε, γιατὶ κάτι τέτοιο θὰ ἦταν ἄδικο· ὁ ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὁ Θεὸς εἶχε ἡττηθεῖ καὶ αὐτὸς ἔπρεπε νὰ ἀναπαλαίσει.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ συνοψίζεται ἡ δεύτερη πτυχὴ τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τό: «Θεὸς οἰκειοῦται τὸν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων ἀγῶνα, ἄνθρωπος γάρ»· καὶ ἡ συνέπεια: «῎Ανθρωπος νικᾷ τὴν ἁμαρτίαν καθαρὸς ἁμαρτίας ἁπάσης, Θεὸς γὰρ ἦν».
Σ᾿ αὐτὴ τὴ μεταπτωτικὴ διάσταση τοῦ μυστηρίου ὁ Καβάσιλας
ἐπιμένει διὰ μακρῶν, καὶ στὸ βιβλίο «῾Η περὶ δικαιώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Καβάσιλα» τὴν ἀναλύσαμε διεξοδικά. Θὰ ἦταν ὄντως σοβαρὸ πνευματικό, ποιμαντικὸ ἀλλὰ καὶ θεολογικὸ λάθος νὰ δώσει κανεὶς δευτερεύουσα σημασία στὴν πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς λυτρώσεως. ᾿Απὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη δὲν θὰ εἴχαμε τὸ δικαίωμα νὰ διαπραγματευθοῦμε τὸ θέμα ὅπως τὸ διαπραγματευόμαστε ἐδῶ, ἂν δὲν εἴχαμε προηγουμένως γράψει ὁλόκληρο βιβλίο γιὰ τὴ διάσταση ἁμαρτία - λύτρωση. ῞Ομως ἐξ ἴσου σοβαρὸ λάθος θὰ ἦταν ὁ περιορισμὸς τῆς σωτηρίας, δηλαδὴ τῆς θεώσεως, σὲ μόνη τὴ λύτρωση.
Στὴν πρώτη περίπτωση ὁ χριστιανισμὸς θὰ μετατρεπόταν σ᾿ ἕνα ἐξωπραγματικὸ μυστικισμό, στὴ δεύτερη θὰ ξέπεφτε σ᾿ ἕνα νομικὸ ἠθικὸ σύστημα.
῾Ο Καβάσιλας, ὡς ἀληθινὸς θεολόγος τῆς Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, ἔλαβε ὑπ᾿ ὄψη του καὶ τὶς δυὸ ἀλήθειες καί, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ῎Ανσελμο ποὺ περιόρισε τὸ χριστιανισμὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο στὸ τμῆμα πτώση-λύτρωση, ἔδωσε τὴν πρέπουσα σημασία στὸ τμῆμα αὐτό, ἀλλὰ ταυτόχρονα τὸ ἐνέταξε στὰ πραγματικὰ πλαίσιά του, δίνοντας μὲ τὴν ἴδια κίνηση στὸν ἄνθρωπο τὰ πραγματικὰ ὅριά του.
Μετὰ τὴν καίριας σημασίας αὐτὴ παρατήρηση, τὴν ὁποία παρακαλοῦμε τὸν ἀναγνώστη νὰ προσέξει ἰδιαίτερα, εἶναι καιρὸς νὰ ἐπανέλθουμε καὶ νὰ μελετήσουμε πιὸ ἄμεσα τὸ πρόβλημα ποὺ θέσαμε στὴν ἀρχή, δηλαδὴ τὸν περιορισμὸ τοῦ ἄξονα τῆς θείας Οἰκονομίας ἀπὸ Δημιουργία-Θέωση σὲ πτώση-λύτρωση.
Ἀπό τό https://www.synodinresistance.org/Theology_el/3c8002cGiatiEns3.pdf