Κυριακή Η΄ Ματθαίου, «Ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν»

2014-08-02 12:25

«Ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν»

 

     Ὅπου, ἀδελφοί μου, ὑπάρχει ὁ Χριστός, ἐκεῖ ὑπάρχει πλημμύρα ἀγαθῶν. Ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός, ἐκεῖ ὑπάρχει ἀσφάλεια, χαρά, εὐτυχία, ἀγαθὰ καὶ χορτασμός, ἐκεῖ εὐλογία καὶ χάρη.

     Βλέπω μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καθισμένους στὴν πρασινάδα τῆς βουνοπλαγιᾶς τοῦ ἔρημου τόπου καὶ βουνοῦ νὰ εὐφραίνονται τρώγοντας σὰν σὲ πανηγύρι, ἀλλὰ τοῦτο τὸ συμπόσιο εἶναι θεῖο. Εἶναι μεταξύ τους καὶ ἀνάμεσά τους ἡ αἰώνια ἔκφραση τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγαλλιάσεως, ἡ θεία τροφὴ καὶ πλησμονή, ἡ πηγὴ παντὸς ἀγαθοῦ. Εἶναι δίπλα τοὺς ὁ Χριστός.

     Ἔχει ἀποσυρθῆ σὲ ἔρημο τόπο ὁ Ἰησοῦς. Θλίψη μεγάλη καὶ ἀθυμία πολὺ κὰτ ἄνθρωπον διακατέχει τὴν καρδία Του·  «ἀκούσας ὅτι Ἰωάννης Πρόδρομος παρεδόθη». Καὶ ὡς γνωστὸν οἱ μεγάλες θλίψεις καὶ δοκιμασίες θέλουν ἡσυχία καὶ γαλήνη, ἐρημία καὶ ἠρεμία, γιὰ νὰ διασκεδασθοῦν. Ἀναχωρεῖ λοιπὸν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ ἔρημο τόπο  «μόνος μόνῳ Θεῷ κοινωνῶν», γιὰ νὰ ἀμβλύνη τὸν πόνο καὶ τὸ ἄλγος μετὰ τὸ θλιβερὸ ἄγγελμα τῆς συλλήψεως, προφυλακίσεως καὶ τελικὰ τοῦ θανάτου τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀπὸ τὸν Ἡρώδη.  Ἀνεβαίνοντας λοιπόν  στὸ πλοῖο μὲ τοὺς μαθητές Του καὶ ἀφοῦ διέπλευσε τὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, πηγαίνει σὲ ἔρημο τόπο ψηλό, συλλογιζόμενος τὴν κακία καὶ τὸ μίσος τῶν ἀνθρώπων κατὰ τοῦ καλοῦ, κατὰ τοῦ δικαίου, κατὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἡ ἀκολασία ὁδηγεῖ στὴ φυλακή. Ἐδῶ στὸν ἔρημο αὐτὸ τόπο ὁ Ἰησοῦς σκέπτεται καὶ προσεύχεται.

     Δὲν ἔμεινε ὅμως μόνος γιὰ πολύ. Διψασμένοι γιὰ τὸ λόγο Τοῦ, πεινασμένοι γιὰ δικαιοσύνη ἁπλοὶ καὶ ἁγνοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀπόλαυσαν τὰ κηρύγματά Του, δροσίσθηκαν ἀπὸ τοὺς λόγους Του, εὐεργετήθηκαν ἀπὸ τὰ θαύματά Του, Τὸν ἀναζητοῦν, ἄλλοι μὲ πλοιάρια καὶ ἄλλοι πεζὴ καὶ διαταράσσουν τὴν μοναξιά Του, τὴν προσευχή Του, τὴν ἡσυχία Του. Καὶ ὁ γλυκὺς Χριστός βγαίνει ἀπὸ τὴν μοναξιά Του, τὴν ἡσυχία Του καὶ θεραπεύει αὐτοὺς τοὺς ἀρρώστους. Ἀκολούθησαν τὸν Χριστό πέντε χιλιάδες ἄνδρες μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὶς γυναῖκες τους, χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τί θὰ πεῖ ἔρημος τόπος καὶ μακρὰ ὁδός. Δὲν στέκεται κανένα ἐμπόδιο ἱκανὸ νὰ ἐμποδίσει τὴ συνάντησή τους μὲ τὸν Χριστό ὅταν ἡ καρδιὰ πυρπολεῖται ἀπὸ ἀγάπη, κατακαίεται ἀπὸ ἅγια ἐπιθυμία καὶ ἁγνὸ πόθο συναντήσεως μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ναί, ἀγαπητοί μου· κατέλαβαν οἱ καρδιὲς ποὺ ἀγαποῦσαν τὸν Ἰησοῦ τὸν ἔρημο τόπο καὶ νά· ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις καὶ τὸ ἄχαρο καὶ ἐρημικὸ ἔλαβε χάρη καὶ νόημα!

     Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔμειναν κοντὰ στὸν Διδάσκαλο καὶ ἀπολάμβαναν τὶς χάριτες καὶ τοὺς λόγους Του, τὰ ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς, γεύονταν τὶς ἰάσεις καὶ τὴν παρηγοριά. Καὶ ἔφθασε ἡ νύκτα.  «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ». Αὐτὸ θὰ πεῖ «ὀψίας δὲ γενομένης» δηλαδή ἔφθασεν ὁ μετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου χρόνος. Καὶ ὁ λαός, πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ἔχουν ἀνάγκη τροφῆς σωματικῆς. Καὶ ἀνησυχοῦν οἱ μαθητὲς καὶ συνιστοῦν στὸ Χριστό, τὸ Διδάσκαλο νὰ ἀπολύση τὰ πλήθη, γιὰ νὰ ἀγοράσουν τροφὲς ἀπὸ τὶς γύρω πόλεις. Καὶ μένουν ἔκπληκτοι βλέποντας τὸν Κύριό Τους νὰ μὴν ἀνησυχεῖ καὶ νὰ τοὺς συνιστᾶ «Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Τοῦ δείχνουν αὐτὰ ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν διατροφὴ τὴ δική τους συντροφιᾶς·  «πέντε ἄρτους καὶ δυὸ ἰχθύας». Καὶ Αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε στὰ ἅγια χέρια Τοῦ τὰ πέντε ψωμιὰ σὲ σχῆμα λαγάνας, κατασκευασμένα κατὰ τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθιμο, καὶ τὰ δυὸ ψάρια, ὕψωσε τὰ μάτια Του στὸν οὐρανό, ἐπικαλέσθηκε μὲ τὴν προσευχὴ Τοῦ τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ ἄρχισε νὰ μοιράζη στοὺς μαθητὲς καὶ αὐτοὶ στὰ πλήθη τῶν ἀκροατῶν. Καὶ μοιράζονται, μοιράζονται, κόβονται, διανέμονται, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνται.  «Ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν». Μεγάλο καὶ θαυμαστὸ θαῦμα. Καθισμένοι οἱ πεινασμένοι φίλοι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρασινάδα τῆς βουνοπλαγιᾶς, στὸν ἔρημο τόπο μετελάμβαναν τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει ἔχοντας στὴ μέση  Ἐκεῖνον ποὺ διατρέφει τὰ σύμπαντα, Ἐκεῖνον ποὺ διεκήρυξε ὅτι  «ὁ ἐρχόμενος πρὸς μὲ οὐ μὴ πεινάσῃ καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τον αἰώνα».
     Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀποδεικνύεται ὡς ὁ Μεσσίας ποὺ τροφοδοτεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τόση μάλιστα ἀφθονία, ὥστε νὰ συλλέγωνται καὶ περισσεύματα. Ποιὰ ὅμως εἶναι, ἀδελφοί, ἡ βαθύτερη σημασία τοῦ συγκεκριμένου θαύματος; Ὁ Μεσσίας προτυπώνει καὶ προανακρούει τὴν κατ' ἐξοχήν τροφὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἑπομένως, τὸ θαῦμα ἔχει ἐπιπλέον νόημα ἐκκλησιολογικὸ καὶ εὐχαριστιακό. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι  «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς», τροφοδοτεῖ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ λαὸ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τροφὴ ὄχι προσωρινή ἀλλὰ αἰώνια, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, δηλαδὴ τὴ Θεία Κοινωνία. Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν.  Ἀμὴν.