Κυριακή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη
Ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, πού μᾶς διηγήθηκε σήμερα ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, εἶναι ἀπό τίς πλέον γνωστές. Μᾶς μιλᾶ γιά τόν ἕναν Ἰουδαῖο πού στό δρόμο τοῦ ἔπεσε πάνω σέ ληστές, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τόν καταλήστεψαν τόν ἔδειραν προξενώντας τοῦ θανάσιμες πληγές. Ὡστόσο, οὔτε οἱ ὁμοεθνεῖς του ἱερεῖς πού ἔτυχε νά περνοῦν ἀπό τόν ἴδιο δρόμο δέν κοντοστάθηκαν νά τόν βοηθήσουν, φοβούμενοι ἴσως μήν πέσουν καί οἱ ἴδιοι στήν παγίδα τῶν ληστῶν. Μόνο ἕνας Σαμαρείτης, ἀλλοεθνής καί ἐκ προοιμίου ἐχθρός τῶν Ἰουδαίων, ὄχι μόνο περιποιήθηκε τά τραύματα τοῦ ἄτυχου ἀνθρώπου, ἀλλά καί τόν μετέφερε σέ ἀσφαλές πανδοχεῖο καί προπλήρωσε στόν ξενοδόχο γιά νά περιθάλψει τόν τραυματία.
Ἀφορμή γιά τήν παραβολή αὐτή ἔδωσε στόν Χριστό ἡ ἐρώτηση ἑνός νομικοῦ, πού γιά νά πειράξει τόν Κύριο, Τόν ρώτησε τί πρέπει νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνιο ζωή. Καί στήν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ, νά τηρεῖ τήν ἐντολή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού λέει νά ἀγαπᾶς τόν Θεό μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σου καί τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου, ἐκεῖνος ρώτησε: "καί ποιός εἶναι γιά μένα ὁ πλησίον;". Ἔτσι ὁ Κύριος του δίνει μία διπλή ἀπάντηση, περιγράφοντας ὄχι μόνο ποιός εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλά καί ποιό εἶναι τό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον.
Δέν εἶναι τυχαῖο πού ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Γιατί καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον προϋποθέτουν νά κάνουμε χῶρο στήν καρδιά μας γιά νά τούς χωρέσουμε, νά ὑπερβοῦμε δηλαδή τόν ἐγωισμό μας καί κάθε ἐγωκεντρική διάθεση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέτει ὡς κέντρο τοῦ σύμπαντος τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, τότε δέν ὑπάρχει χῶρος οὔτε γά τό Θεό, οὔτε γιά τόν πλησίον, οὔτε γιά κανέναν ἄλλο. Γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, χρειάζεται τουλάχιστον νά Τόν ἀναγνωρίσουμε ὡς τόν μεγάλο μας εὐεργέτη, ὡς παντοδύναμο, πάνω ἀπό τήν μικρή καί ἀδύναμη ὑπόστασή μας. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀναγνωρίσουμε στό Θεό τήν ἴδια τήν Ἀγάπη, τή συγγνώμη, ἀλλά καί τή Λύτρωση πού πηγάζει ἀπό τήν ἑκούσια σάρκωση, τή σταυρική θυσία καί τήν Ἀνάσταση τοῦ μονογενοῦς Του Υἱοῦ.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, θά μᾶς πεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, περνᾶ ἀλλά καί φανερώνεται μέσα ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον: "ἄν κάποιος πεῖ ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀλλά μισεῖ τόν ἀδελφό του, αὐτός εἶναι ψεύτης. Γιατί αὐτός πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του πού τόν βλέπει, τόν Θεό πού δέν τόν βλέπει δέν μπορεῖ νά τόν ἀγαπήσει"1. Μάλιστα χαρακτηρίζει ὡς ἀνθρωποκτόνο ἐκεῖνον πού μισεῖ τόν ἀδελφό του, ὡς ἄνθρωπο πού δέν ἔχει μέσα τοῦ ζωή αἰώνιο2, δηλαδή δέν ἔχει στήν καρδιά τοῦ ἀγάπη οὔτε γιά τό Θεό. Καί καταλήγει λέγοντας: "ἀπό τοῦτο γνωρίσαμε τήν ἀγάπη, ὅτι δηλαδή ὁ Χριστός θυσίασε τή ζωή του γιά μας. Ἄρα κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θυσιάζουμε ἀκόμα καί τή ζωή μας ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μας"3.
Ἡ ἀγάπη ἑπομένως δέν περιορίζεται σέ συγκεκριμένες πράξεις, οὔτε σέ συγκεκριμένα πρόσωπα. Ὡς ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ, ἔχει τή δύναμη καί τή διάθεση νά φτάσει μέχρι καί τήν αὐτοθυσία, νά εὐεργετεῖ ἀκόμα καί τόν ἐχθρό, νά προσφέρει δίχως νά ἐλπίζει σέ ἀνταλλάγματα, νά ἀναλώνει καί τό πλεόνασμα καί τό ὑστέρημα κάθε ἐσωτερικῆς δύναμης χωρίς νά κουράζεται καί χωρίς ποτέ νά ἐξαντλεῖται. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε "μέχρις ἐδῶ ἀγαπῶ, καί ἀπό ἐδῶ καί πέρα εἶμαι ἀδιάφορος ἤ δέν ἀγαπώ". Δέν μποροῦμε ἐπίσης νά ποῦμε ὅτι ἀγαπᾶμε κάποιους συγκεκριμένους ἀνθρώπους καί δέν μᾶς νοιάζει γιά τούς ὑπόλοιπους. Ἄν γιά τό Χριστό, σύμφωνα μέ τή σημερινή παραβολή, πλησίον μας εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποῦ συναντᾶμε στή ζωή μας, τότε ποιόν μποροῦμε νά ἀποκλείσουμε ἀπό τήν καρδιά μας;
Παράδειγμα τέτοιας τέλειας ἀγάπης ἔχουμε πρῶτα τόν Θεάνθρωπο Χριστό, πού ἀκόμα καί ἐπάνω στό σταυρό προσευχόταν: "Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιούσι"4. Ἔχουμε ὅμως καί ἕνα πλῆθος ἁγίων, πού ἔκαναν πράξη στή ζωή τούς αὐτή τή μοναδική ἐντολή τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἡ ἀπαρχή καί ἡ ἀνακεφαλαίωση τῆς κατά Χριστόν ζωῆς.
Ἴσως ἀναλογιστεῖ κανείς ὅτι στή σύγχρονη ἐποχή εἶναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ἀδύνατο νά ἐφαρμόσουμε αὐτόν τόν κανόνα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἐποχές ἀλλάζουν. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ὄχι. Γιατί οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί οἱ ἀνάγκες τούς οἱ πνευματικές καί ἡ ψυχοσύνθεσή τους παραμένουν σταθερές στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὅπως στό παρελθόν δέν μποροῦσε νά συγκροτηθεῖ μία κοινωνία χωρίς τουλάχιστον τόν ἀλληλοσεβασμό καί τήν ἀλληλεγγύη, ἔτσι συμβαίνει καί σήμερα. Καί ὅπως χωρίς τό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης καί χωρίς τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ δέν μποροῦσε νά σταθεῖ ἡ Ἐκκλησία κατά τούς ἀποστολικούς χρόνους, τό ἴδιο ἰσχύει καί σήμερα. Γιατί "Ἰησοῦς Χριστός ἐχθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰώνας"5.
1 Α' Ιω. 4, 20.
2 Α' Ιω. 3, 15.
3 Α' Ιω. 3, 16.
4 Λουκ. 23, 34.
5 Εβρ. 13, 8.
https://xerouveim.blogspot.gr/2009/11/15-11-09.html